Κατάρα ή κατάδεσμος ονομάζεται η εκφρασμένη επιθυμία πρόκλησης ατυχίας και αντιξοοτήτων σε ένα πρόσωπο. Πιστεύεται ότι μπορεί να προκληθεί, επίσης, από ένα πνεύμα ή μια υπερφυσική δύναμη. Στη Γένεση (κεφάλαιο 3.14), αναπαρίσταται ο Θεός να καταριέται το φίδι (τον Αντίχριστο ο οποίος είχε πάρει τη μορφή φιδιού ώστε να αποπλανήσει τον Αδάμ και την Εύα). Η πιο ισχυρή και δυνατή κατάρα, είναι αυτή που δίνεται από τσιγγάνο. Η τσιγγάνικη μαγεία συνδυάζει πολλά πράγματα, τη δράση και τη λεπτή γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους, να «ενοχλήσει» σωστά τον δράστη και ακόμη και να τον συμπιέσει από τον κόσμο, είναι η κατάρα των τσιγγάνων, την οποία κάποιοι αποκαλούν ακόμη και γενική. Κατά κανόνα, μια κατάρα έχει τη μορφή μιας συγκεκριμένης λεκτικής φόρμουλας, μιας επιθυμίας, την οποία ο τσιγγάνος προφέρει με χαμηλή φωνή, μερικές φορές ακόμα και με ψίθυρο. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η «ιεροτελεστία» έχει σχεδιαστεί για άτομα που βρίσκουν και προτείνουν εύκολα, αλλά και ύποπτα «θύματα». Για αυτούς (τους ειδικούς), αρκεί μια ελάχιστη ματιά που θα ρίξουν. Αυτή (η ματιά) τότε είναι αρκετή για να αρχίσει να αισθάνεται κάποιος αμήχανος, ντροπιασμένος ή σε κίνδυνο. Οι αφηγητές τσιγγάνοι ακονίζουν τις ψυχολογικές τους δεξιότητες για αιώνες, οπότε «διάβασαν» ύποπτους ανθρώπους σε χρόνο μηδέν.
Οι τσιγγάνοι είναι πολύ ευαίσθητοι, σε κάποια θέματα, και μπορούν να προκαλέσουν την ευπάθεια ενός ατόμου. Για τις μέσης ηλικίας γυναίκες, αυτή είναι συνήθως μια προσωπική ζωή, για τους άνδρες, κάποιες επαγγελματικές στιγμές, επιτυχία ή αποτυχία στην επιχείρηση. Αρκεί ένας τσιγγάνος να καθορίσει τον ψυχοτύπο ενός ατόμου και να καταλάβει ποια προβλήματα είναι τυπικά για αυτόν προκειμένου να επιλέξει με ακρίβεια τον τύπο για την κατάρα. Μια γυναίκα καταριέται κάποια συνήθως την αγαμία (να μην παντρευτεί) και να πιει το πικρό ποτήρι της μοναξιάς. Ενώ ένας άντρας αντίστοιχα, δίνει κατάρες σε κάποιον άλλον για οικονομική καταστροφή, χρέη, να μην αγαπηθεί ποτέ, ακόμη και ένα διαλυμένο, από όλες τις καταστάσεις σπίτι. Τώρα αν γυναίκα καταραστεί άντρα ή το αντίστροφο… Εκεί φαντάζεστε… Η (κατάρα) των τσιγγάνων θεωρείται μία από τις πιο αποτελεσματικές και τρομερές. Υπάρχει η άποψη ότι τίποτα δεν μπορεί να σώσει τον καταραμένο εάν κατάφερε να διασχίσει το δρόμο προς τον τσιγγάνο. Το ένα μετά το άλλο, όλα τα προβλήματα αρχίζουν να τον βάζουν ταυτόχρονα. Στο τέλος το άτομο χάνει την ειρήνη και την εμπιστοσύνη στο μέλλον. Ώσπου πεθαίνει. Μια τσιγγάνα μπορεί να στείλει κατάρα τη δική της ελεύθερη βούληση (εάν έχει προσβληθεί σε οτιδήποτε) ή με εντολή. Αυτό είναι η μία πλευρά. Υπάρχει και η άλλη που λέει ότι η κατάρα των τσιγγάνων είναι ένα τυπικό παράδειγμα νευρογλωσσικού προγραμματισμού. Δεν υπάρχει τίποτα μυστηριώδες, μαγεία σε αυτό. Η (κατάρα των τσιγγάνων) μαζεύεται από πολλούς θρύλους, επομένως, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που το πιστεύουν και υποχωρούν στην πρόταση. Η ανθρώπινη ψυχή είναι τόσο διαρρυθμισμένη που αξίζει να πιέσετε ένα πονόλαιμο, καθώς η διαδικασία της κατάρα ξεκινά αυθόρμητα. Οι καταραμένοι θα ζητήσουν υποσυνείδητα επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος και κυριολεκτικά θα «προσελκύσουν» διάφορα προβλήματα στον εαυτό του. Αυτός είναι ένας πολύ ισχυρός μηχανισμός που δεν είναι σε θέση κάθε άτομο να αντισταθεί. Απλώς πρέπει να αποφύγετε καταστάσεις όπου μπορεί να προκύψει κατάρα. Δεν χρειάζεται να επικοινωνείτε στενά και μερικές φορές απλώς μιλάτε με μάντισσες στο δρόμο. Ειδικά μην έρχεστε σε σύγκρουση μαζί τους. Τα συναισθήματα είναι το κύριο «καύσιμο» κάθε είδους ζημιάς και κατάρας. Προσωπικά πιστεύω στην κατάρα ειδικά των τσιγγάνων. Όπως πιστεύουν και οι οπαδοί μιας συγκεκριμένης ομάδας, που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.
Μετά από όλο που διαβάσατε θα αναρωτιέστε αν μπήκατε στη σωστή σελίδα ή αν μπήκατε κάπου με τσιγγάνικη μαγεία, κατάρες και τέρατα. Όχι μην ανησυχείτε. Είστε στο art of football και θα σας τα εξηγήσουμε όλα. Κάναμε όλη αυτή την ανάλυση όχι για να καταραστούμε κάποιον, αλλά γιατί σήμερα, έχουμε αφιέρωμα, την πιο διάσημη κατάρα του ποδοσφαίρου. Την περιβόητη (κατάρα) του τσιγγάνου προπονητή της Μπενφίκα Μπέλα Γκούτμαν. Του άντρα που κυνηγάει τους «αετούς» και θα τους κυνηγάει μέχρι το 2062 όταν και τελειώνει όλο αυτό το μαρτύριο. Πως όμως φτάσαμε σε αυτό το παρανοϊκό σκηνικό και ποιος ήταν ο διάσημος προπονητής? Ας τα δούμε όλα από την αρχή όπως κάνουμε πάντα. Ο Μπέλα Γκούτμαν (ουγγρική γλώσσα: Guttmann Béla) γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1899 στη Βουδαπέστη. Ήταν Ούγγρος εβραϊκής καταγωγής με τσιγγάνικες ρίζες. Οι γονείς του ήταν αρκετά καλλιεργημένοι άνθρωποι και δάσκαλοι χορού. Άρχισε να σπουδάζει και ο ίδιος ως δάσκαλος κλασικού χορού. Το ποδόσφαιρο όμως είχε κερδίσει την καρδιά του από πολύ μικρή ηλικία. Έτσι χανόταν με τις ώρες με τους φίλους του παίζοντας μπάλα. Ξεκίνησε από το σχολείο να παίζει στη θέση του επιθετικού σέντερ χαφ (το σέντερ χαφ εκείνη την εποχή ήταν ο μεσαίος από τους τρεις μέσους στο σύστημα 2-3-5, συνήθως επιθετικογενής, κάτι σαν δεκάρι, αργότερα αμυντικογενής), όπου οι περιγραφές της εποχής τον χαρακτήριζαν «αέρινο». Όταν τελείωσε (το σχολείο), αγωνίστηκε στους νέους της Τορεκβές (Törekvés Sportegyesület). Με τις εμφανίσεις του εντυπωσίασε τους σκάουτερς της ΜΤΚ Βουδαπέστης. Ήταν εκπληκτικός και έτσι η διάσημη ομάδα το 1920 τον ενέταξε στις τάξεις της. Από την αρχή αισθάνθηκε άνετα στην ΜΤΚ (προφέρεται ΕμΤεΚα) αν και ήταν αναπληρωματικός του Φέρεντς Νιουλ. Η ΜΤΚ ήταν ο σύλλογος, που αντιπροσώπευε τη μεσοαστική εβραϊκή τάξη της Βουδαπέστης (πόλη με ιδιαιτέρως ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα). Η ομάδα έπαιζε με το στυλ που έπαιζε ο Γκούτμαν στην Τορεκβές, το 2-3-5 με μικρές πάσες και συνεχή κίνηση, την μπάλα κάτω και ομαδικό παιχνίδι, παιχνίδι κατοχής. Με άλλα λόγια, στυλ που είχε διδάξει ο μεγάλος δάσκαλος του ποδοσφαίρου, πατέρας του κεντροευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και με μεγάλη επιρροή και στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, Σκωτσέζος Τζίμι Χόγκαν (έχουμε κάνει ειδικό αφιέρωμα σε αυτήν την τεράστια μορφή σε προηγούμενα άρθρα μας).
Την επόμενη χρονιά έφυγε ο Νιουλ με μεταγραφή στη ρουμανική Κλουζ και ο νεαρός Γκούτμαν ανέλαβε ως μοχλός ανάπτυξης του παιχνιδιού της ΜΤΚ. Τη χρονιά εκείνη η ΜΤΚ κέρδισε το πρωτάθλημα Ουγγαρίας, το έκτο από τα δέκα συνεχόμενα που πήρε!! Ατυχώς για τον ίδιο, την επόμενη σεζόν επέστρεψε ο Φέρεντς Νιουλ και έχασε τη θέση του στη βασική ενδεκάδα. Ο Μπέλα σαν χαρακτήρας, ήταν οξύθυμος και αντιδραστικός. Έτσι αντέδρασε φεύγοντας, μια τάση φυγής που χαρακτήρισε όλη την καριέρα του. Μετά την φυγή από την ΜΤΚ, φοβούμενος δικαστικές διώξεις κατά των Εβραίων από το νεοπαγές φασιστικό καθεστώς του Ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ, κατευθύνθηκε προς τη Βιέννη όπως πάρα πολλοί άλλοι Εβραίοι. Στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, ένιωθε όπως στο σπίτι του, αν και ο αντισημιτισμός δεν έλειπε ούτε εκεί. Η περίφημη κουλτούρα των καφέ, που γεννήθηκε στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη ήταν τρόπος ζωής. Όπως είχαμε αναφέρει στο προηγούμενο άρθρο, τότε τα καφέ άρχισαν να είναι τόποι συγκέντρωσης οπαδών, διανοουμένων που αγκάλιασαν το νέο σπορ, παραγόντων όπου αναπτυσσόταν μέσα από ατέρμονες συζητήσεις μια ολόκληρη κουλτούρα γύρω από το ποδόσφαιρο. Κουλτούρα που το εξύψωνε σε μορφή τέχνης με ποικίλες κοινωνιολογικές αποχρώσεις), που τον έκανε να περνά ευχάριστα τον καιρό του.
Στα τέλη του 1921 εντάχθηκε στο μεγάλο εβραϊκό σύλλογο της Χάκοα Βιέννης (SC Hakoah Vienna) και παράλληλα ίδρυσε μια σχολή χορού για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Η παροιμία «μάθε τέχνη και ασ’ τηνε και αν πεινάσεις πιάσ’ τηνε» του ταίριαζε απόλυτα. Να επιστρέψουμε όμως στο ποδόσφαιρο και να μείνουμε λίγο στην συγκεκριμένη ομάδα, γιατί κρύβει πλούσια ιστορία πίσω της. Ένα ζευγάρι Αυστριακών Σιωνιστών την ίδρυσαν το 1909. Ο πρώτος ήταν ο Αυστριακός λιμπρετίστας του καμπαρέ (Kabarettist), στιχουργός και συγγραφέας Φριντζ Λόχνερ Μπέντα (Fritz Löhner «Beda») γεννημένος σαν Μπέντριχ Λόβι (Bedřich Löwy). Κάποτε σχεδόν ξεχασμένα, ενώ αντιθέτως, σήμερα πολλά τραγούδια και μελωδίες του παραμένουν δημοφιλή. Δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς ΙΙΙ στο Μόνοβιτς. Ο άλλος ήταν ο οδοντίατρος Ίγκναζ Χέρμαν Κόρνερ (Ignaz Herman Körner). Επηρεασμένοι από το δόγμα του Μαξ Νόρντεου (Max Nordau) για τον «Μυϊκό Ιουδαϊσμό» (Γερμανικά: Muskeljudentum), ονόμασαν τη λέσχη «Hakoah» (Εβραϊκά: הכח), που σημαίνει «η δύναμη» στη γλώσσα του Ισραήλ. Την πρώτη χρονιά του, οι αθλητές του συλλόγου αγωνίστηκαν σε ξιφασκία, ποδόσφαιρο, χόκεϊ επί χόρτου, στίβο, πάλη και κολύμβηση. Μάλιστα ήταν μία από τις πρώτες ομάδες ποδοσφαίρου που πλασάρονται παγκοσμίως, ταξιδεύοντας συχνά όπου προσέλκυαν χιλιάδες Εβραίους οπαδούς, στους αγώνες τους με τοπικές ομάδες σε πόλεις όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Η υποστήριξη για τον σύλλογο, εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη. Και αυτό γιατί οι Εβραίοι από τη Ρωσία έως τις Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν με πάθος τη Χάκοα. Έτσι λογικό και επόμενο ήταν να εκμεταλλευτεί αυτή την υποστήριξη οργανώνοντας πολύ επιτυχημένες περιοδείες και φιλικά. Ως η πρώτη «εβραϊκή» ομάδα, τράβηξε την προσοχή σε εξέχουσες Εβραϊκές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Το μάρκετινγκ που έκανε παγκοσμίως ήταν εντυπωσιακό και με τεράστια επιτυχία. Το παράδοξο όμως ήταν ότι αντί να πουλάει φανέλες και άλλα εμπορεύματα, πούλησε τον Σιωνισμό. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις επισκέψεις τους, έστειλαν προωθητές μπροστά από την ομάδα για να δημιουργήσουν καταστήματα και να προσελκύσουν Εβραίους οπαδούς. Η ομάδα ποδοσφαίρου δεν ήταν το πρώτο τμήμα του συλλόγου στην έννοια των παγκόσμιων περιοδειών. Η κολύμβηση και η πάλη, είχαν ήδη ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και είχαν κερδίσει μια συλλογή μεταλλίων. Ωστόσο, αντιμετώπιζε συχνά τον αντισημιτισμό κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων ταξιδιών της. Έτσι με αυτό το κλίμα απέναντι τους πήραν μέτρα. Δημιούργησαν μια αντισυμβατική μορφή ασφάλειας, έχοντας την ομάδα πάλης να τους συνοδεύει και να λειτουργεί ως προσωπικός σωματοφύλακάς τους!! Από το 1922 ο σύλλογος μίσθωσε έναν αθλητικό χώρο στο πάρκο Πράτερ (Prater) της Βιέννης. Οι εγκαταστάσεις περιελάμβαναν στίβο, αθλητικό στάδιο, γήπεδα ποδοσφαίρου και χάντμπολ με θέσεις για 25.000 θεατές, γήπεδα τένις, λάκκο για άλματα, γήπεδο χόκεϊ, βεστιάρια και ντους, τραπεζαρία και χώρο φιλοξενίας εδάφους. Τερμάτισε δεύτερη στην Αυστριακή Λίγκα το 1922. Μετά το «Άνσλους» (Anschluss) του 1938, η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία απαγόρευσε τον σύλλογο και ακύρωσε τους αγώνες του. Το γήπεδό τους οικειοποιήθηκε και δόθηκε στο ναζιστικό κόμμα. Το 1945 ο σύλλογος ιδρύθηκε ξανά και υπάρχει σήμερα. Η ομάδα ποδοσφαίρου, η οποία έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία του αυστριακού πρωταθλήματος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταργήθηκε το 1949. Το 2000, η εβραϊκή κοινότητα της Βιέννης αγόρασε τα παλιά χωράφια του συλλόγου στο πάρκο Πάρτερ, για 10 εκατομμύρια ευρώ με την πρόθεση να χτίσει ένα νέο κοινοτικό κέντρο. Από το 2006, ο σύλλογος είχε περίπου 400 μέλη και η ποδοσφαιρική του ομάδα παίζει στα μικρά πρωταθλήματα της Αυστρίας με το όνομα Μακάμπι Βιέννης (SC Maccabi Wien). Ο σύλλογος άνοιξε το νέο του σπίτι στις 11 Μαρτίου του 2008. Αφού είδαμε αναλυτικά την ιστορία της ομάδας επιστρέφουμε στον πρωταγωνιστή μας.
Η Χάκοα το 1925 με τον Γκούτμαν στη θέση του σέντερ χαφ κατέκτησε το πρώτο επαγγελματικό αυστριακό πρωτάθλημα. Το 1926 περιόδευσαν στην ανατολική ακτή των Η.Π.Α. όπου παρά την ήττα σε δύο παιχνίδια από τα δεκατρία που έδωσαν, τους απέδωσαν το προσωνύμιο «Αήττητοι Εβραίοι». Η περιοδεία αυτή αποτέλεσε μεγάλη οικονομική επιτυχία και διαφήμισε δεόντως την ομάδα, σήμανε όμως την παρακμή της. Αυτό συνέβη γιατί οι αμερικανικές ομάδες, ούσες πιο πλούσιες, δελέασαν τους παίκτες της Χάκοα και τους πήραν στις τάξεις τους. Ο Γκούτμαν εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για καλύτερες συνθήκες ζωής από τη φασιστική Ευρώπη, υπέγραψε μετά από ένα διάλειμμα στους Μπρούκλιν Ουόντερερς, συμβόλαιο στους Τζάιαντς Νέας Υόρκης, ομάδα στην οποία εντάχθηκαν οι μισοί ποδοσφαιριστές της άτυχης Χάκοα. Στη νέα του ομάδα έπαιξε καλό ποδόσφαιρο και το 1929 κέρδισε το Κύπελλο των Η.Π.Α. Συγχρόνως με την ποδοσφαιρική του ενασχόληση ήταν και ιδιοκτήτης κλαμπ όπου γινόταν παράνομη πώληση αλκοόλ (δραστηριότητα εξαιρετικώς επικερδής εκείνα τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική). Η Μαύρη Τρίτη του 1929, η ημέρα του παγκόσμιου οικονομικού κραχ που άρχισε από τις Η.Π.Α, σήμανε την οικονομική του καταστροφή. Ανέφερε κάποτε χαρακτηριστικά׃ «Έκανα δυο τρύπες στα μάτια του Αβραάμ Λίνκολν στο τελευταίο χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων που είχα, νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα να τα βγάλω πέρα». Χαρακτήρας που του άρεσαν τα φίνα πράγματα (όντας παίχτης της Χάκοα ήθελε τις φανέλες μεταξένιες) και υπερήφανος, η κατάσταση αυτή τον σημάδεψε και αποφάσισε ότι δεν θα ξανασυναντούσε ποτέ πια τη φτώχεια, ούτε θα ήταν έρμαιο των πολιτικών κανενός. Από εκείνη τη στιγμή έγινε ένας μισθοφόρος που πήγαινε όπου του έδιναν περισσότερα. Έμεινε στην Αμερική μέχρι το 1932, όταν διαλύθηκε το υπερχρεωμένο και αδιάφορο αμερικανικό πρωτάθλημα και επέστρεψε στη Βιέννη και τη Χάκοα για το ξεκίνημα μιας μεγάλης προπονητικής καριέρας σαράντα χρόνων.
Στη Βιέννη έμεινε δύο αγωνιστικές περιόδους προπονώντας τη Χάκοα και συνέχισε στην Ολλανδία και την Ένσχεντε (τη σημερινή Τβέντε), ύστερα από συμβουλή της μεγάλης μορφής του αυστριακού ποδοσφαίρου, διαιτητή, παράγοντα και προπονητή της «Βούντερτιμ», Ούγκο Μάισλ. Στην Ένσχεντε υπέγραψε αρχικώς μια τρίμηνη συμφωνία συνεργασίας και όταν με τη λήξη του τριμήνου η διοίκηση της ομάδας επιδίωξε ανανέωση της συμφωνίας, ο Γκούτμαν απαίτησε ένα τεράστιο πριμ σε περίπτωση κατάκτησης του ολλανδικού πρωταθλήματος. Ο σύλλογος πάλευε τότε για την αποφυγή του υποβιβασμού, κάθε άλλο παρά το πρωτάθλημα θα μπορούσε να κατακτήσει, κατά τη γνώμη της διοίκησής και του φίλαθλου κόσμου της. Έτσι η διοίκηση αποδέχτηκε τον όρο αυτό. Η ομάδα όμως στη συνέχεια έκανε εκπληκτική σεζόν και απώλεσε για λίγο το πρωτάθλημα!! Ο πρόεδρος της παραδέχθηκε αργότερα ότι παρακαλούσε η ομάδα του να χάσει, όσο το πρωτάθλημα βάδιζε προς το τέλος και η ομάδα πετούσε από νίκη σε νίκη, ειδάλλως το πριμ στον Γκούτμαν θα σήμαινε χρεοκοπία για τον σύλλογο. Ο Μπέλα θα το είχε διεκδικήσει σίγουρα το πριμ. Διαπραγματευτής σκληρός χωρίς να ανέχεται παρεμβάσεις στη δουλειά του. Πάνω από δύο χρόνια σπάνια έμενε σε ομάδα. Είπε κάποτε׃ «Ο προπονητής είναι ένας θηριοδαμαστής στο κλουβί, με τα άγρια ζώα, πρέπει να δείχνει άφοβος για να τα δαμάσει, όταν με τον καιρό τον πλησιάσουν, παραγνωριστούν και χάσει εκείνη τη λάμψη στα μάτια, πρέπει να φεύγει». Μετά από δύο χρόνια στην Ολλανδία, επέστρεψε στη Χάκοα και τη Βιέννη. Το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία (το λεγόμενο Άνσλους), εγκατέλειψε τη Βιέννη και επέστρεψε στην πατρίδα του την Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία όμως το καθεστώς Χόρτυ ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας και οι Εβραίοι περνούσαν δύσκολες ώρες κι εκεί. Το τι συνέβη στον πόλεμο δεν είναι ξεκάθαρο. Ο μεγαλύτερος αδελφός του γνωρίζουμε ότι πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ ο ίδιος φαίνεται ότι κατάφερε να ξεφύγει στην ουδέτερη Ελβετία (όπου γνώρισε τη γυναίκα του), αξιοποιώντας τις γνωριμίες του από τα χρόνια της Χάκοα. Όταν κάποτε ρωτήθηκε πώς επιβίωσε στον πόλεμο, είπε׃ «Με βοήθησε ο Θεός». Πάντοτε αρνείτο να μιλήσει για τις εμπειρίες του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Το 1964 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του στην οποία αφιερώνει, σε αυτά τα τόσα σημαντικά χρόνια αναφέροντας μόνο μια μικρή παράγραφο. Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν γραφτεί αναρίθμητα βιβλία για τις φριχτές αυτές εποχές, που οι άνθρωποι πολεμούσαν για να αποφύγουν το θάνατο. Θα ήταν περιττό να προβληματίσουμε τους αναγνώστες μας με τέτοιες λεπτομέρειες.
Με το τέλος του πολέμου το 1945 επέστρεψε στην Ουγγαρία, όπου ανέλαβε τη Βάσας Βουδαπέστης για λίγο και ένα χρόνο μετά μετακόμισε στη Ρουμανία αναλαμβάνοντας την Τσιοκανούλ Βουκουρεστίου. Εκεί επέμενε να τυγχάνει πληρωμής με τρόφιμα αντί χρημάτων, αντιμετωπίζοντας με αυτό τον τρόπο το κύμα πληθωρισμού που σάρωνε την Ευρώπη, λόγω κυρίως της ανεπάρκειας τροφίμων. Αυτό οφειλόταν στην καταστροφή των υποδομών και της παραγωγής των κρατών λόγω του πολέμου, καθώς και των καρτέλ που οικειοποιούνταν και πουλούσαν τα λιγοστά τρόφιμα σε τιμές ληστρικές. Στη Ρουμανία η περιπέτεια δεν κράτησε πολύ. Όταν ένας παράγοντας της ομάδας αποπειράθηκε να παρέμβει στη σύνθεση της ενδεκάδας, ο Γκούτμαν τού είπε׃ «Εντάξει, διοικείς την ομάδα, οπότε φαίνεται πως έχεις όλα τα προσόντα για προπονητής». Μετά από αυτό έφυγε αμέσως από τη Ρουμανία. Τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στον πάγκο της Ουίπεστ με την οποία κέρδισε το πρωτάθλημα Ουγγαρίας και την εγκαταλείπει και αυτή για να πάει στην Κίσπεστ (η σημερινή Χόνβεντ). Αντικατέστησε τον πατέρα του «θρυλικού» Ούγγρου ποδοσφαιριστή και μετέπειτα προπονητή Φέρεντς Πούσκας, ο οποίος έπαιζε τότε στην ομάδα. Στην Κίσπεστ δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση με τον εξίσου δύσκολο χαρακτήρα του «Καλπάζοντος Συνταγματάρχη» (προσωνύμιο του Φέρεντς Πούσκας). Η κόντρα έφτασε στην κορύφωσή της σε ένα ματς με τη Γκιορ. Ο ίδιος επέμενε πολύ στην τακτική και πέρασε όλο το πρώτο ημίχρονο, εκείνου του αγώνα προσπαθώντας να ηρεμήσει τον δεξιό του μπακ Μίχαλι Πάτι, ο οποίος έπαιζε πολύ επιθετικά, μην κρατώντας τη θέση του στο δεξί άκρο της άμυνας, εκθέτοντας την ομάδα σε αντεπιθέσεις. Εκνευρισμένος ο Γκούτμαν του έβαλε τις φωνές στην ανάπαυλα λέγοντάς του να μην κατέβει να παίξει στο δεύτερο ημίχρονο. Εκείνη την εποχή αλλαγές δεν επιτρέπονταν και η ομάδα θα συνέχιζε με δέκα παίκτες τον αγώνα. Ο Πούσκας εκνευρισμένος είπε στον Πάτι να μπει να παίξει. Ο Πάτι αμφιταλαντεύτηκε για λίγο διάστημα, τελικώς όμως παράκουσε τον προπονητή του. Βλέποντάς τον ο Γκούτμαν να εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο, άφησε τον πάγκο και κάθισε στις κερκίδες, όπου μπροστά στους απορημένους και σοκαρισμένους θεατές άρχισε να διαβάζει ένα περιοδικό για ιπποδρομίες!! Τεράστια μορφή πραγματικά. Το παιχνίδι τελείωσε με ήττα της Κίσπεστ με 4-0 και τον Γκούτμαν στο τραμ για το σπίτι χωρίς επιστροφή στην ομάδα.
Με το τέλος της συνεργασίας με την Κίσπεστ άρχισε η μεγάλη προπονητική περιπλάνησή του. Ξεκίνημα από την Πάντοβα και την Τριεστίνα στην Ιταλία, Κίλμες στην Αργεντινή. Στη συνέχεια, ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο και μετά στη Μίλαν, πάλι στην Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το μέσο της σεζόν 1953-54. Στην Ιταλία η Μίλαν δεν τα πήγαινε καλά τότε. Την ανέβασε στη τρίτη θέση της βαθμολογίας την πρώτη του χρονιά, διώχθηκε όμως, ύστερα από έντονες διαφωνίες με μέλη της διοίκησης, μετά τα πρώτα 19 ματς της επόμενης χρονιάς κι ενώ η ομάδα βρισκόταν στην πρώτη θέση. Σε μια εξαιρετικά φορτισμένη συνέντευξη αποχώρησης είπε׃ «Απολύθηκα αν και δεν είμαι ούτε εγκληματίας ούτε ομοφυλόφιλος. Αντίο σας». Η θητεία αυτή αποτέλεσε ένα σκληρό μάθημα και στα επόμενα συμβόλαιά του έβαζε τον όρο να μην μπορούν να τον απολύσουν, όσο είχε την ομάδα στην πρώτη θέση της βαθμολογίας. Παρέμεινε στην Ιταλία αναλαμβάνοντας τη Βιτσέντσα, από την οποία έφυγε όμως ύστερα από νέες διαφωνίες μετά από 28 παιχνίδια. Η εξέγερση του ουγγρικού λαού το 1956 στη Βουδαπέστη εναντίον των Σοβιετικών και των ανδρείκελων τους, του έδωσε την ευκαιρία να βρεθεί στο τιμόνι της ουγγρικής Χόνβεντ Βουδαπέστης (η πρώην Κίσπεστ, που είχε κάποτε προπονήσει, μετονομάστηκε σε Χόνβεντ από το ουγγρικό κομμουνιστικό καθεστώς, το ελεγχόμενο από τους Σοβιετικούς στα πλαίσια του Συμφώνου της Βαρσοβίας). Η ομάδα αποδέχτηκε τότε μια πρόσκληση για μια περιοδεία στη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα επιδιώκοντας να κρατήσει τους παίκτες της μακριά από τις ταραχές της ουγγρικής πρωτεύουσας. Ο Πούσκας συμφιλιώθηκε με τον Γκούτμαν και ο τελευταίος τέθηκε επικεφαλής της ομάδας σε αυτό το ταξίδι. Στη Λατινική Αμερική είχε σπουδαία φήμη και τού έγινε πρόταση να αναλάβει τη Σάο Πάολο της Βραζιλίας την οποία και αποδέχτηκε αφήνοντας τη Χόνβεντ.
Όταν έφτασε στη Βραζιλία ο Γκούτμαν, το σύστημα «WM» λόγω της δομής του, που ευνοούσε τα σκληρά μαρκαρίσματα, δεν άρεσε στους ντόπιους και είχε ήδη εξελιχθεί σε 4-2-4, σύστημα που ταίριαζε στις βραζιλιάνικες απαιτήσεις περί ανάδειξης του πηγαίου ταλέντου και του αυτοσχεδιασμού. Η «ζεϊτίνιο» (θεωρία του ανθρωπολόγου Ρόμπερτ ντα Μάτα σύμφωνα με την οποία οι Βραζιλιάνοι μιγάδες για να αποφύγουν την καταπίεση από τους αφέντες τους επινοούσαν ευφάνταστους τρόπους παράκαμψης της δύσκολης ζωής τους, μην έχοντας εμπιστοσύνη στο σύστημα, γεγονός που τους έκανε να βασίζονται στους εαυτούς τους περισσότερο, παρά σε εξωτερικές ή συλλογικές δομές, ενισχύοντας έτσι τη φαντασία τους και την αυτοσχεδιαστική τους διάθεση) είχε διαποτίσει τη συλλογική μνήμη και είχε γίνει ένστικτο, έμφυτο γνώρισμα. Οι Βραζιλιάνοι παίκτες είχαν απαράμιλλη φαντασία, αψεγάδιαστη τεχνική κατάρτιση, κίνηση που έμοιαζε με σάμπα και καποέιρα (πολεμική τέχνη που πήρε μορφή χορού για να μην καταλαβαίνουν οι αφέντες των μιγάδων ότι επρόκειτο για πολεμική εξάσκηση). Τους έλειπε όμως μια αίσθηση σκοπού στο παιχνίδι τους και προσήλωσης στο στόχο λόγω των εγγενών αδυναμιών του λαού τους, ύστερα από χρόνια καταπίεσης και επιδίωξης του ωραίου (που τους έκανε να ξεχνούν τα βάσανά τους) έναντι της ουσίας. Η φαντασία τους ανέτρεψε πολλά δεδομένα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μέχρι την εποχή εκείνη οι ομάδες κουβαλούσαν τη μπάλα πολύ κοντά στην αντίπαλη περιοχή προκειμένου να σκοράρουν και κινούνταν συλλογικά στο γήπεδο. Αντιθέτως, ένας Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής μπορεί να ξεκινούσε από την άμυνα και εφορμώντας μπροστά να εξαπέλυε ένα κεραυνό από 30 μέτρα αιφνιδιάζοντας τους πάντες με τη θρασύτητά του, ανατρέποντας την ισορροπία και αιφνιδιάζοντας ολόκληρη την αντίπαλη άμυνα, μαζί και τους συμπαίκτες του.
Η επιρροή του Γκούτμαν στην ομάδα της Σάο Πάολο είχε να κάνει πιο πολύ με το στυλ παιχνιδιού και λιγότερο με αυτό καθ’ αυτό το σύστημα 4-2-4. Στην ουσία έδωσε σκοπό και ουσία στο φαντεζί 4-2-4 των Βραζιλιάνων. Γυρνώντας στην Ευρώπη, είχε και τις μεγαλύτερές επιτυχίες του. Τις κατακτήσεις με την Μπενφίκα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τα έτη 1961 και 1962. Στη συνέχεια ανέλαβε την Πενιαρόλ, την εθνική Αυστρίας, τη Σερβέτ Γενεύης, έκανε ένα ανεπιτυχές πέρασμα από τη χώρα μας και τον Παναθηναϊκό (αφού δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις ερασιτεχνικές συνθήκες του τότε ελληνικού ποδοσφαίρου), μετά Αούστρια Βιέννης και τελείωσε την καριέρα του στην Πόρτο. Με θητεία σε 22 συλλόγους, ο Γκούτμαν θεωρείται ο εμπνευστής της διάταξης του κλασικού 4-4-2, ενώ κατά τη θητεία του στη Σάο Πάολο, το μετέτρεπε συχνά πυκνά σε 4-2-4. Πιστεύεται μάλιστα ότι από αυτόν εμπνεύστηκε και ο Βιθέντε Φέολα στη Βραζιλία του Πελέ, με την οποία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1958. Η σημαντικότερη επιτυχία του όμως, θεωρείται η απόκτηση του Εουσέμπιο, τον οποίο συνάντησε σε ένα… κουρείο! Ωστόσο είχε προλάβει να τον δει αγωνιζόμενο και κατάφερε να κερδίσει στο νήμα τη Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, στην κούρσα για τη υπογραφή του σπουδαίου άσου. Ο «μαύρος πάνθηρας» τον είχε μέντορα και τον θαύμαζε. Στις περισσότερες ομάδες που πήγε, του αναγνωρίστηκε το έργο του στο τεχνικό κομμάτι. Σχεδόν παντού όμως είχε προβλήματα. Για αυτό και άλλαξε 25 φορές ομάδα (σε κάποιες πήγε δύο φορές) στα 40 χρόνια της προπονητικής του θητείας, σε μια περίοδο που ήταν κάτι σπάνιο για τους προπονητές της εποχής. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής, δεν έμεινε σε καμία σχεδόν ομάδα, για περισσότερες από δύο σεζόν! Οι επιτυχίες του πάντως δεν ήταν λίγες. Έξι εθνικά πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα, με τέσσερις διαφορετικές, αλλά και δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών, τα οποία κατέκτησε στη σειρά! Ένας «Μουρίνιο» της τότε εποχής!
Στις 28 Αυγούστου του 1981 και σε ηλικία 82 ετών αυτή η τεράστια μορφή αφήνει την τελευταία του πνοή στη Βιέννη. Ο Γκούτμαν έμεινε στην ιστορία του αθλήματος, ως ένας πραγματικά καινοτόμος προπονητής και σπουδαίος τακτικιστής, αναλυτής του ποδοσφαίρου. Μαζί με τον Γκούσταβ Σέμπες και τον Μάρτον Μπούκοβι αποτέλεσαν μια κορυφαία τριάδα ριζοσπαστών Ούγγρων προπονητών που εισήγαγαν στην Ευρώπη, τον τακτικό σχηματισμό 4-2-4, ενώ του πιστώνεται η ανάδειξη του μεγάλου Εουσέμπιο, αλλά και η συνεισφορά του στο μοντέρνο βραζιλιάνικο τρόπο παιχνιδιού. Προσωπικότητα ιδιαίτερη, ένας γυρολόγος, σπουδαίος όμως του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, πέρασε τη μισή του ζωή στον προπονητικό πάγκο γυρνώντας από ήπειρο σε ήπειρο, αφήνοντας σχεδόν πάντοτε έργο πίσω του. Θα δούμε τώρα μερικές κατάρες, οι οποίες όμως έσπασαν και εξαφανίστηκαν οριστικά. Οι κάτοικοι της «Πόλης των Ανέμων», του Σικάγου, πανηγύρισαν έξαλλα το 2016 την πρώτη κατάκτηση τίτλου από την τοπική ομάδα μπέιζμπολ, τους Σικάγο Καμπς, ύστερα από 108 χρόνια προσμονής. Ο Τύπος δεν στάθηκε τόσο στα κατορθώματα των αθλητών των Καμπς όσο στην «Κατάρα του Τράγου», που έσπασε ύστερα από 71 χρόνια.
Η «Κατάρα του Τράγο» αποτελεί την πιο δημοφιλή ιστορία της περιοχής του Ιλινόι. Σε αυτή πρωταγωνιστεί ένας Έλληνας μετανάστης από τον Παλαιόπυργο Αρκαδίας, ο Βασίλης Σιάνης, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες των Καμπς μαζί με τον αγαπημένο του τράγο, τον Μάθιου. Τον Οκτώβριο του 1945, σε έναν από τους αγώνες της σειράς των τελικών ο Μάθιου αφόδευσε στις εξέδρες και ο πρόεδρος των Καμπς έδωσε εντολή στον Σιάνη να πάρει το τετράποδο και να φύγει. Εγκαταλείποντας το στάδιο εξοργισμένος ο έλληνας μετανάστης καταράστηκε τους Καμπς να μην ξαναπαίξουν σε τελικό. Ο Σιάνης πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1970 και η κατάρα του έσπασε τελικά μόλις το 2016! Άλλη κατάρα που χάθηκε μόλις φέτος από τον Λιονέλ Μέσι και την παρέα του ήταν «Το τάμα των Αργεντινών». Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του τάματος που αθέτησαν οι Αργεντινοί μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986. Πριν από την έναρξη των αγώνων στο Μεξικό, ο προπονητής της «Αλμπισελέστε» Κάρλος Μπιλάρδο έκανε τάμα στην Παναγία της Κοπακαμπάνα στην πόλη Τιλκάρα της επαρχίας Χουχούι, που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.139, να επιστρέψει και να προσκυνήσει μαζί με τους παίκτες αν κατακτήσουν το τρόπαιο. Η Αργεντινή στέφθηκε τελικά παγκόσμια πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της, αλλά ο Μπιλάρδο και οι παίκτες δεν επέστρεψαν ποτέ στην Τιλκάρα για να προσκυνήσουν την Παναγία. Ο μύθος έλεγε πως από τότε η ομάδα ήταν καταραμένη και δεν επρόκειτο να κατακτούσε ξανά το τρόπαιο. Όμως φέτος ο Σκαλόνι με τον Μέσι τα σάρωσαν όλα και πάει και αυτή η κατάρα. Και πάμε και στην τελευταία. Στην πόλη της Φιλαδέλφειας των Η.Π.Α. ο άγραφος κανόνας ανέφερε πως δεν πρέπει να χτιστεί κτίριο ψηλότερο από το άγαλμα του ιδρυτή της Γουίλιαμ Πεν. Όταν το χρήμα μιλά, οι άγραφοι νόμοι σιωπούν. Έτσι, το 1987 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του ουρανοξύστη «One Liberty Place» ύψους 288 μέτρων. Έκτοτε οι ομάδες της πόλης άρχισαν να συρρικνώνονται αγωνιστικά. Η κατάρα κράτησε μέχρι το 2008 όταν η Φιλαδέλφεια Φίλις κατέκτησε το πρωτάθλημα στο μπέιζμπολ. Σύμφωνα με τον μύθο, για να σπάσει η κατάρα χρειάστηκε κάποιοι εργάτες να μεταφέρουν το άγαλμα στην κορυφή του κτιρίου. Και ήρθε η στιγμή να πάμε στη μεγαλύτερη κατάρα του αθλητισμού. Η οποία δεν σπάει και από ότι φαίνεται θα τελειώσει το 2062! Γιατί είναι η μοναδική που έχει μείνει και μάλιστα στο διασημότερο σπορ του πλανήτη.
Ο Μπέλα Γκούτμαν είπε το 1962׃ «Τα επόμενα 100 χρόνια η Μπενφίκα, να μην κατακτήσει ξανά Ευρωπαϊκό τίτλο». Αυτά τα λόγια είναι όπως θα δούμε αναλυτικά η μεγαλύτερη αθλητική κατάρα όλων των εποχών. Ας πιάσουμε όμως την ιστορία από την αρχή και ας πάμε πίσω στο 1960. Η Μπενφίκα, υπό την καθοδήγηση του Ούγγρου προπονητή κατακτά εύκολα το πρωτάθλημα στη Πορτογαλία και ετοιμάζεται για τη συμμετοχή της στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Που μέχρι τότε είναι σχεδόν αποκλειστική υπόθεση της Ρεάλ Μαδρίτης. Η Μπενφίκα όμως έχει πλέον στις τάξεις της, τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της εποχής, τον Εουσέμπιο και με τον Γκούτμαν να εφαρμόζει το άκρως επιθετικό 4-2-4, παίζει εκπληκτικό ποδόσφαιρο και φτάνει μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το οποίο και κατακτά με νίκη 3-2 απέναντι στη Μπαρτσελόνα. Οι «Αετοί» δεν σταματάνε πλέον πουθενά. Την επόμενη χρονιά είναι ακόμα καλύτεροι. Συνεχίζουν να παίζουν επιθετικό και όμορφο ποδόσφαιρο και φτάνουν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στον τελικό. Αντίπαλός αυτή τη φορά η Ρεάλ, την οποία η Μπενφίκα με τον Εουσέμπιο σε μεγάλη βραδιά, κερδίζει με 5-3 και κατακτά το δεύτερο συνεχόμενο Κύπελλο Ευρώπης. Πλέον, έχει εκτοπίσει τους Μαδριλένους και θεωρείται η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης και έτοιμη να χτίσει τη δική της δυναστεία στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αυτό πίστευε και ο Γκούτμαν, ο οποίος στις διαπραγματεύσεις με την διοίκηση, ζήτησε μεγάλη αύξηση στις αποδοχές του καθώς θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο προπονητή του κόσμου. Η διοίκηση της ομάδας της Λισσαβώνας δεν έκανε δεκτό το αίτημα του και οι δρόμοι τους χώρισαν σε πολύ άσχημο κλίμα. Φεύγοντας από την ομάδα, ο Ούγγρος προπονητής «ευχήθηκε» στην πρώην πλέον ομάδα του, να μην πάρει ξανά ευρωπαϊκό τίτλο για τα επόμενα 100 χρόνια.
Στα λόγια του Μπέλα Γκούτμαν, όπως ήταν φυσικό, δεν έδωσε κανείς σημασία και η ομάδα της Πορτογαλίας ετοιμαζόταν να ριχτεί στη μάχη ώστε να υπερασπιστεί το τίτλο της. Η Μπενφίκα συνεχίζει να είναι αχτύπητη, φτάνει για τρίτη συνεχόμενη φορά στο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και αυτή τη φορά απέναντι της είναι η Μίλαν. Οι Πορτογάλοι μπαίνουν και πάλι στο παιχνίδι εκπληκτικά και προηγούνται με τον Εουσέμπιο. Όμως στη συνέχεια παθαίνουν μια ανεξήγητη καθίζηση, την οποία εκμεταλλεύεται η Μίλαν που γυρνάει το παιχνίδι και με σκορ 2-1 στέφεται πρωταθλήτρια, στερώντας από την Μπενφίκα τον τρίτο της συνεχόμενο τίτλο. Συνεχίζει να είναι όμως μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη και το 1965 φτάνει και πάλι στον τελικό. Αντίπαλος αυτή τη φορά η Ίντερ. Οι Πορτογάλοι είναι καλύτεροι, όμως οι Ιταλοί κερδίζουν με 1-0 και κατακτούν το τρόπαιο. Η ομάδα επιστρέφει και πάλι στο τελικό τρία χρόνια μετά και αντίπαλος είναι αυτή τη φορά, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο τελικός είναι συναρπαστικός. Τελειώνει με 1-1 και λίγο πριν το φινάλε, ο Εουσέμπιο χάνει τετ α τετ και ο τερματοφύλακας μπλοκάρει την μπάλα. Το παιχνίδι οδηγείται στη παράταση. Εκεί οι παίκτες των «αετών», ήταν σαν να μην βγήκαν ποτέ στο γήπεδο. Δέχθηκαν 3 γκολ και ηττήθηκαν με το βαρύ 4-1. Πλέον παράγοντες, παίκτες και φίλαθλοι της ομάδας αρχίζουν να σκέφτονται τα λόγια, του Ούγγρου προπονητή και την κατάρα που έριξε στην ομάδα τους. Όμως, τα επόμενα χρόνια η ομάδα δεν είναι το ίδιο καλή ώστε να διεκδικεί Ευρωπαϊκό τρόπαιο και πλέον οι σκέψεις αυτές σχεδόν ξεχνιούνται.
Οι Πορτογάλοι μετά από καιρό φτάνουν και πάλι σε τελικό. Σε αυτόν του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1983, αυτή τη φορά απέναντί τους είναι η Άντερλεχτ. Οι αγώνες είναι διπλοί και οι Βέλγοι, με σκορ 1-1 και 1-0 στους δύο τελικούς, κατακτούν το τρόπαιο. Η ομάδα της πρωτεύουσας, έχει αρχίσει και πάλι να εδραιώνεται ως διεκδικητής Ευρωπαϊκών τροπαίων και το 1988 φτάνει και πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με αντίπαλο την Ολλανδική PSV Αϊντχόφεν. Ο αγώνας και η παράταση λήγουν 0-0 και ο τελικός οδηγείται στα πέναλτι. Εκεί οι παίκτες της Μπενφίκα ευστοχούν και στα πέντε που εκτελούν. Δυστυχώς όμως για αυτούς, δεν αρκούν για να πάρουν το τρόπαιο καθώς το ίδιο κάνουν και οι Ολλανδοί. Στη πρώτη έξτρα εκτέλεση της διαδικασίας οι Πορτογάλοι αστοχούν, όχι όμως και οι Ολλανδοί που στέφονται πρωταθλητές Ευρώπης. Όλοι πλέον στη Πορτογαλία αρχίζουν και σιγοψιθυρίζουν για την κατάρα που έχει πέσει στην Μπενφίκα από τον Γκούτμαν. Η ομάδα όμως, συνεχίζει να παίζει καλό ποδόσφαιρο και το 1990 φτάνει πάλι στο τελικό του Πρωταθλητριών. Αυτός όμως έχει μια μεγάλη και σημαντική ιδιαιτερότητα. Διεξάγεται στη Βιέννη όπου είναι ο τόπος που βρίσκεται ο τάφος του Μπέλα Γκούτμαν, ο οποίος έχει φύγει κάποια χρόνια πριν από τη ζωή. Οι διοικούντες της ομάδας είναι αποφασισμένοι να λύσουν τη κατάρα που όλοι πλέον, λένε ανοιχτά ότι έχει πέσει στην ομάδα. Στέλνουν τον Εουσέμπιο στο τάφο του Γκούτμαν να του αφήσει λουλούδια, να προσευχηθεί και να του ζητήσει να άρει τη κατάρα πάνω από την ομάδα. Το ίδιο κάνουν και εκατοντάδες φίλοι των «Αετών» που φθάνουν στην Αυστρία για τον τελικό. Όλοι πλέον είναι σίγουροι για την κατάκτηση του τροπαίου. Μάταια… Η Μίλαν με γκολ του Ράικαρντ νικάει 1-0 και κατακτά τον τίτλο.
Η κατάρα του Γκούτμαν συνεχίζει να πληγώνει την Μπενφίκα και πλέον κανείς στην ομάδα δεν ξέρει τι να κάνει. Μετά από μια μεγάλη περίοδο αποχής από τις διακρίσεις, η ομάδα επιστρέφει σε Ευρωπαϊκό τελικό το 2013, σε αυτόν του «Γιουρόπα Λιγκ», και αντίπαλος είναι η Αγγλική Τσέλσι. Οι Πορτογάλοι, αν και πριν τον αγώνα εμφανιζόταν ως το μεγάλο «αουτσάιντερ», μέσα στο γήπεδο είναι πολύ καλύτεροι των αντιπάλων τους. Ένα γκολ όμως στην τελευταία φάση του παιχνιδιού, αυτό του Ιβάνοβιτς στο 94’ λεπτό με κεφαλιά, δίνει το κύπελλο στους Άγγλους με σκορ 2-1. Η «ευχή» του Γκούτμαν προς την ομάδα έπιασε και πάλι. Η διοίκηση ψάχνει πλέον κάθε τρόπο να λύσει τα «μάγια». Αποφασίζει να φτιάξει ένα τεράστιο άγαλμα του Γκούτμαν ώστε να τον τιμήσει και να ζητήσει συγγνώμη για την άδικη συμπεριφορά της απέναντί του το μακρινό 1962. Το άγαλμα είναι έτοιμο και τοποθετείται έξω από το «Ντα Λουζ», την έδρα της Μπενφίκα, τους πρώτους μήνες του 2014. Μόλις λίγο καιρό μετά, τον Μάιο, η ομάδα φτάνει και πάλι στο τελικό του «Γιουρόπα Λιγκ» όπου θα αντιμετωπίσει την Σεβίλλη. Όλοι στις τάξεις των Πορτογάλων είναι πεπεισμένοι ότι, μετά την τιμή που έκαναν στον Ούγγρο, πρόκειται για ένα οιωνό και η ομάδα επιτέλους θα φτάσει στη κατάκτηση Ευρωπαϊκού τίτλου. Μάταια και πάλι! Η Σεβίλλη, μετά από ένα κακό παιχνίδι, επικρατεί στη διαδικασία των πέναλτι και στέφεται κάτοχος του κυπέλλου. Έχοντας φτάσει τους 8 συνεχόμενους χαμένους τελικούς, ίσως το μόνο που μπορούν πλέον να κάνουν όλοι στην ομάδα της Λισσαβώνας είναι λίγη ακόμα υπομονή. Σε 39 χρόνια η κατάρα του Μπέλα Γκούτμαν θα αποτελεί παρελθόν και η Μπενφίκα ίσως καταφέρει να επιστρέψει στους ευρωπαϊκούς τίτλους. Εκτός και αν νωρίτερα, το πνεύμα του Ούγγρου προπονητή δεχθεί κάποια από τις διάφορες πράξεις μεταμέλειας που κατά καιρούς γίνονται από την ομάδα και τον κόσμο της και αποφασίσει να την απαλλάξει νωρίτερα…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό