Φάντασμα (το) (φαντάσμ-ατος, -ατα, άτων)׃ ουσιαστικό που προέρχεται από τη ρίζα του φαίνω. Η σημασία του είναι: 1) ότι υπάρχει μόνο στη φαντασία, άυλο, υπερφυσικό ον 2) εμφάνιση νεκρού με ορατή ή αισθητή μορφή 3) για πρόσωπο ή πράγμα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα π.χ. εταιρεία φάντασμα (αρχ. Φάντασμα <φαντάζω) 4) η εμφάνιση, η εξωτερική μορφή, το σχήμα, το παρουσιαστικό, αυτό που φαίνεται (για έμψυχα και άψυχα), η ομορφιά του προσώπου, η ωραία μορφή, το παράστημα, ο ίδιος ο άνθρωπος 5) ο τύπος, το είδος, η κατηγορία, η ιδιαίτερη φύση, το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης (ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ενέργειας, η μέθοδος, οι συνθήκες 6) ταξινόμηση, διαίρεση γένους ή είδους (επιστήμη) ιδέα, σκέψη, πρότυπο, αρχέτυπο, το σχήμα, η μορφή, σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη, η φύση, η ουσία (ύφος) ρητορική.

   Στην παραδοσιακή πίστη και φαντασία, ένα φάντασμα είναι η ψυχή ή το πνεύμα ενός πεθαμένου ανθρώπου ή ζώου που μπορούν να εμφανιστούν, σε ορατή μορφή ή άλλη εκδήλωση, στους ζωντανούς. Οι περιγραφές για εμφάνιση των φαντασμάτων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, από μια αόρατη παρουσία ή ένα ελάχιστα ορατό ημιδιαφανές σχήμα, σε ρεαλιστικά και ζωντανά οράματα. Η εσκεμμένη προσπάθεια κάποιου να επικοινωνήσει με το πνεύμα ενός αποθανόντος προσώπου είναι γνωστή ως νεκρομαντεία. Η συνηθισμένη έννοια του φαντάσματος είναι η υποτιθέμενη εμφάνιση της μορφής αποθανόντος ανθρώπου, άυλης και άπιαστης, ντυμένης με λευκά ή μαύρα ρούχα. Δοξασίες για φαντάσματα υπάρχουν σε αρκετούς λαούς της Γης και έχουν δημιουργηθεί πολλοί διαφορετικοί θρύλοι, παραδόσεις και παραμύθια με διάφορες μορφές σύμφωνα με τις εποχές και την επιστημονική ανάπτυξη των λαών. Ιδιαίτερα οι προλήψεις και δοξασίες για τα φαντάσματα είχαν μεγάλη διάδοση το Μεσαίωνα, καθώς και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία κ.α.) και επίδραση στη δραματογραφία (περίπτωση Άμλετ και Μάκβεθ του Σαίξπηρ) δίνοντας θέματα για σενάρια κινηματογραφικών έργων και τηλεοπτικών σειρών.

   Τώρα όλοι εσείς που διαβάσατε όλο αυτό, θα αναρωτιέστε με απορία αν είστε σε αθλητικό site ή σε λεξικό του Μπαμπινιώτη. Όμως ο παίκτης που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα είχε αυτό το χαρακτηριστικό. Και αυτό το παρατσούκλι. Το «φάντασμα» (Das Phantom). Εμφανιζόταν έτσι, σαν «φάντασμα» από το πουθενά και έστελνε την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα. Ο λόγος φυσικά για τον Ροντόλφους Αντόνιους «Ρόι» Μακάι (Rudolphus Antonius «Roy» Makaay). Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975. Χώρα Ολλανδία και τοποθεσία Βίχτσεν. Από εκεί ξεπετάχτηκε, και στη συνέχεια κατέκτησε τους πάντες με τη συνέπεια του στο σκοράρισμα. Ξεκίνησε να παίζει από μικρός στη θέση του σέντερ φορ. Η πρώτη του ομάδα ήταν Βόεζικ. Στη συνέχεια η Ντιόζα και μετά η Ναïμέγκεν. Στα 18 του έκανε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Η Φίτεσε ήταν ο πρώτος του σταθμός. Φόρεσε τη φανέλα με τα «κιτρινόμαυρα» για τέσσερα χρόνια. Από το 1993 έως το 1997. Το μεγάλο βήμα έγινε όταν αποφάσισε να αγωνιστεί για πρώτη φορά στο εξωτερικό.

   Η ισπανική Τενερίφη είχε την «τιμή». Κάθισε δύο χρόνια και μετά ντύθηκε στα «μπλε» της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Τον Ιούλιο του 1999, υπέγραψε έναντι 10 εκατομμυρίων πεσέτες (το ισπανικό νόμισμα πριν έρθει το ευρώ). Έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα, στις 22 Αυγούστου στο εναρκτήριο παιχνίδι της σεζόν. Αντίπαλος η Αλαβές στο «καυτό Ριαθόρ». Οι φίλαθλοι με το «καλημέρα» τον λάτρεψαν. Κατευθείαν σημείωσε χατ-τρικ στη νίκη με 4-1! Ο Μακάι σημείωσε συνολικά 22 γκολ σε 36 εμφανίσεις τη σεζόν 1999–2000, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου αγώνα εναντίον της Εσπανιόλ. Με αυτόν μπροστάρη και με «αρχιτέκτονα» τον Χαβιέρ Ιρουρέτα η «μισή» Γαλικία πανηγύριζε. Η άλλη «μισή» που είναι το «γαλάζιο» της Θέλτα είχε πέσει σε κατάθλιψη και «κηδεία».  Για πρώτη φορά η Ντεπορτίβο Λα Κορούνια γινόταν πρωταθλήτρια Ισπανίας!

   Ο Ρόι «έγραψε χρυσές σελίδες» στα τέσσερα χρόνια του εκεί. Στις 6 Μαρτίου του 2002 ήταν μια μέρα γιορτής για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Συμπλήρωνε 100 χρόνια ιστορίας από την ίδρυση της. Την ίδια μέρα γινόταν ο τελικός Κυπέλλου Ισπανίας στο σπίτι της, στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Φυσικά και ήταν η μία από τις δύο φιναλίστ. Η άλλη ήταν η ομαδάρα με τα «μπλε». Η «Βασίλισσα» είχε μέσα «αστέρια» παγκόσμιας φήμης. Ραούλ, Ρομπέρτο Κάρλος, Ζιντάν, Φίγκο, Γκούτι, Μοριέντες. Οι περίφημοι «γκαλάκτικος» που μετά από δύο μήνες, στην Γλασκώβη, έπαιρναν το ένατο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Όμως η «Σούπερ Ντέπορ» χάλασε τη γιορτή. Νίκη με 2-1 και το «πικρό» ποτήρι, ο πρόεδρος Πέρεθ, η Βασιλική οικογένεια και όλοι οι φίλαθλοι των «μερένγκες» (και εγώ σε αυτούς) το ήπιαμε. Το περίφημο «centenariazo» ήταν γεγονός και πέρασε στην ιστορία. Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2002 έδωσε μοναδική παράσταση. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιζε αντίπαλος με την Μπάγερν Μονάχου για το «Τσάμπιονς Λιγκ». Ο αγώνας γινόταν στο «Olympiaastadion» και σημείωσε χατ-τρικ, στη νίκη επί των Βαυαρών με 3-2.

   Ο Ολλανδός κατέκτησε όπως είδαμε το πρωτάθλημα, το κύπελλο αλλά και δύο σούπερ καπ. Το πρώτο το 2000 και το δεύτερο το 2002. Όλα αυτά με τη φανέλα της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Το 2003 βγήκε πρώτος σκόρερ στο ισπανικό πρωτάθλημα με 29 γκολ και πήρε το βραβείο «Pichichi». Ενώ το ίδιο έτος και το «χρυσό παπούτσι» στην Ευρώπη, πήγε στο σπίτι του! Πάλι το ίδιο έτος ψηφίστηκε στην κορυφαία ομάδα της χρονιάς από την Ένωση Ευρωπαϊκών Αθλητικών Μέσων «European Sports Media» (ESM). Ενώ ήταν και στην καλύτερη ομάδα που έβγαλε η ΦΙΦΑ. Μέχρι σήμερα παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών του συλλόγου με 96 γκολ.

   Μετά από τέσσερα μαγικά χρόνια με τα «μπλε», αποφάσισε να κάνει μια αλλαγή. Τσέλσι και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον ήθελαν πολύ. Όμως τελικά το καλοκαίρι του 2003 η Μπάγερν Μονάχου με 18,75 εκατομμύρια ευρώ (ρεκόρ τότε για το σύλλογο) τον έκανε δικό της. Εκεί απέκτησε και άλλο παρατσούκλι. Τον «βάπτισαν», «μηχανή των γκολ» (Tormaschine). Βγήκε εξαιτίας της σταθερής του ικανότητας, να βρίσκει τα δίχτυα. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2004, σημείωσε άλλο ένα χατ-τρικ, στη νίκη με 4–0 επί του Άγιαξ στη φάση των ομίλων του «Τσάμπιονς Λιγκ». Με αυτά τα γκολ μπήκε σε μια ιδιαίτερη λίστα. Είναι μέλος μιας επίλεκτης ομάδας παικτών που έχουν σημειώσει χατ-τρικ με δύο συλλόγους στη διοργάνωση. Στις 21 Αυγούστου του 2006, σημείωσε το 3.000ο γκολ της Μπάγερν στην «Μπουντεσλίγκα». Στις 31 Μαρτίου του 2007, σημείωσε το 100o  του γκολ με τα «κόκκινα» στον αγώνα εναντίον της Σάλκε. Ήταν το 75o γκολ του στο πρωτάθλημα και το 100o από τότε που πήγε το 2003.

   Κατέχει ακόμα ένα ρεκόρ που μάλλον δε θα σπάσει και ποτέ. Στις 7 Μαρτίου του 2007 για τη φάση των «16», σημείωσε το πιο γρήγορο γκολ στην ιστορία του «Τσάμπιονς Λιγκ». Σκόραρε μόλις στα 10,12 δευτερόλεπτα απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης. Σέντρα για τους φιλοξενούμενους, λάθος από τον Ρομπέρτο Κάρλος, κλέψιμο του Χασάν Σαλιχάμινζιτς, πάσα στο «φάντασμα» και 1-0 νικώντας τον Κασίγιας. Με το γκολ αυτό βοήθησε τους Γερμανούς να ανατρέψουν το σκορ του πρώτου αγώνα και να προκριθούν. Συνολικά στα τέσσερα χρόνια στο Μόναχο σκόραρε 78 γκολ στο πρωτάθλημα και 17 γκολ στο «Τσάμπιονς Λιγκ». Κέρδισε δύο συνεχόμενα νταμπλ. Πρωτάθλημα και Κύπελλο το 2005 και το 2006. Και ακόμα ένα Λιγκ Καπ το 2004.

   Τον Ιούνιο του 2007 επέστρεψε στην Ολλανδία. Η Μπάγερν εκείνη τη σεζόν είχε πάρει τους Λούκα Τόνι και Μίροσλαβ Κλόζε. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του. Η Φέγενορντ τον απέκτησε υπογράφοντας τριετές συμβόλαιο για 5 εκατομμύρια ευρώ. Μόλις στην πρώτη του σεζόν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και καθοδήγησε το «σύλλογο του λαού» (De club van het volk) στο ενδέκατο Κύπελλο Ολλανδίας, σημειώνοντας 7 γκολ σε 5 αγώνες. Με αυτά το τέρματα βγήκε πρώτος σκόρερ του θεσμού και πήρε το βραβείο. Το τελευταίο παιχνίδι της τεράστιας καριέρας του ήταν στις 2 Μαΐου του 2010 σε ένα κατάμεστο και βροχερό «Ντε Κάιπ». Και με τι τέλος. Νίκη με 5-2 επί της Χέρενφεν και χατ-τρικ στ νίκη με 5-2. Πριν το τελευταίο σφύριγμα, βγήκε με αλλαγή και αποθεώθηκε από όλους. Πήγε στον πάγκο, έβαλε τα κλάματα, και έτσι ολοκλήρωσε τις τρομακτικές εμφανίσεις, στους αντίπαλους αμυντικούς και τερματοφύλακες. Συνολικά είχε 636 συμμετοχές και πέτυχε 314 γκολ. Φοβερά εντυπωσιακά νούμερα. Ένας εκπληκτικός ποδοσφαιριστής που χρησιμοποιούσε και τα δύο ποδιά και απίστευτος στις κεφαλιές. Έβαζε γκολ με όλους τους τρόπους!

   Μεγάλο κομμάτι έπαιξε και η εθνική ομάδα. Με την εθνική ελπίδων των «οράνιε» σε 31 συμμετοχές έβαλε 15 γκολ. Με την αντρική με τεράστιο ανταγωνισμό, αφού υπήρχαν Κλάιφερτ, Βαν Νιστερλόι, Μπέργκαμπ είχε 43 συμμετοχές και πέτυχε 6 γκολ. Αγωνίστηκε σε δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα το 2000 και το 2004. Ενώ ήταν και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008. Επιλέχθηκε ως ένας από τους τρεις παίκτες άνω των 24 για να εκπροσωπήσει τη χώρα. Μάλιστα ήταν αρχηγός της ομάδας, στην ήττα με 2-1 στην παράταση, στον προημιτελικό από τη μετέπειτα χρυσή Ολυμπιακή ομάδα της Αργεντινής.

   Φυσικά παρέμεινε στο χώρο του ποδοσφαίρου αφού ασχολήθηκε με την προπονητική. Ξεκίνησε από όλα τα πόστα της Φέγενορντ. Ήταν σκάουτερ, μετά ανέλαβε προπονητής στην U19, μετά στην U21. Έφτασε μέχρι την πρώτη ομάδα ως βοηθός και στη συνέχεια ως ο προπονητής της. Δεν τα πήγε πολύ καλά. Αυτή τη στιγμή δεν εργάζεται κάπου και απολαμβάνει την οικογένεια του. Τη γυναίκα του Τζόις και τα δύο παιδιά τους. Την κόρη που του μοιάζει και το μικρό του γιο. Ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας εκπληκτικός ποδοσφαιριστής που χαρήκαμε όλοι μας. Ένα «φάντασμα» που έδωσε, τρόμο, φόβο και πανικό στους αντιπάλους και χαρά, «τρέλα», ενθουσιασμό στους οπαδούς. Ήταν το «φάντασμα» όχι της όπερας στο αριστουργηματικό μιούζικαλ, αλλά της «πράσινης» σκηνής με εκατομμύρια θεατές… Και με το δικό του μοναδικό τρόπο… Απλά… Τους καθήλωνε…

 

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ