Άγριο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγριο- < ἄγριος. Η σημασία «άξεστος» <ελληνιστική σημασία. Η σημασία «με απότομα χαρακτηριστικά» < μεσαιωνική σημασία. Όπως βλέπουμε η λέξη άγριος έχει μία αρνητική έννοια. Πολλές φορές όταν γίνεται κάτι κακό τη βάζουμε μπροστά. Λέμε π.χ έγινε άγριο έγκλημα, ήταν σε άγρια κατάσταση όταν έκανε το κακό, αυτός είναι άγριος μην τον πλησιάζεις, έχει αγριέψει ο καιρός. Όλα είναι με αρνητική σημασία και δυσάρεστα. Σήμερα το art of football έχει αφιέρωμα, σε έναν ποδοσφαιριστή που ήταν πραγματικά άγριος και τρομακτικός. Ο «Θρυλικός» Τζερόνιμο είχε πει κάποτε׃ «όποιος περάσει μέσα από πολλές φωτιές θα αξιωθεί». Πόσο ταιριάζει αυτή η φράση για τον σημερινό μας πρωταγωνιστή. Μιλάμε φυσικά για τον Νεστόρ Κομπέν (Néstor Combin). Ένας από τους πλέον σκληροτράχηλους παίκτες που έβγαλε το γαλλικό ποδόσφαιρο, που έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι ο «Άγριος».

     Γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1940, στο Λας Ρόσας της επαρχίας Σάντα Φε, στην κεντρική Αργεντινή από Γάλλους γονείς. Έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του «βήματα» στην Κολόν ντε Σαν Λορέντζο. Το 1959 ήταν η πιο σημαντική χρονιά στη ζωή του. Και αυτό γιατί, τότε ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στην ομάδα της Λυών, ως μεσοεπιθετικός. Τα νούμερα του εντυπωσιακά από την αρχή. Σε 131 παιχνίδια συνολικά σκόραρε 68 γκολ. Ενώ στο πρωτάθλημα σε 67 αγώνες πέτυχε 57 γκολ. Το 1964 στην τελευταία του χρονιά στο γαλλικό πρωτάθλημα, η Λυών κατέκτησε το Κύπελλο Γαλλίας, νικώντας την Μπορντό με 2-0. Και τα δύο γκολ τα πέτυχε ο Νεστόρ στο 11’ λεπτό και στο 26’ λεπτό. Αυτό το τρόπαιο τότε ήταν σπουδαίο για τον σύλλογο. Γιατί εκείνη την περίοδο η γαλλική ομάδα, δεν ήταν όπως στην εποχή μας που είναι από τις πρωταγωνίστριες. Ήδη στις αρχές του 1964 είχε αγωνιστεί για πρώτη φορά και στην εθνική ομάδα. Την ίδια περίοδο έφτασε μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων αλλά αποκλείστηκαν, από το παντοδύναμο εκείνα τα χρόνια Αμβούργο. Στη συνέχεια για μια εξαετία αγωνίστηκε στην Ιταλία. Το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν ίσως το κορυφαίο αυτές τις δεκαετίες. Όταν έφτασε στην Ιταλία από την Λυών, οι εφημερίδες τον περιέγραψαν ως «έναν ποδοσφαιριστή που είναι αληθινή δύναμη της φύσης». Φοράει τα «ασπρόμαυρα» της Γιουβέντους του Χεριμπέρτο Ερέρα (Heriberto Herrera) την περίοδο 1964-65. Είχε ήδη ένα αξιοζήλευτο παλμαρέ. Ωστόσο, οι δύο προσωπικότητες σύντομα συγκρούονται. Ο μεθοδικός και «τετράγωνος» προπονητής δεν αποδέχεται την ελευθερία του νέου παίκτη και την «ποδοσφαιρική του ανυπακοή». Έτσι με μαθηματική ακρίβεια έγινε η σύγκρουση σε μια προπόνηση κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής προετοιμασίας. Ο Ερέρα τον τιμώρησε με βαρύ πρόστιμο και σε αποκλεισμούς από την αποστολή της ομάδας. Μετά από όλα αυτά ζήτησε μεταγραφή. Πάντως δεν τα πήγε και άσχημα με τις συνθήκες που αντιμετώπισε. Κέρδισε για πρώτη φορά το Κύπελλο Ιταλίας, αφού η «Γιούβε» νίκησε με 1-0 την Ίντερ στον τελικό. Συμμετείχε σε 38 αγώνες της «Μεγάλης Κυρίας» σημειώνοντας 10 γκολ. Ήταν μέλος των «μπιανκονέρι» όταν το 1965 έπαιξαν στον τελικό του Κυπέλου Εκθέσεων (το παλιό Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) αλλά έχασαν από τη Φερεντσβάρος με 1-0. Η σεζόν 1965-66 στη Βαρέζε ήταν ακόμα χειρότερη. Γίνεται πλέον ένας δύστροπος ποδοσφαιριστής, που δεν δένεται με την ομάδα και δεν ακολουθεί τις οδηγίες των προπονητών. Η υπερβολική του ελευθερία τον οδηγεί στον πάγκο, αφήνοντας τον ρόλο του επιθετικού σε έναν ανερχόμενο νεαρό, κάποιον… Ρομπέρτο Μπονινσέγκα (Roberto Boninsegna).

     Χρειαζόταν ένας μεγάλος προπονητής για αυτόν, έτοιμος να τον καταλάβει και να τον κάνει να κυριαρχήσει. Και βρέθηκε. Ήταν ο Νερέο Ρόκο (Nereo Rocco) που πάντα θαύμαζε τον Νεστόρ. Έτσι μετακόμισε στο Τορίνο και μετά από ένα χρόνο εγκλιματισμού «εξερράγη» σαν ηφαίστειο. Το 1968, πήρε το Κύπελλο Ιταλίας στην τελευταία του χρονιά με τη φανέλα του «ταύρου». Δεν υπήρχε μονός τελικός. Και αυτό γιατί το Κύπελλο Ιταλίας από το 1968-1971 το κατακτούσε ο πρώτος σε έναν όμιλο με τέσσερις ομάδες. Η Τορίνο βγήκε πρώτη με αντιπάλους την Μίλαν, την Ίντερ και την Μπολόνια. Αυτή την χρονιά έκανε «μαγικά» με τον συμπαίκτη του Λουίτζι «Τζίτζι» Μερόνι (Luigi «Gigi» Meroni) και με προπονητή τον Έντμοντο Φάμπρι (Edmondo Fabbri). Στις 15 Οκτωβρίου του 1967 όλα αλλάζουν για τον Νεστόρ. Λίγο μετά τη λήξη του νικηφόρου αγώνα με 4-2 απέναντι στην Σαμπντόρια, ο Τζίτζι σε ηλικία μόλις 24 ετών σκοτώνεται σε τροχαίο. Χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο ενώ διέσχιζε το «Corso Re Umberto» στο Τορίνο, με τον φίλο και συμπαίκτης του Φαμπρίτσιο Πολέτι (Fabrizio Poletti). Ο οποίος τραυματίζεται ελαφρά στο πόδι. Ο Κομπέν όταν το έμαθε «έχασε τον κόσμο» και διαλύεται. Ξεσπάει τον θυμό, την πίκρα, τη θλίψη και την οργή που νιώθει για την απώλεια του αδελφικού του φίλου, στον επόμενο αγώνα και στο ντέρμπι της πόλης απέναντι στη Γιουβέντους. Ένα ιστορικό ματς που έμεινε στην ιστορία. Πέτυχε τρία υπέροχα γκολ που οδήγησαν στη «θρυλική» νίκη με 4-0. Η σεζόν έκλεισε με 27 συμμετοχές και 13 γκολ και πολλές φοβερές ασίστ για τους συμπαίκτες του. Με την «Γκρανάτα» σημείωσε συνολικά 32 γκολ σε 99 παιχνίδια. Την επόμενη χρονιά έχασε την ζωντάνια του και πλέον έμοιαζε με ποδοσφαιριστή στη λεωφόρο του ηλιοβασιλέματος, έτοιμος να επιστρέψει στη Γαλλία.

     Ωστόσο, ο Νερέο Ρόκο δεν τον έχει ξεχάσει και τον θέλει στη φιλόδοξη Μίλαν. Το 1969 κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με τους «ροσονέρι», στο θρίαμβο επί του Άγιαξ με 4-1, παρόλο που ο ίδιος δεν αγωνίστηκε στον τελικό. Ήταν από τους πρωταγωνιστές, αργότερα το ίδιο έτος στην κατάκτηση του Διηπειρωτικού Κυπέλλου, εναντίον της αργεντίνικης Εστουντιάντες Λα Πλάτα (3-0 και 1-2). Σας έχουμε κάνει ειδικό αφιέρωμα για αυτό το «παιχνίδι». Σκόραρε το δεύτερο γκολ στον πρώτο αγώνα, αλλά στον επαναληπτικό, στην περίφημη «Σφαγή του Μπομπονέρα» ήταν το θύμα ενός πρωτοφανούς σκανδάλου και ο αποδέκτης απίστευτης βίας. Πρόσωπο βγαλμένο από αγώνα μποξ, μαλλιά κρεμασμένα πάντα πάνω από το μέτωπό του, πυκνά χείλη, θανατηφόρο χτύπημα και αίματα. Κατηγορήθηκε ως «προδότης», λόγω της γέννησής του εκεί και κατά την διάρκεια του αγώνα, σε μια διεκδίκηση της μπάλας, χτυπήθηκε εσκεμμένα από τον τερματοφύλακα Αλμπέρτο Πολέτι (Alberto Poletti) και τον Ραμόν Σουάρεζ (Ramon Aguirre Suárez) τόσο βίαια, με το κεφάλι και τον αγκώνα, ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αιμόφυρτος τον αγώνα, αφού είχε σπάσει η μύτη του. Η αργεντίνικη αστυνομία αντί να τον βοηθήσει, τον συνέλαβε με την κατηγορία της λιποταξίας. Eπειδή δήθεν δεν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία για την Αργεντινή, κάτι εντελώς παράλογο, δεδομένου ότι ο Κομπέν ήταν Γάλλος πολίτης εκ γενετής. Μετά από διεθνή πίεση και αγανάκτηση, αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη μέρα, και οι δύο δράστες τιμωρήθηκαν με μεγάλες ποινές. Μάλιστα ο προπονητής της Μίλαν που δικαίως θεωρείται από τους πιο «σκληρούς» και γενναίους είπε׃ «Είμαι στο ποδόσφαιρο 46 χρόνια, έχω δει χίλιες μάχες, αλλά δεν έχω ξαναδεί τόσο αηδιαστικό θέαμα και σίγουρα δεν θα το ξαναδώ». Ο Φρόιντ έλεγε׃ «Η γενναιότητα κάθε είδους, πρέπει να θεωρείται ως χαρακτηριστικό ευγενούς χαρακτήρα». Και τα λόγια του κορυφαίου ψυχίατρου τα έκανε πράξη τότε.  Ήταν ο πρώτος Γάλλος που κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο.

     Το 1970 επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, για λογαριασμό της Μετς, έως το 1973, παίζοντας 59 παιχνίδια στην «Λιγκ 1». Συνέχισε να σκοράρει και να τερματίζει στις πρώτες θέσεις του πίνακα των σκόρερ. Τελευταία επαγγελματική του στάση του ήταν ο Ερυθρός Αστέρας του Παρισιού, στην Β’ γαλλική κατηγορία, τον οποίο ανέβασε αμέσως στην πρώτη σκοράροντας 24 γκολ βγαίνοντας και πρώτος σκόρερ. Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου 1974-75, παρά τα 15 γκολ σε 31 παιχνίδια δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εκ νέου υποβιβασμό του Ερυθρού Αστέρα και στο τέλος της σεζόν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Είχε τα παρατσούκλια «La Foudre» (Η Αστραπή/Ο Κεραυνός) στη Γαλλία, για την ταχύτητά του, και το «Il Selvaggio» (Ο Άγριος) στην Ιταλία, για το αγωνιστικό του πνεύμα. Σκόραρε συνολικά 117 γκολ στην γαλλική Λιγκ 1, τα 68 με την Λυών. Στην καριέρα του σε 426 αγώνες πέτυχε 204 γκολ. Δεν τα λες και λίγα!! Κατέκτησε πολλούς και σημαντικούς τίτλους. Το Κύπελλο Γαλλίας με τη Λυών, δύο φορές το Κύπελλο Ιταλίας με τις Γιουβέντους και Τορίνο και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο με τη Μίλαν. Ήταν ένας από τους πρώτους Γάλλους διεθνείς που έπαιξαν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη «Σέριε A» της Ιταλίας. Συμμετείχε σε 8 παιχνίδια της εθνικής Γαλλίας από τον Απρίλιο του 1964 έως το 1968, πετυχαίνοντας 4 γκολ. Οι λίγες συμμετοχές του με τους «τρικολόρ» οφείλονται σε δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η παρουσία των Φιλίπ Γκοντέ (Philippe Gondet) και Ερβέ Ρεβελί (Hervé Revelli) την ίδια περίοδο στην γαλλική εθνική ομάδα και ο άλλος, ότι πάνω από μία φορά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους ιταλικούς συλλόγους, για να αγωνιστεί με την εθνική. Συμμετείχε με την εθνική ομάδα της Γαλλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, αγωνιζόμενος στον αγώνα κόντρα στο Μεξικό. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και για πολλά χρόνια είχε ένα κατάστημα ρούχων στην Τουλόν. Αργότερα μετακόμισε στην περιοχή του Μονπελιέ, όπου παρείχε εθελοντική εργασία στο τοπικό σύλλογο σε διάφορες θέσεις, μεταξύ άλλων και ως σκάουτερ. Σήμερα στα 82 του χρόνια παρακολουθεί με την οικογένεια του, ακόμα την «στρογγυλή θεά» και αναπολεί τις μεγάλες του στιγμές…

Θα κλείσουμε το αφιέρωμα μας με δύο συνεντεύξεις του Νεστόρ. Η πρώτη δόθηκε το 2006 για τα 100 χρόνια του συλλόγου της Τορίνο. Και η δεύτερη το 2016 πάλι για την ίδια ομάδα, τη μεγάλη του αγάπη. Παρόλο που έπαιξε για τον «Ταύρο» μόνο για δύο σεζόν, από το 1966 έως το 1968, ένιωσε ότι άφησε ένα κομμάτι της καρδιάς του πηγαίνοντας στο Μιλάνο. H Εκατονταετηρίδα της «Γκρανάτας» έφτασε και δεν μπορούσε να λείπει. Στο τέλος της καριέρας του επέστρεψε στη Γαλλία, ζει στο Maribal, μια μικρή πόλη 150 χλμ. από τη Βαρκελώνη. Μια συνοριακή, αλλά όμορφη πόλη. Λέει γεμάτος συγκίνηση׃ «Δεν μπορούσα να το χάσω. Το να φτάσω εκεί θα είναι μισή περιπέτεια, αλλά δεν μπορούσα να πω όχι σε αυτήν την πρόσκληση από τον «Ταύρο». Ο Πρόεδρος Κάιρο μου τηλεφώνησε προσωπικά: «Δεν τον ήξερα, μεγάλη τιμή. I’m Go back to my family. Η «Τόρο» είναι η πιο συναισθηματική και πιο ένδοξη ομάδα στην οποία έχω παίξει. Το περιβάλλον της «Γκρανάτα» ήταν πολύ καλύτερο από αυτό της Γιουβέντους. Έφτασα εκεί χάρη στον Ρόκο, ο οποίος μετά με πήγε στο Μιλάνο. Λίγο πριν πεθάνει, ο Μερόνι μου είπε: «Θα βάλεις τρία γκολ στη «Γιούβε». Ήταν άγιος, είναι μαζί μου και του μιλάω καθημερινά».

Πέστε μας, αν σας πούμε «Ταύρος», τι σας έρχεται στο μυαλό?

-Η «Τόρο» δεν είναι ομάδα, ο «Ταύρος» είναι μια οικογένεια. Ο Μερόνι ήταν ο αδερφός μου, είναι ακόμα εδώ μαζί μου, τον κοιτάζω στην γιγαντοαφίσα που έχω στο σαλόνι. Του μιλάω κάθε μέρα.

Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω, πώς ήρθες στην Τορίνο?

-Απευθείας από τη «Γιούβε», χάρη στον κύριο Ρόκο. Ένας μπαμπάς για μένα. Ποτέ δεν μου έλεγε κομπλιμέντα, το αντίθετο βασικά, μου έλεγε: «mona και testa de casso» (δεν μεταφράζονται αυτά) όλη την ώρα. Όταν φώναζε κοκκίνιζε σαν ντομάτα, αλλά τι προσωπικότητα! Και τι άνθρωπος. Με ήθελε στην «Τόρο» και μετά με πήρε μαζί του στο Μιλάνο.

Γιατί έφυγες από τη «Γιούβε»?

-Δεν ήμουν χαρούμενος εκεί. Σκέψου ότι έπαιζα με τον Σιβόρι (Sivori), το είδωλό μου. Ο Ντελ Σολ με αγαπούσε επίσης, αλλά δεν μπορούσες να είσαι ευχαριστημένος με έναν προπονητή όπως ο Εριμπέρτο ​​Ερέρα. Ήταν τρελός, είχε στο μυαλό του μόνο τακτικές, το ποδόσφαιρο είναι τέχνη, ήταν Αρειανός.

Γιατί τελικά Τορίνο και όχι κάποια άλλη ομάδα?

-Το 1966 τραυματίστηκα και πήγα να την δω. Μου άρεσε η ομάδα, έπαιζαν ποδόσφαιρο. Το περιβάλλον ήταν πολύ καλύτερο. Ζήτησα βοήθεια από τον Ρόκο. Του είπα׃ «Ορκίζομαι ότι θα τα πάω καλά. Είμαι ικανοποιημένος και θα είσαι χαρούμενος».

Ο Αγρόπι είπε: «Αν ο Νεστόρ είχε το κεφάλι μου, θα είχε κερδίσει 20 Χρυσές Μπάλες». Είναι αλήθεια?

-Έχει δίκιο. Δεν είμαι ηλίθιος, αλλά πήγα σχολείο μόνο για 3 χρόνια, όλα όσα ξέρω τα έμαθα από το δρόμο. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ, πολύ δύσκολα και δεν έτρωγα κάθε μέρα.

Το ποδόσφαιρο, όμως, σου έδωσε φήμη, μετά την πείνα. Έτσι δεν είναι?

-Ναι, αλλά δεν ήμουν από αυτούς που ελέγχω τον εαυτό μου. Κάπνιζα τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα, μου άρεσε η σαμπάνια, η καλή ζωή.

Ακόμα και όμορφες γυναίκες?

-Ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα. Όλα όσα μου ζήτησε το σώμα τα είχα.

Εξακολουθείτε να τρέχετε πίσω από τις φούστες?

-Είμαι 66 ετών, έχω τελειώσει την καριέρα μου. Κοιτάζω τις φωτογραφίες, όταν είχα ακόμη μαλλιά, και λέω στον εαυτό μου Νεστόρ, ήσουν πολύ όμορφος.

Πόσες φορές έχεις παντρευτεί?

-Μία. Το 1963. Η γυναίκα μου είναι ακόμα μαζί μου. Πολλοί από τους συντρόφους μου είπαν: «θα κρατήσει πέντε μήνες, σου αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες». Η ζωή είναι όμως περίεργη. Τελικά σήμερα, αυτοί είναι σχεδόν όλοι χωρισμένοι.

Πήγες  όμως στο νυχτερινό μαγαζί όταν ήσουν ήδη παντρεμένος?

-Ναι φυσικά. Είπα στη γυναίκα μου ότι έπρεπε να πάω στο δείπνο του κλαμπ, ή έβρισκα κάποια άλλη δικαιολογία. Ότι ήμουν πάντα απασχολημένος κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Ήταν πιο δυνατή από μένα».

Και τι είπε ο Ρόκο?

-Άκου αυτό. Δευτέρα, ρεπό, πάω σε ένα μπαρ να παίξω χαρτιά και μπιλιάρδο μαζί του. Με ρωτάει: «Γάλλος, γιατί έτσι με φώναζε, τι πίνεις»? Του λέω: «Το ίδιο όπως εσείς, κύριε Ρόκο». Παραγγέλνει δύο ποτήρια «Barbera» και τέλος. Την επόμενη μέρα, στην προπόνηση, πήγα σιγά-σιγά, δεν μου άρεσε το τρέξιμο: «head de casso, άρχισε να φωνάζει μπροστά σε όλους, τη Δευτέρα τα μπερδεύεις με την «Barbera» μετά την Τρίτη δεν προχωράς, ε»?

Στη συνέχεια όμως σε έφερε στο Μιλάνο. Σωστά?

-Ήταν γκρινιάρης, αλλά με αγαπούσε. Και τον αγάπησα τόσο πολύ.

Πες μας την ιστορία του μαύρου ματιού, την πρώτη μέρα της προπόνησης στην Τορίνο. Πως έγινε?

-Σου το είπε και αυτό ο Άλντο? Ακούστε με την Κυριακή τι θα γίνει. Λίγα είναι να πούμε? ‘Όχι βέβαια. Πάμε στην ιστορία τώρα, τσακώθηκα. Ναι, με έναν Σικελό οπαδό της Γιουβέντους. Σε ένα εστιατόριο. Δεν χρειάζονταν να γίνει, ήμουν εγώ μαζί με τη γυναίκα μου και άλλους συγγενείς. Νευρίασα και διαμαρτυρήθηκα. Μου πέταξε ένα μπουκάλι νερό, του έσπασα μια καρέκλα πάνω στο κεφάλι. Ταινίες γουέστερν, αλλά όλα αληθινά.

Τα χέρια σας, σας «φαγούριζαν» συχνά για καυγά ?

-Ένα βράδυ σε ένα νυχτερινό κέντρο έβαλα πέντε άτομα κάτω. Ήταν οπαδοί άλλων ομάδων με κοιτούσαν έντονα, σχολίαζαν και έτσι έγινε. Τους έριχνα τον έναν μετά το άλλον. Ήταν συνολικά έξι, με παρενόχλησαν. Έτσι τους έβγαλα έξω και τους έκανα ένα  «μασάζ». Ο έκτος έμεινε μέσα. Είσαι ο χειρότερος, του είπα. Πάντα έκανα τον εαυτό μου να τον σέβονται, αλλά αυτή η ικανοποίηση μου κόστισε 5 εκατομμύρια. Πολλά χρήματα, αλλά η Τιμή ενός άντρα είναι ανεκτίμητη.

Μιλώντας για χρήματα. Τι γίνεται με το πόκερ και τα στοιχήματα με τον Μπόλκι (Bolchi) και τον Πολέτι (Poletti)?

-Σπάσαμε απλά τη μονοτονία των αναχωρήσεων. Και στο λεωφορείο ήμασταν στην πρώτη σειρά και ποντάραμε στην πινακίδα του αυτοκινήτου μπροστά.

Τι σημαίνει αυτό?

-Παίρναμε εναλλάξ ένα αυτοκίνητο και κοιτούσαμε τους αριθμούς στην πινακίδα. Δύο ζευγάρια, τρία στο ίδιο είδος. Όποιος έκανε τα περισσότερα κέρδιζε τα στοιχήματα.

Εκτάκτως. Πες μας κάτι για τον Μερόνι, κάνε το για όσους δεν τον έχουν γνωρίσει.

«Ο Τζίτζι ήταν αδερφός μου. Στο γήπεδο, οι αντίπαλοι τον έβριζαν, εκείνα τα καθάρματα. Επρόκειτο να τον υπερασπιστώ και τους έλεγα… βγάλτε τα πάνω μου, σε μένα, ανάθεμά σας. Ποτέ δεν είπε μια κακιά λέξη, ποτέ ένα παράπονο. Ο Τζίτζι ήταν άγιος, γι’ αυτό τον πήρε ο Κύριος. Τον πήρε και τον έβαλε δίπλα του».

Σπαρακτική στιγμή εκείνος ο αποχαιρετισμός?

-Ήμασταν μαζί εκείνο το βράδυ. Ο Πολέτι μου είπε: «έλα, έλα να πιεις ένα ποτό μαζί μας». Απάντησα׃ «Όχι, πάω σπίτι, θα περιμένω να δω την Domenica Sportiva (Αθλητική Κυριακή της Ιταλίας). Είχα πετύχει τρία γκολ απέναντι στη Σαμπντόρια. Ο Τζίτζι μου είπε: «Νεστόρ, πρέπει να κερδίσουμε την Κυριακή. Είναι ένα σημαντικό ματς για εμάς. Ποιος ξέρει, ίσως πετύχεις τρία γκολ και στη «Γιούβε».

Και εσύ τι είπες εκείνη τη στιγμή?

-Τζίτζι, είσαι τρελός. Πώς μπορώ να βάλω τρία στη «Γιούβε»? Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Και αυτός απάντησε: «τίποτα δεν είναι αδύνατο. Όπως τα σημείωσες σήμερα, μπορείς να το κάνεις την επόμενη Κυριακή».

Και έτσι έγινε. Απίστευτο έτσι?

-Δεν ήθελα καν να παίξω. Είχα τον θάνατο στην καρδιά μου. Εκπαιδεύτηκα, αλλά χωρίς γούστο, δεν είχε νόημα. Οι σύντροφοί μου, ο Φάμπρι και η γυναίκα μου επέμειναν και έλεγαν: «κάνε το γι’ αυτόν, του το χρωστάς». Κερδίσαμε 4-0. Τρία γκολ από εμένα και ένα από τον Καρέλι.

Τι είπες σήμερα στον Τζίτζι?

-Τον κοίταξα, του χαμογέλασα. Αγαπητέ Τζίτζι, είμαστε πια μεγάλοι, τι να κάνεις? Αλλά είμαστε εδώ, δεν μας λείπει τίποτα. Υπάρχει υγεία, παρέα, τα παιδιά είναι καλά, λεφτά για να ζήσουν με αξιοπρέπεια επίσης. Έλα, μην το κάνεις αυτό, θα πάμε πίσω στο Τορίνο την Κυριακή.

Και η δεύτερη καταπληκτική του συνέντευξη το 2016.

Ξέρετε, σωστά, ότι στις καρδιές των οπαδών της Tορίνο έχετε αφήσει μια ανεξίτηλη ανάμνηση? Δεν είναι τόσο προφανές, ειδικά για όσους προέρχονται από τη Γιουβέντους.

-Και σκέψου ότι δεν ήθελα να καταλήξω στα «ασπρόμαυρα»! Ξέρεις, η ιστορία μου ως ποδοσφαιριστής είναι όμορφη.

Δεν θέλουμε τίποτα άλλο από το να τη γνωρίσουμε. Θα μας την πείτε?

-Ας ξεκινήσουμε με μια υπόθεση, λοιπόν. Αυτό που μου συνέβη δύσκολα μπορεί να ξανασυμβεί τώρα. Τότε οι ομάδες συμφωνούσαν μεταξύ τους, δεν είχαμε ατζέντηδες ή μεσάζοντες. Σε κάθε περίπτωση, η «Γιούβε», έξι μήνες πριν το τέλος του πρωταθλήματος 1963-64, πλήρωσε σημαντική προκαταβολή στη Λυών για την αγορά της κάρτας μου. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα παρασκήνιο, στην πραγματικότητα, συνέβη να παίξουμε φιλικό αγώνα με τη Ρεάλ Μαδρίτης λίγο πριν το τέλος της σεζόν. Σκόραρα τρία γκολ. Ο Μπερναμπέου εντυπωσιάστηκε από την απόδοσή μου και στο τέλος του παιχνιδιού εξέφρασε στον πρόεδρο της Λυών Μαγιέτ την πρόθεσή του να αγοράσει το νούμερο 8, τον Φλέρι Ντι Νάλο, και εμένα, που φορούσα το 9. Ήθελε να αντικαταστήσει τους δύο σπουδαίους και εντυπωσιακούς παίκτες, τον Πούσκας και τον Ντι Στέφανο. Και αυτό το έμαθα, όταν έκανα το προσωπικό μου κρύο ντους μέσα στα αποδυτήρια. Μάλιστα, ο Μαγιέτ απάντησε: «Δεν μπορώ να τους τον πουλήσω, έχω ήδη μαζέψει κάποια χρήματα από τη Γιουβέντους». Εγώ στη Γιουβέντους? Δεν ήξερα τίποτα για αυτό! Τίποτα! Αλλά μετά σκέφτηκα ότι στα «ασπρόμαυρα» υπήρχε ένας παίκτης σαν τον Σιβόρι, του οποίου είμαι τρελός θαυμαστής από τις μέρες μου στη Ρίβερ. Από μικρός τον ακολούθησα στο γήπεδο της Αργεντινής. Σκέφτηκα ότι είναι σημάδι του πεπρωμένου. Όμως κάτι πήγε στραβά.

Τι συγκεκριμένα?

-Η ομάδα ήταν πολύ καλή, αλλά δυστυχώς είχα έναν προπονητή που δεν καταλάβαινε τίποτα από το ποδόσφαιρο, τον Εριμπέρτο ​​Ερέρα. Ή τουλάχιστον, δεν μπορούσε να με βάλει σε θέση να παίξω όσο καλύτερα μπορώ. Μετά από μόλις ένα χρόνο, η «Γιούβε» είχε αποφασίσει να με πουλήσει, αλλά δεν ήρθε καμία συμφέρουσα πρόταση. Ήθελα να επιστρέψω στη Γαλλία, πίεζαν για δανεισμό στη Βαρέζε. Και κατέληξα στη Λομβαρδία. Τι διάολο! Για όνομα του παραδείσου, η ομάδα απαρτιζόταν από πολύ καλά παιδιά, αλλά δυστυχώς δεν έγινε πραγματικά ποδόσφαιρο και πολλοί με κατηγόρησαν ότι δεν σκόραρα. Δεν πήρα ποτέ την μπάλα στα πόδια, πώς θα μπορούσα?

Μάλιστα, πέτυχες μόλις δύο γκολ. Γιατί όμως κατέληξε στο Τορίνο την επόμενη χρονιά?

-Σου είπα, το Τορίνο ήταν στη μοίρα μου. Μια φορά, ο Ρόκο ήρθε να παρακολουθήσει έναν αγώνα της Βαρέζε. Με είδε να παίζω, ευτυχώς έκανα καλή εμφάνιση. Μου είπε: «Μα πώς είναι δυνατόν να είσαι εδώ»? Του εξήγησα τα πάντα. Πέρα ​​από τον Ερέρα, είχα δυσκολευτεί πραγματικά στη «Γιούβε» λόγω του εντελώς διαφορετικού τρόπου με τον οποίο έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ο Ρόκο με ήθελε στην «Τόρο» αλλά μου είπε ξεκάθαρα ότι δεν θα ήμουν βασικός, ότι θα έπρεπε να κερδίσω τη δουλειά μου. Ευτυχώς, είχα ήδη καταλάβει τι είδους ομάδα ήταν αυτή η «χειροβομβίδα» (άλλο ένα παρατσούκλι της Τορίνο). Ακόμη και όταν ήμουν στη «Γιούβε», έβλεπα τους αγώνες της και σκέφτηκα ότι θα ήθελα να παίξω εκεί. Μου έκανε εντύπωση ο Χίτσενς, τον οποίο νόμιζα ότι ήταν ένα τρελό άλογο. Και όταν τον συνάντησα στο δρόμο, δεν έκρυψα από τον αρχηγό Φερίνι ότι θα μου άρεσε πολύ να παίξω για την «Τόρο».

Η άφιξή του, λοιπόν, ήταν η διαίσθηση του Ρόκο. Καταφέρατε να σας προσέξουν αμέσως?

-Ο Ρόκο είχε μόνο μια λέξη: έπαιζε όποιος άξιζε στο γήπεδο. Ήμουν σε κάποια παιχνίδια στον πάγκο στην αρχή. Μετά αποφάσισε να με αφήσει να μπω, σταδιακά. Αλλά αν έχετε υπερηφάνεια, επιθυμία να αναδυθείτε, να παίξετε καλά, δεν έχετε τίποτα να χάσετε. Και σιγά σιγά άρχισα να βελτιώνομαι. Μετά ο Ρόκο πήγε στο Μιλάνο και εγώ έμεινα, αλλά είπε ότι ήθελε να με πάει στους «ροσονέρι». Τα κατάφερε μετά από δύο χρόνια και σε όλη τη σεζόν 1968-1969 μου επαναλάμβανε: «Παίζεις πολύ καλά στην «Τόρο»! Πως θα σε πάρω? Μου κόστισες πάρα πολύ! Βγάλε το πόδι σου και έλα στο Μιλάνο». Ξεκάθαρα αστειευόταν, αλλά στο τέλος τα κατάφερε και μεταπήδησα στη Μίλαν.

Ο Ντι Τορίνο έχει ήδη αναφέρει αρκετούς παίκτες που έχουν γράψει ιστορία. Ένας ακόμα λείπει: Ο Μερόνι.

-Πάντα βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Αυτός, εγώ, η Κριστιάνα και η γυναίκα μου. Ήταν μια βαθιά, αληθινή φιλία. Ξέρεις, το βράδυ του ατυχήματος, τον είχα αφήσει μόλις πριν από είκοσι λεπτά. Ήταν με τον Πολέτι, μου ζήτησε να πιούμε έναν καφέ μαζί του, μπροστά στο σπίτι του. Του είπα όχι, ήταν τρελός. Είχαμε παίξει με τη Σαμπντόρια (είχα βάλει τρία γκολ), ήμουν πολύ κουρασμένος. Και ήμουν ήδη σε διάθεση για ντέρμπι. Έμενα πιο κάτω, σε σύγκριση με αυτόν, στο «Corso Re Umberto» και σκέφτηκα να πάω σπίτι. Με κορόιδεψε, είπε ότι δεν θα έβαζα ποτέ χατ-τρικ εναντίον της «Γιούβε», ότι ήμουν τυχερός απέναντι στη Σαμπντόρια. Για πλάκα, το έστειλα όπου ξέρετε. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που λέγαμε ο ένας στον άλλο, με ένα χαμόγελο, κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλον, ήμασταν τόσο φίλοι. Ήταν πραγματικά ξεχωριστός ο Μερόνι (μπορείς να νιώσεις πολλή συγκίνηση όταν μιλάει για αυτόν).

Αλλά σε εκείνο το ντέρμπι, ακριβώς σε εκείνο το ντέρμπι αμέσως μετά το ατύχημα, το χατ-τρικ ήταν δικό του?

-Και το είπα στην Τζίτζι. Του είπα: «Κοίτα πώς είμαι, το έκανα!». Ήταν ένα απίστευτο παιχνίδι. Δεν ήθελα να το παίξω, έλεγα συνέχεια σε όλους, από τους συμπαίκτες μου μέχρι τον προπονητή, ότι δεν μπορώ να το κάνω, ότι δεν έχω τη δύναμη. Ο Ρόκο επέμενε, επανέλαβε ότι έπρεπε να το είχα κάνει για τον Μερόνι, ότι έπρεπε να παίξω. Και δεν έκρυψε καν ότι είχα μια επαγγελματική υποχρέωση. Με πλήρωσε η Τορίνο για να πάω στο γήπεδο, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Επανέλαβα στον προπονητή ότι δεν είχα τη δύναμη. Τελικά πήγα στο γήπεδο, εκείνος ο αγώνας ήταν υπέροχος. Όλη εκείνη τη μέρα, στην πραγματικότητα, ήταν. Δεν μπορείτε καν να φανταστείτε πόσο λυπήθηκα. Ο Τζίτζι ήταν σχεδόν σαν αδερφός μου.

Είναι σπάνιο να δεις τόσο δυνατές φιλίες τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου?

-Ναι είναι. Ένας τέτοιος δεσμός επίσης σπάνια συναντάται στη ζωή. Ξέρεις, εδώ στο σπίτι μου στη Γαλλία έχω κρατήσει μερικές φωτογραφίες με εμένα και τον Μερόνι πολύτιμες φωτογραφίες, που κανείς δεν έχει. Τα κρατάω στη θέα, με βοηθούν να θυμάμαι. Έχω τόσα πολλά από αυτά τα επεισόδια! Κάποιος σαν αυτόν δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Ήταν πολύ ταλαντούχος στο γήπεδο και όλοι τον κλωτσούσαν. Και πήγα να πολεμήσω με τους αμυντικούς! Τους είπα να χτυπήσουν εμένα, όχι αυτόν! Και ήταν ο ίδιος ο Τζίτζι που ήρθε να με ηρεμήσει, το τελευταίο πράγμα! Ποτέ δεν είπε μια λέξη παράταιρα, ποτέ ούτε μια κακή λέξη. Δεν έχω δει παίκτη με τόσο υγιή ανατροφή και νοοτροπία.

Ποια είναι η καλύτερη ανάμνηση του Νεστόρ Κομπέν από το Τορίνο?

-Εκτός από την προσωπική μου εκδίκηση με τη «Γιούβε», αγωνίζομαι να βρω ένα πιο σημαντικό από το άλλο. Ήταν πάντα καλό. Ξέρετε πώς θεωρούσα τους οπαδούς της «Tόρο»? Όπως η οικογένειά μου. Όταν τελείωσα την προπόνηση στο «Campo Combi», πήγα σε ένα μπαρ κοντά στη «via Filadelfia». Ήταν μετά τη δουλειά, υπήρχαν πολλοί οπαδοί της ομάδας, που είχαν τελειώσει τη βάρδια τους στη ΦΙΑΤ. Παίζαμε μαζί χαρτιά ή μπολ. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, χάρηκα μαζί τους, ένιωθα άνετα. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να έχω αυτή τη σχέση με τη «Γιούβε». Οι οπαδοί της ήταν μάλλον λίγο πολύ σνομπ, πολύ μακριά από τον τρόπο σκέψης μου.

Πιστεύεις ότι το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ σε σχέση με αυτό που αγωνίστηκες?

-Ναι, στην εποχή μου ήταν πολύ πιο δύσκολο. Παρακολουθώ το ιταλικό πρωτάθλημα και δεν έχω τίποτα να κάνω. Κάτι εντελώς διαφορετικό σε σύγκριση με την εποχή μου. Σκέφτομαι τους υπερασπιστές του τρόμου που αντιμετωπίσαμε. Ήταν δολοφόνοι! Τώρα, μόλις αγγίξεις έναν επιθετικό, πέφτει. Μας σφαγιάζανε. Μακάρι να ήταν όπως είναι τώρα. Θέλεις να μάθεις τι είπα στον Μερόνι? Όταν πήγαμε στην Κατάνια, ή στο Καταντζάρο, εν ολίγοις, σε πολύ δύσκολα, σκληρά γήπεδα, του είπα ότι ήλπιζα να πάω σπίτι με τα πόδια μου. Αυτοί οι αμυντικοί ήταν Βίκινγκς, τώρα πιθανότατα θα μπορούσαν να ποτίσουν το γήπεδο στην καλύτερη περίπτωση (γέλια). Οι παίκτες που αντιμετωπίζαμε παλιά θα αποκλείονταν σχεδόν πάντα.

Το ποδόσφαιρο παραμένει πάντα επίκαιρο?

-Σίγουρα, το ίδιο και ο «Ταύρος». Ακολουθώ πάντα την ομάδα, τελικά σηκωθήκαμε ξανά. Και τώρα υπάρχει η Αθλέτικ Μπιλμπάο…

Πώς περνάς στην επόμενη φάση στην Ευρώπη?

Νίκη εντός έδρας. Το σημαντικό είναι να κερδίζεις και πάνω από όλα να μην δεχόμαστε γκολ. Τουλάχιστον έτσι ο επαναληπτικός θα είναι πιο ασφαλής. Είμαι πεπεισμένος ότι όλα θα πάνε καλά.

Πως το βλέπεις?  Έλα, πάμε γερά Τορίνο, σωστά?

Ακριβώς. Τέλεια, πήγαινε δυνατά «Ταύρε»! Θα τα καταφέρουμε!

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό                                                                                                                                                                                                                                                                                    

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ