Είναι η πιο δύσκολη θέση. Είναι μια «ηλεκτρική καρέκλα» που πρέπει κάθε Σάββατο ή Κυριακή να αποφύγεις. Είναι στο όριο, στη λεπτομέρεια, σε ένα φάλτσο της μπάλας, σε ένα δοκάρι για να μη χάσεις τη δουλειά σου. Ναι αναφερόμαστε φυσικά στον προπονητή. Την πιο υπεύθυνη και δύσκολη εργασία στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αυτός που πρέπει να βρει τις ισορροπίες, να έχει τους παίκτες ευχαριστημένους, να ακούει τα «εξ αμάξης» από την κερκίδα και να αντιστέκεται στους απαιτητικούς προέδρους. Πριν από τους Ρίνους Μίχελς, Γιόχαν Κρόιφ, Έρνστ Χάπελ, Βαλέρι Λομπανόφσκι, Χέλμουτ Σεν. Και αργότερα στη συνέχεια με  τους Αρίγκο Σάκι, Μαρτσέλο Λίπι, Κάρλο Αντσελότι, Ζοσέ Μουρίνιο, Πεπ Γκουαρντιόλα, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, Γιούργκεν Κλοπ και άλλους υπήρξε αυτός. Ο πρώτος τεχνικός που όρισε νέες μεθόδους στα γήπεδα με τις τεχνικές του, με την στρατηγική του, με την προσωπικότητα του. Ο Ιταλός «καθηγητής» του ποδοσφαίρου Βιτόριο Πότσο (Vittorio Giuseppe Luigi Pozzo!

   Γεννήθηκε στο Τορίνο την άνοιξη. Συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου 1886. Ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική όπου και τα σάρωσε όλα. Έγινε διάσημος για την κατάκτηση με την ιταλική εθνική ομάδα των Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1934 και του 1938. Υπό τις οδηγίες του η «σκουάντρα ατζούρα», κατέκτησε επίσης το Χρυσό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936 και το Χάλκινο στους Ολυμπιακούς του 1928 στο Άμστερνταμ! Αλλά και δύο πρώτες θέσεις, το 1930 και το 1935, στο Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης. Επί των ημερών του, η Ιταλία έζησε τις μεγαλύτερες στιγμές της ποδοσφαιρικής της ιστορίας και πέτυχε ένα σπουδαίο σερί μένοντας αήττητη από το Δεκέμβρη του 1934 μέχρι το 1939. Υπήρξε ο εμπνευστής της «Μεθόδου» (Metodo), σύστημα τακτικής το οποίο χάρισε τόσες επιτυχίες στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Είναι ο μόνος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου που έχει κερδίσει δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα.

   Ας  τα δούμε όλα όμως σιγά σιγά και αναλυτικά. Προερχόταν από σχετικά ευκατάστατη οικογένεια αφού οι δικοί του είχαν αρκετά χρήματα. Αυτό τον βοήθησε επειδή ήταν ανήσυχη προσωπικότητα. Ευρυμαθής, με ποικίλα ενδιαφέροντα, στα πρώτα παραγωγικά του χρόνια, ταξίδεψε σε πολλά μέρη.  Φιλομαθής, αυταρχικός και πάντα πρόθυμος για νέες προκλήσεις, ο μετέπειτα «γερο-δάσκαλος» (Il Vecchio Maestro), σπούδασε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, στη στροφή του 20ου αιώνα. Εκεί γνώρισε, παρακολουθώντας τις προπονήσεις της, τον άσο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τον Τσάρλι Ρόμπερτς, ο οποίος έπαιζε στη θέση του σέντερ-χαφ. Ο πολυτάλαντος μέσος, αγωνιζόταν σε θέση δημιουργού, κεντρικός μέσος στο σύστημα της πυραμίδας 2-3-5 και όλο το παιχνίδι της Γιουνάιτεντ περνούσε από τα πόδια του. Ο Βιτόριο «μαγνητίστηκε» από την ομορφιά του ποδοσφαίρου της Γιουνάιτεντ, ενώ αργότερα γνωρίστηκε και με τον αγωνιζόμενο σε θέση μέσα αριστερά επιθετικό της Ντέρμπι Κάουντι, τον θρυλικό Στιβ Μπλούμερ. Θέλοντας να δοκιμάσει και ο ίδιος την τύχη του, στα 19 του χρόνια, γίνεται μέλος της ελβετικής Γκρασχόπερς, για μία χρονιά και στη συνέχεια, το 1906, επιστρέφει στην Ιταλία και μετέχει στην ίδρυση της Τορίνο, μιας ομάδας η οποία θα μεγαλουργήσει. Δυστυχώς έως και το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα της 4ης Μαΐου του 1949 και θα μείνει στην ποδοσφαιρική ιστορία ως «Η Μεγάλη Τορίνο» (Il Grande Τorino). Με την Τορίνο αγωνίστηκε από το 1906 έως το 1911, οπότε και σταμάτησε την καριέρα του ως παίκτης. Όπως φαντάζεστε δεν μπορούμε να σας πούμε συμμετοχές και γκολ. Τότε αυτά ήταν μάλλον αδιανόητα για την εποχή.

   Σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 25 του χρόνια και ένα χρόνο αργότερα αποδέχεται την πρόταση της ιταλικής ομοσπονδίας να αναλάβει την εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης. Η πρώτη του απόπειρα στην προπονητική ήταν απογοητευτική, αφού στους Αγώνες αυτούς η Ιταλία αποκλείστηκε από τον πρώτο γύρο χάνοντας στον κρίσιμο νοκ άουτ αγώνα με 3-2 από τη Φινλανδία στο Τράνεμπουργκ. Το ματς είχε διαιτητεύσει μια μεγάλη μορφή του αυστριακού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο Ούγκο Μάισλ. Συνεχίζει την προσπάθειά του, αφού μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σουηδίας, ανέλαβε την Τορίνο την οποία κοουτσάρισε στο «Καμπιονάτο» για μια 12ετία (1912-1924). Στο διάστημα αυτό, επειδή ο μισθός του δεν ήταν μεγάλος, εργάστηκε παράλληλα ως διοικητικό στέλεχος στην εταιρεία Πιρέλλι. Πολέμησε επίσης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) με τις ιταλικές δυνάμεις στο μέτωπο των Άλπεων εναντίον των Αυστριακών.

   Ο Πότσο δεν σταματάει την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Για δύο χρόνια ήταν προπονητής στη Μίλαν. Η τύχη όμως του ξαναχτυπάει την πόρτα. Η ιταλική ομοσπονδία το 1929 τον καλεί. Η δεύτερη πρόσκληση αποδείχτηκε η μεγάλη του ευκαιρία. Μία πρόσκληση που περισσότερο έμοιαζε με πρόκληση, αφού η θέση τού προσφέρθηκε αμισθί! Αυταρχικός και γνωστός αγγλόφιλος, επί των ημερών του καθεστώτος των μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini). Η αυταρχικότητα του χαρακτήρα του και η γενικότερη πειθαρχία που χαρακτήριζε το καθεστώς αυτό, τού επέτρεψε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στους παίκτες του, σε βαθμό που ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλος μετά την πτώση του φασισμού. Ο Πότσο ποτέ δεν έκρυψε την συμπάθειά του για το φασιστικό καθεστώς, ωστόσο, δεν ήθελε να χρησιμοποιείται το ποδόσφαιρο ως εργαλείο προπαγάνδας. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν πάντα εύκολη, αφού η ανάληψη της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την Ιταλία, το 1934, ήταν για τον Μουσολίνι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διαφήμιση της χώρας, η οποία έπρεπε (πάση θυσία) να κερδίσει και το τρόπαιο.

   Ο 42χρονος τεχνικός είχε δώσει ήδη κάποια καλά δείγματα, αφού το 1930 κατέκτησε το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης. Τον πρόδρομο του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, μια διοργάνωση που είχε μορφή Λίγκας. Ήταν με διπλά παιχνίδια εντός και εκτός έδρας, νικώντας στο άκρως σημαντικό τελευταίο παιχνίδι 5-0 τους Ούγγρους μέσα στη Βουδαπέστη, κατατασσόμενος πρώτος με 11 βαθμούς, ένα βαθμό διαφορά από τη δεύτερη ομάδα της κατάταξης. Στην επόμενη διοργάνωση του Κεντρικού Κυπέλλου, οι Ιταλοί έχασαν το τρόπαιο από τη θρυλική ομάδα της Αυστρίας της δεκαετίας του 1930, γνωστή με το παρατσούκλι «Wunderteam» (Βούντερτιμ δηλαδή Ομάδα-Θαύμα), μια ομάδα μέσα στις πέντε κορυφαίες Εθνικές Ομάδες όλων των εποχών, του μεγάλου ποδοσφαιριστή Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar) με δύο μόλις βαθμούς διαφορά. Ο Πότσο ήταν το απόλυτο αφεντικό στην ομάδα. Μέγας τακτικιστής, απέδιδε μεγάλη σημασία στην πειθαρχία και την τακτική προσήλωση στο παιχνίδι. Για να ανταπεξέλθει στις μεγάλες απαιτήσεις του Μουντιάλ, έπρεπε να πάρει κάποιες γενναίες αποφάσεις. Μετά την ήττα αποκλεισμό από την Ισπανία στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930 στην Ουρουγουάη, δε δίστασε να θέσει εκτός ομάδας «θρυλικούς» παίκτες με τεράστια επιρροή σε όλα τα επίπεδα. Όπως τον αρχηγό της ομάδας Αντόλφο Μπαλοντσιέρι (επιθετικό), τον ηγέτη στο χάλκινο μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928 και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης το 1930, διεθνή επί δεκαετία και ποδοσφαιριστή με μεγάλη επιρροή στους συμπαίκτες του, στα μέσα και στους φιλάθλους.

   Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934, μιας και τότε η διοργανώτρια χώρα έδινε προκριματικά, η Ιταλία δεν ξεκίνησε καλά. Η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία τη νίκησαν ενώ η ήττα από την Ουγγαρία αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή χάρις σε ένα χαμένο πέναλτι. Αμέσως ο Πότσο χωρίς να υπολογίσει την κριτική των μέσων περί παλινδρομήσεων, επανέφερε στην ομάδα τον πρώτο σκόρερ της Μπολόνια, τον «μυθικό» στράικερ Άντζελο Σκιάβιο (Angelo Schiavio). Στα τέλη δε εκείνων των προκριματικών, με τη δεύτερη ήττα από την Αυστρία μέσα στο Τορίνο με 2-4, τον Φλεβάρη του 1934 και παρά την πρόκριση στο Μουντιάλ, πήρε και δεύτερο «κεφάλι», αυτό του αρχηγού, του Ουμπέρτο Καλιγκάρις (Umberto Caligaris), δεξιού αμυντικού στους δυο αμυντικούς του συστήματος 2-3-5. Έπειτα «ιταλοποίησε» όσους σπουδαίους παίκτες είχαν ιταλικές ρίζες και στο τέλος, άλλαξε το αγωνιστικό σύστημα της ομάδας, εφαρμόζοντας την πρωτοποριακή «Μέθοδο». Το σύστημα που κυριαρχούσε σχεδόν στα γήπεδα όλου του κόσμου έως τότε ήταν το 2-3-5 (πυραμίδα). Ο Πότσο το μετέτρεψε σε 2-3-2-3, αλλάζοντας τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στους προπονητές. Με μεγάλη δυσκολία και αρκετή εύνοια της τύχης (και όχι μόνον) η Ιταλία κατακτά το 1934 το πρώτο της Μουντιάλ, ικανοποιώντας τον Μουσολίνι, ο οποίος είχε μαζέψει στο παλάτι του παίκτες και προπονητή και με κατηγορηματικό τρόπο τους είχε «παραγγείλει» να κερδίσουν το τρόπαιο. H επιτυχία αυτή αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας μιας σπουδαίας ομάδας η οποία κατέκτησε ένα ακόμη Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης (1935) και το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, το 1936.

   Ωστόσο, η καταξίωσή της ήρθε δύο χρόνια αργότερα στο Μουντιάλ της Γαλλίας, η οποία υπήρξε και πολιτική αντίπαλος. Στην πατρίδα του τότε προέδρου της ΦΙΦΑ, Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet), η ομάδα του Πότσο δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης από κανέναν. Πριν από τον ημιτελικό με τη Βραζιλία στη Μαρσέιγ, ο Ιταλός είχε επιστρατεύσει όλη του την τακτική στον ψυχολογικό τομέα. Είχε μάθει πως οι Βραζιλιάνοι ήταν τόσο σίγουροι για την πρόκρισή τους στον τελικό, που είχαν κλείσει αεροπορικά εισιτήρια προς το Παρίσι. Ο Ιταλός επισκέφθηκε την αποστολή της Βραζιλίας πριν από το παιχνίδι και τους ζήτησε να του πουλήσουν τα εισιτήρια. Εκείνοι τον αντιμετώπισαν με ειρωνεία και του πρόσφεραν μία θέση στο αεροπλάνο για να τους δει στον μεγάλο τελικό. Ο Πότσο μετέφερε όλη την ιστορία στους παίκτες του, οι οποίοι νευρίασαν με τους αλαζόνες Βραζιλιάνους, τους οποίους και νίκησαν με 2-1, σε έναν καταπληκτικό με σασπένς αγώνα.

   Η Ιστορία έγραψε πως η Ιταλία του Βιτόριο Πότσο είχε κερδίσει τα δύο από τα πρώτα τρία Μουντιάλ και μάλιστα έγινε η πρώτη που κατέκτησε το τρόπαιο εκτός έδρας, αφού το 1930 και η Εθνική Ουρουγουάης είχε στεφθεί πρωταθλήτρια κόσμου αγωνιζόμενη στη χώρα της. Αρκετοί από τους παίκτες δεν ήταν ιταλικής εθνικότητας, κάτι που εξόργιζε τους φιλάθλους. Οι Αργεντίνοι Ατόλιο Ντε Μαρία (Attilio Demaría), Λουίς Μόντι (Luis Monti), Ραϊμούντο Όρσι (Raimundo Orsi), Ενρίκε Γκουάιτα (Enrique Guaita) πολιτογραφήθηκαν Ιταλοί, προσφέροντας σημαντικότατες λύσεις πλάι σε παίκτες όπως οι Τζουζέπε Μεάτσα (Giuseppe Meazza) και Άντζελο Σκιάβιο (Angelo Schiavio). Ο Ιταλός είχε έτοιμη την απάντηση, «πατώντας» στο γεγονός πως όλοι τους είχαν ιταλικές ρίζες και υπηρέτησαν στον στρατό. Έλεγε׃ «Αν μπορούν να πεθάνουν για την Ιταλία, τότε μπορούν και να παίξουν γι’  αυτήν». Και βασικά δεν είχε άδικο, έστω κι αν οι συγκεκριμένοι είχαν αγωνιστεί και με διαφορετικό εθνόσημο στο στήθος.

   Είχε τον τρόπο να επιβάλλεται στους ποδοσφαιριστές του, με τον απόλυτο χαρακτήρα του και την πειθαρχία που επέβαλε. Μάλιστα, μία ακραία θεωρία τον έχει συνδέσει με τον τυφλό, αριστοκρατικό ήρωα Πότσο του θεατρικού έργου׃ «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Σάμιουελ Μπέκετ. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο «γέρο-δάσκαλος» επιχείρησε να παραμείνει στον πάγκο της εθνικής Ιταλίας, αλλά η μέτρια παρουσία στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόσυρσή του σε ηλικία 64 ετών. Παρέμεινε στον χώρο του αθλητισμού μέσω της δημοσιογραφίας από την εφημερίδα «La Stampa». Μάλιστα, «κάλυψε» τους αγώνες της Ιταλίας στο Μουντιάλ του 1950 στη Βραζιλία. Η τελευταία διοργάνωση που είδε ήταν το Εuro 1968 που διεξήχθη στην Ιταλία και οι «ατζούρι» κατέκτησαν το πρώτο τρόπαιο στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Λίγους μήνες μετά, στις 21 Δεκεμβρίου του 1968, απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών. Το 2011 έγινε μέλος του «Hall of Fame» του Ιταλικού Ποδοσφαίρου.

   Το φοβερό είναι ότι ακριβώς 82 χρόνια μετά ο Ρομπέρτο Μαντσίνι έγραψε με  «χρυσή» ιστορία το όνομα του. Και αυτό γιατί έσπασε το ρεκόρ που κρατούσε 82 χρόνια και από το μακρινό 1939! Συγκεκριμένα, ο 58χρονος τεχνικός οδήγησε την Ιταλία σε 31 διαδοχικούς αγώνες χωρίς ήττα σε όλες τις διοργανώσεις με 25 νίκες και 6 ισοπαλίες, καταρρίπτοντας έτσι το… «στοιχειωμένο» ρεκόρ του Βιτόριο Πότσο που κρατούσε από το 1935-39. Το παιχνίδι που πέρασε για πάντα στην αιωνιότητα ήταν το νοκ άουτ με την Αυστρία. Ήταν για τη φάση των 16 στο Euro 2020 (έγινε όμως στις 26 Ιουνίου 2021 εξαιτίας του covid). Οι Αυστριακοί έφτασαν στα όρια τους Ιταλούς, όμως η «σκουάντρα ατζούρα» επικράτησε 2-1 στην παράταση χάρη στα τέρματα των Κιέζα (105’ λεπτό) και Πεσίνα (115’ λεπτό) και πήρε την πρόκριση στα προημιτελικά του Euro! Εκεί που στη συνέχεια μέσα στο «ναό» του ποδοσφαίρου το «Γουέμπλεï» σήκωσε ψηλά το δεύτερο Euro της ιστορίας της. Ότι έχει πετύχει όλα αυτά τα χρόνια όλες αυτές τις δεκαετίες η Ιταλία τα οφείλει σε εκείνον. Γιατί αυτός έκανε την αρχή. Αυτός ξεκίνησε να γράφει στο λευκό φύλλο με τη χρυσή του πένα με χρυσά, ολόχρυσα γράμματα την ιστορία της «σκουάντρα ατζούρα». Αυτός που και το όνομα του ήταν συνώνυμο της νίκης. Ήταν η ίδια η νίκη!

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ