Το 1997 μία ομάδα νεαρών προπονητών από τη Ρωσία είχε πάει στις μεγάλες Ιταλικές πόλεις για εκπαιδευτικό ταξίδι και να παρακολουθήσει τις προπονήσεις ομάδων όπως η Γιουβέντους, η Μίλαν, η Ίντερ. Ο τότε τεχνικός της Γιουβέντους Μαρτσέλο Λίπι τους είπε καταλαβαίνω ότι μελετάτε τις μεθόδους προπόνησης των μεγάλων Ιταλικών συλλόγων και προπονητών αλλά κάποτε εμείς μελετούσαμε προπονητικές μεθόδους και προπονητές που προέρχονταν από τη δικής σας χώρας και ποιο συγκεκριμένα του Λομπανόφσκι.

Από νεαρή ηλικία, όταν ακόμα έπαιζε ποδόσφαιρο ο Λομπανόφσκι ήταν ανικανοποίητος και ήθελε όλα να λειτουργούν στην εντέλεια. Χαρακτηριστική έχει μείνει η ιστορία των πανηγυρισμών της κατάκτησης του πρωταθλήματος ΕΣΣΔ από την Ντιναμό Κιέβου το 1961, της οποίας ο «Λόμπα» ήταν από τους πρωταγωνιστές. Αυτό ήταν το πρώτο πρωτάθλημα που κατακτούσε ομάδα εκτός Μόσχας και τα πανηγύρια κράτησαν αρκετές ημέρες στο Κίεβο. Φυσικά οι ποδοσφαιριστές που ήταν και οι πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να λείπουν από αυτά. Σε μία εκδήλωση που παρευρισκόταν όλη η ομάδα της Ντιναμό υπήρχε κάποιος που δεν βρισκόταν και σε τόσο εύθυμη κατάσταση και ήταν ο 22χρονος τότε Λομπανόφσκι.  O Βολοντίμιρ Σαμπαλντίρ που ήταν επιφανές μέλος της επιστημονικής κοινότητας του Κιέβου και λάτρης του ποδοσφαίρου πήγε να τον συγχαρεί. Ο «Λόμπα» τον ευχαρίστησε και συνέχισε “Ναι κερδίσαμε το πρωτάθλημα…ε και; Το κερδίσαμε απλά επειδή οι αντίπαλοι μας ήταν χειρότεροι από εμάς, σε κάποια παιχνίδια ήμασταν πολύ κακοί, γενικά δεν είμαι ευχαριστημένος με την απόδοση μας“. Αργότερα όταν πάνω στην κουβέντα ο Σαμπαλντίρ τον ρώτησε “Ποία είναι το όνειρα σου σαν ποδοσφαιριστής”; Ο νεαρός επιθετικός του απαντά με την ίδια ακριβώς ερώτηση “Εσένα ποιο είναι το όνειρο σου σαν επιστήμονας“; Ο Σαμπαλντίρ που δεν περίμενε αυτή την ερώτηση από τον ποδοσφαιριστή του απαντά “Είναι να κάνω κάτι καλό στην επιστήμη…να συνεισφέρω στην βελτίωση της“. Ο Λομπανόφσκι τότε του λέει “Μόλις απάντησες ο ίδιος στην ερώτηση που μου έκανες“. Φανταστείτε οποιονδήποτε άλλο ποδοσφαιριστή αυτής της ηλικίας μετά από μία τόσο μεγάλη επιτυχία σε τι κατάσταση θα βρισκόταν εκείνη τη στιγμή και τι απάντηση θα έδινε σε αυτή την ερώτηση. Αυτός ο διάλογος δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Ουκρανός από τα 20 του ήταν τόσο συνειδητοποιημένος που ήξερε ακριβώς τι ήθελε από τη ζωή. Δείγμα της οξυδέρκειας και του κριτικού τρόπου σκέψης του ήταν το γεγονός ότι το 1964 δεν θα διστάσει να έρθει και σε κόντρα με τον προπονητή της Ντιναμό και θεμελιωτή του 4-4-2 (μία εποχή που όλοι χρησιμοποιούσαν κυρίως το 3-2-5 και το 4-2-4) Βίκτορ Μασλόφ για θέματα τακτικής ξέροντας ότι έτσι έθετε τον εαυτό του εκτός ομάδας. Αρκετά χρόνια μετά βρισκόμενος και ο ίδιος στη θέση του προπονητή θα παραδεχόταν το τότε λάθος του.

Το σημείο καμπής στην καριέρα του Λομπανόφσκι αλλά και της εξέλιξης του ίδιου του αθλήματος ήταν το αντάμωμα του κάπου στο Κίεβο με τον στατιστικολόγο και καθηγητή φυσικής αγωγής Ανατόλι Ζελέντσοφ. Οι δύο τους φέρανε την «επανάσταση στο ποδόσφαιρο» εισάγοντας νέες ριζοσπαστικές μεθόδους προπόνησης κάνοντας το ποδόσφαιρο κυριολεκτικά επιστήμη. Χρησιμοποιώντας ορολογία πληροφορικής χαρακτηρίσανε το ματς σαν «σύστημα», την ομάδα σαν «υποσύστημα» τους παίχτες σαν «στοιχειά του συνόλου» και τις συνεργασίες των παιχτών «συνδέσεις». Με διάφορους πειραματισμούς, ασκήσεις στο γήπεδο αλλά και «επί χάρτου» βγάλανε το συμπέρασμα ότι με σωστή προετοιμασία είναι εφικτό ακόμα και να μηδενίσεις τις αντεπιθέσεις του αντιπάλου. Ενώ όταν ανακτάς τη μπάλα πρέπει με τη σειρά σου να αντεπιτεθείς από την αδύναμη πλευρά του –δηλαδή από την αντίθετη μεριά από την οποία σου εκδήλωσε επίθεση- λόγω της μικρής συγκέντρωσης παικτών του αντιπάλου θα έχεις ένα μεγάλο αριθμητικό πλεονέκτημα. Συχνά ο Σοβιετικός τεχνικός έλεγε “Πρέπει πάντα να είμαστε ένα βήμα μπροστά και αν ο αντίπαλος καταφέρει και προσαρμοστεί στην τακτική μας οφείλουμε αμέσως να την αλλάξουμε…γιαυτό και στη προπόνηση μας διδάσκουμε τόσους πολλούς αυτοματισμούς”. Πειθαρχία, καλή εξωγηπεδική ζωή, και πάνω από όλα η θυσία του «εγώ» για το καλό του συνόλου ήταν η βάση της επιτυχίας. Από κει και πέρα έλαβε δράση η επιστημονική προσέγγιση σε όλους τους τομείς της ομάδας. Ο Ζελέντσοφ εισήγαγε στο ποδόσφαιρο την λεπτομερή ανάλυση του αντιπάλου με χρήση βίντεο. Όπως επίσης και των παιχτών της ίδιας του της ομάδας αποτυπώνοντας με στατιστικά στοιχεία τη δουλειά που κάνουν στο γήπεδο σε εννιά βασικές κατηγορίες όπως ένταση, λάθη, αριθμό σπριντ, συμμετοχή στο παιχνίδι κλπ. Όλα αυτά ξεχωριστά για κάθε παίχτη αλλά και για όλη την ομάδα συνολικά. Την επόμενη μέρα των αγώνων αλλά και των προπονήσεων αυτά τα στατιστικά στοιχεία ήταν αναρτημένα σε πίνακα στα αποδυτήρια ώστε όλοι να μπορούν να δουν και να κρίνουν τις δικές τους επιδόσεις τους αλλά και αυτές των συμπαιχτών τους. Άλλη μία καινοτομία του Ζελέντσοφ ήταν η χρήση μίας οθόνης κάτι σαν φώτο-πλέι που οι παίχτες έκαναν τεστ για την εξάσκηση της μνήμης τους με εικόνες και σύμβολα των οποίων έπρεπε να απομνημονευόσουν τη θέση πριν αυτές εξαφανιστούν και αργότερα όταν εμφανιστούν στην κορυφή της οθόνης να τις ξαναβάλουν στην αρχική τους θέση. Όπως και τεστ για την μέτρηση των αντανακλαστικών τους αντιδράσεων όπου μία κουκίδα κινούταν με διάφορες ταχύτητες στην οθόνη και εκείνοι έπρεπε να πατήσουν το κουμπί όταν η κουκίδα βρίσκονταν (για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου) σε μία συγκριμένη θέση. Με τα διάφορα τεστ του ο Ζελέντσοφ προσδοκούσε στην βελτίωση της μνήμης και της ευφυίας των παιχτών ώστε να μπορούν να απομνημονεύουν και να εκτελούν το πλήθος των συστημάτων και συνδυασμών του Λομπανόφσκι μέσα στο γήπεδο. Μάλιστα μετά από χρόνια χρήσης αυτών των μεθόδων φτάσανε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να χάσει η ομάδα που τα λάθη της σε ένα παιχνίδι δεν ξεπερνάνε το 18% του συνόλου των ενεργειών της.

Για να τα εφαρμόσει όλα αυτά ο Λομπανόφσκι επέμεινε και κατάφερε στην κατασκευή υπερσύγχρονου προπονητικού κέντρου στο Κίεβο για τις μεγάλες απαιτήσεις της ομάδας. Όταν κατασκευάστηκε αυτό το προπονητικό κέντρο είχε πισίνα, θάλαμο χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης ώστε οι παίχτες να προπονούνται σε συνθήκες περιορισμένου οξυγόνου αυξάνοντας έτσι την αντοχή τους, υπερσύγχρονες ιατρικές εγκαταστάσεις, χώροι αποθεραπείας, αίθουσα προβολής βίντεο και άλλα πολλά. Για να βλέπει και μελετάει τους αντιπάλους της Ντιναμό στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις ο Λομπανόφσκι είχε στήσει το δικό «δίκτυο κατασκόπων». Οι οποίοι μέσω Τσεχοσλοβακίας και Ουγγαρίας του «γράφανε» τα παιχνίδια σε βιντεοκασέτες και του τα στέλνανε στο Κίεβο, γιατί εκείνη την εποχή το Σοβιετικό καθεστώς απαγόρευε την προβολή αγώνων από τα «διεφθαρμένα» πρωταθλήματα της δύσης.

Σαν σχηματισμό χρησιμοποιούσε κυρίως το 4-4-2 καταργώντας τον λίμπερο και εφαρμόζοντας άμυνα ζώνης σε ευθεία γραμμή με τα πλάγια μπακ να παίζουν όλη τη πλευρά και να βοηθούν ενεργά και στην επίθεση. Το πρέσινγκ γινόταν και από τις τρεις γραμμές που όμως δεν ξεκινούσε από πολύ ψηλά. Ενώ κατά την επίθεση εφάρμοζε άπλωμα του παιχνιδιού σε όλο το πλάτος του γηπέδου, με την ανάπτυξη να γίνεται περισσότερο παράλληλα πάρα κάθετα -κάτι σαν το Αμέρικαν Φούτμπολ- ώστε να συμμετέχει όλη η ομάδα. Στόχος του ήταν να δημιουργεί αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου κατά την επίθεση της ομάδας του «βγάζοντας» στην επίθεση περισσότερους παίχτες. Σαν προπονητής ήταν ψυχρός και απόμακρος από τους παίχτες, το οποίο ήταν μέρος της τακτικής του και αυτό. Επιθυμούσε να αποβάλει το «συναίσθημα» και από τους ποδοσφαιριστές ώστε να μένουν προσηλωμένοι στο πλάνο του παιχνιδιού και να μην επηρεάζονται από τη ροή του αγώνα, φάλτσο-σφυρίγματα και «εχθρικές» έδρες. Έκρυβε τα συναισθήματα του, σπάνια έδειχνε πανικό στον πάγκο ενώ απέφευγε φωνές και έντονα ξεσπάσματα. Πολλοί ήταν οι παίχτες που δεν άντεξαν τις μεθόδους και υπερβολικές απαιτήσεις του Ουκρανού και έφυγαν πριν καν αγωνιστούν σε επίσημο παιχνίδι. Είχε όμως την ικανότητα να προσεγγίσει διαφορετικά τον κάθε παίχτη ενώ η πίεση που ασκούσε πάνω τους είχε να κάνει με τις αντοχές του καθενός. Η σχέση του με κάποιους παίχτες -όπως ο Μπελάνοφ- ήταν αυστηρά επαγγελματική ενώ αντίθετα με κάποιους άλλους ήταν όπως η σχέση πατέρα-γιού. Οι βασικοί λόγοι την που με την εθνική ομάδα -στις δύο πρώτες θητείες του- δεν είχε τις ίδιες επιτυχίες που είχε με την Ντιναμό Κίεβου ήταν δύο. Πρώτον γιατί δεν είχε αρκετό χρονικό διάστημα τους παίχτες στη διάθεση του ώστε να μπορέσουν να αφομοιώσουν τα συστήματά του. Και δεύτερον ήταν πολύ δύσκολο να περάσει τη νοοτροπία του σε «φτασμένους» παίχτες που ήταν «σταρ» στους συλλόγους που αγωνίζονταν. Η διαφορά αυτή φάνηκε το 1986 και το 1988 που είχε το «ελεύθερο» από την ομοσπονδία να χρησιμοποιήσει όποιους παίχτες ήθελε. Έτσι και εκείνος χρησιμοποίησε σχεδόν αυτούσια την ομάδα της Ντιναμό Κιέβου.

“Εξαιρετικός παίχτης σημαίνει 1% ταλέντο και 99% δουλειά….υπομονή και δουλειά”. Υψηλή ένταση, ταχύτητα, φυσική κατάσταση, αυτοματισμοί, λεπτομερής ανάλυση αντιπάλου, παράγωγη παιχτών από τις ακαδημίες και συνεχής βελτίωση των αδυναμιών των ποδοσφαιριστών. Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν το σύγχρονο ποδόσφαιρο τα ίδια ακριβώς χαρακτήριζαν και τον Λομπανόφσκι πριν 50 χρόνια. Μονό που τότε τον ακολουθούσαν και άλλοι χαρακτηρισμοί όπως «αιρετικός», ότι κακοποιεί το άθλημα, ότι δεν αφήνει τους παίχτες να παίξουν ελεύθερα, ότι έχει αφαιρέσει τη φαντασία και το συναίσθημα από το σπορ και άλλα παρόμοια. “Το μέλλον στο ποδόσφαιρο είναι η καθολικότητα…δηλαδή όλοι οι παίχτες να κάνουν όλες τις δουλείες μέσα στο γήπεδο όλοι μαζί να αμύνονται όλοι μαζί να επιτίθενται ακόμη και ο τερματοφύλακας να μπορεί να ξεκινάει μια επίθεση με μια σωστή πρώτη μεταβίβαση της μπάλας’’. O Άγιαξ και η εθνική Ολλανδίας του Ρίνους Μίχελς της δεκαετίας του ‘70 έχει μείνει στην ιστορία σαν η ομάδα που «λανσάρισε» την καθολικότητα (ή Τόταλ Φούτμπολ) και την κατάργηση των θέσεων των παιχτών μέσα το γήπεδο. Την ίδια εποχή στην άλλη άκρη της Ευρώπης Τόταλ Φούτμπολ χωρίς συγκεκριμένες θέσεις των παιχτών στο γήπεδο παρουσίαζε και η Ντιναμό του Λομπανόφσκι χρησιμοποιώντας  διαφορετικές μεθόδους από αυτές του Ολλανδού, με μεγαλύτερη όμως παρεμβατικότητα του προπονητή στο παιχνίδι. Γιατί το καθολικό ποδόσφαιρο του Ουκρανού βασίζονταν στην προσήλωση στο σύστημα και στην επιστημονική προσέγγιση του παιχνιδιού. Σε αντίθεση με τον Ολλανδό συνάδελφό του που στηριζόταν περισσότερο στο αστείρευτο ταλέντο του Γιόχαν Κρόιφ και των συμπαικτών του και όχι στην τακτική και στην επίμονη στη λεπτομέρεια. Εξάλλου ο Ολλανδός έδινε αρκετές ελευθερίες στους παίχτες του μέσα στο γήπεδο κάτι που ακολούθησε αργότερα και ο «μαθητής» του Γιόχαν Κρόιφ σαν προπονητής. Αλλά ακόμη και σήμερα -πόσο μάλλον εκείνη την εποχή- είναι πιο εύκολο να προβάλεις στην κοινή γνώμη μία φαντεζί, γεμάτη «καλλιτέχνες» ομάδα που υποστηρίζει ένα ελεύθερο στυλ παιχνιδιού ενός Ολλανδού παρά μία πειθαρχημένη ομάδα που βασίζεται στη δύναμη του συνόλου, τους αυτοματισμούς και που την καθοδηγεί ένας Σοβιετικός. Το εντυπωσιακό όμως είναι παρά την εμμονή του Λομπανόφσκι στη δύναμη του συνόλου και την υποταγή του «εγώ» στο «εμείς» κατάφερνε να αναδεικνύει το ατομικό ταλέντο των παικτών του. Το έκανε μάλιστα σε τόσο μεγάλο βαθμό που «χάρισε» τη χρυσή μπάλα στον Όλεγκ Μπλαχίν το 1975, στον Ιγκόρ Μπελάνοφ το 1986 και στον Αντρέι Σεφτσένκο το 2004, που αν και ο τελευταίος αγωνιζόταν με τα «ροσσονέρι» της Μίλαν από το 1999 έχει πει πολλές φορές ότι όλα όσα έχει καταφέρει τα οφείλει στον «Λόμπα».

Το αποτύπωμα του στο σύγχρονο ποδόσφαιρο μπορούμε να το δούμε στο πέρασμα των χρόνων βλέποντας τον Άγιαξ του φαν Χάαλ της περιόδου 1994-1996, την Πόρτο του Μουρίνιο τις σεζόν 2002-03 και 2003-04, με τελευταίο και πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό της Λίβερπουλ του Κλοπ. Ομάδες που πετυχαίνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα βασιζόμενες στις αγωνιστικές αρχές του Λομπανόφσκι. Ομάδες που στηρίζονται στη δύναμη του συνόλου, την πίεση στον αντίπαλο, τους αυτοματισμούς, που δείχνουν σε κάθε ματς τη σκληρή δουλειά που γίνεται στην προπόνηση και δεν εξαρτώνται αποκλειστικά στις ακριβές μεταγραφές, στο ατομικό ταλέντο και την διάθεσή συγκεκριμένων παιχτών της ομάδας.

Στην τηλεόραση πολλές φορές βλέπουμε πλάνα από προπονήσεις ομάδων κάποιους νεαρούς με τη φόρμα του συλλόγου να κρατάνε ένα τάμπλετ (ή κάποια άλλη έξυπνη συσκευή) στο χέρι να συζητάνε με τους προπονητές και να παρακολουθούνε την προπόνηση. Ή ακόμα και κατά τη διάρκεια ενός αγώνα κάποιος να βρίσκεται στη άκρη του πάγκου με ένα λάπτοπ στηριγμένο στα γόνατά του να έχει στραμμένη όλη του την προσοχή σε αυτό, αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του… χωρίς όμως να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε όλα αυτά. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε ομάδας υπάρχει μία στρατιά αναλυτών, σκάουτερς, γυμναστών, διατροφολόγων και άλλων ειδικών που μετράνε και αναλύουν και την παραμικρή κίνηση του κάθε παίχτη. Όλοι αυτοί φροντίζουν να παρέχουν λεπτομερέστατη πληροφόρηση στους προπονητές της ομάδας για τον επόμενο αντίπαλο αλλά και για τους δικούς τους παίχτες ώστε να μπορέσει να γίνει η καλύτερη δυνατή προετοιμασία για το επόμενο ματς. Ακόμα μέσω ειδικών εφαρμογών στέλνονται στο κινητό των παιχτών αναλυτικά τα στοιχεία για τον τρόπο παιχνιδιού του επόμενου τους αντιπάλου ώστε αυτοί να μπορέσουν να τα μελετήσουν και από το σπίτι τους. Να μην ξεχνάμε επίσης και τις «κάρτες» με τα στατιστικά στοιχεία των αντιπάλων ομάδων ή ενός συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή που παρουσιάζονται κατά την διάρκεια και το τέλος ενός παιχνιδιού τα οποία μας δίνουν με μία ματιά την εικόνα του αγώνα. Μπορεί όλα αυτά τα στοιχεία να θεωρούνται δεδομένα στο σύγχρονου ποδόσφαιρο για τον παίχτη, τον προπονητή, τον φίλαθλο όμως χωρίς τη συμβολή του Λομπανόφσκι και του Ζελέντσοφ δεν θα είχαν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό. Έτσι την επόμενη φορά που θα δούμε την «κάρτα» με τα στατιστικά στοιχεία, τον άνθρωπο που κάθεται στον πάγκο προσηλωμένο σε ένα τάμπλετ ή την ανάλυση ενός ντέρμπι από διαφόρους «τηλέ-ειδικούς» των αθλητικών εκπομπών θα ξέρουμε από ποίους, πότε, και πού ξεκίνησαν όλα αυτά.

 

Από τον Μιχάλη Μαντζουράνη.

[vc_gallery type=”image_grid” images=”1186,1177,1170,1169,890,896,1187″]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ