Παγκόσμιο Κύπελλο. Η μεγαλύτερη διοργάνωση του ποδοσφαίρου. Μια γιορτή του «βασιλιά» των σπορ που ενώνονται, μέσα σε ένα μήνα, κάθε τέσσερα χρόνια, όλες οι φυλές, οι θρησκείες και τα χρώματα. Παραδόσεις χωρών, χορός, βουντού και προσευχή γίνονται ένα. Σήμερα το art of football σας ταξιδεύει σε μια χώρα της Υποσαχάριας Κεντρικής Αφρικής που το 1974 έδωσε ένα ξεχωριστό σόου, στη μοναδική μέχρι σήμερα φορά, που συμμετείχε σε Μουντιάλ. Το μεγάλο Ζαΐρ και νυν Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό!! Ας τα πάρουμε όμως, όλα με τη σειρά και να πούμε πρώτα μερικά λόγια για αυτή την περίφημη χώρα. Ο πληθυσμός είναι 92.378.000 κάτοικοι, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών και η έκταση 2.344.858 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Πήρε το όνομά της από τον μεγάλο ποταμό Κονγκό ο οποίος με τους παραποτάμους του διασχίζει ολόκληρη την περιοχή. Ενώ προς τα ανατολικά του κλείνεται από το υδάτινο τείχος των λιμνών Τανγκανίκα, Κίβου, Εδουάρδου, Αλβέρτου. Η γλώσσα που μιλάνε είναι τα γαλλικά. Πρωτεύουσα είναι η Κινσάσα. Επίσης ακόμα ένα αξιοσημείωτο είναι, ότι χρησιμοποιεί δύο ζώνες ώρας. Και μάλιστα είναι η μοναδική αφρικανική χώρα που το κάνει. Το εθνικό της σύνθημα είναι: «Δικαιοσύνη – Ειρήνη – Εργασία» (Justice – Paix – Travail στα γαλλικά). Ενώ ο εθνικός ύμνος είναι׃ «Debout Congolais» (Ξυπνήστε Κονγκολέζοι).
Συνορεύει με εννιά κράτη: την Ανγκόλα, τη Ζάμπια, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία του Κονγκό, το Νότιο Σουδάν, τη Ρουάντα, το Μπουρούντι, την Τανζανία και την Ουγκάντα. Διαθέτει μικρή ακτογραμμή στον Ατλαντικό. Ο ισημερινός διασχίζει τη χώρα. Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας καλύπτεται από τροπικό δάσος, το δεύτερο μεγαλύτερο, μετά από αυτό του Αμαζονίου. Σχεδόν ολόκληρη η χώρα βρίσκεται στη λεκάνη απορροής του Κονγκό. Το ανατολικό άκρο της χώρας είναι ορεινό, με ψηλότερη οροσειρά τα όρη Ρουενζόρι. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται δύο από τα πιο ενεργά ηφαίστεια της Αφρικής, το Νιραγκόνγκο και το Νιαμουραγκίρα. Τα τροπικά δάση του Κονγκό χαρακτηρίζονται από μεγάλη βιοποικιλότητα, τη μεγαλύτερη από οποιαδήποτε χώρα της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένων σπανίων ή ενδημικών ειδών, όπως ο χιμπατζής και ο μπονόμπο, ο αφρικανικός ελέφαντας των δασών, ο ορεινός γορίλας, το οκάπι και ο λευκός ρινόκερος. Πέντε από τα εθνικά πάρκα της χώρας έχουν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς: τα Γκαρουμπά, Καχούζι-Μπιεγκά, Σαλονγκά και Βιρουγκά και το καταφύγιο άγριας ζωής Οκάπι. Όλα τους βρίσκονται σύμφωνα με την UNESCO σε κίνδυνο.
Το συγκεκριμένο κράτος έχει και μεγάλη ιστορία πίσω του. Η περιοχή του σημερινού Κονγκό κατοικείται τουλάχιστον εδώ και 80.000 χρόνια, όπως έδειξε η ανακάλυψη του καμακιού Σεμλίκι στη Κατάντα το 1988, το οποίο είναι ένα από τα παλαιότερα έχουν βρεθεί και θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε για το ψάρεμα του γιγάντιου γατόψαρου. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Μπαντού άρχισαν να εγκαθίστανται στο βόρειο τμήμα της κεντρικής Αφρικής τις αρχές του 5ου αιώνα και στη συνέχεια επεκτάθηκαν νότια. Οι Βέλγοι άρχισαν να εξερευνούν το Κονγκό τη δεκαετία του 1870, αρχικά με τον Σερ Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, ο οποίος ανέλαβε την εξερεύνηση με επιχορήγηση του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Στις ανατολικές του προ αποικιακού Κονγκό γίνονταν συχνά επιδρομές για την αρπαγή ανθρώπων για να πουληθούν ως δούλοι, κυρίως από Άραβες-Σουαχίλι δουλεμπόρους, όπως ο Τίπου Τιπ. Ο Λεοπόλδος σχεδίαζε να γίνει το Κονγκό αποικία. Ο ίδιος απέκτησε επισήμως τα δικαιώματα του Κονγκό στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1885 και το μετέτρεψε σε ιδιόκτητη έκταση και το ονόμασε Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Το καθεστώς του ξεκίνησε διάφορα έργα υποδομής, όπως την κατασκευή σιδηροδρόμου ο οποίος θα ένωνε τις ακτές με την πρωτεύουσα Λεοπολντβίλ (σήμερα Κινσάσα). Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Οι άποικοι χρησιμοποίησαν τον ντόπιο πληθυσμό για να παράγουν λάστιχο, το οποίο λόγω της διάδοσης των αυτοκινήτων και των λαστιχένιων τροχών είχε δημιουργήσει αυξανόμενη διεθνή ζήτηση. Οι πωλήσεις λάστιχου έφεραν μια περιουσία στον Λεοπόλδο, ο οποίος έφτιαξε αρκετά κτίρια στις Βρυξέλλες και την Οστάνδη για να τιμήσει τον εαυτό και τη χώρα του. Για την ενίσχυση της παραγωγής, στάλθηκε ο στρατός, η Δημόσια Δύναμη (Force Publique), η οποία έκοβε τα άκρα των ντόπιων ως τιμωρία. Την περίοδο 1885-1908, εκατομμύρια Κονγκολέζων πέθαναν εξαιτίας των επιπτώσεων της εκμετάλλευσης και των ασθενειών. Σε κάποιες περιοχές ο πληθυσμός μειώθηκε αισθητά. Εκτιμάται ότι η ασθένεια του ύπνου και η ευλογιά σκότωσαν σχεδόν, το μισό πληθυσμό του κατώτερου ρου του Κονγκό. Κυβερνητική επιτροπή αργότερα κατέληξε ότι ο πληθυσμός του Κονγκό είχε μειωθεί στο μισό εκείνη την περίοδο, αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία.
Το 1908, το Βελγικό Κοινοβούλιο, αν και δίστασε αρχικά, λύγισε από την διεθνή πίεση (ιδιαίτερα αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου) και κατέλαβε το ελεύθερο κράτος από τον βασιλιά Λεοπόλδο. Στις 18 Οκτωβρίου, υπερψήφισε την προσάρτηση του Κονγκό ως βελγική αποικία. Οι αποικιοκράτες διοικούσαν την περιοχή και υπήρχε διπλό νομικό σύστημα (ένα ευρωπαϊκών δικαστηρίων και ένα ιθαγενές, ανάμεσα στις φυλές). Τα ιθαγενή δικαστήρια είχαν περιορισμένες εξουσίες και παρέμεναν υπό αυστηρό έλεγχο από τις αποικιακές αρχές. Δεν επιτρεπόταν καμία πολιτική δραστηριότητα στο Κονγκό. Το Βελγικό Κονγκό αναμίχθηκε στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα γυμνάσια ανάμεσα στην Δημόσια Δύναμη και τον γερμανικό αποικιακό στρατό στην Γερμανική Ανατολική Αφρική (Ταγκανίκα), οδήγησαν σε πόλεμο, με εισβολή των Αγγλοβελγικών δυνάμεων στην γερμανική αποικία το 1916 και το 1917, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Ανατολικής Αφρικής. Η Δημόσια Δύναμη κατάφερε σημαντική νίκη στη Ταμπόρα τον Σεπτέμβριο του 1916. Μετά τον πόλεμο, στο Βέλγιο δόθηκε λόγω της συμμετοχής της Δημόσιας Δύναμης στην εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής από την Κοινωνία των Εθνών η εντολή της πρώην γερμανικής αποικίας Ρουάντα-Ουρουντί.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Βελγικό Κονγκό ήταν σημαντική πηγή εισοδήματος για την εξόριστη βελγική κυβέρνηση. Η Δημόσια Δύναμη συμμετείχε στις εκστρατείες των συμμάχων στην Αφρική. Οι δυνάμεις του Βελγικού Κονγκό υπό την διοίκηση Βρετανών αξιωματούχων πολέμησαν τον ιταλικό αποικιακό στρατό στην Αιθιοπία. Μέχρι το 1960, το Βελγικό Κονγκό είχε γίνει η δεύτερη πιο εκβιομηχανισμένη χώρα της Αφρικής μετά την Νότια Αφρική, με ακμάζοντα μεταλλευτικό τομέα και σχετικά παραγωγικό αγροτικό τομέα.
Τον Μάιο του 1960, το Εθνικό Κίνημα του Κονγκό, με αρχηγό τον Πατρίς Λουμούμπα, κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές και ο ίδιος έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του κράτους. Ωστόσο η κυβέρνησή του ανατράπηκε από τον συνταγματάρχη Ζοζέφ Μπομπούτου, που ήταν αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Ο Λουμούμπα δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά μέσα σε φυλακή, γεγονός που προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή. Ακολούθησαν χρόνια ταραχής, χάους, αιματοχυσίας και κατακερματισμού στη χώρα. Με συνταγματικό δημοψήφισμα μετά το πραξικόπημα, το όνομα της χώρας άλλαξε σε׃ «Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό». Το 1971 ο Μομπούτου άλλαξε το όνομα ξανά, σε «Δημοκρατία του Ζαΐρ». Ο νέος πρόεδρος είχε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για την αντίθεσή του στον Κομμουνισμό, θεωρώντας ότι θα δρούσε ως ανάχωμα για κομμουνιστικές κινήσεις στην Αφρική. Δημιουργήθηκε μονοκομματικό σύστημα και ο Μομπούτου αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός του κράτους. Περιοδικά διεξήγαγε εκλογές όπου ήταν ο μόνος υποψήφιος. Αν και επετεύχθη σχετική ειρήνη και σταθερότητα, η κυβέρνηση Μομπούτου ήταν ένοχη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικής καταστολής, προσωπολατρία και διαφθορά. Η διαφθορά ήταν τόσο κοινή, ώστε να γίνει γνωστή ως׃ «le mal Zairois» ή η αρρώστια του Ζαΐρ.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις ΗΠΑ και Μομπούτου ψυχράθηκαν, καθώς δεν θεωρούταν πλέον απαραίτητος ως σύμμαχος στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι αντίπαλοί του στο Ζαΐρ ζήτησαν μεταρρυθμίσεις. Έτσι, ο Μομπούτου ανακήρυξε την Τρίτη Δημοκρατία το 1990, της οποίας το σύνταγμα υποτίθεται ότι έθετε τις βάσεις για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές όμως αποδείχθηκαν απλώς κοσμητικές. Ο Μομπούτου συνέχισε να κυβερνά μέχρι που οι ένοπλες δυνάμεις τον ανάγκασαν να φύγει από το Ζαΐρ το 1997.Το 1996, μετά τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρουάντα, τη γενοκτονία και την άνοδο των Τούτσι στην κυβέρνηση της Ρουάντα, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Χούτου κατέφυγαν στο ανατολικό Ζαΐρ, όπου χρησιμοποιούσαν τα στρατόπεδα των προσφύγων ως βάση για επιθέσεις στη Ρουάντα. Συμμάχησαν με τις ένοπλες δυνάμεις του Ζαΐρ για να επιτεθούν στου Τούτσι που ζούσαν στο ανατολικό Ζαΐρ. Οι συνασπισμένοι στρατοί της Ρουάντα και της Ουγκάντα εισέβαλαν στο Ζαΐρ για να εκθρονίσουν την κυβέρνηση Μομπούτου και τελικά να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του Ζαΐρ, ξεκινώντας τον πρώτο πόλεμο του Κονγκό. Ο συνασπισμός συμμάχησε με δυνάμεις της αντιπολίτευσης, της οποίας ηγέτης ήταν ο Λωράν-Ντεζιρέ Καμπιλά, δημιουργώντας την Συμμαχία Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση του Κονγκό. Το 1997, ο Μομπούτου έφυγε και ο Καμπιλά προήλαυσε στην Κινσάσα, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος και άλλαξε το όνομα της χώρας σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (République démocratique du Congo).
Όπως είδαμε πολλά δεινά συνέβησαν σε ακόμα ένα κράτος της Αφρικής. Και μετά την ανασκόπηση που ήταν απαραίτητη για να γνωρίσουμε αυτή την πανέμορφη εξωτική χώρα πάμε στα αθλητικά και συγκλονιστικά που έγιναν εκείνη την περίοδο. Πριν σας πούμε για την ποδοσφαιρική έκπληξη θα κάνουμε μια στάση με τον τεράστιο και ανυπέρβλητο Μοχάμεντ Άλι (πρώην Κάσιους Κλέι). Η ζωή του, ήταν σχεδόν κινηματογραφική. Ναι, υπήρξε ένας σπουδαίος πυγμάχος, αλλά δεν τον έκανε αυτό κορυφαίο. Η στάση ζωής του ήταν που τον έκανε τόσο σημαντικό και «αθάνατο». Η άρνηση του να πολεμήσει στο Βιετνάμ, το γεγονός ότι ασπάστηκε το Ισλάμ και οι αξέχαστες δηλώσεις του, τον ανέδειξαν σε σύμβολο που ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή του. Όπως σε όλες τις μεγάλες ιστορίες όμως, έτσι και στην πορεία του Μοχάμεντ, υπήρξε μία καθοριστική στιγμή που τον μετέτρεψε από επιτυχημένο μποξέρ σε «θρύλο». Ο αγώνας του με τον Τζώρτζ Φόρμαν το 1974 στην Κινσάσα (τότε Ζαΐρ, σημερινό Κονγκό) έμεινε στην ιστορία ως׃ «Τhe rumble in the jungle» (Ο χαμός στη ζούγκλα) ήταν από τα πιο πολυαναμενόμενα γεγονότα εκείνης της χρονιάς. Αξίζει να αναφέρουμε ότι πριν τον αγώνα προηγήθηκε ένα τριήμερο μουσικό φεστιβάλ (με το μάλλον ανέμπνευστο όνομα Zaire 74) από το οποίο πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής από τον James Brown και την Celia Cruz, μέχρι τον BB King!! O αγώνας έγινε μπροστά σε 60.000 άτομα στις 4.00 τα ξημερώματα τοπική ώρα, έτσι ώστε να μεταδοθεί ζωντανά στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 10 το βράδυ. Ο Φόρμαν ήταν μέχρι τότε αήττητος και ο ‘Αλι φρόντισε να τον κουράσει πριν τον βγάλει νοκ-άουτ στον όγδοο γύρο. Ο Μοχάμεντ χρησιμοποίησε μια καινούργια τεχνική. Ακουμπούσε σχεδόν τα σχοινιά αφήνοντας τον αντίπαλο του, να τον χτυπά στα χέρια και στο σώμα, αποφεύγοντας οποιοδήποτε χτύπημα στο κεφάλι. Ο Φόρμαν σύντομα κουράστηκε και ο ‘Αλι φρόντισε να του καταφέρνει χτυπήματα στο κεφάλι. Από τον έκτο γύρο και μετά, ο Φόρμαν είχε κουραστεί τόσο που δεν μπορούσε πλέον να παλέψει ιδιαίτερα. Παρά το γεγονός ότι ο ‘Αλι ήταν μεγαλύτερος κατάφερε να τον νικήσει πανηγυρικά. Ήταν ένα ρεσιτάλ τακτικής και δεξιοτεχνίας που έμεινε στην ιστορία. Την ώρα του αγώνα, το κοινό που υποστήριζε τον Άλι φώναζε׃ «Ali Bomaye» που σημαίνει׃ «Άλι σκότωσε τον» στην τοπική διάλεκτο Lingala. H κραυγή έμεινε στην ιστορία. Πρώτα επένδυσε μουσικά την ταινία του «The Greatest» του 1977 στην οποία πρωταγωνίστησε ο ίδιος ο ‘Αλι παίζοντας τον εαυτό του. Μπορεί η ταινία να μην έλεγε πολλά (μπορεί να ήταν εξαιρετικός πυγμάχος αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για τις υποκριτικές του ικανότητες) αλλά το soundtrack έβγαλε αυτό εδώ το διαμάντι. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη δεκαετία του ’80 Φόρμαν και ‘Αλι έγιναν στενοί φίλοι με τον Φόρμαν να λέει׃ «Ο ‘Αλι είναι ο σπουδαιότερος άνθρωπος που ξέρω».
Όπως έχετε καταλάβει όλοι εσείς που μας διαβάζετε και μας εμπιστεύεστε, θέλουμε να σας ενημερώνουμε και με άλλα πράγματα μέσα στα κείμενα μας αν χρειάζεται. Και όχι να γράφουμε τυποποιημένα. Μετά από όλα αυτά, πιστεύουμε σημαντικά, που σας διηγηθήκαμε, πάμε τώρα να δούμε και την κορυφαία στιγμή της χώρας στο ποδόσφαιρο. Την πρώτη και μοναδική φορά που το Ζαΐρ εκπροσώπησε την «μαύρη» ήπειρο στο Μουντιάλ. Ένα καταπληκτικό είναι ότι τότε η χώρα ήταν μόλις 46.498.539 κάτοικοι. Τη στιγμή που αυτή τη στιγμή είναι 92.378.000. Οι διπλάσιοι!! Πριν την παρουσία της στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Δυτικής Γερμανίας που ήταν η κορυφαία στιγμή είχε κάνει σπουδαίες πορείες πριν. Η μεγάλη της επιτυχία ήταν στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής του 1968, που πραγματοποιήθηκε στην Αιθιοπία. Εκεί κέρδισε την Γκάνα με 1–0 στον τελικό. Η μεγαλύτερη νίκη της σε σκορ, έλαβε χώρα στις 22 Νοεμβρίου του 1969, όταν επικράτησε με 10–1 της Ζάμπια. Παρόλο που αρκετοί παίκτες του Κονγκό αγωνίζονταν στην Ευρώπη (ιδίως στο Βέλγιο) κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι ξένοι σπάνια καλούνταν στην εθνική. Μια ιδιαίτερη εξαίρεση ήταν ο Ζουλιέν Κιαλουντά, ο οποίος εκπροσώπησε το Ζαΐρ (όπως όπως ονομαζόταν τότε η χώρα) στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής του 1972 ενώ αγωνιζόταν στην Άντερλεχτ.
Ο δεύτερος ηπειρωτικός τίτλος ήρθε στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής του 1974 στην Αίγυπτο. Οι «Λεοπαρδάλεις» νίκησαν με 2–1 τη Γουινέα. Στη συνέχεια έχασαν με 2–1 από τον πιο «μισητό» αντίπαλο τη Δημοκρατία του Κονγκό και στο τρίτο παιχνίδι του ομίλου η νίκη με 4–1 επί του Μαυρίκιου οδήγησαν τη χώρα στα ημιτελικά. Εκεί απέκλεισαν την οικοδέσποινα Αίγυπτο με 3-2. Στον τελικό, το Ζαΐρ έφερε ισοπαλία 2–2 με τη Ζάμπια. Ως εκ τούτου, ο αγώνας επαναλήφθηκε δύο ημέρες αργότερα, όπου το Ζαΐρ κέρδισε το παιχνίδι με 2–0. Ο παίκτης Ενταγιέ Μουλαμπά ήταν πρώτος σκόρερ με εννέα γκολ. Μετά από αυτό, η ομάδα επέστρεψε στο Ζαΐρ με το προεδρικό αεροπλάνο, που τους δανείστηκε από τον Μομπούτου Σέσε Σέκο!! Στο κρίσιμο αγώνα για την πρόκριση στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας του 1974 νίκησε με 3-0 το Μαρόκο στην πρωτεύουσα Κινσάσα και έγινε χαμός και τεράστια γιορτή. Μια ιστορική στιγμή, αφού το Μαρόκο πριν τέσσερα χρόνια το 1970 ήταν στο Μουντιάλ του Μεξικού. Αυτή ήταν και η επιθυμία του δικτάτορα, που έγινε τελικά πραγματικότητα ώστε να προωθηθεί η ταυτότητα του Ζαΐρ, ως παγκόσμιου παράγοντα. Μάλιστα πλήρωσε για διαφημιστικές πινακίδες στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ώστε να εμφανίζονται μηνύματα όπως το «Ζαΐρ-Ειρήνη» και «Πηγαίνετε στο Ζαΐρ».
Στις 14 Ιουνίου και ώρα 19.30 στο «Βέστφαλενσταντιον», στο Ντόρτμουντ, παρουσία 25.000 θεατών, με διαιτητή τον Γερμανό Τζέραλντ Σούλενμπουργκ, το Ζαΐρ αντιμετώπισε τη Σκωτία. Έπαιξε αρκετά καλά και έχασε με τιμητική ήττα 2-0. Όπως συνέβαινε εκείνα τα χρόνια, και δυστυχώς συμβαίνει ακόμα και σήμερα σε μικρότερο βέβαια βαθμό, τα εσωτερικά προβλήματα των χωρών της Αφρικής επηρέαζαν και την απόδοση της ομάδας. Τα πράγματα στην ομάδα δεν ήταν καλά. Με τους παίκτες να μην έχουν πάρει το πριμ που τους είχε υποσχεθεί το καθεστώς Μομπούτου και να μην έχουν και τόσο καλή διάθεση. Οι ποδοσφαιριστές αποφάσισαν να μην κατέβουν στο δεύτερο παιχνίδι, δέχτηκαν όμως απειλές και τελικά ξεκίνησαν κανονικά. Στις 18 Ιουνίου πάλι την ίδια ώρα έπαιζαν με την τρομερή τότε Γιουγκοσλαβία. Ο αγώνας έγινε στο «Παρκστάντιον», του Γκελζενκίρχεν. Ο κόσμος ήταν 20.000 στις κερκίδες και διαιτητής ο Ομάρ Ντελγκάδο Γκόμες από την Κολομβία. Ο τεχνικός Βίντινιτς το είδε μάλλον πιο… σοβαρά απ’ ότι έπρεπε και οι συμπατριώτες του, διέλυσαν με 9-0 τη δύστυχη αφρικανική χώρα. Ταπείνωση, διασυρμός και τρόμος. Ο «δικός» μας, ευθυτενής Ντούσαν Μπάγεβιτς σημείωσε χατ τρικ. Μέσα σε όλα αυτά, ο Μουέπου Ιλούνγκα σε μια φάση χτύπησε τον διαιτητή, αλλά ο τελευταίος, μη μπορώντας να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο δράστης απέβαλε λάθος παίκτη!! Ο Ν’ Νταγιέ που αποβλήθηκε χωρίς να φταίει ξέσπασε σε λυγμούς. Το ιστορικό αυτό όμως λάθος, βοήθησε να ζήσουμε μια από τις μεγαλύτερες στιγμές εκείνου του Μουντιάλ.
Ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση νίκη που έχει γίνει ποτέ σε τελική φάση Μουντιάλ. Το 9-0 εξόργισε τον Πρόεδρο της χώρας και δικτάτορα. Δεν μπορούσε να το χωνέψει και προειδοποίησε τους ποδοσφαιριστές, πως αν στο τελευταίο ματς κόντρα στην Βραζιλία, χάσουν με τέσσερα γκολ διαφορά και πάνω, τότε δεν πρόκειται να γυρίσουν στην πατρίδα τους! Το κρίσιμο για να σώσουν στην κυριολεξία τη ζωή τους παιχνίδι, έγινε στις 22 Ιουνίου και ώρα 16.00. Πάλι στο ίδιο γήπεδο με διαιτητή το Ρουμάνο Νικολάε Ραίνεα. Με 35.000 κόσμο να παρακολουθούν. Οι Βραζιλιάνοι άνοιξαν το σκορ γρήγορα στο 12’ λεπτό με τον Ζαϊρζίνιο. Οι παίκτες του Ζαΐρ, βλέποντας πως έρχεται πανωλεθρία, άρχισαν το σκληρό παιχνίδι. Φοβόντουσαν τόσο πολύ για την ζωή τους, που στήθηκαν όλοι πίσω στην άμυνα προκειμένου να προφυλάξουν την εστία τους. Η Βραζιλία έκανε το 2-0 με τον Ριβελίνο στο 66’ λεπτό και το 3-0 με τον Βαντομίρο στο 79’ λεπτό. Το πράγμα είχε φτάσει πλέον στο όριό του. Η «Σελεσάο» έχει κερδίσει ένα φάουλ στο 85’ λεπτό σε πολύ καλή θέση. Οι παίκτες έχουν στήσει το τείχος, αλλά τρέμουν στην ιδέα πως ο Ριβελίνο θα σκοράρει. Έτσι, προκειμένου να εκνευρίσουν και να αποσυντονίσουν τους αντιπάλους τους, ένας από τους αμυντικούς της ομάδας, μόλις σφύριξε ο διαιτητής για να εκτελεστεί το φάουλ, έφυγε «σφαίρα» από το τείχος και πήγε και σούταρε την μπάλα με δύναμη μακριά, για να δεχτεί εν μέσω αποθέωσης την κίτρινη κάρτα. Πριν καν εκτελέσει το φάουλ ο παίκτης της Βραζιλίας! Κάποιοι έγραψαν πως το έκανε γιατί δεν ήξερε τους κανονισμούς.
Η κωμική αυτή στιγμή μετέτρεψε τον Ιλούνγκα σε ένα καλτ ίνδαλμα. Πολλοί μίλησαν για ασχετοσύνη του ποδοσφαιριστή που δεν είχε καταλάβει τι σφύριξε ο διαιτητής, άλλοι για αφρικανική απειθαρχία. Ακόμα και οι συμπαίκτες του δήλωναν μέχρι πρόσφατα ότι ποτέ δεν κατάλαβαν τι έγινε και ότι μάλλον ο Ιλούνγκα πίστευε ότι η μπάλα «παιζόταν. Το ωραίο είναι ότι αυτή η σκηνή, ψηφίστηκε ως η 17η μεγαλύτερη στιγμή του Παγκοσμίου Κυπέλλου σε δημοσκόπηση του «Channel 4»!! Η αλήθεια όμως ήταν άλλη. Μια πικρή αλήθεια. Και εκεί αποκαλύφθηκαν όλα׃ «Ο πρόεδρος Μομπούτου έστειλε την προεδρική φρουρά του και μας απειλούσαν. Έκλεισαν το ξενοδοχείο σε όλους τους δημοσιογράφους και μας είπαν ότι δεν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας αν χάσουμε με 4-0 από την Βραζιλία. Το ματς ήθελε πέντε λεπτά και πανικοβλήθηκα μόλις είδα τον Ριβελίνο να παίρνει φόρα. Γι’ αυτό πήγα και κλώτσησα την μπάλα μακριά. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω», παραδέχτηκε χρόνια μετά. Στο τέλος του αγώνα βέβαια, υπό τον φόβο να πάθει κακό, είχε πει πως απλά το έκανε ως αντίδραση γιατί η κυβέρνηση δεν τους έδινε το μπόνους που τους είχαν τάξει. Για καλή τους τύχη, οι Βραζιλιάνοι απλά κράτησαν τη μπάλα στα τελευταία λεπτά και οι παίκτες της αφρικανικής χώρας, θα γύριζαν σπίτι τους σώοι και αβλαβείς. Ο Μουέπου Ιλούνγκα μετά από μακρόχρονη νόσο πέθανε σε ηλικία 66 ετών, και μπήκε για πάντα στο «Hall of fame» των Μουντιάλ.
Ωστόσο, η περιπέτειά τους δεν τελείωσε εκεί. Οι διοργανωτές είχαν νοικιάσει ένα λεωφορείο της BMW για τις μετακινήσεις τους στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας. Όμως μετά το τέλος της φάσης των ομίλων, οι παίκτες και το προπονητικό τιμ, αποφάσισαν να κλέψουν το λεωφορείο και να φύγουν με αυτό από την χώρα! Πριν περάσουν τα σύνορα όμως, οι Αρχές τους συνέλαβαν και άφησαν το λεωφορείο εκεί. Το πώς γύρισαν, δεν το είπαν ποτέ…