Όλοι μας, όταν ήμασταν μικροί είχαμε δει στην τηλεόραση, το τρομερό ποντικάκι με το κίτρινο καπέλο από το Μεξικό. Ήταν το πιο γρήγορο που υπήρχε και η μουσική που το συνόδευε ήταν απίστευτη. Κανείς δεν μπορούσε να το πιάσει. Τα ποδαράκια του έβγαζαν «φωτιά». Ένα υπέροχο παιδικό πρόγραμμα και μια χαρακτηριστική φιγούρα που έμενε στην καρδιά για πάντα. Τώρα φυσικά θα αναρωτιέστε που κολλάει ο «Σπίντι» (Speedy Gonzales) με ένα ποδοσφαιρικό site. Και όμως συνδέεται απόλυτα, με το σημερινό μας αφιέρωμα. Συνδέεται απόλυτα. Δεκαετία του ’90 και ένας καταπληκτικός ποδοσφαιριστής από την Αργεντινή, έχει μια ξεχωριστή ιδιότητα. Ήταν τόσο γρήγορος που δεν τον προλάβαινε κανένας αντίπαλος. Τεχνίτης, με ένα αριστερό πόδι που έστελνε την μπάλα όπου ήθελε. Όταν την είχε στην κατοχή του, εκεί πάνω στη γραμμή, ήταν λες και έβλεπες τον Νουρέγιεφ να χορεύει. Οι κινήσεις του ήταν «αέρινες». Δαντελένιες. Ο λόγος για τον Κρίστιαν Αλμπέρτο «Κίλι» Γκονζάλες Πέρετ (Cristian Alberto «Kily» González Peret). Το όνομα «Κίλι» (Kily) προέκυψε όταν ο Κρίστιαν ήταν ακόμη παιδί. Μπορούσε να το προφέρει μόνο ως «Κίλι», έτσι η οικογένειά του, του έδωσε το παρατσούκλι που τον ακολούθησε σε όλη του την καριέρα.

   Γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου 1974. Στο Ροζάριο της Σάντα Φε. Αυτή την καλοκαιρινή μέρα βγήκε στο φως του ήλιου ο μικρός «Κίλι». Από μικρός ξεκίνησε ο έρωτας του με τη «στρογγυλή θεά». Στα 18 του έπαιζε ήδη στην τοπική ομάδα. Και μία από τις πιο ιστορικές της χώρας. Τη Ροζάριο Σεντράλ. Το ντεμπούτο του στην πρώτη κατηγορία έγινε στις 18 Δεκεμβρίου του 1993. Έπαιξε εκτός έδρας κόντρα στη Χιμνάσια Λα Πλάτα στην ήττα με 2-0. Κάθισε για δύο χρόνια εκεί. Μάλιστα μετά από χρόνια σε συνέντευξη του είχε δηλώσει׃ «Ο Μαραντόνα ήταν αυτός που με εμπόδισε να παίξω στη Ρεάλ Μαδρίτης. Με κάλεσε στο τηλέφωνο όταν ήμουν σπίτι. Θέλεις να έρθεις να παίξεις μαζί μου στη Μπόκα? Με ρώτησε. Ήμουν 20 χρονών μόνο και έτρεχα. Όλο αυτό κατέληξε στο να απορρίψω την Ρεάλ Μαδρίτης και να πάω στην Μπόκα».

   Έτσι μετά από δύο χρόνια πήγε για μία σεζόν, στην ομάδα της πρωτεύουσας, και έγινε συμπαίκτης με τον «αθάνατο» Ντιέγκο. Και αργότερα ήρθε το ταξίδι στην Ευρώπη. Φυσικά πήγε στην Ισπανία όπως σχεδόν, όλοι οι Λατίνοι ποδοσφαιριστές. Η «τυχερή» ομάδα που τον απέκτησε ήταν η Ρεάλ Σαραγόσα. Το πρώτο του παιχνίδι στο ισπανικό πρωτάθλημα έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1996. Έπαιξε 19’ λεπτά στη νίκη με 2-1 απέναντι στη Σεβίλλη. Στην Αραγονία για μια τριετία «μάγευε». Έτσι για 1.300.000 πεσέτες, μεταγράφτηκε στις «νυχτερίδες» της Βαλένθια. Εκεί η παρέα από την Αργεντινή έκανε «πράγματα και θαύματα». Με τους Πάμπλο Αïμάρ και Ρομπέρτο Αγιάλα να τον συμπληρώνουν, η ομάδα έφτασε στα «ύψη». Το 2002 ο σύλλογος κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλήματος! Μετά από 31 χρόνια αναμονής!! Ενώ και οι δύο συνεχόμενοι τελικοί του «Τσάμπιονς Λιγκ», το 2000 και το 2001 ήταν κορυφαίες στιγμές. Αν, και έμεινε η πίκρα της ήττας, ο ίδιος έλαβε την ισπανική υπηκοότητα στις αρχές Ιανουαρίου του 2001. Μετά από τέσσερα χρόνια στην Ισπανία αποφάσισε να ακολουθήσει τον πρώην προπονητή του Έκτορ Ραούλ Κούπερ, στο Μιλάνο. Στην Ίντερ δεν μπόρεσε να δείξει αυτά που έκανε στην Ιβηρική χώρα. Παρότι και εκεί υπήρχαν αρκετοί συμπατριώτες του.

   Σε ηλικία 32 ετών και μετά από τρία χρόνια στο «Καμπιονάτο», επέστρεψε στην Αργεντινή. Στην αγαπημένη του Ροζάριο. Συνέχισε να είναι ένα σημαντικό μέλος και να κάνει εντυπωσιακά πράγματα. Στη διάρκεια τριών συνεχόμενων σεζόν ήταν ο κορυφαίος! Στις 4 Αυγούστου του 2009, εντάχθηκε στη Σαν Λορέντσο. Προπονητής ήταν ο πρώην συμπαίκτης του στη εθνική ομάδα Ντιέγκο Σιμεόνε. Όταν η ομάδα της καρδιάς του υποβιβάστηκε έκανε κάτι πολύ όμορφο. Επέστρεψε για τρίτη φορά στα «κιτρινομπλέ». Ήθελε να τη βοηθήσει να ανέβει ξανά στην πρώτη κατηγορία. Για πρώτη φορά αγωνίστηκε στη δεύτερη. Σπάνια υπάρχουν πλέον τέτοιοι ποδοσφαιριστές. Σε ηλικία 37 ετών «κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια με το σύλλογο που λάτρεψε. Συνολικά αγωνίστηκε σε 446 παιχνίδια και πέτυχε 45 γκολ. Κατέκτησε σπουδαίους τίτλους. Με τη Βαλένθια το πρωτάθλημα το 2002 και το Σούπερ Καπ Ισπανίας το 1999. Με την Ίντερ δύο συνεχόμενα κύπελλα. Το 2005 και το 2006. Και το πρωτάθλημα το 2006 μετά το σκάνδαλο «Καλτσιόπολι» (calciopolis) και όσα έγιναν με τη Γιουβέντους. Σε ατομικό επίπεδο ήταν στην κορυφαία ομάδα της χρονιάς της «ΟΥΕΦΑ» το 2001.

   Φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει ένας τέτοιος παικταράς από τα «γαλάζια» της «Αλμπισελέστε». Το ντεμπούτο του με την «τιμημένη» φανέλα με τα δύο αστέρια έγινε στις 8 Νοεμβρίου του 1995. Σε μια εντός έδρας ήττα με 1–0 από τη Βραζιλία. Επιλέχθηκε από τον προπονητή Μαρτσέλο Μπιέλσα για το Κόπα Αμέρικα του 1999. Μετά από μεγάλη «μάχη» στα προημιτελικά, αποκλείστηκαν από τη μετέπειτα νικήτρια του τουρνουά Βραζιλία. Συνέχισε να είναι στην εθνική σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις. Μια εθνική με μεγάλο ανταγωνισμό σε κάθε θέση. Αλλά αυτός πάντα εκεί. Το μεγάλο σοκ έγινε το 2002 στο Παγκόσμιο Κύπελλο με εκείνον φυσικά παρών. Ίσως η πιο πλήρες Αργεντινή που υπήρξε ποτέ. Με εκπληκτικό ρόστερ. Αγιάλα, Σιμεόνε, Αλμέιδα, Βερόν, Ζανέτι, Κλαούντιο Λόπες, Ορτέγκα, Σάμουελ, Σορίν, Κανίγια, Κρέσπο, Μπατιστούτα και άλλοι!! Αυτή η τρομερή ομάδα με προπονητή τον Μπιέλσα, ήταν το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου. Τελικά δεν πέρασε ούτε τον όμιλο αφού αποκλείστηκε από τη Σουηδία!!

   Δύο χρόνια αργότερα, και πάλι υπό τον Μπιέλσα, ο «Κίλι» επιλέχθηκε για το τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Ήταν ένας από τους τρεις παίκτες άνω των 23 ετών. Συμμετείχε σε όλα τα παιχνίδια (έξι) και σκόραρε στο πρώτο παιχνίδι εναντίον της Σερβίας στη νίκη με 6–0. Η Αργεντινή αυτή τη φορά τα κατάφερε και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Συμμετείχε επίσης στο Κόπα Αμέρικα του 2004 και σκόραρε τρεις φορές στο τουρνουά. Τα δύο πρώτα γκολ ήρθαν στη φάση των ομίλων. Στις νίκες της Αργεντινής εναντίον του Ισημερινού και της Ουρουγουάης. Η τελευταία του ήταν με πέναλτι στον τελικό απέναντι στη Βραζιλία. Άλλο ένα δράμα έζησαν ξανά τότε όλοι οι Αργεντινοί. Ο Αντριάνο στο τελευταίο δευτερόλεπτο ισοφάρισε και στη διαδικασία των πέναλτι οι «καριόκας» επικράτησαν με 4-2. Συνολικά αγωνίστηκε 56 φορές και πέτυχε 9 γκολ με την εθνική ομάδα. Με το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, δεν μπορούσε να παραμείνει μακριά από το χώρο του ποδοσφαίρου. Έτσι ασχολήθηκε με την προπονητική. Από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι και σήμερα είναι ο προπονητής της Ροζάριο Σεντράλ. Στο ντεμπούτο του στις 3 Νοεμβρίου, ο σύλλογος κέρδισε με 2–1 εντός έδρας τη Γοδόι Κρουζ. Κρατάει το σύλλογο σε ένα πολύ καλό επίπεδο, και ίσως δεν αργήσει η στιγμή που θα τον δούμε σε πάγκο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής ομάδας.

   Ο τρομερός αυτός παίκτης ήταν δυνατός, ευέλικτος τεχνίτης και πάνω απ’ όλα «σφαίρα» ταχύτητας. Είχε την ικανότητα να παίζει και ως εξτρέμ και ως επιθετικός μέσος. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η τεχνική του ικανότητα, το όραμα, το εύρος που είχε να μοιράζει το παιχνίδι με απίστευτες πάσες, η αποφασιστικότητα. Παρόλο το ύψος του που ήταν μόνο 1.73 είχε τσαμπουκά. Τεράστια και έντονη προσωπικότητα. Έβαζε καταπληκτικά γκολ έξω από την περιοχή και είχε δέσιμο με την κερκίδα. Παθιασμένος και τρελός που τα έδινε όλα για τη φανέλα που αγωνίζονταν. Δεν μάσαγε από αντίπαλους και οπαδούς. Καυγάδες στο γήπεδο με αργεντίνικη μαγκιά. Όπως τότε με τον Καν, τον Κακά και άλλους. Ακριβώς όπως το ποντικάκι με το ίδιο επώνυμο που δεν το προλάβαινε κανένας και τους διέλυε όλους. Και θα κλείσουμε με τον Κίλι «Σπίντι» να τραγουδάει, πριν πάρουν τα πόδια του «φωτιά»… Arriba Arriba Andale Andale!!!!!

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ