Καθετί που υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη συνδέεται πάντα με ήχο. Από τα πιο απλά, όπως το θρόισμα των φύλλων όταν φυσάει ο άνεμος, έως τα πιο εντυπωσιακά, όπως ο θόρυβος που κάνει ένα διαστημικό σκάφος για μια αποστολή στο διάστημα. Όλα βγάζουν ήχους. Και ο ήχος στη συνέχεια με λίγη φαντασία και δημιουργία γίνεται μουσική. Και ποια είναι η κορυφαία χώρα στη μουσική? Μα φυσικά η Ιταλία. Με την όπερα, την κλασική (μουσική), μέχρι τις μέρες μας, με τις «αγγελικές» φωνές των Αντρέα Μποτσέλι και Έρως Ραματσότι. Σήμερα το art of football έχει αφιέρωμα σε έναν «καλλιτέχνη» της μπάλας. Ένα από τα τελευταία, κλασικά, «αθάνατα» δεκάρια που τόσο λείπουν στην εποχή μας. Έναν Πορτογάλο που μεγαλούργησε στην πατρίδα του και την Ιταλία. Οι Ιταλοί μελωδικά, όπως σχεδόν κάθε τι, το απέδωσαν με μια καινοφανή στην γλώσσα τους λέξη, της οποίας η γέννηση ανάγεται στις αρχές του 16ου αιώνα: «sprezzatura». Η ευκολία, σχεδόν στα όρια της απάθειας, με την οποία κάποιος καταφέρνει να κρύψει όλη την τέχνη, όλη τη μαεστρία, όλη την ικανότητα σε ότι κάνει, λέει, πετυχαίνει, δείχνοντας σαν να μην καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια, κανέναν απολύτως κόπο. Επίθετο δεν υπάρχει, για να χαρακτηρίσει όποιον διέπεται από αυτήν την ικανότητα, μα ποδοσφαιρικά, ίσως και να μην χρειάζεται, αφού υπάρχει καθρέφτισμα σε ονοματεπώνυμο: Μιλάμε για τον Ρουί Μανουέλ Σέζαρ Κόστα (Rui Manuel César Costa) ή, όπως έμεινε στα κιτάπια της ιστορίας, απλώς Ρουί Κόστα. Το «Σέζαρ» περισσότερο το χρησιμοποίησαν και ακόμη το κάνουν οι «Λουζιτανοί», οι οπαδοί της πρώτης του ομάδας, της Μπενφίκα, όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, θέλοντας επιπρόσθετα να αναδείξουν το μεγαλείο του, αλλά κυρίως να τον τοποθετήσουν ευδιάκριτα στο βάθρο των κορυφαίων που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα των «αετών». «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Ο Θεάνθρωπος Κύριος μας Ιησούς Χριστός με την απάντηση αυτήν προς τους Φαρισαίους καθόρισε τα όρια της εγκόσμιας και Θεϊκής εξουσίας. Συγχρόνως έδειξε και στο πλάσμα Του, τον άνθρωπο, τις υποχρεώσεις του και τα καθήκοντά του προς τον Θεόν και την επί γης κοσμική εξουσία. Στο γήπεδο «Ντα Λουζ» (Da Luz) «Θεός» τους, ήταν ο Εουσέμπιο και πάντα σε αυτόν αποδίδονταν τα πρώτα και κυριότερα. Μα στο πρόσωπο, στα… πόδια του Ρουί Κόστα βρήκαν και «Καίσαρα», ώστε να αποδώσουν ιστορικά τα ανάλογα δέοντα.
Οι δυο τους, Εουσέμπιο και Ρουί Κόστα, συνδέονται πολύ. Μοναχοπαίδι ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως δεν απέκτησε αδέρφια, επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα ανατροφής τους σε μια μικροαστική οικογένεια. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1972. Οι γονείς του ήταν ο Βίτορ και Μανουέλα Κόστα. Άνθρωποι με αρχές. Μεγάλωσε στη Νταμάια, μια συνοικία της Αμαδόρα, ένα πυκνοκατοικημένο προάστιο (το περισσότερο σε ολόκληρη την Πορτογαλία, ουσιαστικά τόσο, ώστε να αποτελεί μια πόλη από μόνο του) της Λισσαβώνας. Κακοτράχαλο, σκληρό σε φήμη και καθημερινότητα, μεροκαματιάρηδες οι γονείς, οι οποίοι μοιράζονταν το σπίτι τους με το παντοπωλείο του θείου του. Ταπεινότητα το πρώτο που κληροδότησε (οι γονείς του, εδώ και χρόνια, θα μπορούσαν να μένουν, όπου ήθελαν σε ολάκερη τη χώρα, αλλά επέλεξαν να ζουν, όταν απέκτησαν την άνεση, στο Αλφαγκρίντε, μια «τζούρα» δρόμο από τη Νταμάια), μια μπάλα το δεύτερο και η λατρεία για την Μπενφίκα το τρίτο. Τα δύο τελευταία συνδυάστηκαν, όταν ο μπάρμπας του βαρέθηκε να μαζεύει τα σπασμένα γυαλιά από το μαγαζί του. Επειδή ο πιτσιρίκος κλωτσούσε ακόμα και εκεί το τόπι, στέλνοντας τον, στα εννιά του χρόνια, σ’ ένα δοκιμαστικό που έκαναν οι «Λουζιτανοί» στην περιοχή. Για δέκα λεπτά, χάνεται μέσα στον χαμό αλαφιασμένων μπομπίρων που άτακτα και ασύντακτα, κυνηγούν ο ένας τον άλλον και όλοι τους μια μπάλα, αδιαφορώντας προφανώς για την κρίση του «Θεού» (Εουσέμπιο), ο οποίος παρακολουθούσε όχι από ψηλά, αλλά πίσω από έναν φράκτη. Εκεί, λοιπόν, στο δεκάλεπτο, παίρνει την μπάλα, αποφεύγει μεμιάς δύο αντιπάλους, κάνοντας μια «λόμπα» πάνω από τα κορμιά τους και, πριν αυτή προσγειωθεί, αλλάζει κατεύθυνση κοντρολάροντας και, έτσι, αφήνοντας σύξυλους άλλους τρεις, βγαίνει μόνος του φάτσα με το τέρμα. Δεν πρόλαβε ούτε να σουτάρει. Θείο σημάδι ότι προηγήθηκε, ανάλογη και άμεση η απόκριση. Φωνή «Θεού» ηκούσθη. Ο Εουσέμπιο, ουρλιάζοντας δυνατότερα από όλα τα πιτσιρίκια μαζί, μπαίνει τρέχοντας στο γήπεδο, διακόπτει το παιχνίδι και παίρνοντας τον Ρουί Κόστα αγκαλιά, τον πηγαίνει αμέσως να τον εντάξει στα «τσικό» της Μπενφίκα. Από εκείνη την στιγμή, τον είχε υπό την προστασία του, έστω και αν χρειάστηκε να του δείξει πρώτα την οργή του. Στην πρώτη προπόνηση, ο εννιάχρονος Κόστα κάνει κάποιο λάθος. Αντιδράει, ξεστομίζοντας μια βρισιά, την οποία για κακή του τύχη ο Εουσέμπιο ακούει. Διακόπτει την προπόνηση και τον διώχνει κακήν κακώς. Ο μικρός τη θεία (κατα)δίκη προφανώς την άντεχε. Την πατρική, όμως, όχι. Και έτσι, για να μην την υποστεί και από τον πατέρα του, ο οποίος καμαρωτός βρίσκονταν στην εξέδρα, για να δει τον γιο του για πρώτη φορά με φανέλα της Μπενφίκα, αρχίζει και κουτσαίνει. Αποχωρώντας από το γήπεδο, μόνο και μόνο για να του δείξει πως βγήκε λόγω τραυματισμού.
Η Μπενφίκα γρήγορα μετατρέπεται από πάθος οικογενειακό και γονιδιακό σε τεράστια εμμονή. Στα 16 του χρειάζεται να νοσηλευτεί, λόγω μιας επέμβασης σκωληκοειδίτιδας. Εκείνο το βράδυ, όμως, κατά το οποίο έπρεπε να διανυκτερεύσει στο νοσοκομείο, οι «αετοί» αντιμετώπιζαν την Στεάουα Βουκουρεστίου στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο ασθενής που βρισκόταν μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, έπαιρνε εξιτήριο. Τον πείθει να αλλάξουν φακέλους και ταυτότητες, προκειμένου να μπορέσει αυτός να βγει από το νοσοκομείο, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει το παιχνίδι. Το έκανε φυσικά, πανηγυρίζοντας τη νίκη (2-0), κάνοντας εμετό κάθε φορά, όταν άνοιγε το στόμα του. Η αλήθεια είναι πως τότε, ήταν περισσότερο οπαδός, παρά κάποιος που ξεχώριζε στο γήπεδο. Τελείως διαφορετικές εποχές, τόσο για την Μπενφίκα, όσο και εν γένει το πορτογαλικό (και όχι μόνο) ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε αυτή η προσοχή στις ακαδημίες. Αυτή η βαρύτητα που πλέον δίνεται (ειδικά στους «Λουζιτανούς»), δεν είχε ανακαλυφθεί ούτε εντός «κλαμπ», ούτε από τα λογιών λογιών «αρπακτικά» του εξωτερικού το «χρυσωρυχείο», αγωνιστικά και οικονομικά, το οποίο κρύβεται στη συστηματική διαχείριση και ανάδειξη του γηγενούς ποδοσφαιρικού ταλέντου. Έτσι, η αλήθεια είναι πως ακολουθούνταν περισσότερο, θα λέγαμε, συμβατικές τακτικές και μεθοδολογία. Με την ενηλικίωση του, λοιπόν, στέλνεται δανεικός στη Φάφε, για να πάρει μια πρώτη γεύση επαγγελματισμού. Πλήγμα στον εγωισμό, χτύπημα στην ψυχολογία, πόνος στην καρδιά. Έλεγε με παράπονο׃ «Έκλαιγα, μόλις είδα την ανακοίνωση. Μου είπαν απλώς πως θα πάω να παίξω δανεικός εκεί. Χωρίς καμία άλλη εξήγηση». Τετρακόσια χιλιόμετρα μακριά από τη Λισσαβώνα πήγε, «σκασιαρχείο α-λα νοσοκομείου», συνεπώς, δεν προβλεπόταν και εκ των πραγμάτων δεν ήταν και βολικό. Αρκέστηκε σε εκ του μακρόθεν πανηγυρισμούς, για την κατάκτηση του Πρωταθλήματος από την Μπενφίκα (1991). Κερδίζοντας και αυτός το πρώτο του μερίδιο αναγνώρισης, τα πρώτα του λεπτά διασημότητας με τον προβιβασμό της Φάφε στη δεύτερη κατηγορία.
Το σημείο καμπής όμως, η απαρχή της ριζικής αλλαγής (όχι μόνο της δικής του καριέρας ή του τρόπου, με τον οποίον τον είδαν και τον αντιμετώπισαν οι «Λουζιτανοί», αλλά ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του πορτογαλικού ποδοσφαίρου) ήρθε εκείνο το καλοκαίρι. Με την «geração dourada», την «χρυσή γενιά» του, αυτήν που οριστικά και αμετάκλητα έστρωσε τον δρόμο για τις επόμενες, αναδιατάσσοντας φιλοσοφία, προτεραιότητες, στυλ. Τα πάντα που σε αυτές τις τρεις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει, ευκρινώς πλέον, συνιστούν το θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο της πορτογαλικής σχολής ποδοσφαίρου. Σχολής στο κάθε τι. Εντός και εκτός γηπέδου. Σε ποδοσφαιριστές, προπονητές, ατζέντηδες, ακαδημίες, επαγγελματικούς συλλόγους, εθνικές ομάδες. Τα πάντα. Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, η Εθνική Νέων της Πορτογαλίας, μια ομάδα με τον ίδιο και τους Φίγκο και Ζοάο Πίντο «πριμαντόνες», μαζί με Φερνάντο Κόουτο, Βίτορ Μπαΐα, Πάολο Σόουζα στέφθηκε Πρωταθλήτρια Κόσμου. Στο σπίτι της. Στο σπίτι του. Στο «Ντα Λουζ». Στον ημιτελικό κόντρα στην Αυστραλία, με γκολ από άλλον πλανήτη στο 31’ λεπτό, στέλνει τους Ίβηρες στον τελικό κόντρα στην Βραζιλία (των Ρομπέρτο Κάρλος και Τζιοβάνι Έλμπερ μεταξύ άλλων). Εκεί μετά από μεγάλη μάχη ο αγώνας λήγει ισόπαλος με 0-0. Στη διαδικασία των πέναλτι, εκείνος με τέλεια εκτέλεση, «καθαρίζει» τον αγώνα με 4-2 και τους φέρνει στην κορυφή της υφηλίου, μπροστά σε 120.000 συμπατριώτες του!!! Αυτό ήταν. Ο Σβεν Γκόραν Έρικσον τον καθιερώνει στην ενδεκάδα της Μπενφίκα, με το ξεκίνημα της επόμενης σεζόν. Στην τριετία που μεσολάβησε, μέχρι να αφήσει την πορτογαλική πρωτεύουσα, κερδίζει πρωτάθλημα και κύπελλο, παίζει σε ημιτελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων και προσωποποιεί το «Project Queiroz», όπως ονομάστηκε η διαδικασία προαγωγής, ουσιαστικά ολόκληρης της Πρωταθλήτριας Κόσμου Νέων (υπό τη διεύθυνση του Κάρλος Κεϊρόζ) στην αντρική Εθνική ομάδα της Πορτογαλίας, με τον μετέπειτα τεχνικό μεταξύ άλλων της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ σε ρόλο εκλέκτορα. Τέτοια η εμμονή του με την Μπενφίκα, ώστε, αν ήταν στο χέρι του, δεν θα έφευγε ποτέ. Τα οικονομικά προβλήματα των «αετών», ουσιαστικά υποχρεώνουν την τότε διοίκηση να επισπεύσει την πώλησή του. Έχει μετατραπεί σε λατρεμένο της εξέδρας, όχι μόνο για αυτό που προσφέρει στο γήπεδο, αλλά και για την άρνησή του να υποκύψει σε μια τρελή πρόταση από το αντίπαλο δέος της Λισσαβώνας, την Σπόρτινγκ (κάτι που δεν έκαναν άλλοι συμπαίκτες του). Όταν τον καλεί ο Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα, η μετακόμιση στην Βαρκελώνη μοιάζει αναπόφευκτη. Πηγαίνει, μάλιστα, στην Καταλωνία, προκειμένου να γνωρίσει και να γνωριστεί, φωτογραφίζεται με την «μπλαουγκράνα», πριν τις «τζίφρες» ωστόσο, ο τότε πρόεδρος της Μπενφίκα δέχεται μια καλύτερη οικονομικά πρόταση και έτσι, αντί για Βαρκελώνη, καταλήγει στην Φλωρεντία.
Μια πόλη που προσπαθούσε να συνέλθει από την προ τετραετίας απώλεια του «βασιλιά» της, Ρομπέρτο Μπάτζο, έχοντας προλάβει να αναγορεύσει σε νέον τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Η πόλη (και όχι ομάδα, αφού ο Πορτογάλος αντιλήφθηκε, αμέσως μετά την ένταξή του στη Φιορεντίνα, πως «εκεί δεν παίζεις για μια ομάδα, αλλά για μια πόλη») του πατέρα της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης, του Νικολό Μακιαβέλι, δε θα μπορούσε σχεδόν αμέσως, να μην του αποδώσει ανάλογους τίτλους και τιμές. Έτσι, κοντά μισό αιώνα μετά τη συγγραφή του «Il Principe» (Ο Πρίγκιπας), του πιο γνωστού δηλαδή έργου του Ιταλού φιλοσόφου, ο Ρουί Κόστα μετατρέπεται για τους «βιόλα» στον «Principino», τον δικό τους «Μικρό Πρίγκιπα». Κάθισε επτά χρόνια στο «Αρτέμιο Φράνκι» (Artemio Franchi). Κέρδισε μόνο δύο Κύπελλα Ιταλίας και ένα εγχώριο Σούπερ Καπ. Τίποτα ουσιαστικά. Και όμως, αποτέλεσε το ένα μέρος του αντιπαραβαλλόμενου μονίμως δίπολου, Ζιντάν ή Ρουί Κόστα, για το ποιος από τους δύο είναι το καλύτερο «δεκάρι» του πρωταθλήματος. Διαφορετικοί τελείως. Και απολύτως ταιριαστοί εκεί, όπου έπαιξαν, όπου αγωνίστηκαν στην Ιταλία. Ο Γάλλος, μεγαλοφυής, μα πάντα (εκτός μιας-δυο εξαιρέσεων σε ολάκερη την καριέρα του) έπαιζε ορθολογικά, με το μυαλό του. Ο Πορτογάλος, με την καρδιά του. Με αυτή την ποδοσφαιρική διδαχή και επιρροή από το «futsal», έκανε την μπάλα να δείχνει βαριά, ασήκωτη, αδύνατον να ελεγχθεί από κανέναν άλλον, εκτός από τα δικά του πόδια, όταν την υποδέχονταν, όταν την κοντρόλαρε και, την επόμενη στιγμή, όταν την έστελνε, όπου γούσταρε στο γήπεδο, βλέποντας γωνίες, χώρους και χρόνους που μόνο το ένστικτο μπορούσε να συλλάβει, να την κάνει να μοιάζει ανάλαφρη, «πούπουλο». Ξεχώριζε. Όχι μόνο στη σύγκριση με τον «Ζιζού». Αλλά κυρίως γιατί την προκάλεσε, παίζοντας σε μια ομάδα πολύ εντυπωσιακή, όχι όμως δυστυχώς (το λέω σαν φίλαθλος των «Βιόλα») του επιπέδου της Γιουβέντους. Δίνοντας μαζί με τον Μπατιστούτα που αφειδώς «τάιζε» μια εικόνα για το πού θα κινείτο σε επίπεδο τακτικής, φιλοσοφίας και προσέγγισης συνολικά το «Καμπιονάτο» αλλά και ειδικότερα ομάδες ανάλογης δυναμικής της Φιορεντίνα, δύο και βάλε δεκαετίες μετά. Ξεχώριζε. Με το στuλ του. «Sprezzatura», ναι. Μα για να φαίνονται όλα άκοπα, ανεπιτήδευτα, για να κρύβουν την τέχνη, έπρεπε και όλα να είναι ακριβώς στην εντέλεια. Ακόμα και σε επίπεδο εμφάνισης. Το «τζελ» στο μαλλί και αυτό τραβηγμένο πίσω, το «τέιπ» κάτω από το γόνατο, οι κάλτσες πάντα αλήτικα κατεβασμένες, με την επιγονατίδα όποτε υπήρχε να χάσκει παραπανίσια, η φανέλα μισοριγμένη έξω από το σορτσάκι. Επιτομή, προσωποποίηση της ανεμελιάς που το ποδόσφαιρό του και ο τρόπος, με τον οποίο λειτουργούσε στο γήπεδο, ξέχειλα απέπνεε. Και όταν όλα έδειχναν, όπως έπρεπε και ήθελε να είναι, τότε η προσδοκία πως και όλα στο παιχνίδι θα κυλήσουν, όπως πρέπει και θέλει, ουσιαστικά μετατρεπόταν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία!
Και πόσο του ταίριαξε η Φλωρεντία. Λατρεύτηκε, ξανά μετά τη Λισσαβώνα, και λάτρεψε. Έφτασε να σχολιάζει με ψευδώνυμο, το οποίο κάποια στιγμή έγινε γνωστό σε ποιον πραγματικά ανήκει, χωρίς, όμως, να τον αποτρέψει να συνεχίσει, σε οπαδικά φόρουμ. Έφευγε συχνά-πυκνά, ειδικά μετά από εντός έδρας νίκες, για να πάει σε λημέρια των «τιφόζι» και να πανηγυρίσει μαζί τους. Η βραδιά μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1996, τα όσα έγιναν στην πόλη με τον Ρουί Κόστα στο επίκεντρο ακόμη μνημονεύονται. Και πάλι, όμως, τα οικονομικά προβλήματα στοίχειωσαν την παρουσία του. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει μοναδική, ανεπανάληπτη υπόσταση. Αφού έναν χρόνο μετά τη φυγή του Μπατιστούτα για τη Ρόμα, ο ιδιοκτήτης της Φιορεντίνα, Τσέκι Γκόρι, για να αποφύγει την οικονομική κατάρρευση, έβγαλε και το «Νούμερο 10» των «βιόλα» στο σφυρί. Χρειάστηκε μια προτροπή του αγαπημένου τέκνου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Αντρέι Σεβτσένκο, ώστε ο «καβαλιέρε» να πειστεί και να κάνει μια πρόταση που δεν γίνονταν, έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως ανάγκης να του την αρνηθούν. Και έτσι, μετατρέποντας τον Ρουί Κόστα στο ακριβότερο απόκτημα της ως τότε ιστορίας της Μίλαν (έναντι 48,5 εκατομμύρια ευρώ), τον έφερε αντί της Ρώμης και της Λάτσιο που εμφανιζόταν φαβορί για την υπογραφή του στον ιταλικό βορρά. Στους οπαδούς της Μπενφίκα, είχε πει׃ «Είμαι πιστός», φεύγοντας από τη Λισσαβώνα. Το εννοούσε. Όταν επέστρεψε στο «Ντα Λουζ» ως αντίπαλος, με τη φανέλα της Φιορεντίνα, σε ένα αδιάφορο καλοκαιρινό φιλικό προετοιμασίας, σκόραρε απέναντι στους «αετούς». Τότε, αντί να το πανηγυρίσει, πήγε στην εξέδρα των δικών του ανθρώπων, σήκωσε τα χέρια, αποθεώθηκε και έβαλε τα κλάματα. Μέρες μόνο πριν φύγει από τους «βιόλα», και ενώ ήταν δεδομένο πως έπρεπε να πουληθούν οι πάντες, προκειμένου να επιβιώσει ο σύλλογος, το επανέλαβε. Δηλώνοντας σε κάθε τόνο και σε κάθε ευκαιρία πως αυτό το ξεπούλημα δεν τον αφορούσε, δεν τον περιλάμβανε. Λάθεψε. Ούτε και τότε ήθελε να φύγει. Ούτε καν για χάρη του Φατίχ Τερίμ, ο οποίος πρώτος είχε κάνει το δρομολόγιο Φλωρεντία-Μιλάνο, βάζοντας και αυτός το δικό του λιθαράκι για την αγορά-ρεκόρ από τους «ροσονέρι». Είχε πει κάποτε ο Μανουέλ για τον Φατίχ׃ «Είναι ο προπονητής που θα ήθελα να γίνω, αν γινόμουν ποτέ προπονητής». Παρότι ακόμα και σήμερα, ένας άλλος τεχνικός, με τον οποίο συνεργάστηκε στη Φιορεντίνα, ο γνωστός μας Κλαούντιο Ρανιέρι, είναι αυτός που τον αποκαλεί, όπου σταθεί και όπου βρεθεί, γιο του. Εκεί, στο Μιλάνο, οι «τιφόζι» επανέφεραν το πρώτο-πρώτο παρατσούκλι του. Ταιριαστό σίγουρα. Ο «μαέστρος» (Il Maestro). Η αλήθεια είναι πως στους Μιλανέζους δεν λειτούργησε ως τέτοιος, ως μαέστρος, ως επικεφαλής μιας κλασικής ορχήστρας. Περισσότερο θύμιζε έναν τζαζίστα, του δρόμου, αυθόρμητο, να σολάρει χωρίς μέτρο, χωρίς νόρμες. Να κινείται ελεύθερος στον χώρο, χωρίς περιορισμούς, χωρίς χαλινάρι, μην υπακούοντας στον χρόνο, σε τακτικές, να υπηρετεί το «ένστικτο» του αριθμού της φανέλας που φορούσε, ένα καθαρό «δεκάρι», με όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν αυτό το «10». Το όποιο «10», μύθο στο ποδόσφαιρο, συνδέοντάς το με μυστικιστικές, αλλόκοσμες, υπέρτερες του ανθρωπίνου δυνάμεις και ταλέντο τόσο τέλειο, όσο η εικόνα που οπτικά για κάθε ποδοσφαιρόφιλο, δημιουργούσαν, τα δύο ψηφία, το ένα δίπλα στο άλλο. Ένα «δεκάρι» που πάσχιζε να διατηρήσει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του ρόλου του στο γήπεδο, σε ένα ποδόσφαιρο, όμως, που ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο γρήγορα, αυτά ακριβώς τα «δεκάρια», αν δεν τα περιθωριοποιούσε, τα μετάλλαζε συνεχώς, τα εξανθρώπιζε, τα εκβαράθρωνε, ζητώντας τελείως διαφορετικά, πιο ρεαλιστικά, πιο αθλητικά και πολύ λιγότερο καλλιτεχνικά στοιχεία, χαρακτηριστικά και λειτουργία στο γήπεδο.
Και, έτσι, σταδιακά, μοιραία περισσότερο, οπισθοχωρούσε στο γήπεδο, ψάχνοντας ταιριαστό ρόλο. Ταιριαστό με την «εξέλιξη» του αθλήματος, μα και σύμφυτο στα δικά του «παλιομοδίτικα» βάσει αυτής χαρακτηριστικά, αλλά απαραίτητα όχι μόνο για το ζην μιας ομάδας, αλλά κυρίως για το ευ ζην όσων την βλέπουν, την υποστηρίζουν. Δίπλα, λοιπόν, στον Ζέεντορφ, πίσω από τον Κακά (όταν πήγε στη Μίλαν), μαζί με τον Πίρλο, εκεί στην πρώτη πάσα από την άμυνα. Σιγά-σιγά αλλά σταθερά, αυτός, ο «όποιος» διπλανός του, του περιόριζε τον δικό του χώρο, την δική του άνεση και ελευθερία κινήσεων στο γήπεδο. Δεν τον εμπόδισε, όμως, τουλάχιστον να κερδίσει. Όχι πολλά. Μα όσα δεν κέρδισε ποτέ και πουθενά, τα πανηγύρισε στο Μιλάνο, με κορωνίδα όλων το «Τσάμπιονς Λιγκ» του 2003 (προσπερνώντας, μάλιστα, στο διάβα του τη Ρεάλ Μαδρίτης του Ζιντάν). Δεν τον εμπόδισε στα πέντε χρόνια που πέρασε στο «Σαν Σίρο», να υπογράψει 65 γκολ, όσες, δηλαδή, και οι ασίστ που μοίρασε, παραπάνω από μία, δηλαδή, κάθε δύο παιχνίδια του στους «ροσονέρι». Κακά τα ψέματα. Άλλος, οποιοδήποτε άλλο «δεκάρι», σε αυτήν τη συγκεκριμένη ρωγμή της αλλαγής του αθλήματος, δεν θα είχε ανταποκριθεί. Έτσι έγινε, άλλωστε. Ο τελευταίος της κοπής του, ήταν ο τελευταίος από το συγκεκριμένο καλούπι. Ο μόνος που αντιστάθηκε και δεν τον κατάπιε μεμιάς τούτη η ρωγμή. Αυτός που ουσιαστικά η εξέλιξη (η όποια εξέλιξη) τον περίμενε να αποχωρήσει από το προσκήνιο, πριν κυριαρχήσει, πριν επιβληθεί. Τον περίμενε να αφήσει τη δική του μνήμη ως την τελευταία ενός καθαρού, ανόθευτου «δεκαριού». Ενός πραγματικού «μαέστρου» (Maestro) με ύψος 1.80 που επέβλεπε τα πάντα. Έχοντας αντιληφθεί την πραγματικότητα που διαμορφωνόταν στο Μιλάνο, ζητάει να αποδεσμευτεί από τον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του στους «ροσονέρι». Αφήνει πάνω από 5 εκατομμύρια ευρώ (που αυτό προέβλεπε) και επιστρέφει στη Λισσαβώνα, όπως είχε υποσχεθεί 12 χρόνια νωρίτερα φεύγοντας, για να κλείσει την καριέρα του. Εκεί, την είχε τελειώσει επώδυνα, πολύ επώδυνα και με την Εθνική Πορτογαλίας. Η «χρυσή γενιά» που άλλαξε την πορεία, το πρόσωπο και τη ρότα του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, είχε εμπλουτιστεί. Φλέρταρε με τη διεθνή κορυφή, την άγγιζε, αποτελούσε μέρος της παρέας των «μεγάλων» του πλανήτη, χωρίς, όμως, να έχει καταφέρει ποτέ να πάρει τίτλο. Στο «Euro» του 1996, η Τσεχία αποκλείει την Πορτογαλία στα προημιτελικά. Δύο χρόνια αργότερα, οι Ίβηρες χάνουν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, εξαιτίας μιας ανοησίας του. Στον όμιλο των προκριματικών, παίζοντας στη Γερμανία, προηγούνται στο τελευταίο εικοσάλεπτο και παίρνουν κεφάλι στον όμιλο. Δύο μόλις στροφές πριν να ολοκληρωθεί (με παιχνίδια έκτοτε απολύτως βατά για να κερδηθούν, όπως -έτσι κι αλλιώς-και έγινε). Γίνεται αλλαγή. Καθυστερεί, όμως, πολύ να βγει από το γήπεδο, του χρεώνεται σκοπιμότητα και αντικρίζει δεύτερη κίτρινη κάρτα. Αποβάλλεται για μόνη φορά ως επαγγελματίας, η Πορτογαλία μένει με 10, ισοφαρίζεται, δεν προσπερνά τα «πάντσερ» και μένει εκτός τελικής φάσης. Ακόμα και οι πραγματικοί καλλιτέχνες δημιουργούν έναν πίνακα που δεν είναι τόσο άρτιος και έχει μια μουτζούρα. Στο «Euro» του 2000, η Πορτογαλία τερματίζει τρίτη. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, φτάνει στα ημιτελικά. Αλλά εκεί η Γαλλία με τον Ζιντάν του στερούν τον τελικό. Το πλέον κοντινό της ήταν, φυσικά, το «Euro» του 2004. Πάλι στο σπίτι του, όπως το ’91. Χάνει τη θέση του στη βασική ενδεκάδα από τον Ντέκο, μα είναι αυτός που όπως τότε, ως νέος, με δική του ασύλληπτη εκτέλεση, ερχόμενος από τον πάγκο, χαρίζει τη νίκη στην παράταση στον ημιτελικό επί της Αγγλίας. Ήταν, όμως, το τουρνουά του θαύματος. Ήταν το τουρνουά της Ελλάδας. Πάλι από τον πάγκο ήρθε και στον τελικό, τη μοίρα, όμως, δεν μπόρεσε να την αλλάξει. Χαμένος τελικός, χαμένη ευκαιρία να ολοκληρώσει τη θητεία του με το εθνόσημο με το κορυφαίο τρόπαιο της καριέρας του.
Αντ’ αυτού, αποχαιρέτησε το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα με την πλέον επώδυνη ήττα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Δυστυχώς ούτε στην τελευταία του διετία στο «Ντα Λουζ» κέρδισε κάτι. Πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών, πλήρης σε όλα, στο σπίτι του, δίπλα στους δικούς του ανθρώπους, στα 36 του, κρέμασε τα εξάταπα. Μόνο τότε παραδέχτηκε δημοσίως τη σχέση του με το τσιγάρο. Όταν τον είδαν δημοσίως να καπνίζει. Συνήθεια που είχε σε ολόκληρη την καριέρα του, μα ποτέ δεν την εξέθεσε σε κοινή θέα. Μακριά από την Μπενφίκα, δε θα μπορούσε να μείνει. Πέραν του «θρύλου» που θέλει το ερμάρι του στ’ αποδυτήρια του γηπέδου της να μένει ανέγγιχτο, από εκείνο το τελευταίο του παιχνίδι, περιμένοντας μια μεταφυσική επιστροφή, αναλαμβάνει αμέσως μετά την απόσυρση ρόλο Γενικού Διευθυντή, συμβάλλοντας εξίσου καταλυτικά στην ριζική μεταστροφή του στάτους του συλλόγου. Στην αυτοβιογραφία του έχει γράψει: «Πολλές φορές, αναρωτήθηκα αν θα ήμουν ευτυχισμένος, απλώς τρέχοντας πίσω από μια μπάλα. Περισσότερες, πως δεν γίνεται κάτι τέτοιο να είναι αρκετό. Βλέποντας, όμως, πως είμαι καλά, πως έχω μια όμορφη οικογένεια και δύο πόλεις που θεωρώ σπίτια μου, όπως η Λισσαβώνα και η Φλωρεντία, τότε ναι, συνειδητοποιώ πως ήταν αρκετό και πως δεν γίνεται με όλα, όσα μου έδωσε αυτό το κυνήγι της μπάλας, να μην είμαι ευτυχισμένος». Ο (κατ’ όνομα) «Καίσαρας» για τους οπαδούς της Μπενφίκα, ο «Μικρός Πρίγκιπας» για εκείνους της Φιορεντίνα, ο «Μαέστρος» για τους «τιφόζι» της Μίλαν. Κάποιο «στέμμα» που θα επικύρωνε την σφραγίδα του, δεν φόρεσε. Δεν πήρε Χρυσή Μπάλα, γενικά δεν κέρδισε πολλά, ενώ και αυτό το μόνο «Τσάμπιονς Λιγκ» ήταν ένα «Τσάμπιονς Λιγκ» της Μίλαν. Ένα από τα πολλά που ως τότε οι «ροσονέρι» προσέθεταν στην τροπαιοθήκη τους και σίγουρα δεν ήταν «δικό του». Συνολικά αγωνίστηκε σε 684 παιχνίδια και πέτυχε 97 γκολ. Με την εθνική Πορτογαλίας είχε 94 συμμετοχές με 26 γκολ. Με την Μπενφίκα κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1994 και το κύπελλο το 1993. Με την Φιορεντίνα το κύπελλο δύο φορές. Το 1996 και το 2001 και μία φορά το σούπερ καπ το 1996. Με τη Μίλαν το πρωτάθλημα το 2004, το κύπελλο το 2003, το σούπερ καπ το 2004, το «Τσάμπιονς Λιγκ» το 2003 και το σούπερ καπ Ευρώπης το 2003. Με την Πορτογαλία το Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA U-20 το 1991 και το Τουρνουά Τουλόν το 1992. Σε ατομικό επίπεδο είχε πολλές βραβεύσεις. Ήταν στο Τουρνουά Τουλόν ο καλύτερος παίκτης και ταυτόχρονα ο κορυφαίος σκόρερ το 1992, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα UEFA ήταν στην καλύτερη ομάδα του τουρνουά το 1996 και το 2000, FIFA XI το 1998, κορυφαίος στις ασίστ στο «Τσάμπιονς Λιγκ» το 2003, FIFA 100, FIFA World Player of the Year το 2001 (12η θέση), Χρυσή Μπάλα το 1996 (πήρε την 26η θέση), το 2000 (πήρε την 24η θέση), το 2001 (πήρε την 25η θέση), SJPF Παίκτης του Μήνα τον Σεπτέμβριο του 2007, Βραβεία Cosme Damião- Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς το 2007, Μίλαν Hall of Fame, Φιορεντίνα All-time XI, IFFHS Πορτογαλία 11 όλων των εποχών, Globe Soccer Awards Portugal Best Ever XI, AFS Top-100 παίκτες όλων των εποχών 85 το 2007, The Guardian Serie A Καλύτερη ομάδα των 90s, Σέριε A Ομάδα της σεζόν 1994-95 και τέλος έχει τιμηθεί με το PRT Order of Prince Henry-Αξιωματικός, Αξιωματικός του Τάγματος του Πρίγκιπα Ερρίκου.
Το Τάγμα του Πρίγκιπα Ερρίκου (Πορτογαλικά: Ordem do Infante Dom Henrique) είναι ένα πορτογαλικό τάγμα ιπποτών που δημιουργήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1960, εις μνήμη της επετείου των 400 χρόνων από το θάνατο του Πορτογάλου Πρίγκιπα Ερρίκου του Θαλασσοπόρου, ενός από τους κύριους εμπνευστές της Εποχής των Ανακαλύψεων. Μικρές μεταρρυθμίσεις του καταστατικού του Τάγματος έγιναν το 1962 και το 1980. Πρόκειται για ένα τάγμα πέντε επιπέδων, του οποίου οι τίτλοι απονέμονται για σχετικές υπηρεσίες στην Πορτογαλία και για υπηρεσίες επέκτασης του πορτογαλικού πολιτισμού, της ιστορίας και των αξιών του (με ιδιαίτερη έμφαση στη ναυτική ιστορία της). Ο αριθμός των μελών σε κάθε τάξη περιορίζεται από το καταστατικό της και οι τίτλοι απονέμονται με ειδικό διάταγμα από τον Μέγα Μάγιστρο του Τάγματος, δηλαδή τον Πρόεδρο της Πορτογαλίας. Η παραγγελία περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες κατά φθίνουσα σειρά αρχαιότητας είναι: 1) PRT Order of Prince Henry-Grand Collar, Μεγάλο Κολάρο (Grande-Colar-GColIH), 2) PRT Order of Prince Henry-Grand Cross, Μεγάλος Σταυρός (Grã-Cruz-GCIH), 3) PRT Order of Prince Henry-Grand Officer, Μεγάλος Αξιωματικός (Grande-Oficial-GOIH), 4) PRT Order of Prince Henry-Commander, Διοικητής (Comendador-ComIH), 5) PRT Order of Prince Henry-Αξιωματικός, Αξιωματικός (Επίσημος-OIH), 7) PRT Order of Prince Henry-Knight, Knight/Dame (Cavaleiro-CvIH/Dama-DmIH). Υπάρχει επίσης ένα αργυρό μετάλλιο (Medalha de Prata-MedPIH) και ένα Χρυσό μετάλλιο (Medalha de Ouro-MedOIH). Η ειδική διάκριση «Grand Collar» μπορεί να απονεμηθεί μόνο σε αρχηγούς κρατών. Οι κορδέλες και τα μετάλλια χαρακτηρίζονται από ίσες λωρίδες μπλε, λευκού και μαύρου (είτε οριζόντιες είτε κάθετες) και ένα χρυσό σταυρό με σμάλτο ρουμπίνι. Τα αστέρια του Μεγάλου Αξιωματικού και του Μεγάλου Σταυρού φέρουν την επιγραφή׃ «Talant de bien faire». Η ιδιότητα του μέλους στο Τάγμα εκχωρείται από τον Πρόεδρο, είτε με δική του πρωτοβουλία, κατόπιν εισήγησης των Υπουργών του είτε μετά από πρόταση από το Συμβούλιο του Τάγματος.
Στην προσωπική του ζωή ήταν παντρεμένος με την Ρουτ Κόστα με την οποία μετά από 20 χρόνια γάμου χώρισε το 2013. Έχουν δύο παιδιά. Τον Φελίπε και τον Χιούγκο. Φυσικά έπαιξε και στην ταινία «Eusébio-The Story of a Legend». Υπέροχη και συγκινητική. Δεν γινόταν να λείπει. Αφού ήταν ο δεύτερος «πατέρας» του. Ενώ είναι και στα βιντεοπαιχνίδια fifa και pro στους κορυφαίους «θρύλους» του αθλήματος. Και να αναφέρουμε εδώ, μην το ξεχάσουμε ότι ο Κριστιάνο Ρονάλντο είχε ποδοσφαιρικό είδωλο τον Ρουί Κόστα. Κάποτε πολλούς αιώνες πριν, στην αρχαιότητα η κορυφαία ποιήτρια Σαπφώ είχε πει׃ «Ο όμορφος είναι όμορφος, μπροστά σου όσο στέκει, μα ο αγαθός είναι όμορφος και αργότερα και πάντα». Και ο Ρουί το έκανε πράξη. Ο (κατ’ όνομα) «Καίσαρας», «Μικρός Πρίγκιπας», «Μαέστρος», στέμμα δεν χρειάστηκε ποτέ, για να νιώσει βασιλιάς, παίζοντας ποδόσφαιρο. Ένας πατριώτης του Ρουί Κόστα, μαέστρος του λόγου, κομψοτέχνης των λέξεων, ξακουστός ποιητής και αυτός, ο Φερνάντο Πεσόα, δεκαετίες πριν γεννηθεί το τελευταίο μεγάλο «δεκάρι» του πορτογαλικού ποδοσφαίρου, είχε σκαρώσει ένα στιχάκι, γραμμένο λες για δαύτον: «Κάτσε στον ήλιο. Αφέσου και να είσαι απλώς ο βασιλιάς του εαυτού σου»…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό