Σημερινή εποχή, έτος 2023. Ένας κόσμος που οι άνθρωποι χάνουν σιγά σιγά, μία προς μία όλες τις αξίες τους. Τα πουλάνε στην κυριολεξία όλα. Πατρίδα, θρησκεία, σημαία, οικογένεια, έρωτα, αγάπη, φιλία. Ειδικά στον αθλητισμό εκεί πια και αν είναι τα πράγματα τραγικά. Μέσα σε μια χρονιά, οι ποδοσφαιριστές μπορούνε να αλλάξουν, και μία, και δύο και τρεις ομάδες. Φιλάνε το σήμα του συλλόγου και την επόμενη σεζόν πάνε στον «αιώνιο» αντίπαλο. Και όχι μόνο αυτό. Υπάρχουν και παίκτες που αλλάζουν ακόμα και εθνικότητες για τα χρήματα. Για αυτό και το σημερινό αφιέρωμα είναι για μια περίπτωση που στο σήμερα, μοιάζει τόσο ξένη. Είναι η ιστορία του Αυστριακού Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar), που δολοφονήθηκε, επειδή αρνήθηκε να παίξει για τους Ναζί!! Ενός αληθινού ήρωα!
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1903 στο χωριό Κοζλόφ της Αυστροουγγαρίας. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια ενώ είχε τσέχικες και εβραϊκές ρίζες, και είχε άλλα τρία αδέρφια. Όταν ήταν τριών ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη. Το 1917, ο πατέρας του σκοτώθηκε στον πόλεμο και ο Ματίας ανέλαβε την τύχη της οικογένειάς του. Παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο σε μια τοπική ομάδα νέων, στην περιοχή Φαβορίτνερ της Βιέννης, όπου και κατοικούσε. Ένα χρόνο αργότερα, τον πρόσεξε ο κυνηγός ταλέντων Καρλ Βάιμαν, ο οποίος τον οδήγησε στην ομάδα των νέων της Χέρτα Βιέννης, το γήπεδο της οποίας ήταν κοντά στο σπίτι του.
Στη Χέρτα, ξεχώριζε με την τεχνική του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν στο γήπεδο. Δεν ήταν μυώδης, ούτε πολύ ψηλός με 1,75. Έτσι με το δικό του στυλ, προσπαθούσε να αποφεύγει τους αντιπάλους του, ώστε να μη δέχεται σκληρά μαρκαρίσματα. Οι κινήσεις του ήταν τόσο αρμονικές και ο δαντελένιος τρόπος παιχνιδιού του, αυτός ο ξεχωριστός, μοναδικός τρόπος που έβλεπε το γήπεδο και διάβαζε το παιχνίδι, τον έκαναν αγαπητό στους φιλάθλους. Οι οποίοι μαγεμένοι με αυτά που έβλεπαν, του έδωσαν το προσωνύμιο «Der Papierene» (Ο Χάρτινος). Σε ηλικία 18 ετών έκανε ντεμπούτο στο πρωτάθλημα, ενώ την επόμενη χρονιά προήχθη στην πρώτη ομάδα. Στην αρχή της καριέρας του, αντιμετώπισε έναν τραυματισμό στο μηνίσκο, όταν το 1923 είχε μια άσχημη πτώση σε μια πισίνα. Η εγχείρηση, που εκείνη την εποχή ήταν μια δύσκολη επέμβαση, με αμφίβολη αποκατάσταση, ήταν πετυχημένη. Όμως αναγκάστηκε από τότε να παίζει με ένα προστατευτικό στο γόνατο, κάτι που έγινε και το σήμα κατατεθέν του. Ο τραυματισμός αυτός έκανε τον Ζίντελαρ να εξελίξει ακόμα περισσότερο τον εκλεπτυσμένο τρόπο παιχνιδιού του και την τεχνική του, με την οποία ελισσόμενος απέφευγε τις επαφές, υπό το φόβο ενός νέου τραυματισμού.
Το 1924, η Χέρτα τερμάτισε στη δέκατη θέση του αυστριακού πρωταθλήματος και υποβιβάστηκε. Μπροστά στα οικονομικά προβλήματα της ομάδας αρκετοί παίκτες πουλήθηκαν, ανάμεσά τους και ο Ζίντελαρ. Ο παίκτης αποφάσισε να παραμείνει στη Βιέννη και υπέγραψε στην Αούστρια Βιέννης, η οποία εκείνη την εποχή ονομαζόταν ακόμα SV Βίνερ Ερασιτεχνική. Ο Ματίας ξεχώρισε στη νέα του ομάδα, και παρά, τα κάποια προβλήματα προσαρμογής στην αρχή, κατάφερε να γίνει ένας από τους αγαπημένους παίκτες της εξέδρας. Το 1925 έφτασε στην κατάκτηση του πρώτου του κυπέλλου, ενώ η ομάδα έκανε το νταμπλ (πρωτάθλημα και κύπελλο Αυστρίας) το 1926.
Ο Ζίντελαρ ξεκίνησε να προσφέρει σημαντικές βοήθειες στην ομάδα της Αούστρια από την επόμενη αγωνιστική περίοδο. Παρά το γεγονός όμως, πως ήταν ο καλύτερος επιθετικός της ομάδας, με μεγάλη συγκομιδή τερμάτων, ο σύλλογος δεν κατάφερε να πάρει άλλο πρωτάθλημα. Το 1927 η Αούστρια τερμάτισε έβδομη, αν και ο «Χάρτινος» είχε πετύχει 18 τέρματα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές μόλις όγδοη. Από το 1933 και μετά, η πορεία της υπήρξε καλύτερη. Αν και πάλι δεν κέρδισε κάποιο πρωτάθλημα, κατάφερε να κερδίσει τρεις φορές το κύπελλο Αυστρίας, το 1933, το 1935 και το 1936, αλλά και δύο φορές το «Μιτρόπα Καπ». Επειδή σίγουρα αναρωτιέστε τι είναι αυτό το «Μιτρόπα Καπ» θα σας το εξηγήσουμε αμέσως. Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού κυπέλλου επανήλθε μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος επέφερε τη διάλυση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε κυρίως ανάμεσα στις ομάδες της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες τότε κυριαρχούσαν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 στις χώρες αυτές δημιουργήθηκαν εθνικά επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Στην Αυστρία το 1924, στην Ουγγαρία το 1925 και στην Τσεχοσλοβακία το 1926.
Στις 17 Ιουλίου του 1927, στη Βιέννη, έπειτα από πρόσκληση του Χούγκο Μέισλ (Hugo Meisl), του «θρυλικού» προπονητή της εθνικής Αυστρίας, αποφασίστηκε η δημιουργία του «Μιτρόπα Καπ» ή αλλιώς «Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης» (γαλλικά La Coupe de l’Europe Centrale ή Mitropa Cup). Σκοπός του ήταν η οικονομική ενίσχυση και η ενδυνάμωση των ομάδων μέσω του ανταγωνισμού. Επίσης, συμφωνήθηκε η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κυπέλλου για εθνικές ομάδες. Στο «Μιτρόπα Καπ» συμμετείχαν οι δυο κορυφαίες επαγγελματικές ομάδες, από τέσσερις χώρες της κεντρικής Ευρώπης: Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία σε αγώνες νοκ-άουτ. Οι πρώτοι αγώνες παίχτηκαν στις 14 Αυγούστου του 1927. Το πρώτο τρόπαιο κατέκτησε η Σπάρτα Πράγας. Το 1929 ιταλικές ομάδες πήραν τη θέση των ομάδων από τη Γιουγκοσλαβία. Το 1934 οι ομάδες αυξήθηκαν σε τέσσερις από κάθε χώρα. Το 1936 προσκλήθηκαν να μετάσχουν ομάδες από την Ελβετία και το 1937 από τη Ρουμανία και ξανά από τη Γιουγκοσλαβία. Το 1938 η Αυστρία αναγκάστηκε να αποχωρήσει έπειτα από την εκβιαστική απορρόφησή της από τη Γερμανία, με το «Anschluss». Το 1939 το κύπελλο έγινε με τη συμμετοχή μόνο οκτώ ομάδων. Το 1940 η διοργάνωση ξεκίνησε αλλά διακόπηκε πριν ολοκληρωθεί, λόγω του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το κύπελλο δεν ξεκίνησε αμέσως αλλά το 1951 με το όνομα «Ζεντρόπα Καπ» (Zentropa Cup). Σταδιακά έχασε το κύρος του, μιας και από το 1955 ξεκίνησαν οι άλλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αν και ξαναπήρε το παλιό του όνομα.
Τη δεκαετία του ’80 διεξαγόταν μεταξύ των πρωταθλητών της Β’ κατηγορίας των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Για τελευταία φορά διεξήχθη το 1992 και το κατέκτησε η Μπόρατς Μπάνια Λούκα από τη Γιουγκοσλαβία. Όμως, τον τελικό παρακολουθήσαν λιγότεροι από 1000 θεατές!
Αυτόν τον τόσο σημαντικό θεσμό κατέκτησε ο Ματίας σχεδόν μόνος του δύο φορές. Το 1933 κόντρα στην Ίντερ Μιλάνου και το 1936, κόντρα στην τσεχοσλοβακική Σπάρτα Πράγας. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1933, στο πρώτο παιχνίδι στο Μιλάνο, οι γηπεδούχοι προηγήθηκαν με 2-0 στο ημίχρονο. Τα γκολ πέτυχαν ο Μεάτσα στο 40’ λεπτό και στο 41’ ο Λεβράτο έδωσε «αέρα τροπαίου» στους «νερατζούρι». Όμως στο 77’ λεπτό ο Βιέρτι μείωσε στο τελικό 2-1. Στον επαναληπτικό ο Ματίας έκανε «μυθικά» πράγματα. Στο 45’ λεπτό και στο 80’ λεπτό σκόραρε και οι Αυστριακοί ήταν κοντά στην πρώτη διεθνή κούπα. Στο 85’ λεπτό ο «θρυλικός» Μεάτσα μείωσε και όλα έδειχναν τρίτο παιχνίδι. Αλλά ο Ζίντελαρ με τρίτο προσωπικό γκολ στο 88’ λεπτό κλείδωσε τη νίκη και το τρόπαιο! Το 1936 η Αούστρια κατέκτησε το δεύτερο της. Απέναντι στη Σπάρτα Πράγας αυτή τη φορά. Στις 6 Σεπτεμβρίου ο πρώτος αγώνας στην Αυστρία τελείωσε με 0-0. Στις 13 του ίδιου μήνα ο Ματίας Ζίντελαρ στο 67’ λεπτό βγάζει μια εκπληκτική ασίστ στον Τζερουσάλεμ που ανοίγει το σκορ. Με αυτό το φτωχό 1-0 παίρνει το «Μιτρόπα Καπ» για δεύτερη και τελευταία φορά. Την ίδια ημερομηνία με το «Μιτρόπα Καπ» ιδρύθηκε και το «Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης» (Coupe Internationale ή International Cup).
Υπήρξε μια μακροχρόνια και δημοφιλής διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση, μεταξύ των εθνικών ομάδων της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία διεξαγόταν από το 1927 ως το 1960 και θεωρείται ο πρόδρομος του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης. Εμπνευστής της διοργάνωσης υπήρξε πάλι ο θρυλικός Αυστριακός προπονητής της« Βούντερτιμ» (της προπολεμικής εθνικής Αυστρίας) Χούγκο Μέισλ (Hugo Meisl). Το κύπελλο που απονεμόταν ονομαζόταν αρχικά «Κύπελλο Σβέχλα» (Švehla Cup) και στην τελευταία διοργάνωση Κύπελλο «Δρ. Γκέρε» (Dr. Gerö Cup). Η κάθε διοργάνωση είχε μακροχρόνια διάρκεια από δύο ως πέντε χρόνια και γι’ αυτό διεξήχθησαν μόνο έξι διοργανώσεις από τις οποίες η μία διακόπηκε πριν ολοκληρωθεί. Το 1931-1932 το κατέκτησε η Αυστρία με ηγέτη τον Ματίας Ζίντελαρ, αφήνοντας την Ιταλία στη δεύτερη θέση!
Έπειτα από την αναδρομή μας στο «Μιτρόπα Καπ», και το «Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης», επιστρέφουμε για την επιρροή που είχε το παιχνίδι στη χώρα του βαλς. Το ποδόσφαιρο στην Αυστρία αναπτύχθηκε με τόση ταχύτητα μόλις έγινε επαγγελματικό, το 1924, ώστε η εφημερίδα «Neues Wiener Journal» το περιέγραφε ως κοινωνικό φαινόμενο. Έλεγαν׃ «Που αλλού θα δει κάποιος 50.000 θεατές να μαζεύονται είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε έχει καλό καιρό βδομάδα με βδομάδα? Μόνο στην Αγγλία και σε εμάς εδώ στην Αυστρία»! Μόνο που οι συζητήσεις μετά τους αγώνες στις βρετανικές παμπ γίνονταν με τη συνοδεία μπύρας, ενώ στην Αυστρία σε μαγαζιά επιπέδου με βιενέζικη σοκολάτα και καφέ. Άλλωστε, στην Κεντρική Ευρώπη το ποδόσφαιρο δεν ήταν άθλημα της λαϊκής τάξης, αλλά της καλής κοινωνίας. Η Βιέννη, η Βουδαπέστη και η Πράγα είχαν γίνει το επίκεντρο των εξελίξεων. Τα λεγόμενα «coffee houses» ήταν μαγαζιά που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στα οποία άνδρες και γυναίκες συναναστρέφονταν διαβάζοντας εφημερίδες και αναλύοντας την επικαιρότητα. Φυσικά δεν ήταν όλοι μαζί , ακόμη και τότε, αφού οι οπαδοί της Αούστρια μαζεύονταν στο «Cafe Parcifal» και εκείνοι της Ραπίντ στο «Cafe Holub». Επίσης, στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχε και το «Ring Cafe», όπου η αγγλική αριστοκρατία που έμενε στη Βιέννη συγκεντρωνόταν συζητώντας κυρίως για κρίκετ, χωρίς όμως από την ατζέντα να λείπει το ποδόσφαιρο.
Εκεί άρχισε και η γκρίνια για κάποιες επιλογές στην εθνική ομάδα, την περιβόητη «Βούντερτιμ» που δημιούργησε ο Χούγκο Μέισλ. Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα όλοι προπονητές. Ούτε αυτό γίνεται τα τελευταία χρόνια. Αλλά όπως διαβάζετε γινόταν από τότε! Η επιλογή ενός παίκτη από την εβραϊκή κοινότητα, η οποία ανήκε στην μπουρζουαζία, προκαλούσε διαφωνίες, αλλά ο Μέισλ ήξερε πως αυτός ο νεαρός με τα λεπτά πόδια, για τα οποία οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «Χάρτινο», ήταν ο βατήρας για την εκτόξευση του δημιουργήματός του. Ο Ματίας άλλωστε, ήταν το μεγάλο «κανόνι» της Αούστρια Βιέννης. Φόρεσε τη φανέλα της 700 φορές από το 1926 μέχρι το 1938, διάστημα κατά το οποίο πέτυχε 600 γκολ. Έγινε γρήγορα η «σημαία» της όπως είδαμε παραπάνω σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ένα νέο στυλ σέντερ φορ χωρίς τη δύναμη των Βρετανών επιθετικών, αλλά βασισμένο στην τεχνική. Ο Φρίντριχ Τόρμπεργκ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Μεσοπολέμου στην Αυστρία, έχει γράψει για τον Ζίντελαρ: «Είχε μεγάλη ποικιλία στο παιχνίδι του και ιδέες χωρίς σύστημα, αλλά με αρμονία. Ήταν απλά ιδιοφυής».
Η εθνική Αυστρίας τη δεκαετία του ’30 μεσουρανούσε και μπορεί να μην πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 1930, αλλά συμμετείχε στο επόμενο του 1934 και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά. Εκεί η Αυστρία αντιμετώπισε την Ιταλία και ο Ζίντελαρ έκανε ότι μπορούσε για να δώσει τη νίκη στην ομάδα του. Τα έβαλε με όλους, αλλά δεν κατάφερε να λυγίσει και τον Μουσολίνι, ο οποίος δε θα δεχόταν το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα να χάσει μέσα στη χώρα του. Έτσι, φρόντισε να γίνουν τα πάντα για να λήξει τελικά το ματς με 1-0 υπέρ των «ατζούρι».
Τελικά η Αυστρία απογοητευμένη από την «κλοπή» του ημιτελικού, πήρε την τέταρτη θέση, χάνοντας με 3-2 από τη Γερμανία στον μικρό τελικό.
Πραγματικά ο Ματίας, ήταν ένας παίκτης που μπορούσε από μόνος του να αλλάξει τη ροή ενός αγώνα. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να διαψεύσει τους πάντες και από εκεί που τον φώναζαν «χάρτινο», σύντομα το παρατσούκλι του έγινε «Μότσαρτ» των γηπέδων. Μάλιστα, αυτός και ο Γιόζεφ Ούριντιλ της Ραπίντ και παρτενέρ του στην επίθεση της «Βούντερτιμ», της ομάδας «θαύμα» του Μέισλ, έγιναν αστέρες πρώτης διαλογής διαφημίζοντας ρολόγια και ρούχα και έπαιξαν και σε ταινία!!! Αποτελούσε φόβητρο για πολλούς αντιπάλους του και όχι μόνο. Ο κριτικός θεάτρου Άλφρεντ Πολγκάρ είχε γράψει γι’ αυτόν πως׃ «Έπαιζε σαν να είχε μυαλό στα πόδια του και πολλά αξιοσημείωτα και απροσδόκητα πράγματα τους συνέβησαν ενώ τρέχουν». Αυτό επιχείρησε να αναλύσει ο βιολόγος Στίβεν Τζέι Γκουλντ, ο οποίος υποστήριζε πως οι μεγάλοι αθλητές δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους μόνο για τα σωματικά τους προσόντα, αλλά για την ικανότητα να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Συγκεκριμένα είπε׃ «Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν αναπτύξει αυτόνομα κέντρα εκτέλεσης των εντολών του εγκεφάλου». Οι θεωρίες του σπουδαίου επιστήμονα έμειναν στην ιστορία και προκάλεσαν επανάσταση στη βιολογία. Η στιγμή της απόλυτης αποθέωσης του Ζίντελαρ ήταν, όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο, όχι σε μία νίκη, αλλά σε μία ήττα. Το 1932 η Αυστρία αντιμετώπισε την Αγγλία στο Λονδίνο, σε ένα τεστ που θα δοκίμαζε τις αντοχές του Μέισλ και των παικτών του. Το 1929 Αγγλία είχε χάσει για πρώτη φορά από ομάδα πέραν της Μάγχης, όταν η Ισπανία τη νίκησε στη Μαδρίτη. Λίγο καιρό όμως πριν από το παιχνίδι με την Αυστρία πήρε το αίμα της πίσω, σκορπίζοντας με 7-1 τους Ισπανούς στο «Χάιμπουρι». Από το 1871 που η εθνική Αγγλίας ξεκίνησε να δίνει αγώνες στην έδρα της παρέμενε αήττητη με αντιπάλους εκτός των Βρετανών.
Το ματς εξελίχτηκε σε ένα σόου του Ζίντελαρ, ο οποίος, αν και η Αυστρία έχασε 4-3, τρομοκράτησε την αγγλική άμυνα. Η βουλή στη Βιέννη είχε διακόψει τις εργασίες της και χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στη Χέλντενπλατς ακούγοντας το ματς από τα τεράστια μεγάφωνα που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε γωνιά. Την επόμενη μέρα οι αγγλικές εφημερίδες αποθέωσαν τον Ζίντελαρ και τη «Βούντερτιμ». Η «Daily Mail» σημείωνε πως η Αυστρία ήταν αποκάλυψη, ενώ οι «TIMES» την αποκαλούσαν ηθική νικήτρια. Ο Βέλγος διαιτητής που διεύθυνε τον αγώνα δήλωσε γεμάτος θαυμασμό׃ «Ο Ζίστσεκ σκόραρε δύο φορές. Ωστόσο, το γκολ του Ζίντελαρ ήταν ένα έργο τέχνης που κανείς άλλος πριν ή μετά από αυτόν δεν θα μπορέσει να αντιγράψει.
Ο κόσμος στο Λονδίνο σηκώθηκε όρθιος για να το χειροκροτήσει και κάθισε ξανά μετά από 20 λεπτά». Με αυτόν τον τρόπο περιέγραψε με την έξωθεν καλή μαρτυρία του, το σλάλομ του Ματίας Ζίντελαρ, ο οποίος πέρασε όλη την αγγλική ομάδα. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν 54 χρόνια για να τον μιμηθεί ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Η εξαιρετική ικανότητά του τον έκανε γρήγορα ένα είδωλο των εργατών στα εργοστάσια, αλλά τον έφερε κοντά και στην κοινωνία των διανοουμένων. Ο Ματίας ήταν ο «Μότσαρτ του ποδοσφαίρου» για τους Αυστριακούς.
Ήταν αυτός που μετά από ένα ματς με τη φανέλα της Αούστρια Βιέννης μια εφημερίδα έγραψε ότι αγωνίστηκε׃ «Όπως ένας grandmaster παίζει σκάκι».
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο «θρύλος» της «Βούντερτιμ» (Wunderteam), της περίφημης Εθνικής Αυστρίας που ονομάστηκε «Ομάδα όνειρο» και του ηγέτη της, Ματίας Ζίντελαρ (ο κορυφαίος παίκτης στον κόσμο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Τα επιτεύγματά της και ο τρόπος που αντιλαμβανόταν το ποδόσφαιρο εκείνο το σύνολο του εξαιρετικού κόουτς Ούγκο Μέισλ, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για την εποχή του Μεσοπολέμου (μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων). Οι ιστορικοί του αθλήματος τη θεωρούν ως την πρωτοπόρα Εθνική όλων των εποχών και την πρώτη από τις τρεις που έμειναν δίχως τρόπαιο (μαζί με τις Ουγγαρία το 1954 και Ολλανδία το 1974). Μέχρι τα ναζιστικά άρματα μάχης και ο Αδόλφος Χίτλερ να εισβάλλουν, η Βιέννη τη δεκαετία του 1930 ήταν ένα «ζωντανό» και υπέροχο μέρος. Ήταν ένα πολιτιστικό, πολιτικό «θερμοκήπιο» που παρήγαγε μοναδικά μυαλά όπως ο Φρόιντ, ο Σνάιτσερ και ο Χέιεκ, ενώ στα καφέ της αυστριακής πρωτεύουσας οι έντονες συζητήσεις εναλλάσσονταν για το σοσιαλισμό, τον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και το ποδόσφαιρο.
Ναι το ποδόσφαιρο. Όμως όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Αλλά το καλό είναι ότι δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Και αυτό επειδή, το στοιχείο που έκανε ακόμα πιο συνταρακτική την ιστορία της «Ομάδας όνειρο» και ακόμα περισσότερο του αρχηγού της, ήταν η τραγική κατάληξη που είχαν ομάδα και παίκτης. Στους δικούς μας καιρούς ίσως να φαντάζουν τόσο ξένα όλα αυτά τα πιστεύω, αλλά τότε, με την Ευρώπη να είναι χιλιοβασανισμένη, η πατρίδα ήταν το νούμερο ένα ιδανικό.
Τουλάχιστον για τον Ζίντελαρ ήταν. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα το 1938, αλλά και τον επόμενο χρόνο. Η Αυστρία προετοιμαζόταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας και ήταν μάλιστα εκ των φαβορί για την κατάκτησή του. Ο Μέισλ, ο Ζίντελαρ και η υπόλοιπη παρέα όμως δεν ταξίδεψε ποτέ στο Παρίσι. Λίγο πριν το Μουντιάλ όλα διαλύονται. Συγκεκριμένα στις 11-13 Μαρτίου του 1938 η Ναζιστική Γερμανία προχώρησε στην ενσωμάτωση της γείτονας χώρας Αυστρίας (Österreich). Αυτό το γεγονός είναι γνωστό ως Ένωση (Anschluss). «Anschluss» είναι γερμανική λέξη και σημαίνει «ένωση» ή «προσάρτηση». Με την προσάρτηση της Αυστρίας, οι Ναζί παραβίασαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού. Αυτές οι συνθήκες απαγόρευαν ρητά την ένωση της Αυστρίας και της Γερμανίας. Η «Ένωση» κατέδειξε την περιφρόνηση των Ναζί για την τάξη πραγμάτων που είχε επιβληθεί στην Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη εδαφικής επέκτασης της ναζιστικής Γερμανίας. Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν τιμώρησαν τους Ναζί για την παραβίαση των διεθνών συνθηκών.
Η αποδοχή της «Ένωσης» ήταν μια σημαντική πράξη κατευνασμού. Αυτό επέτρεψε στον Αδόλφο Χίτλερ να συνεχίσει ανεξέλεγκτα τις επεκτατικές του πολιτικές. Η «Ένωση» μεταμόρφωσε την Αυστρία. Σχεδόν εν μία νυκτί, η Αυστρία έπαψε να υπάρχει. Η χώρα μετονομάστηκε σε «Ostmark», μια επαρχία του Ράιχ. Στις ημέρες, εβδομάδες και μήνες που ακολούθησαν, οι Αυστριακοί και Γερμανοί Ναζί προχώρησαν στη ναζιστικοποίηση όλων των πτυχών της ζωής στην Αυστρία. Πολλοί Αυστριακοί συμμετείχαν με ενθουσιασμό σε αυτό το εγχείρημα. Στον απόηχο της «Ένωσης», ο Αυστριακοί καταδίωξαν τον εβραϊκό πληθυσμό της χώρας. Θέσπισαν ναζιστικές πολιτικές και πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Αυστριακοί συμμετείχαν, επίσης, στη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης. Η «Ένωση» δεν ήταν αναπόφευκτη.
Ούτε η ραγδαία ναζιστικοποίηση της Αυστρίας. Ορισμένοι ιστορικοί παράγοντες και γεγονότα, ωστόσο, διευκόλυναν αυτές τις διαδικασίες. Γιατί δυστυχώς πάντα υπάρχουν προδότες αλλά ευτυχώς και ήρωες!
Όπως συνέβη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, έτσι και στο ποδόσφαιρο, ανακοινώθηκε το εξής: «Όποιος θέλει να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο, οφείλει να το κάνει στα γερμανικά πλαίσια και να παίζει με τα χρώματα της Γερμανίας»! Η «Βούντερτιμ» έπαψε αυτομάτως να υπάρχει και η πλειονότητα των Αυστριακών διεθνών, επέλεξε να σταματήσει την μπάλα. Η δοσιλογική κυβέρνηση δεν έχασε χρόνο να σταματήσει το επαγγελματικό πρωτάθλημα της χώρας και να διαλύσει τους συλλόγους που είχαν Εβραίους. Τα γήπεδα κατασχέθηκαν, ενώ παίκτες, προπονητές και παράγοντες εβραϊκής εθνικότητας εκδιώχθηκαν. Η ομάδα του Ματίας Ζιντελαρ Αούστρια Βιέννης άλλαξε το όνομά της σε «SC Ostmark Wien», καθώς θεωρήθηκε ως η ομάδα των Εβραίων της Βιέννης. Οι παίκτες που επέζησαν από αυτά τα ξεκαθαρίσματα εξαναγκάστηκαν να ενταχθούν στη γερμανική εθνική ομάδα. Εκείνος όμως ως Εβραίος και πάνω απ’ όλα ως πατριώτης, δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί τη συγχώνευση της Αυστρίας με τη Γερμανία το 1938. Το διαβόητο «Anschluss» σήμαινε το τέλος της βιεννέζικης αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα υποχρέωνε τους Αυστριακούς παίκτες να αγωνίζονται στην εθνική Γερμανίας και τις ομάδες τους να παίζουν πλέον στο γερμανικό πρωτάθλημα.
Οι Γερμανοί όμως ήθελαν σαν τρελοί τον Ζίντελαρ. Ήξεραν πως με αυτόν στην ομάδα τους, θα είχαν ελπίδες για το Μουντιάλ. Του έταξαν τα πάντα, Χρήμα, δόξα, καταξίωση, ζωή! Ο 34χρονος τότε επιθετικός αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν άντεχαν τα πόδια του, κάτι που εξόργισε τους κατακτητές. Στις 3 Απριλίου του 1938 έγινε το ιστορικό παιχνίδι που τον έκανε «αθάνατο». Οι Γερμανοί θέλησαν να καλοπιάσουν τον αυστριακό λαό και οργάνωσαν ένα φιλικό ματς, προς τιμή της «ένωσης» μεταξύ της «Ostmark» (Αυστρίας) και της «Altreich» (Γερμανίας).
Η συμφωνία ήταν να λήξει ισόπαλο με 1-1, ώστε άπαντες να μείνουν ευχαριστημένοι. Ο αγώνας που έμελλε να τον σημαδέψει για πάντα. Αν ο Τζέσε Οουενς πέρασε στην ιστορία ως ο «άνθρωπος που ταπείνωσε τον Χίτλερ», τότε τον τίτλο «ο άνθρωπος που αψήφησε τον Χίτλερ» φέρει ο Ματίας Ζίντελαρ. Σαν αρχηγός της ομάδας, αποφάσισε να παίξουν με ερυθρόλευκες στολές και όχι τις παραδοσιακές ασπρόμαυρες της χώρας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια του αγώνα έπαιρνε την μπάλα και περνούσε μόνος του όλους τους Γερμανούς και, όταν έφτανε στο αντίπαλο τέρμα και μπορούσε να βάλει το γκολ, πετούσε την μπάλα άουτ.
Μετά το ημίχρονο δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την καταπίεση που ένιωθε μέσα του. Άνοιξε το σκορ με ένα υπέροχο γκολ, περνώντας πέντε αντιπάλους, το οποίο και πανηγύρισε επιδεικτικά. Αυτό τρέλανε τους Γερμανούς, στους οποίους είχε πει πως δεν άντεχε να παίζει. Επί 90’ λεπτά τους έκανε ότι ήθελε και στο φινάλε έδωσε ασίστ στον Καρλ Σέτα που διαμόρφωσε το τελικό 2-0. Οι δυο τους πανηγυρίζοντας, πήγαν στην εξέδρα και στάθηκαν προκλητικά, γελώντας μπροστά από τους Γερμανούς επίσημους. Εκεί βρισκόταν και ο Χίτλερ που προφανώς έδωσε τη μετέπειτα… διαταγή!
Μετά την ολοκλήρωση του ματς ο Ματίας Ζίντελαρ πηγαίνει στην εξέδρα των επισήμων και μπροστά στους ναζιστές αξιωματούχους χορεύει ένα, επινίκιο, μοναχικό βαλς. Ήταν το τελευταίο παιχνίδι του «Μότσαρτ» με τα χρώματα της εθνικής Αυστρίας. Αυτή η «μαγική» εμφάνισή του κόντρα στους ναζί να αποτελεί το ύστατο κονσέρτο του!! Χιλιάδες Αυστριακοί φίλαθλοι που πλημμύρισαν στο «Στάδιο Πράτερ» (Prater) της Βιέννης ξεσηκώθηκαν για να τον αποθεώσουν φωνάζοντας δυνατά׃ «Osterreich! Osterreich! Το όνομα μιας πατρίδας που η Ναζιστική Γερμανία εξαφάνιζε για τα επόμενα χρόνια! Ο Ζίντελαρ αποθεώθηκε από τους συμπατριώτες του, όμως οι Ναζί δεν ξέχασαν την ταπείνωση στο γήπεδο «Πράτερ». Κατέκτησε ένα πρωτάθλημα Αυστρίας το 1926, πέντε Κύπελλα το 1925, το 1926, το 1933, το 1935, το 1936, δύο «Μιτρόπα Καπ» το 1933 και το 1936, ένα Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης το 1932. Σε ατομικό επίπεδο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 πήρε την ασημένια μπάλα, ενώ πάλι στο ίδιο τουρνουά ήταν μέλος της καλύτερης ενδεκάδας. Από την IFFHS ψηφίστηκε ο 22ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα. Σε 700 αγώνες σκόραρε 600 γκολ.
Με την εθνική Αυστρίας είχε 43 συμμετοχές και βρήκε τον στόχο για τα δίχτυα 27 φορές. Φυσικά τον έχουν τα βιντεοπαιχνίδια fifa και pro μέσα στους «θρύλους» του αθλήματος. Το 2004 ο Ματίας Ζίντελαρ ψηφίστηκε ο Κορυφαίος Αυστριακός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών! Ο Ματίας από πολύ νωρίς είχε εκφράσει την αντίθεση του στις ναζιστικές ιδέες. Και το εξέφρασε και εκτός γηπέδου. Όταν έμαθε ότι ένας Εβραίος γνωστός του αναγκάστηκε να πουλήσει το μπαρ του σε χαμηλή τιμή στους τοπικούς γραφειοκράτες του ναζιστικού κόμματος μέσω «νόμιμης κατάσχεσης», έκανε μια… «ντρίμπλα». Έκανε μεγαλύτερη προσφορά σε μετρητά και αγόρασε το μπαρ.
Έτσι έγινε ιδιοκτήτης και σερβιτόρος του μπαρ με τους πελάτες να τον αντιμετωπίζουν με δέος και σεβασμό. Πολλοί από τους πελάτες στο μπαρ ήταν Εβραίοι, και ο Ζίντελαρ έβλεπε αρκετούς Γκεσταπίτες να παριστάνουν τους πελάτες. Έτσι σύντομα το μπαρ έγινε στέκι εβραίων, αριστερών, σοσιαλδημοκρατών και γενικά αντιναζιστών Βιεννέζων. Εκεί τον προσέγγισαν μέλη του Ναζιστικού Κόμματος, αλλά αρνήθηκε να συμμετέχει σε οτιδήποτε ποδοσφαιρικό. Τελευταία φορά που φόρεσε ποδοσφαιρικά παπούτσια ήταν στις 16 Δεκεμβρίου του 1938 ενάντια στη Χέρτα Βερολίνου, όπου έληξε 2-2, πετυχαίνοντας ένα γκολ. Τριάντα οκτώ μέρες μετά θα τον έβρισκαν νεκρό.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1939, ο Ζίντελαρ και η Ιταλίδα κοπέλα του Καμίλα Καστανιόλα στο σπίτι της στη Βιέννη, δείπνησαν, έκαναν έρωτα και αφού ήπιαν μερικά κονιάκ αποφάσισαν να κοιμηθούν. Το πρωινό της επόμενης στις 23 Ιανουαρίου, ο Γκούσταβ Χάρτμαν τους βρήκε αγκαλιασμένους, σε μια σκηνή που θα ενέπνεε τον Νίκο Γκάτσο να γράψει το στίχο του׃ «Ο Έρωτας και ο Θάνατος παντοτινοί σύντροφοι». Η επίσημη αιτία που παρουσιάστηκε μετά από «έρευνα» της αστυνομίας, ήταν δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, λόγω μιας φραγμένης καπνοδόχου. Αυτοκτόνησε είπαν οι Ναζί αξιωματούχοι. Πάντως οι ίδιοι διέταξαν να κλείσει γρήγορα η υπόθεση, αν και ένας αστυνομικός που συμμετείχε στην έρευνα του διαμερίσματος δήλωσε σε εφημερίδα ότι η θέρμανση λειτουργούσε καλά. Ένας υπέργηρος φίλος του Ζίντελαρ, ο Έγκον Ούμπριχ, πριν χρόνια είχε αποκαλύψει σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC ότι δωροδόκησαν τις αρχές για να γράψουν ότι πέθανε από ατύχημα. Ανέφερε׃ «Σύμφωνα με τους νόμους των Ναζί, ένα άτομο το οποίο δολοφονείται ή αυτοκτονεί δεν επιτρέπεται να κηδευτεί με τιμές. Έτσι έπρεπε να κάνουμε κάτι για να σιγουρέψουμε ότι το στοιχείο εγκλήματος θα έπρεπε να διαγραφεί από αυτή την υπόθεση», διαγράφοντας ουσιαστικά την εκδοχή του ατυχήματος. Οι Αυστριακοί, ούτως ή άλλως, δεν πίστεψαν ποτέ ότι ήταν ατύχημα.
Ο Ζίντελαρ θεωρούσαν πως είτε δολοφονήθηκε είτε αυτοκτόνησε μαζί με τη σύντροφό του, καθώς αμφότεροι δεν άντεχαν να βλέπουν τους μαυροντυμένους «γύπες» του ναζισμού. Η εφημερίδα «Kronen Zeitung», πάντως, μόλις 48 ώρες μετά τον θάνατο του ζευγαριού, έγραψε για δολοφονία με δηλητήριο, διανθίζοντας το κείμενο της με την παραδοχή της αστυνομίας πως η θέρμανση λειτουργούσε σωστά και προσφέροντας δύο εκδοχές για τον ένοχο. Οι Ναζί ή ένας προαγωγός που είχε σχέσεις με την Καστανιόλα.
Ο Αυστριακός συγγραφέας Φρίντριχ Τόρμπεργκ εμπνεύστηκε ένα ποίημα από τον θάνατό του. Το περίφημο׃ «Η μπαλάντα για έναν ποδοσφαιριστή» (Auf den Tod eines Fußballers). Προτάσσοντας με αυτό το σενάριο της δολοφονίας. Αυτό είναι το αριστούργημα του μεγάλου συγγραφέα׃ Er war ein Kind aus Favoriten und hieß Matthias Sindelar.
Er stand auf grünem Platz inmitten, weil er ein Mittelstürmer war Er spielte Fußball, und er wußte vom Leben außerdem nicht viel.
Er lebte, weil er leben mußte vom Fußballspiel fürs Fußballspiel.
Er spielte Fußball wie kein zweiter, er stak voll Witz und Phantasie.
Er spielte lässig, leicht und heiter, er spielte stets, er kämpfte nie.
Er warf den blonden Schopf zur Seite, ließ seinen Herrgott gütig sein, und stürmte durch die grüne Weite und manchmal bis ins Tor hinein.
Es jubelte die Hohe Warte, der Prater und das Stadion, wenn er den Gegner lächelnd narrte und zog ihm flinken Laufs davon.
Bis eines Tages ein andrer Gegner ihm jählings in die Quere trat, ein fremd und furchtbar überlegener, vor dem’s nicht Regel gab noch Rat.
Von einem einzigen harten Tritte fand sich der Spieler Sindelar verstoßen aus des Planes Mitte weil das die neue Ordnung war.
Ein Weilchen stand er noch daneben, bevor er abging und nachhaus. Im Fußballspiel, ganz wie im Leben, war’s mit der Wiener Schule aus.
Er war gewohnt zu kombinieren, und kombinierte manchen Tag.
Sein Überblick ließ ihn erspüren, daß seine Chance im Gashahn lag.
Das Tor, durch das er dann geschritten, lag stumm und dunkel ganz und gar.
Er war ein Kind aus Favoriten und hieß Mattihas Sindelar.
Και η μετάφραση στα ελληνικά׃ Ήταν παιδί του Favoriten και λεγόταν Ματίας Σίντελαρ.
Ήταν στη μέση γιατί ήταν σέντερ φορ. Έπαιζε ποδόσφαιρο και δεν ήξερε πολλά ούτε από τη ζωή.
Έζησε γιατί έπρεπε να ζήσει από ποδοσφαιρικούς αγώνες για ποδοσφαιρικούς αγώνες.
Έπαιζε ποδόσφαιρο όσο κανένας άλλος, ήταν γεμάτος εξυπνάδα και φαντασία.
Έπαιζε χαλαρά, εύκολα και ευδιάθετα, έπαιζε πάντα, δεν πάλεψε ποτέ.
Πέταξε στην άκρη τα ξανθά μαλλιά του, άφησε τον Θεό να είναι ευγενικός, και εισέβαλε στην πράσινη έκταση και μερικές φορές ακριβώς στην πύλη.
Οι Hohe Warte, οι Prater και το γήπεδο επευφημούσαν όταν χαμογέλασε στους αντιπάλους του και απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς.
Ώσπου μια μέρα μπήκε ξαφνικά στο δρόμο του ένας άλλος αντίπαλος, ένας ξένος και τρομερά ανώτερος, ενώπιον του οποίου δεν υπήρχε ούτε κανόνας ούτε συμβουλή.
Με ένα μόνο σκληρό λάκτισμα, ο παίκτης του Σίντελαρ βρέθηκε εκτός πλάνου επειδή αυτή ήταν η νέα διάταξη.
Στάθηκε για λίγο πριν φύγει και πάει σπίτι. Στο ποδόσφαιρο, όπως και στη ζωή, η βιεννέζικη σχολή είχε τελειώσει.
Είχε συνηθίσει να συνδυάζει, και συνδύαζε πολλά την ημέρα.
Η επισκόπηση του τον έκανε να νιώσει ότι η ευκαιρία του βρισκόταν στη βρύση του γκαζιού.
Η πύλη από την οποία περπάτησε μετά ήταν βουβή και σκοτεινή.
Ήταν παιδί του Favoriten και λεγόταν Ματίας Σίντελαρ.
Μαζί του δεν ασχολήθηκαν μόνο οι ποδοσφαιρόφιλοι, αλλά συγγραφείς, κριτικοί θεάτρου και βιολόγοι. Ο Άλφρεντ Πόλγκαρ, που αρθρογραφούσε για παραστάσεις, έγραψε στην εφημερίδα «Pariser Tageszeitung», μετά το θάνατό του׃ «Με κάποιον τρόπο ήταν σαν να έχουν μυαλό τα πόδια του κι έκανε με αυτά πάρα πολλά απίστευτα και απρόβλεπτα πράγματα, την ώρα που έτρεχε. Το σουτ του Ζίντελαρ, που κατέληγε στο πίσω μέρος των διχτυών, ήταν η κορύφωση που μας έδινε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε όλον το σχεδιασμό που είχε κάνει, ήταν το επιστέγασμα όλης του της προσπάθειας, η προσπάθεια που λύνει το γρίφο». Οι φήμες κι οι αντίθετες γνώμες εξαπλώθηκαν σαν χιονοστιβάδα. Η αστυνομία ολοκλήρωσε την έρευνα της μέσα σε δύο μέρες κι ο εισαγγελέας έκλεισε την υπόθεση σε έξι μήνες, έπειτα από διαταγές των Ναζί. Η «Kronen Zeitung» έγραψε ότι׃ «Όλα συνηγορούν στο ότι ο σπουδαίος αυτός άντρας έπεσε θύμα δολοφονικής ενέργειας με δηλητήριο». Ο Αλφρεντ Πόλγκαρ στον επικήδειο που έγραψε για τον Ματίας αναφέρθηκε στο πόσο πολύ η παρουσία του είχε επηρεάσει την Αυστρία. Είπε׃ «Μέχρι την εμφάνισή του κάποιοι κλοτσούσαν μία μπάλα. Αυτός έπαιζε όπως οι γκραν μετρ σε μία παρτίδα σκάκι. Με ποιότητα και φινέτσα. Διαλέγοντας πάντα την κατάλληλη κίνηση».
Στην κηδεία του παρευρέθηκαν 65.000 συμπατριώτες του που αψήφησαν τη σχετική απαγόρευση. Το όνομά του έγινε σύμβολο της αντίστασης στη χώρα και η ιστορία του, μία από τις πλέον θλιβερές στο χώρο της στρογγυλής θεάς. Ήταν ένας αληθινός άντρας. Ένας άνθρωπος που έβαλε την αξιοπρέπεια, τις αξίες και την ελευθερία πάνω από την ίδια του τη ζωή. Για τον Πόλγκαρ, ο θάνατος του Ζίντελαρ ήταν το τέλος του ρομαντικού κόσμου, της Βιέννης των καφέ: «O Ζίντελαρ ακολούθησε στο θάνατο την πόλη, της οποίας ήταν παιδί και καμάρι. Το να ζει και να παίζει ποδόσφαιρο σε μια καταπιεσμένη, κατεστραμμένη και χωρισμένη πόλη, θα σήμαινε ότι εξαπατούσε τη Βιέννη… Πώς θα μπορούσε κάποιος σαν αυτόν να παίζει ποδόσφαιρο σε τέτοιες συνθήκες? Να ζει, όταν η ζωή χωρίς ποδόσφαιρο ήταν ένα άδειο πουκάμισο»…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό