Μεξικό 1986 και ο Ντιέγκο Μαραντόνα σηκώνει ψηλά το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο της χώρας του. Ένα Μουντιάλ που το πήρε σχεδόν μόνος του. Κατάρ 2022 και ο Λιονέλ Μέσι, νικώντας τους προσωπικούς του «δαίμονες», σπάει την κατάρα και κατακτάει με την «αλμπισελέστε» το τρίτο. Πριν όμως από το δεύτερο και το τρίτο υπήρξε το πρώτο με αυτόν πρωτοπόρο. Το 1978 το τρόπαιο ανέβηκε στον αργεντίνικο ουρανό, χάρη σε εκείνον τον «τρελό» με τα τρομερά του γκολ! Ο λόγος φυσικά για τον Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες. Πραγματικά ορμούσε προς τα δίχτυα. Ήταν τρομακτικός και τα παράσερνε όλα στο πέρασμα του. Η δίψα του για να σκοράρει ήταν τέτοια, που ο διασκελισμός του έμοιαζε τεράστιος. Ενώ η κλίση του προς το τέρμα ήταν αδύνατον να αναχαιτιστεί από ανθρώπους και φυσικά φαινόμενα. Ο Πελέ κάποτε, αποκάλεσε «ακόρεστη» τη λαχτάρα του για το γκολ. Όταν οι Βραζιλιάνοι άφησαν να υπονοείται, ότι ο αριστεροπόδαρος, με το πιο «γλυκό» δεξί πόδι ταυτόχρονα, Αργεντινός επιθετικός από την Ωραία Πόλη (Μπελ Βιλ) της Κόρδοβα έκανε χρήση αναβολικών.
Ο Κέμπες δεν έμοιαζε με άνθρωπο όταν πατούσε γερά με τα πόδια του στο γρασίδι, για να βρει την ευκαιρία και να σημειώσει ακόμα ένα γκολ. Δεν υπήρχε χαλινό για να τον περιορίσει και αυτό τον έκανε αγαπητό όπου και να έπαιξε. Τα πλήθη τον λάτρευαν και οι οπαδοί τον αποθέωναν. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος Αργεντινός που δεν θεωρήθηκε διάδοχος του Ντιέγκο Μαραντόνα, μόνο και μόνο επειδή ήταν ο πρόγονός του. Έγραψε τη δική του ιστορία με τα έξι γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής το 1978. Και όσο κι αν δεν γίνεται αυτό το παράσημο να του το πάρουν, οι δύο αστερίσκοι, που ήταν επί της ουσίας ένας, ελαφρώς στιγματίζουν τόσο τη δική του παρουσία όσο και την κατάκτηση του τροπαίου από την εθνική ομάδα.
Η δικτατορία του Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα στη χώρα του ασημιού συνεπάγε το με πληροφορίες που η χρήση τους έγινε δίκην χαλασμένου τηλεφώνου. Οπότε εμπλουτίστηκαν με μη πραγματιστικά και πραγματικά γεγονότα και οι οποίες ήθελαν την Αργεντινή παγκόσμια πρωταθλήτρια. Σε αυτό προστέθηκε το περιβόητο 6-0 με το Περού, για την τελευταία αγωνιστική της ημιτελικής φάσης. Όταν η Αργεντινή ήθελε νίκη με σκορ 4-0 απέναντι σε ένα πολύ αξιόλογο συγκρότημα, προκειμένου να προκριθεί απευθείας στον τελικό.
Ο Κέμπες είχε ήδη σκοράρει τα δύο πρώτα γκολ στο 2-0 με την Πολωνία, ένα παιχνίδι στο οποίο χρεώθηκε με πέναλτι λόγω χεριού που έκανε στη γραμμή του τέρματος, με το σκορ στο 1-0, προκειμένου να αποσοβήσει το σίγουρο γκολ που ο Ζμπίγκνιεβ Μπόνιεκ ήταν έτοιμος να πανηγυρίσει. Ο Σουηδός διαιτητής Ουλφ Έρικσον δεν έδειξε κάρτα στον μακρυμάλλη φορ των «γκάουτσος», όμως αυτό ήταν το πνεύμα των κανονισμών. Ο Μάριο, εξάλλου, δεν το κράτησε… κρυφό το χέρι, αφού έπρεπε να κάνει απόκρουση. Ο σπουδαίος Ουμπάλντο Φιλιόλ, ίσως ο κορυφαίος τερματοφύλακας στην ιστορία της Αργεντινής, έπιασε το πέναλτι του «θρυλικού» Πολωνού αρχηγού Καζίμιερζ Ντέινα και ο αριστεροπόδαρος με το νούμερο 10 στην πλάτη (μια σκηνή από ταινία προσεχώς με διάδοχο έναν πιο… συρρικνωμένο ήρωα) συνέχισε να βρίσκει δίχτυα στη διοργάνωση. Στο παιχνίδι με το Περού, που οι καταγγελίες για τρομοκρατία και δωροδοκία διατηρούν την ισχύ τους ως τις μέρες μας, η «μπιανκοσελέστε» προκρίθηκε πανηγυρικά με σκορ 6-0.
Ο ίδιος πέτυχε άλλα δύο γκολ και σε αυτά αθροίστηκε το δίδυμο εκείνων που χάρισαν στην Αργεντινή το Παγκόσμιο Κύπελλο στον τελικό της 25ης Ιουνίου με την Ολλανδία στο «Μονουμεντάλ». Το πρώτο με σουτ μέσα από τη μεγάλη περιοχή στο 38’ λεπτό και το δεύτερο με ταπ ιν στο 105’ λεπτό, με το οποίο πρόλαβε τον Γιαν Γιόνγκμπλουντ ο οποίος είχε αποκρούσει την πρώτη προσπάθειά του. Με καραμπόλα, άλλωστε, ήρθε και το τρίτο γκολ της ομάδας του Λουίς Σέζαρ Μενότι, στο 115’ λεπτό με τον Ντανιέλ Μπερτόνι.
Η χαρακτηριστική ιστορία… ανάνηψης του Κέμπες στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής θα γινόταν να χωριστεί σε διάφορες παραμέτρους. Μία εξ αυτών των προλήψεων από τον ομοσπονδιακό τεχνικό, Σέζαρ Λουίς Μενότι. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους καιρούς, που η αντίδραση σε μια τέτοια είδηση θα γινόταν να λειτουργήσει ως διελκυστίνδα παραίτησης για τον εκάστοτε τεχνικό, αυτές οι ιστορίες έχουν μια «πρέζα» νοσταλγίας, πολλώ δε μάλλον όταν η συνέχεια της δικαιώνει. Το ημερολόγιο έγραφε 15 Ιουλίου 1954 όταν ο Μάριο Κέμπες, ο ποδοσφαιριστής που οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1978 και που λατρεύτηκε στη Βαλένθια, είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Ο Μάριο ήταν άγουρο παιδί, αμούστακο παιδαρέλι που θα έλεγε κάποιος λυρικά.
Το 1974 αφού έπαιζε στην Ινστιτούτο δε Κόρδοβα από το 1970, όταν και είχε δώσει… ψεύτικο όνομα, συγκεκριμένα Κάρλος Αγκιλέρα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί στον προπονητή της ομάδας, ο οποίος δεν ήταν πεπεισμένος πως κάποιος Κέμπες, για τον οποίον μιλούσαν και τον οποίο ήδη κοστολογούσαν ακριβά, άξιζε τον κόπο. Αναλυτικά ο ιστορικός διάλογος του προπονητή και του Μάριο.
-Ονομάζεσαι?
-Κάρλος Αγκιλέρα, από την Μπελ Βιλ.
-Γνωρίζεις κάποιον Κέμπες που μένει εκεί και λένε ότι είναι φαινόμενο? Ζητάνε ένα καράβι λεφτά για να μου τον φορτώσουν.
-Όχι κύριε, δεν τον γνωρίζω…
Ο Μάριο προτίμησε να πει ψέματα, έχοντας ενημερωθεί από πριν ότι ο προπονητής της Ινστιτούτο δεν πολυπίστευε όσα του είχαν πει για τον πιτσιρικά που διέπρεπε στην Ταγέρες. Λίγη ώρα αργότερα πετύχαινε δύο γκολ στο πρώτο τέταρτο του ματς και άλλα τρία στα επόμενα δυο παιχνίδια δοκιμής και ο Ροντρίγκες ζήτησε την απόκτησή του! Η Ταγέρες ήταν το πρώτο βήμα του, αλλά αυτός κοίταζε ψηλότερα, άλλωστε τα 184 εκατοστά του κορμιού του, του το επέτρεπαν. Για μια διετία έκανε απίθανα πράγματα στη «Liga Cordobesa», αυτό αποδεικνύουν τα 78 γκολ σε 81 συμμετοχές. Ο πατέρας του, με γερμανικές ρίζες και πρώην ποδοσφαιριστής της Νιούελς Ολντ Μπόις στα νιάτα του, είχε, μάλιστα, βάλει όρο ο γιος του να μένει στο Μπελ Βιλ όλη την εβδομάδα και να πηγαίνει στην Κόρδοβα μόνο για τα παιχνίδια. Η Ινστιτούτο πήρε το πρωτάθλημα και ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία και μόλις τη σεζόν 1972-73 επιτέλους είχε την πρώτη επαφή με τον πρωταθλητισμό. Ύστερα από 11 γκολ σε 13 παιχνίδια την πρώτη χρονιά του, κλήθηκε σε καμπ της εθνικής ομάδας το 1973 και αυτό συνδυάστηκε, στο τέλος του έτους, με τη μεταγραφή του στη Ροζάριο Σεντράλ, η οποία υπήρξε ιδιαιτέρως αποδοτική. Μέχρι τότε έπαιζε στην ομάδα νέων της Αργεντινής και σε τέσσερις αγώνες είχε βάλει επτά γκολ. Η πρώτη χρονιά του ήταν τέτοια που υποχρέωσε τον προπονητή Βλαδισλάο Καπ να τον πάρει στην Εθνική για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Έπαιξε και στα έξι παιχνίδια, τα τρία στη φάση των προκριματικών ομίλων και τα άλλα τρία στην ημιτελική φάση, αλλά δεν σκόραρε. Ο Μενότι είχε δει τον «χάρο» με τα μάτια του, μάλιστα γνώριζε ότι οι παρενέργειες της αποτυχίας του ’74, όταν η Αργεντινή τερμάτισε τελευταία στον όμιλο με τις Ολλανδία, Βραζιλία και Ανατολική Γερμανία, θα ωχριούσαν μπροστά σε εκείνες του 1978.
Έτσι, παρότρυνε τον Κέμπες να ξυρίσει το μουστάκι το οποίο είχε λανσάρει στη διοργάνωση, προκειμένου να αλλάξει το γούρι. Ο Αργεντινός το έκανε και ο Μενότι ένιωθε δικαιωμένος για την πρόληψη του. Ο επιθετικός του, άλλωστε, δεν ήταν αθώος του αίματος σε ότι αφορά τις δεισιδαιμονίες. Την τελευταία αγωνιστική του ισπανικού πρωταθλήματος εκείνη τη χρονιά, όταν πια ήταν παίκτης της Βαλένθια, είχε αισθανθεί ενοχλήσεις στο γόνατο και είχε βάλει μια λευκή αυτοκόλλητη ταινία προκειμένου να τις μειώσει.
Απέναντι στη Ράγιο Βαγεκάνο πέτυχε τέσσερα γκολ και προσπέρασε τον Σαντιγιάνα, της Ρεάλ Μαδρίτης, στην εντυπωσιακή μονομαχία για τη θέση των πρώτων σκόρερ στο πρωτάθλημα. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξανάβγαλε, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, την ταινία από το γόνατό του!!
Η Ιστορία μπορεί να μη δικαίωσε εντελώς τον Κέμπες, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη θέση του στους ποδοσφαιρικούς ήρωες, αφού η αίσθηση της ατιμίας υπήρξε «λυδία λίθος» για εκείνον μυθιστορικά, πάντως ούτε του πεταματού ήταν, ούτε κάποιος τολμά να μην τον χαρακτηρίσει σπουδαίο ποδοσφαιριστή. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα, αφού ο Μενότι το σκέφτηκε πολύ για να τον καλέσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το ναυάγιο του 1974 αποδόθηκε στο ότι οι ποδοσφαιριστές που αποτελούσαν την εθνική ομάδα ήταν ετερόκλητοι, δηλαδή είχαν φτάσει από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ποδόσφαιρο που έπαιξαν χαρακτηριζόταν από έλλειψη χημείας και σχετική άγνοια για τους αντιπάλους. Ο αρειμάνιος καπνιστής Μενότι έθεσε το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων» και με τον Κέμπες μπήκε σε πραγματικό δίλημμα, αφού από το 1974 ο μακρυμάλλης Αργεντινός είχε βρει το σπίτι του στη Βαλένθια. Παρ’ ότι φαινομενικά μπήκε «μαχαίρι» στις κλήσεις ποδοσφαιριστών που έπαιζαν στο εξωτερικό, τελικά κάλεσε τον ποδοσφαιριστή που είχε ήδη βάλει 52 γκολ σε 68 παιχνίδια με τους «Τσε» στη «Λα Λίγκα». Γι’ αυτό, κιόλας, μετά την τελική νίκη επί των Ολλανδών, ο 23χρονος ποδοσφαιριστής ευχαρίστησε τον προπονητή του για την κλήση.
Με τον Μενότι, άλλωστε, ο Μάριο πήγε και στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του, το 1982 στην Ισπανία. Για συμπαίκτη είχε τον Ντιέγκο Μαραντόνα, που η αποπομπή του το 1978 είχε ξεσηκώσει θύελλα στην Αργεντινή. Ο «Πελούσα» του είχε κάνει, μάλιστα, το τραπέζι το 1981, όταν ο Κέμπες επέστρεψε για ένα χρόνο στην Αργεντινή για να παίξει με τη Ρίβερ, πριν επιστρέψει στη Βαλένθια για μία επιπλέον διετία. Ήταν η τελευταία διοργάνωση του εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο και η ήττα από τη Βραζιλία, με 3-1, ένα παιχνίδι το οποίο έγινε στη Βαρκελώνη, ήταν η τελευταία συμμετοχή του με την Εθνική. Μάλιστα, έγινε αλλαγή στο ημίχρονο. Την «αλμπισελέστε» αποχαιρέτησε με 20 γκολ σε 43 ματς, αφού επλήγη από τους τραυματισμούς και, αν και μόλις 31, δεν μπόρεσε να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Η Βαλένθια είναι ακόμη ευγνωμονούσα για τη θητεία του Μάριο, ο οποίος είχε σηκώσει «μπαϊράκι» το 1976, προκειμένου να φύγει από τη Ροζάριο Σεντράλ. Στο Ροζάριο τον εκτιμούσαν ιδιαιτέρως, άλλωστε τα 160.000 δολάρια που είχαν δώσει στην Κόρδοβα για να τον αποκτήσουν κατέστησαν την άφιξή του ως την πιο ακριβή στην ιστορία του αργεντινού ποδοσφαίρου. Είχε εξομολογηθεί μάλιστα ότι αν δεν τον άφηναν να φύγει, θα σταματούσε το ποδόσφαιρο. Για να του επιτρέψουν την… έξοδο, ψήφισαν τα 1.199 μέλη του συλλόγου και τα 967, πιθανώς ταυτιζόμενα μαζί του, του έδωσαν το δικαίωμα να κάνει το μεγάλο ταξίδι.
Στη Βαλένθια ο Κέμπες έφτασε κακόκεφος και μάλιστα στο πρώτο παιχνίδι του, ένα φιλικό με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είχε τόσο κακή απόδοση που οι οπαδοί των «νυχτερίδων» τον αποδοκίμαζαν αποκαλώντας τον γαϊδούρι. Ήταν ο τεχνικός διευθυντής της ισπανικής ομάδας, Μπερναρντίνο Πέρεθ, που με τα στατιστικά από τα ισπανικά περιοδικά, διαπίστωνε ότι το όνομα του ήταν συνεχώς ανάμεσα σε εκείνα των σκόρερ. Άλλωστε με τη φανέλα της Ροζάριο πέτυχε 85 γκολ σε 107 παιχνίδια. Ο παράγοντας της ομάδας, μιας περιοχής που βρέχεται από τη Μεσόγειο, έφτασε στο Ροζάριο για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ποιος ήταν ο ποδοσφαιριστής που είχε «στοιχειώσει» τη στατιστική των ισπανικών περιοδικών. Ασφαλώς, όταν τον είδε να επελαύνει ξετρελάθηκε. Ο δημοσιογράφος Χοσέ Μαρία Μουνιός τον είχε αποκαλέσει «Ματαντόρ» (El Matador), ήτοι «αρχιταυρομάχος», έπειτα από ένα γκολ του με τη Ροζάριο κόντρα στην Μπόκα Τζούνιορς. Αλλά το στήσιμό του και η αέρινη προσέγγιση του παιχνιδιού, μια πρωτοτυπία για φορ, παρέπεμπαν περισσότερο σε καβαλάρη, τόσο επιβλητικός ήταν. Ο Πέρεθ φοβήθηκε την έκθεση του, καθώς εκτός των άλλων έχασε και πέναλτι στο φιλικό «Trofeo Naranja». Η Βαλένθια είχε δώσει 600.000 δολάρια για την απόκτησή του, χρήματα ουδόλως αμελητέα. Ο πρόεδρος Ράμος Κόστα έτρεμε από τα νεύρα του. Αλλά ο Κέμπες είχε τους λόγους του που είχε κακή απόδοση.
Δεν ήταν μόνο ένα κλιματικό τζετ λαγκ, η μετάβαση από το κρύο στη ζέστη και η ταλαιπωρία του ταξιδιού, αλλά και ότι μέσα του «κυοφορούσε» φυσίγγια! Η αιτία για αυτό το αναπάντεχο εύρημα ήταν ένα ορτύκι, το οποίο έφαγε ο Αργεντινός σε ένα εστιατόριο της Καστίγια λα Μάντσα, δηλαδή λίγο μετά την άφιξή του στη Μαδρίτη και στο δρόμο προς τη Βαλένθια!! Σύντομα, οι κραυγές αποδοκιμασίας μετατράπηκαν σε συνθήματα λατρείας. Οι οπαδοί της Βαλένθια φώναζαν και τραγούδαγαν στο «Μεστάγια», το θρυλικό σύνθημα׃ «no diga gol, diga Kempes (Μη λες γκολ, λέγε Κέμπες)». Οι οποίοι ακόμα και τώρα τον θεωρούν τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή στην ιστορία της ομάδας. Δύο πρώτα χρόνια στο «Μεστάγια», δύο τίτλοι πρώτου σκόρερ.
Και δεν ήταν καν φορ. Την πρώτη σεζόν έβαλε 24 φορές την μπάλα στα δίχτυα, και τη δεύτερη την «κάρφωσε» 28! Δέκα χρόνια πάσχιζαν να βρουν στη «Λα Λίγκα» έναν «Pichichi» με περισσότερα από 24 γκολ. Ο Κέμπες ισοφάρισε το ρεκόρ, στην παρθενική «αναγνωριστική» του σεζόν και το συνέτριψε στη δεύτερη. Οι τελευταίοι που είχαν ανάλογα νούμερα ήταν οι «Μεγαλειότητες» Φέρεντς Πούσκας και Αλφρέδο Ντι Στέφανο. Ο Κέμπες δεν ήταν καν κλασσικός φορ, ουσιαστικά ερχόταν ως αριστερός εξτρέμ σε ένα πολύ ρευστό σχήμα με τρεις επιθετικούς, με τον τεράστιο Τζόνι Ρεπ δεξιά και τον μεγάλο Κάρλος Ντιάρτε στην κορυφή. Για να έρθει πιο κοντά στα σύγχρονα μέτρα, εκείνη η τριάδα της Βαλένθια ήταν ότι εγγύτερο στο «MSN» (Μέσι-Σουάρεζ-Νεϊμάρ) της «υπερηχητικής» Μπαρτσελόνα.
Ο «μύθος» του, όμως, εδραιώθηκε από τις μεγάλες στιγμές. Επί παραδείγματι τα δύο τέρματα που σημείωσε στο 2-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης, στον τελικό του Κυπέλλου Ισπανίας (Copa del Rey) στις 30 Ιουνίου του 1979, μέσα στο «Βιθέντε Καλντερόν». Η αυταπάρνησή του στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στις 14 Μαΐου του 1980 στο «Χέιζελ» των Βρυξελλών. Μία διοργάνωση στην οποία πέτυχε 8 γκολ σε 9 ματς, όταν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στο δεξιό γόνατο. Όμως παρά τους πόνους έκανε το χατίρι του συμπατριώτη του προπονητή, Αλφρέδο ντι Στέφανο, να παίξει στο ματς απλώς και μόνο για να απασχολεί τους αμυντικούς της Άρσεναλ. Ο «αρχιταυρομάχος» έκανε άριστα για άλλη μια φορά τη δουλειά του.
Ο αγώνας ήταν αμφίρροπος και σκληρός. Έτσι το 0-0 ήταν το τελικό σκορ και μετά τη λήξη της παράτασης. Ο Κέμπες έχασε το πρώτο πέναλτι στην ψυχοφθόρο διαδικασία, αλλά η Βαλένθια επικράτησε εν τέλει 5-4 και κατέκτησε τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της.
Με τους «Τσε (τα άλλο παρατσούκλι της Βαλένθια, ο όρος «Che», προέρχεται από ένα επιφώνημα «che» της διαλέκτου των Βαλενθιάνων, εφάμιλλο με το αγγλικό «Hey», το οποίο χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να διακόψουμε κάποιον)» ο Κέμπες κατέκτησε και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (Super Cup) το 1980, στους δύο τελικούς με τη Νότιγχαμ Φόρεστ (1-2, 1-0). Το 1981 επέστρεψε στην πατρίδα του και τη Ρίβερ Πλέιτ, κερδίζοντας το πρωτάθλημα το 1982. Σε 29 παιχνίδια σκόραρε 15 γκολ. Μετά τον ένα χρόνο στην πατρίδα του επιστρέφει στη Βαλένθια. Το 1984 έφυγε, ύστερα από 217 ματς και 132 γκολ. Πήγε στη Χέρκουλες, με την οποία έπαιξε ακόμα δύο χρονιές στην πρώτη κατηγορία. Έπειτα μετακόμισε στην Αυστρία, όπου από το 1986 έως το 1992 έπαιξε στις Φερστ Βιέννης, Σεντ Πόλτεν και Κρέμσερ. Στη συνέχεια αγωνίστηκε στην Ινδονησία με την Πελίτα Τζάγια, στη Χιλή με τη Φερνάντεζ Βιάλ και τελείωσε την καριέρα του μετά τα 40, ως παίκτης-προπονητής της αλβανικής Λούσνια. Ως το 2002 ήταν προπονητής, σε ομάδες από διάφορες χώρες. Ινδονησία, Ιταλία, Αλβανία και σε συλλόγους της Νότιας Αμερικής χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και έπειτα έγινε σχολιαστής για το ESPN. Το 1999, η «IFFHS», δηλαδή η Ομοσπονδία της Ποδοσφαιρικής Ιστορίας και Στατιστικής, τον κατέταξε στην έκτη θέση με τους κορυφαίους Αργεντινούς του 20ου αιώνα.
Στην πόλη Κόρδοβα της Αργεντινής, το 2011 το Ολυμπιακό Στάδιο της Κόρδοβα το «Στάδιο Παγκόσμιου Κυπέλλου Chateau Carreras» άλλαξε όνομα. Τώρα όλοι το λένε «Στάδιο Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες» (Mario Alberto Kempes Stadium). Με χωρητικότητα περίπου 57.000 θεατών, είναι ένα από τα πιο μεγάλα στη χώρα. Το περιοδικό «World Soccer» τον συμπεριέλαβε στους 100 καλύτερους ποδοσφαιριστές του 20ου αιώνα. Το 2004 ονομάστηκε από τον Πελέ ως ένας από τους καλύτερους 125 ζωντανούς ποδοσφαιριστές, ως τμήμα των εορτασμών των 100 χρόνων της ΦΙΦΑ. Στην προσωπική του ζωή είναι παντρεμένος με την Χούλια Κέμπες και έχουν πέντε παιδιά. Νατάσα, Νικόλ, Μαγκαλί, Αριάν και Μάριο.
Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Κατέκτησε με τη Βαλένθια το Κύπελλο Ισπανίας το 1979, το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1980 και το Ευρωπαϊκό Σουπερ Καπ πάλι την ίδια χρονιά. Με τη Ρίβερ Πλέιτ σήκωσε το πρωτάθλημα Νασιονάλ το 1981 και με την Πελίτα Τζάγια το πρωτάθλημα «Galatama» το 1994. Και φυσικά το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1978. Σε ατομικό επίπεδο βγήκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος της Αργεντινής το 1974 (Nacional) και το 1976 (Metropolitan), πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος το 1977 και το 1978, πήρε το χρυσό παπούτσι του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1978,
ψηφίστηκε ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1978, ήταν μέλος της καλύτερης ομάδας Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1978, κατέκτησε τη χρυσή Μπάλα (Ballon d’or) το 1978-Le nouveau palmarès (οι νέοι νικητές), Onze d’Or το 1978, Olimpia de Plata το 1978, καλύτερος ποδοσφαιριστής Νότιας Αμερικής το 1978, πρώτος σκόρερ του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1979-80, FIFA 100, IFFHS Παίκτης Νότιας Αμερικής του 20ου αιώνα στο νούμερο 23, World Soccer περιοδικό: Οι 100 μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές του 20ου αιώνα, Golden Foot το 2007 και από την AFA (Αργεντίνικη Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου) ήταν μέλος της καλύτερης ομάδας όλων των εποχών (έκδοση 2015).
Το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι προς τιμήν του διοργανώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1995. Μεταξύ της Ροζάριο Σεντράλ και της Νιούελς Ολντ Μπόις και μάλιστα σημείωσε ένα γκολ στο πρώτο ημίχρονο. Μέχρι εκείνο το σημείο μετρούσε εννέα τέρματα σε 15 clásicos απέναντι στη Νιούελς. Είκοσι χρόνια μετά από την εποχή που σημείωνε αυτά τα τέρματα, το πάθος των οπαδών δεν είχε αλλάξει και έτσι ο αγώνας διεκόπη στο δεύτερο ημίχρονο λόγω εκτεταμένων επεισοδίων. Να ξέρετε ότι στην Αργεντινή τρία είναι τα αιώνια ντέρμπι. Ρίβερ Πλέιτ-Μπόκα Τζούνιορς, Ιντεπεντέντε-Ράσινγκ Κλουμπ και φυσικά το Ροζάριο Σεντράλ-Νιούελς Ολντ Μπόις. Λίγους μήνες αργότερα ο «Ματαντόρ», θα επανέλθει στην ενεργό δράση στη δεύτερη κατηγορία της Χιλής.
Συνολικά κατά τη διάρκεια της καριέρας του σε 561 επίσημους αγώνες σημείωσε 404 γκολ! Από το 2013 έγινε επίτιμος πρεσβευτής της Βαλένθια σε όλον τον κόσμο. Η φανέλα του με το νούμερο «10» συνεχίζει να πουλιέται ακόμα και σήμερα στις μπουτίκ της Βαλένθια!!! Μετριόφρων και πάντα χαμηλών τόνων σε όλη την καριέρα του, δεν «βοήθησε» και ο ίδιος στο να πρωταγωνιστήσει έξω από τα γήπεδα. Ο Σέσαρ Λουίς Μενότι, προπονητής του στο Μουντιάλ του 1978, προλογίζοντας τη βιογραφία του Κέμπες, γράφει χαρακτηριστικά: «Θυμάμαι ότι μέσα στην τρέλα των πανηγυρισμών για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, με πλησίασε ο Μάριο και μου είπε: Ευχαριστώ που με καλέσατε Σέσαρ. Όλο αυτό το χρωστάω σε σας. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν αυτός ευγνώμων σε μένα»! Μνημονεύεται μέχρι σήμερα, όχι μόνο ως δεινός «κανονιέρης», αλλά και για το απαράμιλλο «fair play» του, καθώς δεν πήρε ποτέ κίτρινη ή κόκκινη κάρτα σε διεθνή αναμέτρηση. Υπήρχε κάποτε μια καταπληκτική ιστορία που την είχε πει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής μας.
Είχε χάσει πολλά χρήματα και κοιμόταν στο ράντζο του πατέρα του μέσα στο στάβλο. Και αυτό γιατί ήθελε να «καθαρίσει» το μυαλό του και να πάρει τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον.
Ο Μάριο Κέμπες ήταν μια απίστευτη προσωπικότητα. Είναι μέρος του μεγαλείου του τα μακριά πόδια, το επιβλητικό μέγεθος, το μαλλί που ανεμίζει. Μια φιγούρα ανάμεσα στην ψυχεδελική ηρεμία του Τζίμι Πέιτζ και τη σωματική μεγαλοπρέπεια του ιαπωνικού ρομπότ, «Daitarn 3», που έσπαγε ταμεία εκείνη την εποχή. Ο Κέμπες εν ολίγοις είναι όλα τα late ’70s μαζεμένα σε μια φιγούρα, όλη η δεκαετία σε έναν άνθρωπο. Μελαχρινός, χρωματιστό πουκάμισο ανοιχτό για να φαίνεται το τριχωτό στήθος, χρυσή καδένα στο λαιμό, μακρύ μαλλί και σμιχτό, πλούσιο φρύδι. Τον παρατηρούσες και ήσουν βέβαιος ότι είχε περάσει από το «Startsky & Hatch», ότι έχει κλειδωμένο στο γκαράζ ένα καλιφορνέζικο «muscle car» και στήνει κόντρες με τον «Magnum PI» στην παραλιακή του Μαλιμπού. Απλώς ο Μάριο Αλμπέρτο Κέμπες ζωντάνευε αυτήν την εικόνα στο πράσινο «χαλί», με τα φώτα στραμμένα επάνω του και την εξέδρα να παραληρεί. Ακουμπούσε τη μπάλα και έπαιρνε «φωτιά» ο τόπος, ο θεατής διέκρινε τους υπερμεγέθεις αστραγάλους, τον παρατηρούσε να επελαύνει και είχε ήδη φανταστεί την κατάληξη. Δεν γινόταν αυτός ο παίκτης να μην έχει σουτ-οβίδα, δεν ήταν δυνατόν να κωλυσιεργεί, να καθυστερεί τη μπάλα, να παίζει ποδόσφαιρο με σκοπιμότητα. Ότι έκανε εξέπεμπε ασταμάτητη ενέργεια. Ξεκινούσε σχεδόν πάντα από μακριά, ήθελε οπωσδήποτε δεκάδες μέτρα στη διάθεσή του, επιζητούσε την ντρίπλα, ήθελε να τους περνάει σαν αέρας. Εκμεταλλευόταν στο έπακρο το γεγονός ότι οι στόπερ ήταν απασχολημένοι με τον κεντρικό κυνηγό κι εκείνος φρόντιζε να έρχεται από μακριά, όπως το ιππικό που σάρωνε τους δύσμοιρους πεζούς στο διάβα του. Έτσι έμοιαζε στο γήπεδο. Σαν κομψό καθαρόαιμο άτι που καλπάζει μεγαλειωδώς και παρασύρει τα πάντα.
Την μπάλα την ήθελε, πιο σωστά, την απαιτούσε στα μισά διαστήματα. Τόσο μοντέρνος, τόσο μπροστά από την εποχή του. Και εκείνη την εποχή ήταν ο κύριος λόγος που ήταν απρόβλεπτος για προπονητές και αντιπάλους. Κινείτο σε χώρους του γηπέδου ακίνδυνους για την εποχή, με άμυνες μαεστρικά στημένες και βιδωμένες στη θέση τους, γιατί είχαν την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαν εύκολα να τον αναχαιτίσουν. Αντιλαμβάνονταν τι συνέβη, συνήθως όταν η μπάλα είχε ξετινάξει τα δίχτυα και ο Κέμπες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό έτρεχε στους πιστούς του. Μάτια ορθάνοιχτα, κραυγή διαπεραστική και Golazo!!!! Από τεχνικής σκοπιάς, ήταν ότι πιο κοντινό στην ιδέα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, απίστευτα επίκαιρος, μοναδικά «τακτοποιημένος» τακτικά. Αψεγάδιαστη πρώτη επαφή, από τους πρώτους που δεν χρησιμοποιούσαν το κοντρόλ προκειμένου να ελέγξουν τη μπάλα αλλά ως ευκαιρία απόκτησης πλεονεκτήματος από τον αντίπαλο. Είτε με απευθείας ντρίπλα είτε με δημιουργία ανοιχτού χώρου ιδανικού για επέλαση. Στο μυαλό του ήταν η εστία και μόνον αυτή. Να φτάσει κοντά, να δει το φόβο στα μάτια του τερματοφύλακα και να σουτάρει. Ήξερε να το κάνει χωρίς καν να χρειαστεί να εκμεταλλευτεί τα σωματικά του προσόντα, τη δύναμη και το ύψος του. Τον πρώτο αντίπαλο τον περνούσε συνήθως με το κοντρόλ-ντρίπλα. Τον δεύτερο με το διασκελισμό, τον τρίτο με προσποίηση, τον τέταρτο, όταν χρειαζόταν, με ένα απαλό χάδι με τις τάπες, τέλειο για να στρωθεί η μπάλα στο πόδι και να φύγει η οβίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά οι αντίπαλοί του δεν προλάβαιναν καν να τον αγγίξουν.
Έπεφταν κάτω στην προσπάθεια να κάνουν φάουλ, τους ατίμαζε ακούσια και εκούσια κατ’ επανάληψη.
Ήταν όμως τόσο εντυπωσιακός, τόσο σαρωτική η εμφάνισή του, ώστε ήταν αδύνατον να μην επηρεάσει την pop κουλτούρα της εποχής. Εκτός από την εικόνα και το παρουσιαστικό, εκτός από τα αδιάψευστα βίντεο με την αχαλίνωτη ποιότητα και τους πανηγυρισμούς του με τα χέρια ψηλά, ένας πολύ νεαρός Ιάπωνας σκιτσογράφος, ο Γιοΐτσι Τακαχάσι, σχεδίασε ένα ολόκληρο «Manga» βασισμένο στο ποδόσφαιρο. Το «Captain Tsubasa». Οι πρωταγωνιστές έχουν σχεδόν όλοι μακριά μαλλιά, το ποδόσφαιρο απεικονίζεται σαν ατέλειωτη κούρσα με τη μπάλα στα πόδια, τα σουτ είναι τόσο δυνατά που η μπάλα γίνεται οβάλ και τρυπάει τα δίχτυα. Ο Κέμπες είναι «σπασμένος στα δύο», είναι και οι δυο πρωταγωνιστές του «Anime». Καθόρισε την τέχνη, όπως καθόρισε και την ιδέα του επιθετικού που μπορεί να αλλάξει το παιχνίδι με οποιονδήποτε τρόπο ανά πάσα στιγμή. Για την ακρίβεια, όπως ακριβώς και στη φανταστική ιστορία του Τακαχάσι, να «σπάσει» το παιχνίδι. Κι αν η μνήμη του καλύφθηκε σταδιακά από μεγαλύτερους ή πιο επιτυχημένους απ’ αυτόν, η «ιδέα του» διαμόρφωσε, ειδικά στη Λατινική Αμερική, μια ολόκληρη γενιά επιθετικών που ακολούθησαν ευλαβικά την παρακαταθήκη του και αναφέρονται ιδανικά στην αίσθηση της παντοδυναμίας του…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό