Ένας «αριστοκράτης» στο «πράσινο βασίλειο», θα μπορούσε να είναι κάλλιστα, ο εναλλακτικός τίτλος, του σημερινού μας αφιερώματος. Ένας άνθρωπος με χάρη, αρμονία, ψυχραιμία, με αρχοντική συμπεριφορά, σαν τους παλιούς βασιλιάδες των παραμυθιών. Με σταθερό ρυθμό και δυναμική που δεν αμφισβητούνταν. Ο λόγος του προσταγή. Με κάθε διαταγή του η μπάλα πήγαινε εκεί που ήθελε. Και καθώς υπηρετούσε τη μεγαλύτερη «Βασίλισσα» του πλανήτη, ήταν ο αγαπημένος της «πρίγκιπας»! Πως όμως ένας «ιπποκόμος» από τη χώρα του τάνγκο έφτασε στο θρόνο? Πως έγινε ο πιστός και «αιώνιος» «πρίγκηψ» στη μεγαλύτερη «ποδοσφαιρική βασιλεία»? Φυσικά μιλάμε για τον Φερνάρντο Κάρλος Ρεδόντο Νέρι (Fernando Carlos Redondo Neri). Υπάρχουν αρκετοί παίκτες που πέρασαν από τη Ρεάλ Μαδρίτης και διεκδικούν τον τίτλο του «αρτίστα». Ο συνδυασμός της κομψότητας και της χάρης, όταν αναφερόμαστε στους «μερένγκες», στο μυαλό των περισσότερων φιλάθλων αποδίδεται λογικά στον Ζιντάν. Όμως υπήρξε ένας άλλος ποδοσφαιριστής που φόρεσε τη λευκή φανέλα των «μπλάνκος» στο παρελθόν, για τον οποίο μπορούμε άνετα να πούμε, ότι στέκεται δίπλα στον Γάλλο σε ότι αφορά, στα παραπάνω χαρακτηριστικά. Το εντυπωσιακό δε, είναι πως ο παίκτης αυτός, είχε στην περιγραφή της θέσης του μέσα στο γήπεδο, τη λέξη «αμυντικό». Παρόλα αυτά όμως, ο Φερνάντο, όχι μόνο επαναπροσδιόρισε το ρόλο του αμυντικού χαφ, αλλά το έκανε με τόσο εντυπωσιακό τρόπο, ώστε και να κερδίσει την προσωνυμία «πρίγκιπας» από τους «μαδριδίστας». Αλλά και να «μαγέψει» με την απόδοσή του στο χορτάρι, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά ένα ρόλο που δεν υπήρχε στα χαρτιά. Ακριβώς επειδή ελάχιστοι ήταν (και είναι), εκείνοι που θα μπορούσαν να τον υπηρετήσουν, ανταποκρινόμενοι στις τεράστιες απαιτήσεις του.
Όταν ακούμε το όνομα του Ρεδόνδο, το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό, είναι το αριστούργημά του μέσα στο «Old Trafford» (Θέατρο των ονείρων), απέναντι στον Μπεργκ, λίγο πριν ολοκληρώσει μια από τις πιο μαγικές κινήσεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου, δίνοντας ασίστ στον Ραούλ. Όμως ο Αργεντίνος ήταν πολλά περισσότερα από το προσωπικό του «highlight». Και σαφέστατα, πολλά περισσότερα από το «αμυντικό χαφ» που έγραφε το βιογραφικό του. Υπήρξε ο πρώτος «box to box» μέσος, εκείνος που ανακάλυψε τη θέση και πρόλαβε να την εξελίξει τόσο πολύ, ώστε να την τελειοποιήσει στο έπακρο. Μπορούσε να καλύψει όλον αυτόν τον τεράστιο χώρο, από τη μια περιοχή μέχρι την άλλη, χωρίς σε καμία περίπτωση να είναι αυτό που λέμε «μηχανάκι». Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το παιχνίδι του Ρεδόνδο, γιατί ακόμα και οι πιο «εύγλωττες» εκφράσεις, δεν μπορούν να αποδώσουν την πραγματική μεγαλοπρέπεια της παρουσίας του μέσα στο γήπεδο. Μπορούσε να μετατρέψει κάθε κίνηση, πάσα ή ενέργεια, σε ένα υπέροχο κομμάτι τέχνης. Ήταν ένας δημιουργός σε βάθος, που μπορούσε να επιτεθεί με την ίδια ευκολία και αποτελεσματικότητα που το έκανε αμυνόμενος. Απίστευτα δυνατός όταν διεκδικούσε και κέρδιζε τη μπάλα, προστατευτικός και «απαλός» μαζί της όσο την είχε στην κατοχή του, αλάνθαστος όταν αυτή έφευγε από το σχεδόν τέλειο αριστερό του πόδι, όποιος και αν ήταν ο στόχος ή ο προορισμός. Παρά το γεγονός, ότι δεν είχε αντοχές να τρέχει συνεχώς στο χώρο, η ικανότητα του να βρίσκεται στην κατάλληλη θέση ήταν παροιμιώδης. Είχε ένα «αγγελικό» κοντρόλ και έναν εξίσου τέλειο τρόπο να ελέγχει τον ρυθμό του αγώνα, είτε προς τα πάνω με την εξαιρετική του επιτάχυνση, είτε προς τα κάτω με τον μοναδικό του τρόπο να προστατεύει τη μπάλα. Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούσε το σώμα του, αλλά και η δύναμη με την οποία κρατούσε μακριά τους αντίπαλους χρησιμοποιώντας τους αγκώνες του, δεν έχουν βρει ταίρι μέχρι σήμερα.
Ο Ρεδόνδο κινήθηκε στο μοτίβο παικτών όπως ο Νίλτον Σάντος και ο Τζατσίντο Φακέτι. Ο Βραζιλιάνος υπήρξε ο πρώτος φουλ μπακ (full back) στην ιστορία, ανεβαίνοντας συνεχώς την αριστερή πλευρά του γηπέδου, κάτι που εφάρμοσε και ο Ιταλός στην Ίντερ, παίρνοντας εντολή από τον Ελένιο Ερέρα να προωθείται στην επίθεση. Ανάλογα παραδείγματα είναι εκείνα του Φραντς Μπέκενμπαουερ, ο οποίος ξεκινούσε από τη θέση του λίμπερο και έφτανε μέχρι την αντίπαλη περιοχή, φτιάχνοντας αλλά και «επιβλέποντας» το παιχνίδι της Μπάγερν (και της Δυτικής Γερμανίας). Ακόμα ένα, ήταν αυτό του Βέλιμιρ Ζάετς, στο ρόλο έκπληξη που είχε στο EURO του 1984. Όταν είχε «υποχωρήσει» στην άμυνα, αλλά είχε και την ελευθερία να κινείται στο χώρο του κέντρου, μοιράζοντας το παιχνίδι. Με τον Ρεδόνδο τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, γιατί εδώ είχαμε να κάνουμε με ένα αμυντικό χαφ, του οποίου η πρώτη δουλειά ήταν να ανακόπτει τις επιθετικές ενέργειες των αντιπάλων, γνωρίζοντας ότι είναι το τελευταίο «οχυρό» πριν την αμυντική γραμμή. Στη Μαδρίτη θεωρείται ίσως το καλύτερο «5άρι» που φόρεσε τη φανέλα της Ρεάλ και η αλήθεια είναι πως οι «μερένγκες» της «séptima» και της «octava», «χτίστηκαν» γύρω από την κλάση και την τακτική αντίληψη του. Όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου, ο Αργεντίνος δε διέθετε τη «μηχανή» ενός «τρεχαλατζή», αλλά η αίσθηση του για το τί και πώς θα συνέβαινε, πριν καν αυτό συμβεί, ήταν τόσο ανεπτυγμένη, ώστε τον καθιστούσε κυρίαρχο όχι μόνο στο κέντρο αλλά σε ολόκληρο το γήπεδο. Και αυτό ήταν κάτι που δεν το αμφισβήτησε κανείς στην εξαετία που παρέμεινε στους «μπλάνκος». Ο μόνος που είχε αμφιβολίες για τις αμυντικές του ικανότητες, ήταν ο Φάμπιο Καπέλο το 1996, όταν ανέλαβε τον πάγκο της Ρεάλ. Τον θεωρούσε πολύ «κομψό» και ανησυχούσε για την απόδοσή του στο ανασταλτικό κομμάτι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Ιταλός έδωσε πλήρη ελευθερία κινήσεων στον παίκτη του, και του χάρισε το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσε να βγει από το στόμα ενός προπονητή: «Έχει τέλεια τακτική».
Κάτι που αποδείχτηκε για πολλοστή φορά, με την εκπληκτική του εμφάνιση, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τον Μάιο του 1998, όταν σταμάτησε «μαεστρικά» την «Αγία Τριάδα» του κέντρου της Γιουβέντους. Ντεσάμπ, Ντάβιντς και Ζιντάν. Τότε μπορεί να είχαν πέσει όλοι πάνω στον Πέντραγκ Μιγιάτοβιτς, σκόρερ του μοναδικού γκολ της συνάντησης, όμως ο τεχνικός των Ισπανών Γιουπ Χάινκες, είχε πει χαρακτηριστικά ότι: «Ο καθοριστικός μας παίκτης ήταν ο Ρεδόνδο, ήταν συνεχώς εκεί που έπρεπε, απέναντι σε αυτόν που έπρεπε». Ο αγγλικός Τύπος είχε γράψει για αυτόν: «Όταν επιτίθεται σου δίνει την αίσθηση ότι πετάει, όταν αμύνεται νομίζεις ότι είναι ο πιο άκαμπτος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, δεν τον μετακινείς με τίποτα». Αυτή η συνεχής εναλλαγή προφίλ μέσα σε κάθε αγώνα, ήταν που εντυπωσίασε τους φίλους της Ρεάλ, οι οποίοι τον ονόμασαν «El príncipe», δηλαδή πρίγκιπα και τον έκαναν έναν από τους πιο αγαπημένους τους παίκτες διαχρονικά. Είναι προφανές ότι στα χρόνια που ακολούθησαν την αναχώρησή του από την Ισπανία, δεν βρέθηκε ποτέ αντάξιος διάδοχος του.
Αλλά και συνολικά αν το δούμε, οι ποδοσφαιριστές σήμερα με τα χαρακτηριστικά του Ρεδόνδο είναι σπάνιοι, και πολύ δύσκολα μπορεί να φτάσει κάποιος στο δικό του επίπεδο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Σέρχιο Μπουσκέτς. Ένα από τα κορυφαία αμυντικά χαφ στον κόσμο την τελευταία δεκαετία, ο οποίος αρκετές φορές έχει εντυπωσιάσει με τις τελικές πάσες του αλλά και την σωστή αντίληψη του χώρου που διαθέτει. Ο «Μπούσι» όμως δεν χρειάζονταν να εναλλάσσονταν συνεχώς στους ρόλους, αφού δίπλα του είχε παίκτες όπως ο Τσάβι, ο Ινιέστα και ο Μέσι, και μπορούσε να αφοσιωνόταν αποκλειστικά στα αμυντικά του καθήκοντα. Ο Ρεδόνδο όμως στην εποχή του δεν είχε τέτοιες «πολυτέλειες» στη Ρεάλ. Το 4-3-3 που εφάρμοζαν τότε οι «μερένγκες», τοποθετούσε δίπλα του παίκτες όπως ο Καρεμπέ, ο Ζέεντορφ, ο Γκέρεμι, ο Ελγκέρα κλπ, που δεν διακρίνονταν τόσο πολύ στον δημιουργικό τομέα. Η «καρδιά» όλης της ομάδας, ο κινητήριος μοχλός, ήταν ο «πρίγκιπας». Η ταυτότητα του παιχνιδιού των «μπλάνκος» ήταν ο δικός του έλεγχος, όχι τόσο διεισδυτικός, όσο περισσότερο κομψός, αλλά απόλυτα ζωτικός και φυσικά καθοριστικός, με εκείνη την φαντεζί μεθοδικότητα που χαρακτήριζε τις κινήσεις του στο χορτάρι.
Αν μπορούμε να τον παρομοιάσουμε με κάποιον της εποχής του, αυτός δεν είναι άλλος από τον Πεπ Γουαρδιόλα. Ένα ακόμα αμυντικό χαφ με δημιουργικές αρετές και μεγάλο χώρο δράσης. Όμως ο «πρίγκιπας» ήταν μοναδικός στο είδος του, αφού συνδύαζε τρομερή δύναμη και «δαντελένια» τεχνική. Η εφημερίδα «Guardian» το έχει αποτυπώσει στη σωστή του διάσταση σε παλαιότερο άρθρο του: «Ο Ρεδόνδο ήταν ένα δεκάρι που έπαιζε μπροστά από την άμυνα». Και δεν μπορεί να είναι τυχαίο πως όταν ήταν μικρός, στις ακαδημίες της Αρχεντίνος Τζούνιορς, το είδωλό του (όπως και του Μαραντόνα) ήταν ένας επιθετικός χαφ, ο Ρικάρδο Μποτσίνι, που συνήθιζε να τροφοδοτεί τους επιθετικούς του με μακριές, ψηλοκρεμαστές μπαλιές, τις περίφημες «pases bochinescas». Είναι σίγουρο ότι επηρεάστηκε πολύ στον τρόπο παιχνιδιού του, όταν συνεργάστηκε στην Τενερίφη με τον Χόρχε Βαλντάνο. Ο «ποιητής» προπονητής, της σχολής των «Μενοτίστας», ενθάρρυνε τον νεαρό Φερνάντο να αναπτύξει παράλληλα και τις δυο πλευρές του, τόσο την ανασταλτική όσο και τη δημιουργική. Ας τα δούμε όμως τώρα όλα από την αρχή για το πως ξεκίνησε και πως έφτασε στο επίπεδο αυτό.
Γεννήθηκε στο πλούσιο και περίοπτο Αντρογκέ (Adrogué), που βρίσκεται 23 χιλιόμετρα από το Μπουένος Άιρες. Το ημερολόγιο έγραφε 6 Ιουνίου 1969. Έζησε πλουσιοπάροχα παιδικά χρόνια αφού οι γονείς του ήταν βιομήχανοι και πάμπλουτοι. Απόλαυσε μια πλούσια ανατροφή, ενώ αργότερα σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο, ταυτόχρονα στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ως παίκτης. Εκτός από τη μόρφωση και τα βιβλία που διάβαζε μανιωδώς, ειδικά από τους αγαπημένους του συγγραφείς Χόρχε Λουίς Μπόργκες (Jorge Luis Borges) και Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez), ο Φερνάντο ήταν τρελαμένος και με το ποδόσφαιρο. Και αυτό φάνηκε, όταν σε ηλικία μόλις 16 ετών έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στην πρώτη κατηγορία. Στα «κόκκινα ζωύφια/ζουζούνια» (bichos colorados), της Αρχεντίνος Τζούνιορς. Παρέμεινε πέντε χρόνια προτού περάσει τον Ατλαντικό και μετακομίσει στο εξωτερικό και στην Ισπανία. Συγκεκριμένα στην Τενερίφη που τότε ήταν στη μεγάλη κατηγορία.
Προπονητής ήταν τότε ο συμπατριώτης του Χόρχε Σολάρι (Jorge Solari). Στη συνέχεια ανέλαβε ο Χόρχε Βαλντάνο, ο οποίος του άλλαξε την καριέρα και την πήγε στα ύψη. Ο «πρίγκιπας», πριν καν αναγορευθεί ως τέτοιος, λίγα χρόνια αργότερα από το κοινό του «Σαντιάγκο Μπερναμπέου», είχε όλα τα όπλα για να μεγαλουργήσει. Έδειξε το αστείρευτο ταλέντο του στο «Ελιοδόρο Ροντρίγκεθ Λόπεθ» και στέρησε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα από τη μετέπειτα ομάδα του, Ρεάλ, αμφότερα στην τελευταία αγωνιστική, πρώτα του 1992-93 και κατόπιν του 1993-94! Και τα δύο κατέληξαν στην Μπαρτσελόνα. Η αργεντίνικη παροικία των Ντερτίσια, Καστίγιο και Λατόρε, αλλά και των Ισπανών Τσάνο, Κόντε, Πιέρ και Πινίγια, είχε ήδη τον «μαέστρο» της στο κέντρο του γηπέδου. Και όταν ο Βαλντάνο μετακόμισε το καλοκαίρι του 1994 στη Μαδρίτη, πήρε μαζί του τον πολυτιμότερο παίκτη του στο «Αρχιπέλαγος» με 5.000.000 δολάρια!! Εκεί ο Ρεδόνδο συνάντησε μια πλειάδα ποιοτικών χαφ, όπως ο Λάουντρουπ, ο Μίτσελ, ο Αμαβίσκα, ο Μαρτίν Βάθκεθ, ο Λουίς Ενρίκε, ο Μίγια. Η σειρά του «γύπα» Μπουτραγκένιο, περιορίστηκε για πρώτη φορά σε δευτερεύοντα ρόλο. Ο νέος προπονητής στηρίχτηκε πάνω στην εμπειρία του Λάουντρουπ, τον ενθουσιασμό του Αμαβίσκα, τη μαχητικότητα του Λούτσο και φυσικά την πολυσύνθετη ποιότητα του Ρεδόνδο.
Με επιθετικές αιχμές τους Σαμοράνο (28 τέρματα), Ραούλ (9) και Αμαβίσκα (10), οι Μαδριλένοι σταμάτησαν το σερί της Μπαρτσελόνα και κατέκτησαν τον τίτλο μετά από την τετραετή κυριαρχία της «Dream Team» του Κρόιφ. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε ένα ακόμα πρωτάθλημα, αυτή τη φορά με τον Φάμπιο Καπέλο στον πάγκο. Και την αμέσως επόμενη χρονιά (1998), η Ρεάλ κατέκτησε την «séptima», το έβδομο Κύπελλο Πρωταθλητριών, μετά από 32 ολόκληρα χρόνια αναμονής. Ο «πρίγκιπας» είχε καταφέρει να αποκαταστήσει την τάξη, ανεβάζοντας τη «Βασίλισσα» στο θρόνο της Ευρώπης. Κάτι που επαναλήφθηκε το 2000 με την ισπανική μονομαχία απέναντι στη Βαλένθια, όταν πλέον φορούσε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Όλα τα λεφτά ήταν ο προημιτελικός. Το πρώτο παιχνίδι εντός έδρας με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, είχε λήξει 0-0. Οι «κόκκινοι διάβολοι», κάτοχοι του τίτλου έναν χρόνο πριν, στην αξέχαστη ανατροπή του «Καμπ Νόου». Παρουσιάζονταν ως το μεγάλο φαβορί. Όχι μόνο για την πρόκριση στα ημιτελικά, αλλά και για την κατάκτηση του τροπαίου.
Ήταν άλλωστε αήττητοι επί 16 ολόκληρους μήνες σε όλες τις διοργανώσεις, ενώ και το κέντρο τους θεωρείτο το καλύτερο σε όλη την Ευρώπη. Ο Ντελ Μπόσκε κατέβασε την ομάδα του στην Αγγλία, με ένα ασυνήθιστο 3-3-2-2 (που μετατρεπόταν σε 3-5-2), κάνοντας τους Ισπανούς δημοσιογράφους, όταν ενημερώθηκαν για την αρχική ενδεκάδα, να αναρωτιούνται αν είχε τρελαθεί τελείως! Υπήρχε μόνο ένας καθαρόαιμος χαφ, ο Ρεδόνδο!! Αφού ο μεν ΜακΜάναμαν βρισκόταν συνήθως πιο μπροστά και δεξιά, στον χώρο της επίθεσης, ενώ ο Σάβιο ήταν ένας καθαρόαιμος αριστερός εξτρέμ. Απέναντί τους είχε παραταχθεί η «υπερηφάνεια» της Γιουνάιτεντ, το εκπληκτικό της κέντρο με τους Σκόουλς, Κιν, Γκιγκς και Μπέκαμ, όλοι τους στην ποδοσφαιρική τους ακμή. Πώς δούλεψε τελικά αυτό το σχέδιο? Μια λέξη: Ρεδόνδο. Ο Αργεντίνος, ως κεντρικός μοχλός για τους υπόλοιπους δέκα συμπαίκτες του, μετέτρεψε την «τρέλα» του Ντελ Μπόσκε σε θρίαμβο. Ο «πρίγκιπας» πραγματοποίησε μια επική εμφάνιση και βρισκόταν συνεχώς εκεί που έπρεπε όταν έπρεπε, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την ευφυΐα του μέσα στο γήπεδο.
Ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους μετά το ματς: «Ο Ρεδόνδο πρέπει να έχει μαγνήτες στα παπούτσια του, ήταν φανταστικός, απίστευτος, όλα του έβγαιναν. Κάθε φορά που βρισκόμασταν στην επίθεση και φτάναμε έξω από την περιοχή τους, η μπάλα κατέληγε στα πόδια του. Κάθε φορά»! Πραγματικά ανάγκασε τους παίκτες της Γιουνάιτεντ να καταφύγουν στα άκρα, εκεί όπου η Ρεάλ είχε αριθμητική υπεροχή, με τους Σάβιο και ΜάκΜαναμαν να υποχωρούν και να καλύπτουν κάθε κενό. Και στην επίθεση όμως, όλα ξεκινούσαν από το μαγικό αριστερό του Φερνάντο. Αποφεύγοντας κάθε πιθανό αντίπαλο, τροφοδοτούσε τους συμπαίκτες του, ανοίγοντας τις αντεπιθέσεις των «μερένγκες». Και τότε ήρθε το περίφημο «taconazo», μια εξωπραγματική ντρίμπλα με τακουνάκι, συνδυασμένη με «ποδιά» ανάμεσα από τα πόδια του άτυχου Νορβηγού που μόνο από το ριπλέι πρέπει να κατάλαβε τί είχε συμβεί. Εδώ θα μείνουμε λίγο γιατί αυτό που έγινε δεν ξεχνιέται ποτέ.
Ο μεγάλος Αργεντίνος συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του περασμένου αιώνα υποστήριζε: «Η ζωή διαμορφώνεται από μια μοναδική στιγμή». Μια στιγμή, ένα καρέ δευτερολέπτων, ένα στιγμιαίο αραβούργημα ήταν αρκετό, στην καριέρα του Φερνάντο Ρεδόνδο για να μείνει για πάντα, χαραγμένος στη μνήμη. Πρώτη πράξη της παράστασης και η εικόνα είναι χαρακτηριστική. Αφορά ένα εντελώς κοινό σημείο του παιχνιδιού, απ’ εκείνα που δεν προϊδεάζουν το θεατή για το παραμικρό. Ο Ρεδόνδο τρέχει με τη μπάλα στα πόδια κάπου στο κέντρο του γηπέδου, κοντά στην πλάγια γραμμή προς τα δεξιά. Το τρέξιμό του είναι ελαφρύ, στις «μύτες» όπως συνήθιζαν να λένε για τους καλλιτέχνες χορευτές. Έχει μόλις προσπεράσει με μια απλή προσποίηση τον παντοτινό μαχητή Πολ Σκόουλς που μοιάζει έτοιμος να «σκάσει» από την υπερπροσπάθεια. Ο Φερνάντο έχει το κεφάλι ψηλά, δίχως ίχνος ιδρώτα στο πρόσωπο και την παραμικρή ένδειξη κόπωσης. Στο γήπεδο φαίνεται «αέρινος», ένα κλικ πιο γρήγορος απ’ όλους. Κι όμως δεν είναι. Ο τεράστιος Κρόιφ έλεγε: «Η ταχύτητα συγχέεται συχνά με την αίσθηση του χωροχρόνου. Συχνά ξεκινούσα να τρέχω ένα κλικ πριν από τους άλλους, με αποτέλεσμα να φαίνομαι πιο γρήγορος. Εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν έτρεχα πιο γρήγορα. Έτρεχα όμως πιο έξυπνα». Αυτή ήταν και η διαφορά του ανθρώπου, που φορούσε το περιβραχιόνιο της Ρεάλ Μαδρίτης εκείνη τη νύχτα, στο κατάμεστο «Θέατρο των Ονείρων». Θαρρείς και έπρεπε να φαίνεται ντυμένος με επίσημο ένδυμα, η Ρεάλ εκείνο το βράδυ είχε επιλέξει τη μαύρη εμφάνιση με τα χρυσά γράμματα.
Στην πραγματικότητα, ο Ρεδόνδο δεν φαινόταν καν σαν ποδοσφαιριστής. Πιο πολύ ήταν σαν όραμα, σαν μια ονειρική απεικόνιση του πιο τεχνίτη και κομψού μέσου της Αργεντινής. Ένας «tanguero» που χορεύει στο χορτάρι, ικανός να εξημερώσει με τους «κωδικούς» του όλες τις αισθήσεις. Τα μακριά μαλλιά να ακολουθούν το ρυθμό του σώματος, ο αριστερός ώμος προς τα εμπρός. Στόμα μισάνοιχτο και ένα καθαρό βλέμμα να κοιτάζει μακριά, πέρα απ’ τον ορίζοντα των υπολοίπων. Φαίνεται εκτός ισορροπίας, τρέχει επικλινώς κι όμως η κίνησή του είναι τόσο αρμονική που καταλήγει στην πιο περίπλοκη μορφή ισορροπίας. Χαϊδεύει τη μπάλα με το αριστερό και αδειάζει την άμυνα δίνοντας την εντύπωση ότι κατανοεί χώρο και χρόνο καλύτερα από συμπαίκτες κι αντιπάλους. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο προτέρημα στην καριέρα του, αυτό ήταν το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον έφερε στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Μέχρι το 52’ λεπτό εκείνου του αγώνα στο Μάντσεστερ που από την ελίτ πέρασε στο πάνθεον. Η Ρεάλ προηγείτο ήδη με 2-0 (Κιν αυτογκόλ στο 21’ λεπτό και Ραούλ στο 50’ λεπτό). Επί της ουσίας είχε θεωρήσει το διαβατήριό της για τα ημιτελικά. Ο Ρεδόνδο υποδέχεται τη μπάλα μετά από την σκαφτή πάσα του Σάβιο με το εξωτερικό, γιατί όλες οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους και έχει δίπλα και μπροστά του Ραούλ και Μοριέντες. Θα μπορούσε να τη σπάσει στο κέντρο, να τη γυρίσει πίσω διότι πλέον δεν υπήρχε διακύβευμα. Κι όμως, επιλέγει να παραμείνει αριστερά και να πάει στο ένας εναντίον ενός με τον Μπεργκ.
Δεν κάνει το φαινομενικά ορθολογικό, υπακούει στο ένστικτο. Αυτό που ακολουθεί δε μαθαίνεται, δε διδάσκεται σε καμία ακαδημία. Είναι από τις σπάνιες μορφές που η ποδοσφαιρική νοημοσύνη υπερισχύει γιατί έτσι επιτάσσει το ταλέντο. Κοντρολάρει με το αριστερό εξωτερικό κάνοντας ταυτόχρονα αυτό το «τίναγμα» στο τρέξιμο, σαν να προειδοποιεί για την έκρηξη που ακολουθεί. Έχει μέτωπο προς την πλάγια γραμμή, είναι από τις κλασσικές φάσεις που ο ποδοσφαιριστής καταλήγει στο σημαιάκι για να κερδίσει με κάποια ευνοϊκή κόντρα ένα κόρνερ. Όχι ο Ρεδόνδο. Αυτό το αριστερό τακουνάκι του Φερνάντο Ρεδόνδο δεν περιγράφεται με λόγια, δεν αποτυπώνεται με λέξεις. Καμία περιγραφή δεν μπορεί σε δυο δευτερόλεπτα να καλύψει την ολότητα της ενέργειας. Τρίπλα κάτω απ’ τα πόδια (!) του αντιπάλου με τακουνάκι (!), αλλαγή κατεύθυνσης, σπάσιμο μέσης και ανισόρροπη ισορροπία. Μια μαγική κίνηση γεωμετρικής τέχνης, μια αιθέρια προοπτική που κάνει τις κάθετες ευθείες στο επίπεδο της εικόνας να συγκλίνουν σε ένα σημείο. Μεμιάς όλα τα βλέμματα στο γήπεδο είναι πάνω του, οι τηλεθεατές μπροστά στις οθόνες με τα στόματα ανοικτά. Ο Ρεδόνδο, στη δική του διάσταση, σαν να έχει κάνει κάτι φυσιολογικό, τρέχει να προλάβει την μπάλα πριν βγει άουτ. Σηκώνει το κεφάλι και με την άκρη του ματιού βλέπει τον Ραούλ ξεμαρκάριστο στη μικρή περιοχή.
Η πάσα είναι ακριβείας, γιατί δεν είναι δυνατόν ένας τόσο μεγάλος παίκτης να έχει κάνει το απίστευτο και να αποτύχει στο «εύκολο». Ο Ραούλ κάνει το αυτονόητο και απλώς τη σπρώχνει στα δίχτυα του Βαν Ντερ Χάου. Πολύ κακώς ο σκηνοθέτης ζουμάρει επάνω του και απαθανατίζεται ο πανηγυρισμός του ανθρώπου που προέβη στην ενέργεια του 5% όλης της φάσης. Εάν ο σκηνοθέτης ήξερε, εάν ο σκηνοθέτης ήταν «αρρωστάκι» θα ζούμαρε απευθείας στο πρόσωπο του Ρεδόνδο. Μόνο και μόνο για να θυμόμαστε την ειρωνεία στην έκφρασή του. Ένας ποδοσφαιριστής σε ολόκληρη την καριέρα του κατηγορήθηκε ως «αργός», διέσχισε το μισό γήπεδο με τη μπάλα στα πόδια, ολοκλήρωσε το αραβούργημα και απλώς κινήθηκε ράθυμα προς τη σέντρα. Για τον Ρεδόνδο το ποδόσφαιρο ήταν βασικά μια διαρκής προσπάθεια ελέγχου του χάους. Με πινελιές ποιότητας και δημιουργίας. Το έκανε αριστοκρατικά, δίχως να «λερωθεί» ποτέ, χωρίς να μπει στη διαδικασία να τσαλακωθεί. Ίσως γι’ αυτό το «ατσαλάκωτο» και το «αυθάδες» στο παιχνίδι του να έχει αδικηθεί από την ιστορία και να μην λογίζεται στους κορυφαίους όλων των εποχών. Εκείνη τη νύχτα στο «Old Trafford», η τεχνική εξημέρωσε το ανταγωνιστικό πνεύμα, τη δύναμη, την τακτική, το σχέδιο. Σε όλα αυτά υπερτερούσε η Γιουνάιτεντ, μόνο που είχε υπολογίσει χωρίς τον αστάθμητο παράγοντα Ρεδόνδο. Είδαμε πιο πάνω ότι ο Ντελ Μπόσκε είχε επιλέξει ένα πολύ περίεργο σχήμα με τρεις πίσω (κάτι που ξαναείδαμε αργότερα με τον Ζινεντίν Ζιντάν στον πάγκο). Προκειμένου να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι το ρυθμό, που θα έδινε η μπαγκέτα του μοναδικού μαέστρου που ήταν μόνος του μπροστά από την άμυνα σε ένα πρώιμο είδος «deep lyin’ playmaker». Ο Ρεδόνδο εκείνο το βράδυ πήρε στις πλάτες του ολόκληρη την Ρεάλ και κατόρθωσε να λυγίσει τη μέχρι πρότινος ανίκητη για τη «βασίλισσα» ταξιαρχία του Σερ Άλεξ.
Ο Σάβιο είπε: «Αυτό το τακουνάκι θα το θυμόμαστε για τα επόμενα 50 χρόνια». Και αυτό γιατί η ενέργεια ήταν τόσο ξεχωριστή, τόσο μοναδική που είναι από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που όλοι ξεχνούν το γκολ, και φέρνουν το θυμικό την εξέλιξη και τη δημιουργία της φάσης. Ήταν ίσως η πιο μεγαλειώδης ατομική ενέργεια που έχουμε θαυμάσει ποτέ σε παιχνίδι της διοργάνωσης. Μια κίνηση απόδειξη της ποδοσφαιρικής ευφυΐας του Φερνάντο Ρεδόνδο σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Με άλλα λόγια, ένα έργο τέχνης, ένα πραγματικό αριστούργημα. Ο διαιτητής της συνάντησης, Πιερλουίτζι Κολίνα, είχε παραδεχτεί πως: «Δεν είχα ξαναδεί κάτι τόσο τέλειο στη διάρκεια της καριέρας μου». Πέντε εβδομάδες αργότερα, ο Αργεντίνος, σήκωνε στο «Σταντ ντε Φρανς» τη δεύτερη κούπα με τα μεγάλα «αυτιά» για τον ίδιο, την όγδοη για την ομάδα του. Ήταν η στιγμή που βρισκόταν στον κολοφώνα της δόξας του, όμως όλα θα άλλαζαν πολύ γρήγορα. Οι επερχόμενες εκλογές για την προεδρία των «μερένγκες» και το γεγονός ότι ο Ρεδόνδο, υποστήριξε τον Λορένθο Σανθ, έκαναν τον τελικό νικητή, Φλορεντίνο Πέρεθ, να τον πουλήσει στη Μίλαν. Παρά το γεγονός, το ότι ούτε ο ίδιος ο παίκτης ήθελε να φύγει, αλλά ούτε και οι φίλαθλοι της Ρεάλ ήθελαν να ακούσουν το παραμικρό, για πιθανή παραχώρηση ενός από τα μεγάλα τους είδωλα εκείνη την εποχή.
Ο Πέρεθ έφερε εκείνο το καλοκαίρι τους Φίγκο, Μακελελέ, Κονσεϊσάο και Σολάρι, ενώ «ξεφορτώθηκε» τους Ανελκά (Παρί) και Καρεμπέ (Μίντλεσμπρο). Στη συνέχεια διαπραγματεύτηκε μυστικά με την Μίλαν (χωρίς να το γνωρίζει ο Ρεδόνδο) και έκλεισε τη συμφωνία στα 17 εκατομμύρια ευρώ. Όταν το έμαθε ο Ντελ Μπόσκε, εξεδήλωσε την κάθετη διαφωνία του. Ενώ η επίσημη ανακοίνωση για την πώληση του παίκτη, ανέφερε πως όλα είχαν γίνει μετά από την επιθυμία, αλλά και την επιμονή του ίδιου του Ρεδόνδο να αλλάξει φανέλα. Ο Φερνάντο έγινε έξαλλος μόλις το διάβασε και συγκάλεσε συνέντευξη Τύπου, στην οποία ξεκαθάρισε πως όλα είχαν γίνει δίχως να ερωτηθεί εκείνος και πως ο ίδιος δεν ήθελε να φύγει, αλλά επιθυμούσε να παραμείνει στη Μαδρίτη. Οι φίλαθλοι της Ρεάλ εξέφρασαν ποικιλοτρόπως την οργή τους για την απώλεια του Ρεδόνδο. Υποστηρικτές του συλλόγου μάλιστα, συγκεντρώθηκαν έξω από το γήπεδο διαμαρτυρόμενοι για τη μεταγραφή. Όμως ο Φλορεντίνο είχε αποφασίσει πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο είχε κλείσει οριστικά. Αν και ο Αργεντίνος στεναχωρήθηκε για την πώλησή του από τους «μερένγκες», δυστυχώς τον περίμεναν πολύ χειρότερα.
Σε μια προπόνηση της καλοκαιρινής προετοιμασίας με τους «ροσονέρι», ο Ρεδόνδο γύρισε το γόνατό του, αλλά αντί να σταματήσει, συνέχισε και έβγαλε όλο το πρόγραμμα. Αμέσως μετά, η ιατρική γνωμάτευση έδειξε ρήξη συνδέσμων και εξάμηνη απουσία από τα γήπεδα. Πολύ αργότερα έγινε γνωστό ότι χρειάστηκαν δυο ακόμα χειρουργικές επεμβάσεις στο γόνατο, για να αποκατασταθεί πλήρως η ζημιά. Το καλοκαίρι του 2001, πριν αναχωρήσει για τη Μαδρίτη, για να υποβληθεί στη δεύτερη εγχείριση, έπιασε τον Αντριάνο Γκαλιάνι (διευθύνοντα σύμβουλο της Μίλαν) και του ζήτησε να μην πληρωθεί όσα είχαν συμφωνηθεί στο συμβόλαιο, μέχρι να επανέλθει στην αγωνιστική δράση. Επίσης ζήτησε να πληρώνει ο ίδιος το σπίτι που διέμενε και να επιστρέψει το αυτοκίνητο που του είχε διαθέσει ο σύλλογος! Ο Γκαλιάνι αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας ύστερα από καιρό σε συνέντευξή του: «Ο Φερνάντο, εκτός από εκπληκτικός παίκτης, είναι και ένας απίστευτος άνθρωπος. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο σε όλη μου την καριέρα ως διευθυντής στη Μίλαν». Ο Ρεδόνδο έμεινε για πάνω από δυο χρόνια μακριά από τους αγωνιστικούς χώρους.
Γύρισε από τον τραυματισμό του, την τρίτη του σεζόν στους Ιταλούς, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε στα προηγούμενα επίπεδα που τον είχαμε συνηθίσει. Στη Μίλαν, στα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε, έπαιξε μόλις 2.049 λεπτά και στις 27 Νοεμβρίου του 2004, ανακοίνωσε ότι θα σταματούσε. Όταν έφυγε από τη Ρεάλ, δεν μπόρεσε να το κάνει όπως θα ήθελε τόσο ο ίδιος, όσο και οι «μερένγκες», μέσα δηλαδή στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Όμως η μοίρα του επέστρεψε αυτό που του είχε στερήσει ο Φλορεντίνο Πέρεθ. Στις 12 Μαρτίου του 2003, η Μίλαν ταξίδεψε στη Μαδρίτη για να αντιμετωπίσει τη Ρεάλ στα πλαίσια της δεύτερης φάσης των ομίλων του «Τσάμπιονς Λιγκ». Ο Κάρλο Αντσελότι τον ξεκίνησε βασικό και μόλις ο «πρίγκηπας» πραγματοποίησε την είσοδό του στον αγωνιστικό χώρο, το γήπεδο σείστηκε συθέμελα. Η αποθέωση από τους φίλους της Ρεάλ ήταν καθολική, με τον Φερνάντο να επιστρέφει συγκινημένος το χειροκρότημα. Το ίδιο επαναλήφθηκε στο 79′ λεπτό της συνάντησης, όταν ο Ρεδόνδο έγινε αλλαγή. Το όνομά του έγινε σύνθημα στις κερκίδες, στο καθυστερημένο για τρία χρόνια «αντίο» που του άξιζε. Τον Απρίλιο του 2013 ονομάστηκε από την καθημερινή εφημερίδα «Marca» ως μέλος της «Καλύτερης ενδεκάδας ξένων στην ιστορία της Ρεάλ Μαδρίτης». Τέσσερα χρόνια αργότερα επιλέχθηκε από τους αναγνώστες της στην ενδεκάδα όλων των εποχών του συλλόγου!!
Συνολικά αγωνίστηκε σε 430 αγώνες και πέτυχε 14 γκολ. Κατέκτησε σπουδαίους τίτλους με τις ομάδες που αγωνίστηκε αλλά και ατομικούς. Πήρε δύο πρωταθλήματα Ισπανίας, το 1995 και το 1997. Δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών το 1998 και το 2000. Το Διηπειρωτικό Κύπελλο το 1998. Όλα αυτά με τη λευκή φανέλα της «Βασίλισσας». Με τη Μίλαν σήκωσε το πρωτάθλημα το 2004 και το Κύπελλο Ιταλίας το 2003. Και ακόμα ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών το 2003. Σε ατομικό επίπεδο πήρε τη Χρυσή Μπάλα το 1992 στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών της ΦΙΦΑ. Από τη ΦΙΦΑ XI ήταν στους κορυφαίους το 1996. Ήταν ο κορυφαίος παίκτης της χρονιάς για την Τενερίφη δύο συνεχόμενες φορές. Το 1993 και το 1994. Την ίδια διάκριση πήρε και στη Ρεάλ το 1997 και το 2000. Φυσικά ήταν και στην κορυφαία ενδεκάδα της χρονιάς από τον «ESM» (European Sports Media) το 1998. Ο συγκεκριμένος θεσμός ιδρύθηκε το 1989 ως διεθνής φορέας για την ποδοσφαιρική δημοσιογραφία. Τα εννέα ιδρυτικά μέλη του ήταν: «A Bola» (Πορτογαλία), «Don Balón» (Ισπανία), «Sport/Foot Magazine» (Βέλγιο), «La Gazzetta dello Sport» (Ιταλία), «kicker» (Γερμανία), «Onze Mondial» (Γαλλία), «Sport» (Ελβετία), «Voetbal International» (Ολλανδία), «World Soccer» (Αγγλία). Η ιδιότητα μέλους του «ESM» ποικίλλει με την πάροδο του χρόνου. Τα πρώην μέλη περιλαμβάνουν επίσης το «France Football». Το 2000 ο Αργεντίνος έλαβε ειδική διάκριση ως ο καλύτερος παίκτης της δεκαετίας του 1990!! Από την «Trofeo EFE». Το «Trofeo EFE» είναι ένα ετήσιο ποδοσφαιρικό βραβείο, που απονέμεται από το πρακτορείο ειδήσεων «EFE», από τη σεζόν 1990–91 στον καλύτερο Λατινοαμερικανό παίκτη στο ισπανικό ποδόσφαιρο. Οι παραλήπτες επιλέγονται με βάση αξιολογήσεις από τους αθλητικούς συντάκτες του πρακτορείου. Ακόμα πήρε το βραβείο ως ποδοσφαιριστής της χρονιάς από την OYEFA το 2000.Και τέλος το 2015 από την Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Αργεντινής είναι στην καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών της χώρας!!!
Η εθνική ομάδα ήταν μια «πονεμένη» ιστορία για τον ίδιο. Είχε 29 συμμετοχές και πέτυχε ένα γκολ. Το μεγαλύτερο μέρος των εμφανίσεών του έγινε από το 1992 έως το 1994. Προπονητής ήταν ο Άλφιο Μπαζίλε (Alfio Basile). Λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, που θα γίνονταν στην Ιταλία απέρριψε την κλήση του στην εθνική ομάδα, προκειμένου να μην χάσει τις εξετάσεις στη νομική και στο οικονομικό πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν ο πρώτος και κύριος λόγος όμως υπήρχε και άλλος. Δε συμφωνούσε με τον Κάρλος Σαλβαδόρ Μπιλάρντο που ήταν τότε τεχνικός της «Αλμπισελέστε. Είχε αντίρρηση για την αμυντική στρατηγική του προπονητή. Αργότερα εξήγησε: «Με επέλεξαν για την ομάδα της Αργεντινής για το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990, αλλά ήξερα ότι δεν θα ήμουν στην αρχική ενδεκάδα, θα ήμουν απλώς ένα άλλο μέλος της ομάδας, οπότε προτίμησα να μείνω σπίτι». Η πρώτη του τελικά εμφάνιση ήταν στις 18 Ιουνίου του 1992, σε μια φιλική νίκη με 2–0 επί της Αυστραλίας. Στο Κόπα Αμέρικα του 1993, που τελικά το κατάκτησε η γαλάζια τότε «αρμάδα» έγινε ένα φοβερό σκηνικό. Ο Κολομβιανός Φαουστίνο Ασπρίγια, από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου τότε, τον «κολλούσε» και τον «τσίγκλησε» με «trash talking». Πήγε δίπλα του και με «τρελό» υφάκι θέλοντας να τον «πικάρει» του λέει: «Να σου πω εσύ μικρέ, πόσα λεφτά παίρνεις εσύ το μήνα»? Εκείνος τον κοίταξε, τον αγνόησε και έφυγε. Ο Ασπρίγια ξανά εκεί κοντά: «Μικρέ πόσα κερδίζεις? Εγώ παίρνω πάνω από 30.000 δολάρια το μήνα». Τότε πια δεν άντεξε. Γυρίζει με το μαλλί να ανεμίζει στο αέρα, και με αλήτικο στυλ του απαντάει: «Όσα και να παίρνεις κάθε μήνα έχεις αυτή τη μούρη. Εγώ είμαι όμορφος». Το συγκεκριμένο λάτιν διάλογο γεμάτο αργεντίνικη αλητεία τον έγραψε ο Φραντσίσκο Ματουράνα τεχνικός της Κολομβίας στην αυτοβιογραφία του.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 ξεκίνησε βασικός σε όλους τους αγώνες της Αργεντινής, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον αποκλεισμό της χώρας στην ήττα, με 3–2 από τη Ρουμανία στο γύρο των 16. Μετά το τουρνουά στις Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκε να παίξει ξανά στην εθνική όσο ήταν εκεί ο Ντανιέλ Πασαρέλα. Ο οποίος είχε αναλάβει την εθνική και είχε απαγορεύσει τα μακριά μαλλιά (βασικά ήθελε κούρεμα πεζοναύτη), τα σκουλαρίκια και τους ομοφυλόφιλους στην ομάδα του, οδηγώντας σε διαφωνίες με πολλούς παίκτες. Ο «πρίγκηπας» αρνήθηκε την απαίτηση να κόψει τα μαλλιά του και έμεινε εκτός εθνικής ομάδας, καθώς ακόμη και ο Ντιέγκο Μαραντόνα και ο πρόεδρος Κάρλος Μένεμ αρνήθηκαν να πάρουν θέση στην κατάσταση. Τελικά τον απέκλεισε από την αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, δηλώνοντας: «Δύο φορές του ζητήθηκε να παίξει για την εθνική ομάδα και δύο φορές αρνήθηκε, και έδωσε διαφορετικό λόγο κάθε φορά. Στη συνέχεια ανακοίνωσε δημόσια ότι δεν ήθελε να παίξει για την εθνική ομάδα και δεν διαλέγω κανέναν παίκτη που δεν θέλει να παίξει για την Αργεντινή». Ο παίκτης εξήγησε αργότερα: «Ήμουν σε εξαιρετική φόρμα. Αλλά είχε ιδιαίτερες ιδέες για την πειθαρχία και ήθελε να κόψω τα μαλλιά μου. Δεν είδα τι σχέση είχε αυτό με το να παίζω ποδόσφαιρο, οπότε είπα όχι ξανά». Το 1999, όταν η Αργεντινή διοικούνταν από τον Μαρτσέλο Μπιέλσα κλήθηκε στην εθνική ομάδα για δύο αγώνες με τη Βραζιλία.
Αν και βγήκε ο κορυφαίος παίκτης του αγώνα στη νίκη με 2–0 στο Μπουένος Άιρες, αρνήθηκε οποιεσδήποτε επόμενες κλήσεις, προτιμώντας να επικεντρωθεί στους συλλόγους του. Κατέκτησε πάντως και με την εθνική τίτλους. Ο πρώτος ήταν το Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Νότιας Αμερικής κάτω των 17 ετών το 1985, το Κύπελλο Συνομοσπονδιών ΦΙΦΑ το 1992 και τέλος το Κόπα Αμέρικα το 1993. Έτσι δικαιολογούνται οι μόλις 29 εμφανίσεις του με τη φανέλα της εθνικής Αργεντινής. Και στις 29 όμως ο αριθμός στη φανέλα ήταν το νούμερο 5. Είχε πει κάποτε: «Όλα στο ποδόσφαιρο συμβαίνουν από εκείνους που παίζουν στη θέση μου. Ο Ιησούς Χριστός αν έπαιζε ποδόσφαιρο, σε αυτή τη θέση θα έπαιζε και θα φορούσε το 5 στη φανέλα». Οι δημοσιογράφοι εμβρόντητοι σε μια από τις ήπιες και γεμάτες ειρωνεία «εκρήξεις ειλικρίνειας». Τόσο αυθάδης που δεν ήθελε να τον θυμάται κανένας για κάτι συμβατικό, κάτι συνηθισμένο, ένα γκολ, έναν τίτλο. Έτσι συμβαίνει με εκείνους που αναβλύζουν δικαιολογημένα μια αίσθηση ανωτερότητας γιατί έχουν επίγνωση της καλλιτεχνικής τους δεξιότητας. Και σαν γνήσιο οργισμένο είδωλο, σαν εξεζητημένος καλλιτέχνης που ήταν, αποχώρησε από το ποδόσφαιρο λίγο μετά τα 30 χτυπημένος επανειλημμένα από τραυματισμούς. Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε τη ξαδέρφη του Σαντιάγκο Σολάρι, Ναταλία και έχουν δύο παιδιά. Τον Φερνάρντο Τζούνιορ και τον Φεντερίκο. Ενώ υπάρχει φυσικά και στα βιντεοπαιχνίδια Fifa και Pro, στους «θρύλους» του αθλήματος. Ο «Πρίγκιπας» όπως τον φώναζαν από την αρχή της καριέρας του, επέλεξε ίσως τον κομψότερο τρόπο για να φυλακίσει την ανάμνησή του στους «aficionados» με το μαγικό στην Αγγλία. Η αγνή ιδιοφυΐα ενός καλλιτέχνη ποδοσφαιριστή, ο οποίος με την ίδια ευκολία που χόρευε στο χορτάρι, έβγαζε και το εντελώς παράταιρο με το χώρο του ποδοσφαίρου σοφιστικέ προφίλ εκτός αγωνιστικών χώρων. Ο άνθρωπος που προτιμούσε να διαβάζει Μπόργκες και περιοδικά μόδας, το «κακομαθημένο παιδί», όπως είπε ο Μαραντόνα, ο «αργός για το σύγχρονο ποδόσφαιρο» που έφερε εν μέσω διαμαρτυριών ο Χόρχε Βαλντάνο στη Ρεάλ, ήταν και είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση.
Αυτός ήταν ο στη θεωρία αμυντικός χαφ που επαναπροσδιόρισε τη θέση του, συνδυάζοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονταν για να γίνει ο Μέσος, με το Μ κεφαλαίο. Ο Ρεδόνδο τελειοποίησε στον υπέρτατο βαθμό το φυσικό του χάρισμα και βρέθηκε πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του, τόσα πολλά ώστε ακόμα και σήμερα να μην έχει υπάρξει όχι εκείνος που θα τον ξεπεράσει, αλλά ούτε καν κάποιος που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του. Έβαλε τις βάσεις στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, αναδείχθηκε στην Τενερίφη, μάγεψε στη Ρεάλ Μαδρίτης, ατύχησε στη Μίλαν, αλλά και στην Εθνική Αργεντινής, πρώτα το 1994 με τον αποκλεισμό του Μαραντόνα και κατόπιν, το 1998 με τον «καμμένο» Πασαρέλα, γέμισε το παλμαρέ του με πολλούς και σημαντικούς τίτλους, όμως πάνω απ’ όλα χάρισε στο ποδόσφαιρο κάτι πρωτόγνωρο. Μπορεί οι παλαιότεροι να απόλαυσαν τους Σάντος, Φακέτι, και Μπέκενμπαουερ και οι νεότεροι τους Ζάετς, Γουαρδιόλα και Μπουσκέτς, όμως δεύτερος Ρεδόνδο δεν υπήρξε ποτέ. Ο «πρίγκιπας», ένα κράμα δύναμης και ευφυΐας, οργανωτικής πληρότητας και τεχνικής κατάρτισης, κομψότητας και αποτελεσματικότητας, έβαλε τη σφραγίδα του όχι μόνο στην εποχή του, αλλά συνολικά στο άθλημα…