Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938 στη Γαλλία. Το ποδόσφαιρο μεγαλώνει, ξεχύνεται παντού και κατακλύζει όλο τον πλανήτη. Η αρμάδα της Ιταλίας πάει για το back to back το οποίο τελικά πέτυχε. Και εκεί που όλοι περίμεναν να θαυμάσουν τους Ευρωπαίους παίκτες, έρχεται ένας Βραζιλιάνος από το πουθενά και σοκάρει τους πάντες με τις ικανότητες του. Ο τεράστιος μεσοεπιθετικός Λεονίντας ντα Σίλβα (Leônidas da Silva), περισσότερο γνωστός απλά ως Λεονίντας πήγε και τα σάρωσε όλα. Ας τα πάρουμε όμως όλα από την αρχή. Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1913, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους παίκτες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Είχε τα παρατσούκλια «μαύρο διαμάντι» και «ο άνθρωπος λάστιχο» λόγω της ευκινησίας του. Γεννημένος στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ξεκίνησε την καριέρα του στη Σάο Κριστοβάο. Το 1931 και το 1932 έπαιξε για τη Μπονσουκέσο. Εντάχθηκε στη Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη το 1933 και μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στη Βραζιλία για να παίξει στη Βάσκο ντα Γκάμα, βοηθώντας τη, στη κατάκτηση του πρωταθλήματος του Ρίο. Μετά από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, εντάχθηκε στη Μποταφόγκο και κέρδισε άλλο ένα πρωτάθλημα του Ρίο το 1935. Την επόμενη χρονιά πήγε στη Φλαμέγκο, όπου έμεινε μέχρι το 1941, κατακτώντας το πρωτάθλημα του Ρίο του 1939. Ήταν επίσης στο προσκήνιο του κινήματος κατά των προκαταλήψεων στο ποδόσφαιρο, όντας ένας, από τους πρώτους μαύρους παίκτες που εντάχθηκαν στην τότε «ελιτίστικη» ομάδα της Φλαμέγκο. Εντάχθηκε στη Σάο Πάολο το 1942 και έμεινε εκεί μέχρι την αποχώρησή του από το 1950.
Μεγάλο κομμάτι της ζωής του ήταν φυσικά και η εθνική ομάδα. Φόρεσε 19 φορές την ιστορική και ένδοξη μπλούζα σημειώνοντας 21 γκολ! Αγωνίστηκε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα και ήταν ο πρώτος σκόρερ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1938 με 7 γκολ. Γεννήθηκε τη χρονιά κατά την οποία ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Θίοντορ Ρούσβελτ, οργάνωσε το περιβόητο ταξίδι του στον Αμαζόνιο. Βλέπετε, η Βραζιλία ήταν πάντα πλούσια, αναπτυσσόμενη χώρα, εξόχως ελκυστική στα μάτια των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Επειδή όμως ο πλούτος μιας χώρας δεν έχει σχέση με το πώς ζουν οι κάτοικοί της, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αντιμετώπιζε βιοποριστικό πρόβλημα και η οικογένεια του μικρού Λεονίντας δεν αποτελούσε εξαίρεση. Γιος ναυτικού, αγάπησε το ποδόσφαιρο και γρήγορα ξεχώρισε. Δεν ξεχώριζε, όμως, ως μαθητής, προκαλώντας την οργή των γονιών του. Τον ήθελαν γιατρό ή δικηγόρο, μιας και το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία έγινε επαγγελματικό την δεκαετία του 1930 και το μέλλον ενός αθλητή ήταν θολό. Επειδή το ταλέντο όμως δεν κρύβεται, σιγά-σιγά κατάλαβαν ότι είχαν φέρει στον κόσμο μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα! Έναν παίκτη «γρήγορο σαν κυνηγόσκυλο».
Σχολιαρόπαιδο ακόμα, παίζοντας σε ερασιτεχνικές ομάδες, ο «μαύρος μάγος» όπως αποκαλείτο, εντυπωσίαζε. Όταν δεν έπαιζε στην παραλία, είχε ως συνήθεια να σημαδεύει τζάμια, γι’ αυτό και μια τοπική εταιρία που τα κατασκεύαζε του πρόσφερε δουλειά στα 14 του!! Ο «Τύπος» της εποχής αναφερόταν σ’ αυτόν με εγκωμιαστικά σχόλια: «Είναι γρήγορος σαν κυνηγόσκυλο! Σβέλτος σαν γάτα! Δεν μοιάζει για άνθρωπος φτιαγμένος από σάρκα και οστά, μοιάζει ελαστικός λες και είναι από λάστιχο (το «άνθρωπος λάστιχο» είναι ένα ακόμη από τα παρατσούκλια που θα τον ακολουθούσαν σε ολόκληρη τη ζωή του). Αεικίνητος, ακούραστος και άφοβος. Μπορεί να απειλήσει από κάθε γωνία, από κάθε θέση. Το ύψος του δεν προϊδεάζει για ένα τόσο σπουδαίο ποδοσφαιριστή, έναν ακροβάτη»! Ενώ έκανε και πρωτόγνωρα εκτός γηπέδου πράγματα για την εποχή, όταν συμμετείχε σε διαφήμιση για σοκολάτα! Στατιστικά, τα κατορθώματα του Λεονίντας καταγράφονται από το 1929. Η σεζόν του με τα χρώματα της Σάο Κριστοβάο είναι εκπληκτική και τα 31 γκολ σε 21 ματς αποτελούν το «διαβατήριο» για την Σίριο ε Λιμπάνιες, στην οποία έμεινε επίσης για λίγο, σκοράροντας 50 φορές σε 47 συμμετοχές! Η Μπονσουκέσο τον έκανε δικό της το 1931 και επιτέλους, ο ίδιος έβλεπε μπροστά του το χρώμα του χρήματος! Ως ανήλικος, εξάλλου, είχε κερδίσει από τις μεταγραφές του μόνο… πουκάμισα και μερικά ζευγάρια παπούτσια. Με την φανέλα της Μπονσουκέσο δοκίμασε για πρώτη φορά και το ανάποδο ψαλίδι. Ήταν 24 Απριλίου του 1932, στο ματς με την Καριόκα. Κάποιοι ποδοσφαιρόφιλοι της εποχής υποστηρίζουν ότι το «μαύρο διαμάντι», απλά τελειοποίησε το συγκεκριμένο στιλ και πως αυτός που το εισήγαγε ήταν ο Πετρονίλιο Μπρίτο, ο πρώτος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που πήρε μεταγραφή στο εξωτερικό, την αργεντίνικη Σαν Λορέντζο, το 1930. Το βήμα εκτός Βραζιλίας, μακριά από την πατρίδα δεν άργησε να το κάνει ούτε ο Λεονίντας. Μετά από δύο σεζόν, 55 γκολ σε 51 παιχνίδια και συμμετοχή με την «σελεσάο» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, η Πενιαρόλ της Ουρουγουάης τον αποκτά.
Έμεινε στην Ουρουγουάη μόλις μία σεζόν, επιτυγχάνοντας, φυσικά, περισσότερα γκολ 28 πάλι σε σχέση με τις εμφανίσεις του που ήταν 25. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη γίνεται για λογαριασμό της Βάσκο ντα Γκάμα, στην οποία προσφέρει 27 γκολ σε 29 ματς πριν πάει, επίσης για μία σεζόν, στην Μποταφόγκο. Το 1936 έχει έρθει η ώρα για μια νέα πρόκληση, το πρώτο λιμάνι της καριέρας του Λεονίντας. Μέλος της λαοφιλέστερης Φλαμένγκο πια, θα μείνει εκεί για έξι χρόνια, κάνοντας 149 συμμετοχές και θα πετύχει 153 γκολ, ενώ το 1939 θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος του Ρίο. Στα 30 του, αποφάσισε τη μεταγραφή που έμελλε να είναι και η τελευταία του. Μεταγράφηκε στη Σάο Πάολο και η ομάδα πούλησε 8.000 εισιτήρια διαρκείας περισσότερα, ενώ στο γήπεδο, 72.218 θεατές πλήρωσαν εισιτήριο για να τον δουν. Σε επτά σεζόν με την ομώνυμη ομάδα, πανηγύρισε πέντε πρωταθλήματα, σκοράροντας 140 γκολ σε 211 συνολικά ματς. Με τη Φλαμένγκο, χρησιμοποίησε το ανάποδο ψαλίδι μόνο μία φορά, το 1939, εναντίον της αργεντίνικης Ιντεπεντιέντε. Η ασυνήθιστη κίνηση απέκτησε τεράστια φήμη κάποια στιγμή, προωθώντας την όλο και περισσότερο στην επικρατούσα τάση του ποδοσφαίρου. Για τη Σάο Πάολο χρησιμοποίησε το ανάποδο ψαλίδι σε δύο περιπτώσεις: Την πρώτη φορά στις 14 Ιουνίου του 1942, στην ήττα από την Παλέστρα Ιτάλια (είναι η σημερινή Παλμέιρας). Το πιο διάσημο απ’ όλα, όμως ήταν αυτό που χρησιμοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1948, στη επιβλητική νίκη με 8-0 νίκη επί της (βραζιλιάνικης) Ατλέτικο Γιουβέντους. Η ενέργεια αποθανατίστηκε σε μια φωτογραφία που θεωρείται ως η πιο διάσημη εικόνα του ποδοσφαιριστή!
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας έγινε κάτι φοβερό. Όταν σε μια φάση έκανε το ανάποδο ψαλίδι, ο διαιτητής έμεινε τόσο σοκαρισμένος που δεν ήξερε αν έπρεπε να μετρήσει το γκολ και αν ήταν εντός των κανονισμών!! Σε εκείνο το Μουντιάλ, όμως, ο Λεονίντας θα ζήσει μια ιστορία που θα τον στιγματίσει για πάντα. Ο Ιούνιος του 1938 ξεκινάει ιδανικά για την εθνική Βραζιλίας. Στο αξιομνημόνευτο παιχνίδι του πρώτου γύρου κόντρα στην Πολωνία, ο Λεονίντας θα σκοράρει χατ-τρικ στο τελικό 6-5 (4-4 ήταν το σκορ στα 90’ λεπτά). Ακολουθούν δύο ματς απέναντι στην ισχυρή Τσεχοσλοβακία της εποχής. Το πρώτο λήγει με 1-1, έπειτα από 120’ λεπτά και με την ΦΙΦΑ να μην έχει υιοθετήσει ακόμα τον κανονισμό των πέναλτι, οι δύο «μονομάχοι» παίζουν επαναληπτικό δύο μέρες αργότερα. Βρίσκει και πάλι δίχτυα και με σκορ 2-1, οι Βραζιλιάνοι πανηγυρίζουν την πρόκρισή τους στον ημιτελικό, κόντρα στην κάτοχο του τροπαίου Ιταλία.
Η φασιστική Ιταλία εκείνης της δεκαετίας, είχε επενδύσει πολλά στις αθλητικές επιτυχίες και η διατήρηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου αποτελούσε ζήτημα υψίστης σημασίας για τον Μπενίτο Μουσολίνι. Πολλά ακούστηκαν, τίποτα δεν αποδείχτηκε… Όπως και να ‘χει, στις 16 Ιουνίου, οι «ατζούρι» αντιμετώπιζαν στο «Βελοντρόμ» της Μασαλίας τους ανερχόμενους, θεαματικούς, φιλόδοξους Βραζιλιάνους, που είχαν τρομάξει τις μεγάλες ποδοσφαιρικές δυνάμεις της εποχής! Ο Λεονίντας, όπως και άλλοι πρωτοκλασάτοι συμπαίκτες του, «ξεκουράστηκαν» στον πάγκο από τον προπονητή Αντεμάρ Πιμέντα (Adhemar Pimenta)! Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να βοηθήσουν, μιας και δεν γινόντουσαν αλλαγές τότε. Η Βραζιλία ηττήθηκε με 2-1, και η Ιταλία κράτησε τα σκήπτρα της επικρατώντας της Ουγγαρίας στον τελικό με 4-2. Πάντως μέχρι σήμερα οι Βραζιλιάνοι και ο «Τύπος» κατηγορούν τον προπονητή που δεν τον έβαλε. Ο ίδιος ο Λεονίντας με επιστολές που έστειλε, παρότι είπε την πραγματικότητα, ότι αλήθεια ήταν τραυματίας, οι κατηγορίες συνεχίζονταν. Και δεν ήταν μόνο αυτό, αφού το τέλος της διοργάνωσης έφερε γκρίνια πίσω στην πατρίδα και έντονες φήμες, ότι οι παίκτες που δεν αγωνίστηκαν στον ημιτελικό, είχαν αμειφθεί από τους Ιταλούς, με χρήματα και υποσχέσεις για μεταγραφή στο «Καμπιονάτο». Για την ιστορία, ουδείς εξ αυτών μετακόμισε στην Ευρώπη! Το 1958, ο Νιγκίνιο (Leonídio Fantoni, «Niginho»), συμπαίκτης του στην εθνική, τον κατηγόρησε ανοιχτά ότι χρηματίστηκε από το καθεστώς του Μουσολίνι. Μετά τη μήνυση που κατατέθηκε, ελλείψει στοιχείων, αναγκάστηκε να ζητήσει «συγγνώμη». Έστω κι έτσι, μία αψεγάδιαστη καριέρα είχε ήδη «τσαλακωθεί» εκείνο το βράδυ στη Μασσαλία και ο πρωταγωνιστής μας όφειλε να ζήσει με το βάρος των υποψιών.
Η δημοτικότητά του εντός Βραζιλίας δεν επηρεάστηκε, ενώ τα κατορθώματά του γίνονταν γνωστά στο εξωτερικό, άσχετα αν ο πόλεμος του στέρησε την δυνατότητα να πάρει μέρος σε άλλη μεγάλη διεθνή διοργάνωση. Μελανό σημείο της σταδιοδρομίας του, η οχτάμηνη φυλάκιση του το 1941, λόγω παραποίησης στοιχείων για αποφυγή της στρατιωτικής θητείας. Σε 613 αγώνες σημείωσε 564 γκολ αν και δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι για τα συγκεκριμένα στατιστικά. Άλλες εποχές βλέπετε. Οι τίτλοι που κατέκτησε ήταν το Καμπεονάτο Καριόκα τρεις φορές το 1934, 1935, 1939 και την κούπα του Καμπεονάτο Παουλίστα τη σήκωσε πέντε φορές το 1943, 1945, 1946, 1948, 1949. Οι ατομικές διακρίσεις του… αυτές και αν δεν ήταν αρκετές!!! Παγκόσμιο Κύπελλο Χρυσό Παπούτσι το 1938, Παγκόσμιο Κύπελλο Χρυσή Μπάλα το 1938, μέλος της καλύτερη ομάδας Παγκόσμιου Κυπέλλου το 1938, IFFHS Βραζιλιάνος παίκτης του 20ου αιώνα 8η θέση, IFFHS Νοτιοαμερικανός παίκτης του 20ου αιώνα 24η θέση, Guerin Sportivo περιοδικό 26ος καλύτερος παίκτης του 20ου αιώνα, Placar περιοδικό 28ος καλύτερος παγκόσμιος παίκτης του 20ου αιώνα, World Soccer περιοδικό: Οι 100 καλύτεροι παίκτες του 20ου αιώνα, καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος Παουλίστα πέντε φορές το 1943, 1945, 1946, 1948, 1949, κορυφαίος σκόρερ και καλύτερος παίκτης στο Πρωτάθλημα Καριόκα δύο φορές το 1938 (16 γκολ) και το 1940 (30 γκολ).
Μετά το 1950, όταν και κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, έγινε προπονητής της Σάο Πάολο. Εργάστηκε επίσης ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ο Lance» και σχολιαστής αγώνων, τόσο στο ραδιόφωνο, όσο και στην τηλεόραση, ενώ παράλληλα διατηρούσε κατάστημα επίπλων. Το 1974, προσεβλήθη από τη νόσο «Αλτσχάιμερ» και μέχρι το 2004, την χρονιά που άφησε την τελευταία του πνοή, η ομοσπονδία του Σάο Πάολο κάλυπτε τα έξοδα νοσηλείας και φαρμακευτικής αγωγής, σαν ελάχιστη τιμή σε έναν σπουδαίο αθλητή, έναν άνθρωπο που συμβόλιζε τον αγώνα μιας ταλαιπωρημένης μεν, αξιοθαύμαστης δε γενιάς. Στις 24 Ιανουαρίου του 2004, στην Κότια, μια πόλη στη Μητροπολιτική περιοχή του Σάο Πάολο ο Λεονίντας αφήνει την τελευταία του πνοή. Tαξιδεύοντας στον κόσμο της αιωνιότητας για πάντα. Η Μπονσουκέσο μετονόμασε το γήπεδό της προς τιμή του σε «Στάδιο Λεονίντας ντα Σίλβα». Στην επέτειο των 100 ετών από τη γέννηση του, στις 6 Σεπτεμβρίου του 2013, η «Google» του αφιέρωσε το «doodle» της, μια κινούμενη εικόνα ενός ποδοσφαιριστή που πραγματοποιεί ανάποδο ψαλίδι, ενσωματωμένη στα γράμματα του λογότυπου της πιο διάσημης Μηχανής Αναζήτησης!
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό