Ποδόσφαιρο. Το παιχνίδι που όλοι αγαπάμε. Μικροί, μεγάλοι και ακόμα πιο μεγάλοι συγκινούνται, παθιάζονται, κλαίνε και διασκεδάζουν. Ο «βασιλιάς» των σπορ. Άνθρωποι κάθε φυλής, θρησκείας, χρώματος και ιδεολογίας γίνονται ένα. Σε αυτό το μοναδικό συναρπαστικό φαινόμενο. Όμως υπάρχουν φορές, που χωρίς να φταίει το παιχνίδι κάποιοι, που κατέχουν θέσεις εξουσίας, το χρησιμοποιούν για εξωτερική πολιτική, και δυστυχώς ακόμα και για πόλεμο μεταξύ δύο χωρών. Σήμερα το art of football θα ασχοληθεί με αυτή την τραγική, αληθινή ιστορία. Τον πόλεμο των 100 ωρών ή αλλιώς ο «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου (La Guerra del Futbol)» όπως ονομάστηκε. Τα αντιμαχόμενα κράτη ήταν η Ονδούρα με το Ελ Σαλβαδόρ. Φυσικά και στα δύο υπήρχαν δικτατορικές κυβερνήσεις.
Ο πόλεμος ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου και σταμάτησε στις 18 Ιουλίου του 1969. Η αφορμή ήταν οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις των δύο γειτονικών χωρών της Κεντρικής Αμερικής. Το κίνητρο τεράστιο. Οι δύο χώρες είχαν τερματίσει πρώτες στους ομίλους τους, και ο νικητής θα έπαιρνε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 που θα γινόταν στο Μεξικό. Θα ήταν και μια μεγάλη χαρά στους λαούς και των δύο κρατών. Αφού με τις χούντες που είχαν, η μόνη διασκέδαση και η εθνική υπερηφάνεια βρίσκονταν στο ποδόσφαιρο. Είδαμε ότι η αφορμή δόθηκε στο παιχνίδι, τα αίτια όμως ήταν άλλα και πολύ βαθύτερα. Και αυτά ανάγονταν στις τεταμένες σχέσεις τους, εξαιτίας του αναδασμού της γης στην Ονδούρα, και του μεταναστευτικού ρεύματος από το Ελ Σαλβαδόρ προς αυτήν. Ο σύντομος πόλεμος άφησε πίσω του 6.000 νεκρούς, ακόμα περισσότερους, τραυματίες, χωριά κατεστραμμένα, ενώ υπολογίζεται πως πάνω από 300.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους.
Το Ελ Σαλβαδόρ και η Ονδούρα εκείνη την εποχή, ήταν δύο χώρες που μαστίζονταν από φτώχεια και αβυσσαλέες κοινωνικές ανισότητες, χωρίς καμία προοπτική. Με σκληρές χουντικές κυβερνήσεις που καμία σημασία δεν έδιναν στο λαό. Πραγματικές «μπανανίες» που λέμε απλά στην Ελλάδα. Και οι δύο βρίσκονταν, υπό την άμεση επιρροή της Ουάσινγκτον, που προωθούσε ένα κοινό οικονομικό χώρο στην περιοχή, ως αντίβαρο στην αυξανόμενη «γοητεία» της κομμουνιστικής Κούβας. Το Ελ Σαλβαδόρ με έκταση, περίπου όσο η Πελοπόννησος, ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένο με 3.000.000 κατοίκους. Ενώ η Ονδούρα με έκταση λίγο μικρότερη από την Ελλάδα είχε μόλις 2.333.000 κατοίκους. Και οι δυο χώρες ήταν παλιές αποικίες της Ισπανίας, οι κάτοικοι μιλούσαν ισπανικά και η θρησκεία ήταν ο ρωμαιοκαθολικισμός.
Πως φτάσαμε όμως στο σημείο να γίνει πόλεμος? Εδώ θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Από τις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχε ένα μεταναστευτικό «ρεύμα» από το πυκνοκατοικημένο Ελ Σαλβαδόρ προς την αραιοκατοικημένη Ονδούρα. Με την πάροδο των ετών, οι μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ έφθασαν τις 350.000 και αριθμούσαν το 15% του πληθυσμού της Ονδούρας. Η μεγάλη αυτή μειονότητα, εργάστηκε σκληρά και τη δεκαετία του ’60, κατείχε μεγάλη έκταση γης στα σύνορα των δύο χωρών, προκαλώντας τον φθόνο και την αντίδραση των ντόπιων. Μεγαλύτερες εκτάσεις γης κατείχαν οι λιγοστές οικογένειες γαιοκτημόνων της χώρας, καθώς και η αμερικανική εταιρεία «United Fruit Company», που παράγει τις γνωστές σε όλους μπανάνες «Chiquita (Τσικίτα)». Τότε, με όλα αυτά ο δικτάτορας της Ονδούρας, Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο, επιχείρησε αναδασμό της γης κάτω από την εντεινόμενη λαϊκή αντίδραση. Αλλά ήταν ανίκανος να αντιπαρατεθεί, με τους μεγάλες γαιοκτήμονες και φυσικά με τους Αμερικανούς. Έτσι στράφηκε στην εύκολη λύση των μεταναστών. Δήμευσε την ακίνητη περιουσία τους που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει και τη μοίρασε στους ντόπιους ακτήμονες.
Οι μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους στην κυριολεξία. Αφού χάνοντας την περιουσία ήταν σε τρομερή δύσκολη θέση. Ένιωθαν ανεπιθύμητοι τόσο στη νέα όσο και στην παλιά τους πατρίδα. Φυσικά ο Τύπος και τα μέσα ενημέρωσης του Ελ Σαλβαδόρ άλλο που δεν ήθελαν και το εκμεταλλεύτηκαν. Υποδαύλιζαν την κατάσταση δημοσιεύοντας και διογκώνοντας ιστορίες βίας κατά των μεταναστών συμπατριωτών τους στην Ονδούρα. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών επιδεινώθηκαν. Οι δυο δικτάτορες «έτριβαν» τα χέρια τους και καλόβλεπαν μια πολεμική αναμέτρηση που θα τους έβγαζε από τα αδιέξοδα.
Έτσι είχαν τα πράγματα φτάνοντας στις 8 Ιουνίου του 1969. Όταν οι εθνικές ομάδες των δύο χωρών στην πρωτεύουσας της Ονδούρας Τεγκουσιγκάλπα παρατάχθηκαν στο ομώνυμο στάδιο. Ήταν το πρώτο παιχνίδι. Η γηπεδούχος τελικά νίκησε με 1-0 με το γκολ του Ρομπέρτο Καρντόνα να μπαίνει στις καθυστερήσεις που ήταν δέκα λεπτά!! Το Ελ Σαλβαδόρ έκανε λόγο για στημένο παιχνίδι αφού έγιναν αδιανόητα πράγματα. Το βράδυ, πριν το παιχνίδι, έξω από το ξενοδοχείο που έμενε η αποστολή των φιλοξενούμενων, κάτοικοι της Ονδούρας έκαναν απίστευτη φασαρία με φωνές, κατάρες και βρισιές. Ενώ μετά τη λήξη του παιχνιδιού μια 18χρονη κοπέλα η Αμέλια Μπολάνιος, πήρε το όπλο του πατέρα της και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά!!! Η εφημερίδα «El Nacional» είχε τίτλο την επόμενη μέρα με μεγάλα γράμματα׃ «Δεν μπόρεσε να αντέξει την ταπείνωση που υπέστη η πατρίδα της». Η κηδεία της καλύφτηκε από τα τηλεοπτικά μέσα ζωντανά σε μια προσπάθεια διέγερσης του εθνικού συναισθήματος. Η προσπάθεια πέτυχε.
Στον επαναληπτικό αγώνα η αποστολή της Ονδούρας δέχτηκε ανάλογη υποδοχή. Αλλά αυτά που συνέβησαν ούτε καν τα φαντάζονταν. Ο καλύτερος παίκτης και «αστέρι» της ομάδας ήταν ο Χοσέ Ενρίκε Καρντόνα. Το παρατσούκλι του ήταν «λαγός». Δούλευε στη φάρμα μπανανών της «United Fruit Company», αλλά η εκτελεστική του δεινότητα του έδωσε τη μεταγραφή στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Οι Σαλβαδοριανοί «καλωσόρισαν» τον Καρντόνα, με εικόνες που έδειχναν να τον σοδομίζει ένας μεγαλύτερος λαγός!! Άλλες αφίσες και πλακάτ έδειχναν οποιονδήποτε μη λευκό παίκτη της Ονδούρας με ένα κόκκαλο ανάμεσα στα ρουθούνια του!! Τα λόγια του Καρντόνα συγκλονίζουν׃ «Είχα συνηθίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές αλλά έβλεπα τους συμπαίκτες μου πολύ νευριασμένους. Την Παρασκευή πριν τον αγώνα δολοφονήθηκαν δυο άνθρωποι έξω από το ξενοδοχείο μας και για αυτό το λόγο μας μετέφεραν στην πρεσβεία μας για να μείνουμε». Όμως έγιναν και άλλα. Άλλοι έσπασαν παράθυρα, άλλοι πετούσαν κλούβια αυγά και ψόφιους ποντικούς.
Και ταυτόχρονα όλοι κρατούσαν στα χέρια τους πορτραίτα της εθνικής ηρωίδας πλέον Αμέλιας Μπολάνιος. Έτσι στις 15 Ιουνίου στο στάδιο «Fior Blanca (Λευκό Λουλούδι) έγινε η ρεβάνς. Όταν έπαιζε ο εθνικός ύμνος της φιλοξενούμενης όλο το στάδιο «έβραζε». Στη θέση της σημαίας υψώθηκε μια βρώμικη, ξεσκισμένη απομίμηση της. Ένα κουρέλι κυριολεκτικά. Τελικό σκορ 3-0 για τη γηπεδούχο. Από μια νίκη κάθε ομάδα. Το τρίτο και καθοριστικό παιχνίδι θα γινόταν σε ουδέτερο έδαφος. Ο προπονητής της φιλοξενούμενης με μια δήλωση τα είπε όλα׃ «Ευτυχώς που χάσαμε. Αν κερδίζαμε δε θα ζούσαμε τώρα». Πολλοί όμως από τους φιλάθλους της Ονδούρας δεν ήταν τόσο τυχεροί. Τα νοσοκομεία γέμισαν από άγρια ξυλοκοπημένους, περίπου 200 αυτοκίνητα με πινακίδες από την Ονδούρα πυρπολήθηκαν. Το γελοίο και τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ο δικτάτορας του Ελ Σαλβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες επέρριψε την ευθύνη των επεισοδίων στους κομμουνιστές. Στις 26 Ιουνίου το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα, έπειτα από πληροφορίες για αντίποινα της αστυνομίας σε βάρος Σαλβαδοριανών μεταναστών. Την επόμενη έγινε ο τρίτος και καθοριστικός αγώνας στην Πόλη του Μεξικού.
Σύμφωνα με τον Γκρεγκόριο «Γκόγιο» Μπούντιο, τον τότε Αργεντινό προπονητή του Ελ Σαλβαδόρ, όλη η ομάδα ήταν καλεσμένη στο σπίτι του προέδρου πριν τον αγώνα׃ «Μας προσέφερε γλυκά και αναψυκτικά και μου είπε ότι αφού ήμουν ξένος έπρεπε να υπερασπιστώ τα εθνικά χρώματα, επειδή αυτός ο αγώνας αφορούσε την εθνική μας αξιοπρέπεια». Ο Μπούντιο και ο βοηθός του, οι οποίοι είχαν έξι μήνες να πληρωθούν, έφτασαν μέχρι το σημείο να καταταγούν ως έφεδροι. Τα ακριβή του λόγια ήταν׃ «Δεν θα κρυβόμασταν κάτω από το κρεβάτι». Αλλά ακόμα και αυτή η πατριωτική ενέργεια δεν θα σήμαινε το παραμικρό για τον πρόεδρο, αν δεν κέρδιζαν στον αγωνιστικό χώρο. Θυμάται ο Μπούντιο και συνεχίζει׃ «Πώς θα γυρνούσαμε στο Ελ Σαλβαδόρ, αν χάναμε? Έτσι, παίξαμε 120 λεπτά στο Μεξικό υπό συνθήκες κρύου και συνεχούς βροχής και σε πολύ μεγάλο υψόμετρο». Περίπου 5.000 Σαλβαδοριανοί παρευρέθησαν στον αγώνα, κάποιοι από τους οποίους διένυσαν τα 770 χιλιόμετρα με μηχανές. Η ομάδα τους προηγήθηκε δύο φορές αλλά η Ονδούρα απάντησε άλλες τόσες με τον Καρντόνα. Στο δεύτερο ημίχρονο, ο Μπούντιο είπε στους αμυντικούς του να βρουν λύση με τον επιθετικό με το μόνο τρόπο που μπορούσαν. Ο Καρντόνα ακόμα λέει με θυμό׃ «Με έβγαλαν έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Με κλώτσησαν στο στήθος. Έχω παίξει στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Αγγλία και δεν μου έχει συμβεί ποτέ τίποτα ανάλογο».
Η επιθετική απειλή της Ονδούρας είχε εξασθενίσει και ακριβώς στο τέλος του αγώνα ο Μον Ροντρίγκες σκόραρε το νικητήριο γκολ για το Ελ Σαλβαδόρ. Ο Μπούντιο αναλύει τις λεπτομέρειες που οδήγησαν στη νίκη: καθόλου φαγητό στο ξενοδοχείο υπό το φόβο τροφικής δηλητηρίασης, αγορά νέων παπουτσιών για το υγρό και γλιστερό τερέν του σταδίου «Αζτέκα» και επιβεβαίωση ότι όλοι οι παίκτες έπιασαν τους όρχεις τους πριν βγουν στον αγωνιστικό χώρο «για να μην τους αφήσουν στα αποδυτήρια». Καθαρά αγωνιστικά η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ ήταν στις λεπτομέρειες καλύτερη. Παίζοντας ένα επιθετικό 4-4-2, οι παίκτες εναλλάσσονταν στις θέσεις των επιθετικών και μάλλον δίκαια πήγε στο Μουντιάλ του 1970. Αν και αυτό δεν έχει καμία σημασία. Μέρα με τη μέρα η κατάσταση στα σύνορα των δύο χωρών χειροτέρευε και οι αψιμαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Τις πρωινές ώρες της 14ης Ιουλίου 1969 η Σαλβαδοριανή αεροπορία βομβάρδισε την πρωτεύουσα της Ονδούρα Τεγκουσιγκάλπα, ενώ την ίδια ώρα οι χερσαίες δυνάμεις της πέρασαν τα σύνορα με την Ονδούρα. Μέχρι το βράδυ της 15ης Ιουλίου είχαν εισχωρήσει σε βάθος 8 χιλιομέτρων, αλλά η προέλασή τους ανεκόπη ελλείψει εφοδίων και κυρίως καυσίμων.
Η αεροπορία της Ονδούρας με τη σειρά της είχε βομβαρδίσει τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Σαλβαδόρ. Οι πολεμικές αεροπορίες και των δύο χωρών ήταν απαρχαιωμένες, καθώς χρησιμοποιούσαν ελικοφόρα αεροπλάνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αμερικανικής κατασκευής. Στη μάχη μπήκαν και πολιτικά αεροπλάνα, διασκευασμένα με διάφορες πατέντες σε πολεμικά. Αναφέρθηκαν μάλιστα περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα πληρώματά τους έριχναν με το χέρι τις βόμβες. Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι χερσαίες δυνάμεις της Ονδούρας, καθώς πολλές μονάδες υπήρχαν μόνο στα χαρτιά. Οι αρμόδιοι για τη στελέχωσή τους στρατιωτικοί είχαν ενθυλακώσει τα χρήματα που τους είχαν εμπιστευτεί.
Το πρωί της 16ης Ιουλίου η κατάσταση στα πεδία των μαχών βρισκόταν σε αδιέξοδο. Οι Σαλβαδοριανοί κυριαρχούσαν στο έδαφος και οι Ονδουριανοί στον αέρα. Και οι δύο χώρες ζήτησαν τη βοήθεια του πάτρωνά τους. Οι ΗΠΑ τους την αρνήθηκαν και έριξαν το βάρος τους στην επίτευξη εκεχειρίας μέσω του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS). Το βράδυ της 18ης Ιουλίου επετεύχθη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός και απόσυρση των δυνάμεων του Ελ Σαλβαδόρ στα εδάφη του. Τέθηκε σε ισχύ στις 20 Ιουλίου και τα στρατεύματα του ολοκλήρωσαν την αποχώρησή τους από τα εδάφη της Ονδούρας στις αρχές Αυγούστου. Εξαιτίας του πολέμου, οι χούντες και στις δύο χώρες ενδυναμώθηκαν, ενώ η Κοινή Αγορά της Κεντρικής Αμερικής καθυστέρησε κατά 22 χρόνια. Απόρροια αυτού του πολέμου ήταν και ο εμφύλιος πόλεμος στο Ελ Σαλβαδόρ, μεταξύ του σκληρού δεξιού καθεστώτος της χώρας και του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου «Φαραμπούντο Μαρτί» (FMLN), που διήρκεσε έως το 1991.
Έντεκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου και συγκεκριμένα στις 30 Οκτωβρίου 1980 οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και αποφάσισαν να φέρουν τις συνοριακές διαφορές τους ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του το 1992 και προσκύρωσε το μεγαλύτερο μέρος των διαφιλονικούμενων εδαφών στην Ονδούρα. Σήμερα, Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα με δημοκρατικά καθεστώτα συνεχίζουν τις διαδικασίες για την εφαρμογή της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενώ διατηρούν ομαλές διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις, στο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς της Κεντρικής Αμερικής. Οι δύο χώρες «υπέγραψαν» και ποδοσφαιρική ειρήνη λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Για να προκριθεί στην τελική φάση το Ελ Σαλβαδόρ, έπρεπε η Ονδούρα που είχε ήδη προκριθεί να αποσπάσει θετικό αποτέλεσμα στην έδρα της από το Μεξικό.
Μία χώρα γεμάτη μνησικακία δεν θα χρειαζόταν καν να σκεφτεί τι θα έκανε. Ωστόσο, η Ονδούρα αποφάσισε να παίξει αξιοπρεπώς και να παραχωρήσει ισοπαλία 0-0 στο Μεξικό. Οι Σαλβαδοριανοί ένιωσαν τόσο υπόχρεοι που προσκάλεσαν την Ονδουριανή εθνική ομάδα για να την ευχαριστήσουν. Όταν το Ελ Σαλβαδόρ έχανε 10-1 από την Ουγγαρία σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο «Λαγός» Καρντόνα ήταν ένας από τους θεατές του γηπέδου. Λέει μετά από χρόνια που έγινε ο πόλεμος γεμάτος συγχώρεση στην καρδιά του׃ «Νόμιζα ότι θα με ικανοποιούσε (να τους βλέπω να χάνουν) αλλά φευ», ενώ ταυτόχρονα μάνγκο πέφτουν στην τενεκεδένια οροφή του σπιτιού του. Το παράδοξο και απίστευτα στενάχωρο είναι ότι ο «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου» δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, καθώς η προσοχή του κόσμου ήταν επικεντρωμένη στην «ηράκλεια» προσπάθεια του πληρώματος του διαστημοπλοίου Απόλλων 11 να πατήσει για πρώτη φορά το πόδι του στη Σελήνη.
Είδαμε σε αυτήν την τραγική ιστορία, πως δικτατορικές κυβερνήσεις μπορούν να καταστρέφουν το ποδόσφαιρο και να οδηγήσουν λαούς στο θάνατο. Με τι τρόπο φέρνουν πόνο, θλίψη, και δυστυχία για να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε κόστος. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να αντιστεκόμαστε, σε κάθε μορφή κακής χουντικής εξουσίας που μας θέλει υπόδουλους, και να μην επιτρέψουμε ποτέ ξανά να συμβεί, όχι πόλεμος αλλά ούτε καν αψιμαχία για αυτό που όλοι αγαπάμε. Για αυτό που μας ψυχαγωγεί και μας συντροφεύει. Για αυτό που λαχταράμε και χαιρόμαστε. Για το ποδόσφαιρο όλων μας…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό