Πολλοί άνθρωποι γεννιούνται μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία. Και μόνοι τους, όταν μεγαλώνουν, προσπαθούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Αγωνίζονται για καλύτερες μέρες και μια πιο άνετη ζωή. Το φαινόμενο αυτό το συναντάμε πολλές φορές και ειδικά στο χώρο του ποδοσφαίρου. Η Βραζιλία κατέχει τα πρωτεία. Πόσα «αστέρια» ξεκίνησαν από το τίποτα και σήμερα έχουν «κατακτήσει» τον κόσμο. Σήμερα το art of football σας παρουσιάζει μια τέτοια περίπτωση. Όπως είδατε πριν λίγες μέρες κάναμε αφιέρωμα στον Βαβά. Ήρθε η στιγμή να κάνουμε και σε ακόμα έναν υπερπαίκτη της Βραζιλίας που «σάρωσε» τότε τα πάντα. Ο λόγος είναι φυσικά για τον σπουδαίο Ντίντι.

   Ο Βάλντυρ Περέιρα (Waldyr Pereira) όπως ήταν το πλήρες όνομα του γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1928. Στην πόλη Campos dos Goytacazes, εκεί στις όχθες του ποταμού Paraíba, 150 μίλια βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο Όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι τότε, κόλλησε ένα παρατσούκλι για όνομα που τον ακολούθησε για πάντα. Η οικογένεια του ήταν πολύ φτωχή. Έτσι για να τη βοηθήσει πουλούσε φιστίκια, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στους δρόμους. Είχε πει κάποτε για αυτό׃ «Ένας άνθρωπος μπορεί να μιλήσει ελαφρά για τη φτώχεια μόνο αν δεν έχει βιώσει ποτέ τους τρόμους της». Στα 14 του, δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στον αστράγαλο του δεξιού του ποδιού. Ο τραυματισμός του αποδείχτηκε χρόνιος, και οι γιατροί επέμεναν, ότι πρέπει να ακρωτηριαστεί το μέρος του ποδιού από τον αστράγαλο και κάτω, για να μην αντιμετωπίσει άλλες περιπέτειες στο μέλλον. Η οικογένεια Περέιρα αρνήθηκε να υποβληθεί ο μικρός σε αυτή τη διαδικασία! Ο νεαρός δεν το έβαλε κάτω. Κάθισε σχεδόν έξι ολόκληρους μήνες καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι χωρίς να αγωνίζεται, για να ανακουφίσει το καταπονημένο του πόδι, και όταν σηκώθηκε υποχρεώθηκε να αλλάξει στυλ παιχνιδιού. Αυτή η πληγή, έγινε το «διαβατήριο» για την «αθανασία», αφού εξελίχθηκε σ’ έναν σπεσιαλίστα των στημένων φάσεων! Δεν ήθελε να πιέζει το πόδι του, αλλά από την άλλη μεριά έπρεπε να παίζει και ποδόσφαιρο. Όσο βρισκόταν καθηλωμένος στο καροτσάκι, έμαθε να σηκώνει τη μπάλα και να τη κλοτσάει με τα τρία δάχτυλα του ποδιού του και στη συνέχεια την έστελνε στο κεφάλι. Έτσι κατάφερνε να δίνει μια απρόσμενη τροχιά στη μπάλα, που ενώ κατευθυνόταν ψηλά, ξαφνικά έχανε ύψος! Η περιβόητη πάσα με τα τρία δάχτυλα είχε μόλις ανακαλυφτεί. Στη συνέχεια, το αποτέλεσμα ήταν να τελειοποιηθεί στα χτυπήματα με φάλτσο, κάτι που τον βοήθησε να έχει τρομερή εκτελεστική δεινότητα στις στημένες φάσεις, για να έχει θέση στην ομάδα! Όταν επέστρεψε στα γήπεδα, αυτό το φάλτσο ήταν ο φόβος κάθε τερματοφύλακα. Ανάρρωσε πλήρως και έπαιξε για τοπικούς συλλόγους της πόλης του. Η εμπειρία του τον παρακίνησε, και μπορεί να εξηγήσει την αποφασιστικότητά του να παίξει το παιχνίδι, και με τα δύο πόδια, καθώς και την ικανότητά του, να βοηθά τους άλλους να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες.

   Στα 19 του έγινε επαγγελματίας και υπέγραψε το πρώτο σου συμβόλαιο στη Μαντουρέιρα. Κάθισε δύο χρόνια και στη συνέχεια πήγε στη Φλουμινένσε. Στις 16 Ιουνίου του 1950, σε έναν φιλικό αγώνα με τις ομάδες νέων του Ρίο ντε Τζανέιρο και του Σάο Πάολο, ο Ντίντι (21 ετών), παίζοντας για το Ρίο ντε Τζανέιρο, σημείωσε το πρώτο γκολ που έμπαινε, στο θρυλικό «Μαρακανά». Στη «Φλου» έπαιξε εφτά χρόνια και έγινε γνωστός παντού. Επόμενο «βήμα» η ομάδα που υποστηρίζουν οι διανοούμενοι, οι μορφωμένοι και οι άνθρωποι που έχουν κουλτούρα. Η ιστορική και τεράστια Μποταφόγκο. Αγωνίστηκε με τα «ασπρόμαυρα» για τρία χρόνια. Εδώ έκανε κάτι τρελό. Είχε υποσχεθεί ότι αν κέρδιζε το Πρωτάθλημα της πολιτείας του Ρίο (Campeonato Carioca) του 1957, θα περπατούσε μόνο με τη φόρμα του από το «Μαρακανά» μέχρι το σπίτι του. Που βρισκόταν στη γειτονιά του Λαραντζέιρας. Η απόσταση ήταν 9,4 χιλιόμετρα. Η ομάδα τα κατάφερε και  5.000 οπαδοί της Μποταφόγκο ενώθηκαν μαζί του καθώς το έκανε!! Η Ρεάλ Μαδρίτης που «έσπερνε» το φόβο εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, γινόταν ο επόμενος «σταθμός» στην καριέρα του.

   Το 1959 υπέγραψε στη «Βασίλισσα» και έπαιξε δίπλα σε πολλούς τεράστιους παίκτες όπως ο Φέρεντς Πούσκας,  ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο και ο Φραντσίσκο Χέντο. Παρά τη μεγάλη του φήμη μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, έπαιξε μόνο 19 αγώνες και πέτυχε 6 γκολ για τους Ισπανούς. Η σύγκρουση με τον αρχηγό της ομάδας Αλφρέντο Ντι Στέφανο ήταν πολύ έντονη, και συνέχεια ο Αργεντίνος τον έλεγε τεμπέλη και ότι δεν μπαίνει στο «πνεύμα» της ομάδας. Μια φορά μάλιστα η «ξανθιά σαΐτα» του είπε׃ «Λένε ότι ήρθες να με αντικαταστήσεις. Λοιπόν, είσαι πολύ μεγάλος και δεν είσαι αρκετά καλός».

   Ο Ντίντι ήταν παίκτης που δε μάρκαρε ποτέ. Έτσι οι οπαδοί και οι συμπαίκτες του με πρώτο τον Ντι Στέφανο συχνά τον επέκριναν. Είχε πει ο ίδιος μια ιστορία με πολύ χιούμορ και πικρία κάποτε για αυτό, σε συνέντευξη του׃ «Στους Ισπανούς αρέσει να βλέπουν τους παίκτες να κάνουν τάκλιν, να πέφτουν. Δεν έχω κάνει ποτέ ούτε ένα τάκλιν στη ζωή μου. Στο τέλος ενός αγώνα, η φανέλα και το σορτσάκι μου ήταν σαν να είχαν μόλις βγει από το πλυντήριο. Στην Ισπανία δεν το παραδέχονται αυτό. Μετά από λίγο, είχα ακόμη και τη συνήθεια να τρίβω χώμα στο μαγιό μου. Έκανε την περίπτωσή μου χειρότερη. Οι οπαδοί ήθελαν δύναμη. Όμως η ανθρώπινη νοημοσύνη και η ικανότητα λογικής μάς χωρίζουν από τα ζώα, άρα τι είναι ένας ποδοσφαιριστής που εξαρτάται αποκλειστικά από τη σωματική του δύναμη? Η μεγαλύτερη απογοήτευση στη ζωή μου ήταν αυτός ο χρόνος εκεί». Ωστόσο, παρά τη σύντομη θητεία του ως παίκτης για τη Ρεάλ Μαδρίτης, μπόρεσε να συμμετάσχει στην κατάκτηση ενός ακόμα Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 1960.

   Μετά την Ισπανία επέστρεψε ξανά πίσω στην Μποταφόγκο. Αυτή η ομάδα θεωρείται μέχρι σήμερα, μια από τις κορυφαίες και πιο πετυχημένες στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Το «Μοναχικό Αστέρι» (Estrela Solitária) είχε στη δεκαετία του ’60 παικταράδες. Γκαρίντσα, Νίλτον Σάντος, Ζαγκάλο, Αμαρίλντο, Κουαρεντίνα που ήταν οι γνωστοί. Και νέους όπως οι Μάνγκα, Γκέρσον, Ρίλντο και Ζαïρζίνιο. Εκείνη την εποχή, η Μποταφόγκο ήταν ο μόνος σύλλογος σε εθνικό επίπεδο που μπορούσε να ανταγωνιστεί τη Σάντος του Πελέ. Σε αυτό το σημείο να πούμε και κάποια αξιοσημείωτα ρεκόρ που κατέχει η ομάδα για να δείξουμε και πόσο τεράστια είναι. Είναι ο μόνος σύλλογος με 52 συνεχόμενους αήττητους αγώνες. Αυτό συνέβη μεταξύ 1977 και 1978. Πάλι στο ίδιο διάστημα κατέχει και το ρεκόρ των περισσότερων αήττητων αγώνων στα παιχνίδια του πρωταθλήματος με 42. Ακόμα έχει δώσει τις περισσότερες συμμετοχές παικτών, σε συνολικούς αγώνες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Βραζιλίας (λαμβάνοντας υπόψη επίσημους και ανεπίσημους αγώνες) με 1.094 συμμετοχές και είναι αυτή που έχει δώσει, και τους περισσότερους παίκτες που έχουν πάει σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου με την κίτρινη «ένδοξη» φανέλα. Φυσικά κατέχει μέχρι σήμερα, και το ρεκόρ για τη μεγαλύτερη νίκη που έχει καταγραφεί ποτέ στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Το 1909 είχε νικήσει με 24–0 τη Μανγκουέιρα. Τέλος το 2000, η ​​Μποταφόγκο τερμάτισε 12η σε ψηφοφορία από συνδρομητές, του περιοδικού της ΦΙΦΑ, για τη μεγαλύτερη ομάδα του αιώνα!

   Μετά από σχεδόν τρία επιτυχημένα χρόνια με τη «Σόμπα» (Fogão) υπέγραψε με τη Σπόρτινγκ Κρίσταλ από το Περού. Επέστρεψε για άλλη μια φορά στην Μποταφόγκο για τελευταία φορά το 1964. Στη συνέχεια πήγε στο Μεξικό στη Βερακρούζ και έκλεισε την καριέρα του στη Σάο Πάολο το 1966 σε ηλικία 38 ετών. Αγωνίστηκε σε μόλις τέσσερα παιχνίδια. Αποσύρθηκε μετά από αυτό το γεγονός. Τελείωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική.

   Σε συλλογικό επίπεδο συνολικά, η Μποταφόγκο ήταν ο σύλλογος για τον οποίο ο Ντίντι έπαιξε τους περισσότερους αγώνες. Συνολικά με τα «ασπρόμαυρα» αγωνίστηκε σε 313 παιχνίδια και σκόραρε 114 γκολ. Δυστυχώς όπως συνέβη και με τον Βαβά δεν μπορούμε να σας πούμε τα ακριβή στατιστικά του. Υπολογίζεται πάντως πως αγωνίστηκε σε πάνω από 700 παιχνίδια και σκόραρε πάνω από 300 γκολ. Οι τίτλοι που κατέκτησε σε συλλογικό επίπεδο ήταν αρκετοί. Με τη Φλουμινένσε πήρε το κρατικό πρωτάθλημα το 1951 και το Κόπα Ρίο την επόμενη χρονιά. Με την Μποταφόγκο ήταν πρωταθλητής του Ρίο το 1957, το 1961 και το 1962. Κέρδισε επίσης το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο το 1962. Πήρε τρία σερί τοπικά κύπελλα το 1961, το 1962 και το 1963. Το 1960 σήκωσε το διεθνές τουρνουά της Κολομβίας. Το 1962 το αντίστοιχο στο Μεξικό και το 1963 το τουρνουά του Παρισιού. Με τη Ρεάλ το Ευρωπαϊκό Κύπελλο το 1960 και το τρόπαιο «Ramon de Carranza» το 1959.

   Ο Ντίντι ήταν σε πολλά ο πρώτος. Ανακάλυψε ένα φοβερό τρόπο να χτυπάει τα φάουλ έξω από την περιοχή. Ήταν πρωτοπόρος σε αυτόν το τομέα και ο τρόπος που τα εκτελούσε ανεπανάληπτος. Επινόησε το «ξηρό φύλλο» (folha seca). Αυτός ο τρόπος χτυπήματος, ονομάστηκε έτσι λόγω της τροχιάς του. Η μπάλα ακολουθεί μια ανοδική και τεντωμένη πορεία πριν κατέβει ξαφνικά, «αιωρούμενη» ελαφρά. Ο Ντίντι κάποτε είπε ότι το «νεκρό φύλλο» του κόστισε ακριβά. Ως αποτέλεσμα της εξάσκησης στα χτυπήματα φάουλ, γέρνοντας το σώμα του όσο το δυνατόν περισσότερο, ανέπτυξε ένα πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη, που τον είχε σε όλη του τη ζωή. Από αυτόν έμαθε να σουτάρει και να εκτελεί με τον ίδιο τρόπο και ο αστέρας του Περού Κουμπίγιας, που είπε κάποτε׃ «Ήταν ο Ντίντι που με έμαθε πώς να εκτελώ τα ελεύθερα χτυπήματα. Όχι μόνο μου έμαθε την τεχνική του «νεκρού φύλλου», την οποία είχε εφεύρει ο ίδιος, αλλά με έκανε και έναν αμφιδέξιο παίκτη».  Εδώ αξίζει να κάνουμε μια αναφορά για αυτή την τεχνική.

   Υπάρχει σπάνιο βίντεο με τον Ντίντι, να φοράει τις «ασπρόμαυρες» ρίγες της Μποταφόγκο και να εξασκεί χτυπήματα φάουλ και με τα δύο πόδια. Με το δεξί του πόδι περνάει μέσα από την μπάλα με τα κορδόνια του, κάνοντας περιστασιακά κάποια επιπλέον κάμψη, κόβοντας το σουτ έτσι ώστε, το τελικό σημείο πρόσκρουσης να είναι με το εξωτερικό του παπουτσιού του. Αυτές οι προσπάθειες είναι ακόμη πιο έντονες με το «ασθενέστερο» αριστερό του πόδι, καθώς λυγίζει την «παλιομοδίτικη» βαριά μπάλα, σαν να ήταν ένα ελαφρύ πλαστικό πτερύγιο που μεταφέρεται από τον άνεμο.

   Το καθυστερημένο ξεθώριασμα που μπόρεσε να πετύχει αυτά τα χτυπήματα φάουλ, καθώς λύγιζαν μέσα ή έξω, πάνω ή κάτω, καθώς πλησίαζαν στο τέρμα, έδινε την ψευδαίσθηση ότι είχε τον έλεγχο της μπάλας ακόμα και αφού είχε φύγει από το πόδι του. Ένα από τα πολλά «μαγικά» εφέ του, είδε την μπάλα να βυθίζεται ή να κουλουριάζεται την τελευταία στιγμή, εφευρίσκοντας έτσι το σουτ «folha seca» (ξηρό φύλλο). Η τεχνική «foglia morta» (νεκρό φύλλο) είχε αρχικά εξασκηθεί από τον Ιταλό επιθετικό Τζουζέπε Μεάτσα, ο οποίος χρησιμοποίησε το βάρος εκείνων των ποδοσφαιρικών αρχών του εικοστού αιώνα προς όφελός του. Αλλά τα χτυπήματα του Ντίντι το πήγαν, στο επόμενο επίπεδο και ενσωμάτωσε μια σειρά από στυλ, ελεύθερων λακτισμάτων και με τα δύο πόδια.

   Το χτύπημα εναντίον του Περού που βοήθησε τη Βραζιλία να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 έφερε τη μοναδική του τεχνική σε ένα ευρύτερο κοινό. Είπε τότε׃ «Από εκείνο το σημείο τέτοια σουτ έγιναν ένα είδος κατατεθέν μου και όλοι με ρωτούσαν, σε σημείο να με οδηγήσουν σε απόγνωση, πώς ακριβώς τα έκανα». Αυτή η τεχνική έχει εφαρμοστεί με πολύ δημοφιλή τρόπο στις μέρες μας. Από ποδοσφαιριστές όπως οι Κριστιάνο Ρονάλντο, Γκάρεθ Μπέιλ, Ντιντιέ Ντρογκμπά, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Αντρέα Πίρλο, Ρομπέρτο Κάρλος και πάνω απ’ όλους τον Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Σήμερα, οι παίκτες έχουν το πλεονέκτημα γιατί οι μπάλες, είναι σύγχρονες και ελαφριές. Ενώ και τα παπούτσια είναι κατασκευασμένα ειδικά με κάθε λεπτομέρεια. Για αυτό και ο Ντίντι ήταν πρωτοπόρος σε αυτές τις πολύ πιο δύσκολες συνθήκες.

   Με την εθνική Βραζιλίας «έλαμψε». Έκανε «μυθικά» απίστευτα πράγματα που όλος ο κόσμος έμεινε με το στο στόμα ανοιχτό. Αγωνίστηκε 68 φορές και πέτυχε 20 γκολ. Τα 12 από τα 20 ήταν με χτυπήματα φάουλ! Κατέκτησε το 1952 το Παναμερικανικό κύπελλο, το «Copa Oswaldo Cruz» το 1955, το 1958, το 1961 και 1962. Το κύπελλο Ατλαντικού το 1956, δύο κύπελλα «O’Higgins» το 1955 και το 1961. Και φυσικά εκεί που ήταν ηγέτης και εκπληκτικός στα Παγκόσμια Κύπελλα  του 1958 και του 1962 που τα κατέκτησε μαζί με τους άλλους «αστέρες» των «Καριόκας».

   Η πρώτη γεύση από Μουντιάλ όμως ήταν «πικρή». Το 1954 έπαιξε στο πρώτο. Πέτυχε γκολ στους αγώνες με Μεξικό και Γιουγκοσλαβία και έφτασε με τη «Σελεσάο» στα προημιτελικά. Εκεί έγινε το παιχνίδι που μέχρι σήμερα συζητείται. Η περιβόητη «Μάχη της Βέρνης» κόντρα στην Ουγγαρία του Πούσκας, του Κότσιτς, του Χιντεγκούτι. Μια από τις κορυφαίες εθνικές ομάδες όλων των εποχών. Το ημίχρονο ήταν 2-1 υπέρ των «Μαγυάρων». Οι Ούγγροι, στο πρώτο τέταρτο της επανάληψης, αύξησαν τη διαφορά στα δύο γκολ, με εύστοχο πέναλτι του Μίχαλι Λάντος. Η συγκεκριμένη απόφαση εξόργισε τους Βραζιλιάνους δημοσιογράφους και μέλη της αποστολής, οι οποίοι εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο και ανάγκασαν την αστυνομία να τους απομακρύνει από το γήπεδο. Πέντε λεπτά αργότερα ο Ζουλίνιο, μείωσε ξανά σε 3-2. Δυνατό και επιθετικό μέχρι εκείνο το σημείο το ματς κατέληξε νευρικό και επεισοδιακό. Οι συμπλοκές μεταξύ των ποδοσφαιριστών ξεκίνησαν όταν ήρθαν στα χέρια οι Νίλτον Σάντος και Γιόζεφ Μπόζικ.

   Οι δύο παίκτες αποβλήθηκαν στο 71′ λεπτό και από εκείνο το λεπτό η Βραζιλία προσπάθησε απεγνωσμένα να φθάσει στην ισοφάριση, κόβοντας κάθε επίθεση των Ούγγρων με σκληρό τρόπο. Έντεκα λεπτά πριν την λήξη του προημιτελικού, ο Ουμπέρτο μάρκαρε σκληρά τον Γκιούλα Λόραντ (μετέπειτα προπονητής του ΠΑΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80). Ο διαιτητής Άρθουρ ‘Ελις (ήταν επόπτης στον τελικό του Μουντιάλ 1950) απέβαλε τον Βραζιλιάνο. Η Ουγγαρία σφράγισε την πρόκριση με τελικό αποτέλεσμα 4-2 και σκόρερ του τελευταίου γκολ τον Σάντρο Κότσιτς. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε εν μέσω συμπλοκών που ξεκίνησαν στον αγωνιστικό χώρο, συνεχίστηκαν στα αποδυτήρια και έφθασαν εκτός γηπέδου, μεταξύ των παικτών, μελών των ομάδων, διοργανωτών, φωτογράφων και θεατών.

   Οι παίκτες των δύο ομάδων έδωσαν τόσες κλοτσιές μεταξύ τους όσες και οι φορές που κλότσησαν την μπάλα στο γήπεδο! Ο Ντζαλμά Σάντος κυνηγούσε με σφιγμένη την γροθιά τον Σάντρο Κότσιτς και ο Χιντεγκούτι πάτησε με δύναμη πάνω στο πόδι του Ίντιο! Σύμφωνα με μαρτυρίες ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε από τον πάγκο των νικητών προς τους παίκτες της Βραζιλίας, ενώ πέντε άτομα τραυματίστηκαν στην φυσούσα που οδηγούσε στα αποδυτήρια, στην οποία οι Βραζιλιάνοι είχαν σπάσει όλα τα φώτα. Ο προπονητής της Ουγγαρίας Γκούσταβ Σέμπες, χρειάστηκε ράμματα μετά από επίθεση που δέχτηκε με μπουκάλι. Τα επεισόδια κράτησαν περίπου 20 λεπτά και στον επόμενο αγώνα της Ουγγαρίας απέναντι στην Ουρουγουάη, οι διοργανωτές τοποθέτησαν στο γήπεδο φαντάρους, χωρίς ωστόσο, να χρειαστεί η παρέμβαση τους!

   Το 1958 ήταν η χρονιά του. Η Βραζιλία με σύστημα το 4-2-4 παρέδωσε πανδαισία αληθινού ελεύθερου ποδοσφαίρου. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου που έγινε στη Σουηδία, οι δημοσιογράφοι έδωσαν στον Ντίντι ένα παρατσούκλι που μεταδόθηκε στους μεταγενέστερους: «Κύριος Ποδόσφαιρο». Αυτό τα έλεγε όλα για το τι έκανε στη διοργάνωση. Το παράδοξο είναι ότι παραλίγο να μην ταξιδέψει στη Σουηδία! Παρά το γεγονός ότι σημείωσε ένα φοβερό γκολ με τη συνηθισμένη εκτέλεση φάουλ, σε έναν προκριματικό αγώνα εναντίον του Περού που έστειλε τη Βραζιλία στην τελική φάση, υπήρχαν φόβοι ότι το χαλαρό στυλ του τότε 30χρονου θα συνδυαζόταν με τα προχωρημένα χρόνια του για να τον καταστήσει αναποτελεσματικό στη διοργάνωση. Αλλά τόσο η εμπειρία του όσο και το στυλ του ήταν ζωτικής σημασίας. Είχε δώσει μια αποστομωτική απάντηση׃ «Θα ήταν αστείο αν με άφηναν εκτός αφού πλήρωσα το εισιτήριό τους». Με χτύπημα φάουλ είχε βάλει και ένα εκπληκτικό γκολ στον ημιτελικό με τη Γαλλία του Ζυστ Φονταίν και του Ραïμόν Κοπά. Τελικό σκορ 5-2 με τον Πελέ να κάνει χατ τρικ και τον Βαβά να ανοίγει το σκορ.

   Το σκηνικό που θα σας διηγηθούμε παρακάτω τα λέει όλα. Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη Σουηδία, είχε ξεκινήσει, και στο τέταρτο μόλις λεπτό οι γηπεδούχοι προηγούνται ήδη με 1-0, χάρη σε γκολ του Νιλς Λίντχολμ. Ο Ντίντι θα ψάξει για την μπάλα στο πίσω μέρος των διχτυών. Στη συνέχεια, αντί να ξεκινήσει ένα σπριντ προς το κέντρο του γηπέδου, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Βραζιλιάνος μέσος κρατά την μπάλα με το ένα χέρι και περπατά αργά προς τον κεντρικό κύκλο, πριν κάνει ήρεμα τη δεύτερη σέντρα του αγώνα στο Στάδιο «Ρασούντα» στη Στοκχόλμη. Στην προσέγγισή του και στη στάση του, ο Ντίντι απέπνεε μια εντυπωσιακή γαλήνη. Παράλληλα, έστελνε ξεκάθαρο μήνυμα σε όλους, συμπαίκτες και αντιπάλους. Δεν είχε μπερδέψει ποτέ την ταχύτητα και τη βιασύνη. Για αυτόν, δεν ήταν η ταχύτητα που επέτρεψε να κυριαρχήσει στο γήπεδο, αλλά μάλλον η απλότητα και η εφαρμογή. Δυστυχώς, πολύ συχνά ανακατεύουμε την ηρεμία και τη βραδύτητα, μεταξύ σοφίας και έλλειψης θέλησης.

   Ο συμπαίκτης του τότε Μάριο Ζαγκάλο θυμάται׃ «Είχα ήδη γυρίσει στην αριστερή πτέρυγα, όταν βλέπω τον Ντίντι να περπατά πίσω προς το κέντρο του γηπέδου, με την μπάλα στο χέρι. Τρέχω προς το μέρος του και του λέω με απόγνωση: Ντίντι, βιάσου, χάνουμε». Εκείνος απάντησε: «Μείνε ήρεμος, παιδί. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Είμαστε ακόμα καλύτεροι από αυτούς. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Πολύ σύντομα  θα ανατρέψουμε το σκορ». Και ολοκληρώνει ο Μάριο׃ «Μόλις το ακούσαμε, όλοι ξαφνικά ηρέμησαν. Πέντε λεπτά αργότερα, ισοφαρίσαμε. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Ντίντι απλά τα είχε όλα. Είχε την τέχνη να τα κάνει όλα εύκολα».

   Ο «Βασιλιάς» Πελέ στάζει «μέλι» για τον Ντίντι και λέει׃ «Εφηύρε πολλές σημαντικές κινήσεις, όπως το ξερό φύλλο και η πάσα με τα τρία δάχτυλα», και συνέχισε εξηγώντας την επιρροή του συμπαίκτη του στο πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο׃ «Ο Ντίντι ήταν πολύ σημαντικός για μένα το 1958. Ήμουν μόλις 17 και ήταν σαν μεγαλύτερος αδερφός. Για αυτόν, το να παίζει ποδόσφαιρο ήταν τόσο εύκολο όσο να ξεφλουδίζεις ένα πορτοκάλι». Στο βιβλίο του, «Why Soccer Matters», ο Πελέ συζητά εκτενώς την επιρροή του Ντίντι, εξηγώντας ότι στον προημιτελικό κόντρα στην Ουαλία, ο μέσος τον κράτησε φρέσκο κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου, ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τον αντίπαλο αργότερα στο παιχνίδι׃ «Το πρώτο ημίχρονο έληξε χωρίς σκορ. Δεν είχα πολλές ευκαιρίες με την μπάλα. Αλλά ο Ντίντι είπε αργότερα ότι με έσωζε στα πρώτα 45′ λεπτά του παιχνιδιού. Πίστευε ότι, λόγω της ηλικίας μου, κανείς δεν θα μου έδινε σημασία μπορεί ακόμη και να με ξεχάσει τελείως. Ήμουν ένα αγόρι που κανείς δεν χρειάζεται να φοβάται. Και σίγουρα, η προσοχή των αμυντικών φαινόταν να σβήνει καθώς προχωρούσε το παιχνίδι. Τελικά ήμουν αυτός που στο 66’ λεπτό σκόραρα το νικητήριο γκολ. Η εμπειρία και η συμπεριφορά του Ντίντι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η συναρπαστική ομάδα των αρχαρίων μας. Ήταν τόσο κουλ, ατάραχος και έτοιμος που πολλοί τον συνέκριναν με μουσικό της τζαζ. Άλλο ένα από τα παρατσούκλια του ήταν «Ο Αιθίοπας Πρίγκιπας», που ήταν πολύ πιο κουλ, κατά ένα εκατομμύριο βαθμούς, από μένα».

   Για τον τελικό ο μεγαλύτερος παίκτης του κόσμου (προσωπική γνώμη, πρώτος ο Πελέ, μετά ο Μαραντόνα και στη συνέχεια οι υπόλοιποι) είπε׃ «Μετά από εκείνο το πρώτο σουηδικό γκολ, ο Ντίντι, φυσικά, ήταν αυτός που πήρε την μπάλα και περπατούσε πολύ αργά με αυτήν πίσω στη μεσαία γραμμή, μιλώντας πολύ ήρεμα σε όλους μας περνώντας. Μας έλεγε׃ «Πολύ καλά, αυτό τελείωσε. Ώρα για εμάς τώρα». Και το έλεγε με χαρά». Συνέχισαν νικώντας τους γηπεδούχους Σουηδούς με 5-2 στον τελικό, χάρη σε δύο γκολ από τους Βάβα και Πελέ, συν άλλο ένα από τον Ζαγκάλο.

   Ο σεβασμός που τρέφει ο Πελέ για έναν παίκτη και διαβάζοντας αυτά που έλεγε θα μπορούσαμε να πούμε με ακρίβεια ότι ήταν ο μέντοράς του. Ο Ντίντι είχε ενσταλάξει ένα ψυχολογικό ατσάλι σε έναν παίκτη που θα ήταν ο καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών και αυτή η νοοτροπία θα ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα κατά την άνοδο του Πελέ στην κορυφή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

   Ακόμη και με την παρουσία στην ομάδα του «θρυλικού» Γκαρίντσα και του 17χρονου Πελέ τους ξεπέρασε και αναδέχθηκε ο καλύτερος παίκτης του τουρνουά. Χάρη στη μεθοδικότητα που συνέδεσε αυτή την εντυπωσιακή πλευρά. Η Βραζιλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο για πρώτη φορά και ο Ντίντι ήταν το «αστέρι». Παρόλο που ο Πελέ και ο Γκαρίντσα παραμένουν οι πιο σεβαστοί παίκτες αυτής της εποχής, όσον αφορά τη σωματική του διάπλαση, το στυλ και την ευφυΐα του παιχνιδιού, ο Ντίντι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του.

   Το 1962 στα 34 του κέρδισε άλλο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Σε αυτό όμως πρωταγωνιστές ήταν ο Γκαρίντσα με τον Βαβά. Η αγάπη που είχε για το ποδόσφαιρο ήταν τεράστια. Και μια χαρακτηριστική φράση που βγήκε από το στόμα του ήταν χαρακτηριστική׃ «Αντιμετώπισα την μπάλα με τόση προσοχή όσο δίνω στη γυναίκα μου. Την είχα τρομερή στοργή γιατί είναι σκληρή. Αν της φερθείς άσχημα, θα σου σπάσει το πόδι»! είπε ο Ντίντι σε συνέντευξή του στον Ρομπέρτο Μόουρα, αντανακλώντας την τάση των Βραζιλιάνων να αναφέρονται στο ποδόσφαιρο ως γυναίκα. Αυτή η τάση ενθαρρύνεται από το γεγονός ότι το «bola» είναι ένα θηλυκό ουσιαστικό στα πορτογαλικά, όπως επισημαίνει ο Alex Bellos στο βιβλίο του «Futebol: The Brazilian Way Of Life».

   Αφού αποσύρθηκε ως παίκτης, ξεκίνησε μια καριέρα προπονητή με την Σπόρτινγκ Κρίσταλ και κλήθηκε να διευθύνει την εθνική ομάδα του Περού στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1970. Καθοδήγησε επιτυχώς τους Περουβιανούς που προκρίθηκαν σε βάρος της Αργεντινής αποπληρώνοντας το χρέος για τον αποκλεισμό του Περού από το 1958. Ο 21χρονος Περουβιανός, Τεόφιλο Κουμπίγιας ο οποίος θα γινόταν ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών της χώρας του, σημείωσε πέντε γκολ στο τουρνουά του 1970, και επαίνεσε τον προπονητή που τον ανέδειξε, για την εξέλιξή του στην τεχνική του σουτ που θα οδηγούσε στη μελλοντική του επιτυχία. Είπε׃ «Ο Ντίντι ήταν υπεύθυνος για τα ελεύθερα χτυπήματα, τα σουτ και για το ότι με έκανε, δεξιοπόδαρο, παίκτη με δύο πόδια. Ήμουν 10 ετών το 1958 και ενθουσιάστηκα από τον άνθρωπο που έλεγχε το παιχνίδι από τη μέση του γηπέδου. Ο Ντίντι ήταν ένα υπέροχο πρότυπο για μένα και άλλαξε τον τρόπο που παιζόταν το ποδόσφαιρο από τότε». Ο Τεόφιλο κέρδισε το βραβείο καλύτερου νεαρού παίκτη το 1970, όπως είχε κάνει και ο Πελέ στο 1958. Ο «θρύλος» του Περού έλαβε υπόψη τη συμβουλή του Βραζιλιάνου και συνέχισε να σκοράρει αφού έβαλε πέντε γκολ στο τουρνουά του 1978 οκτώ χρόνια αργότερα, και με αυτά μπήκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.

   Ο Ντίντι αξίζει αναγνώριση, για την «κηδεμονία» που παρείχε απλά και μόνο στον Πελέ και τον Κουμπίγια. Οι δύο παίκτες έχουν την υψηλότερη εκτίμηση στις πατρίδες τους, παγκοσμίως φυσικά στην περίπτωση του Πελέ, και ο Ντίντι είχε μεγάλη επιρροή και στους δύο στην αρχή της καριέρας τους. Προσθέτοντας την επιτυχία που είχε ο Ντίντι ως παίκτης και τις καινοτομίες που έκανε στον αγωνιστικό χώρο, αξίζει τον υψηλότερο έπαινο και πρέπει να θεωρείται μεταξύ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών.

   Το Περού είχε και άλλους καταπληκτικούς παίκτες εκτός από τον Κουμπίγιας. Ήταν ο Χέκτορ Τσουμπίτα, ο Χοσέ ντελ Καστίγιο, ο Ρομπέρτο Τσάλλε και άλλοι. Μετά από αξιοπρεπή εμφάνιση, ηττήθηκαν τελικά στον προημιτελικό από τη Βραζιλία με 4-2. Ο Πελέ με σεβασμό κράτησε το όνομά του από το φύλλο αγώνα ενάντια στον παλιό του μέντορα, και στη συνέχισε η Βραζιλία κέρδισε το τρίτο της Παγκόσμιο Κύπελλο το πρώτο της χωρίς τον Ντίντι. Το 1971, ανέλαβε τον κορυφαίο σύλλογο της Αργεντινής, τη Ρίβερ Πλέιτ. Ενώ ήρθε και δίπλα στη «γειτονιά» μας αναλαμβάνοντας τη Φενερμπαχτσέ. Καθοδήγησε την ομάδα σε δύο διαδοχικά πρωταθλήματα Τουρκίας το 1974 και αργότερα το 1975. Επίσης προπόνησε σημαντικούς συλλόγους της Βραζιλίας όπως οι, Φλουμινένσε, Κρουζέιρο, την εθνική Κουβέιτ, Αλ Αχλί, Μποταφόγκο, Αλ Σαμπάμπ, Φορταλέζα, Σάο Πάολο, Αλιάνζα Λίμα, Μπανγκού.

   Τα ατομικά βραβεία που κατέκτησε ήταν φυσικά πολλά. Πήρε τη χρυσή μπάλα ως καλύτερος παίκτης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958. Ήταν στην κορυφαία ενδεκάδα της διοργάνωσης. Από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (International Federation of Football History & Statistics) έχει βγει στην 7η θέση με τους καλύτερους Βραζιλιάνους παίκτες του 20ου αιώνα. Από την ίδια ομοσπονδία ψηφίστηκε στη 19η θέση παγκοσμίως ανάμεσα σε όλους τους ποδοσφαιριστές  του 20ου αιώνα. Ακόμα είναι στους 50 καλύτερους όλων των εποχών. Ενώ είναι και στους κορυφαίους στη Βραζιλία

   Βρίσκεται στο «Hall of Fame» στο Μουσείο του Βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου. Στην προσωπική του ζωή ήταν παντρεμένος και είχε μια όμορφη οικογένεια. Η ομάδα της χρυσής μπάλας των ονείρων (Gold Ballon d’Or Dream Team) τον έβαλε στην τρίτη καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών. Και το σχόλιο που τον συνόδευε ήταν׃ «Ο Ντίντι έμοιαζε με μια αφρικανική εικόνα, που στεκόταν στο κέντρο του γηπέδου, όπου κυβέρνησε. Από εκεί θα εκτόξευε τα δηλητηριώδη βέλη του». Ήταν «κομψός», «αριστοκρατικός», «βεντέτα», όλο τέχνη παίκτης. Έβγαζε εκπληκτικές πάσες, είχε αντοχή και στη χώρα του ήταν είδωλο, ειδικά στη Φλουμινένσε και την Μποταφόγκο, δύο συλλόγους που έκανε ευτυχισμένους. Τον Οκτώβριο του 2000, εισήχθη στο «Hall of Champions» της ΦΙΦΑ. Εκείνη την εποχή ήταν αρκετά άρρωστος με πνευμονία ενώ είχε και καρκίνο στο έντερο. Από αυτόν τον κόσμο «έφυγε» στις 12 Μαΐου του 2001 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, σε ηλικία 72 ετών. Κηδεύτηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο θάνατός του πυροδότησε φόρο τιμής σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και ενός λεπτού σιγή στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου».

   Θα κλείσουμε το αφιέρωμα σε αυτόν τον τεράστιο παίκτη και σπουδαίο άνθρωπο με δύο ανθρώπους που μίλησαν για αυτόν. Ο Βραζιλιάνος θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Νέλσον Ροντρίγκες μίλησε με τα καλύτερα λόγια και είπε׃ «Με το μοναδικό του στυλ, ο Ντίντι ενέπνευσε τα «φτερά». Διαπίστωσα ότι στο γήπεδο, ο Ντίντι είχε την κομψότητα ενός Αιθίοπα πρίγκιπα. Ο Ντίντι οδήγησε την μπάλα με αγάπη. Στα πόδια του, η μπάλα ήταν σαν ορχιδέα, τόσο όμορφη όσο και εύθραυστη, που έπρεπε να αντιμετωπίζεται με ευχαρίστηση και τελειοποίηση. Αυτά τα λόγια που λέω δεν είναι καθόλου υπερβολικά, τόσο πολύ ο Ντίντι ενσάρκωσε τη λυρική μπάλα στο πόδι».

   Και ο δεύτερος που ήταν συμπαίκτης του το 1958 ανέφερε׃ «Η ιδιοφυΐα του ήταν απίστευτη. Δεν είμαι τίποτα σε σύγκριση με τον Ντίντι. Είναι το είδωλό μου, το μοντέλο μου. Δεν θα τον πλησιάσω ποτέ. Δε θα φτάσω ούτε καν τον αστράγαλο του. Οι πρώτες φιγούρες που αγόρασα ήταν φιγούρες Ντίντι». Ο συγγραφέας αυτών των σχολίων? Κάποιος που τον έλεγαν Πελέ…

 

 

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ