Με χαρακτηριστικά προσώπου όμοια με αυτά του Ρόμπερτ Πάουελ που ενσάρκωνε τον Ιησού Χριστό στη διάσημη σειρά του Φράκο Τζεφιρέλι “Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ” ο Γκαμπριέλ Ομάρ Μπατιστούτα είχε παρουσιαστικό “αγγέλου” αλλά για τους αντίπαλους προπονητές και τους αμυντικούς που έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν ήταν ο χειρότερος “διάβολος”. Ένας επιθετικός μίας επαφής που δεν υστερούσε σε κανέναν τομέα του παιχνιδιού. Αποτελεσματικός και με τα δύο πόδια, καλός κεφαλοσφαιριστής, ψηλός, δυνατός, γρήγορος, με έντονη αίσθηση του γκολ που έπαιζε και με πλάτη αλλά και με πρόσωπο προς την εστία. Σκόραρε με άνεση από κοντινή, μέση αλλά και μακρινή απόσταση χωρίς ωστόσο να αμελεί τα αμυντικά του καθήκοντα και με συμμετοχή στο πρέσινγκ του αντιπάλου. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, που υπήρξαν και συμπαίχτες για κάποια χρονιά στην Εθνική, τον είχε χαρακτηρίσει σαν τον «κορυφαίο επιθετικό» που είχε δει ποτέ.
Γεννήθηκε το 1969 στο Σάντα Φε της Αργεντινής όπου αγωνίστηκε επαγγελματικά μόλις για τρεις σεζόν. Παρόλα αυτά πρόλαβε και έπαιξε στις δύο υπερδυνάμεις της χώρας τη Ρίβερ Πλέιτ και τη Μπόκα Τζούνιορς (η τρίτη ήταν η Νιούελς Ολ Μπόϋς του Μαρτσέλο Μπιέλσα). Στα 21 του ήταν ο βασικός φορ της Μπόκα με 19 γκολ σε 42 συμμετοχές, μάλιστα στο ντέρμπι εναντίον της Ρίβερ σκόραρε δύο φορές, παίρνοντας εκδίκηση από τον πρώην προπονητή του Κλαούντιο Πασαρέλα, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα του είχε δείξει την πόρτα της εξόδου από το “κλαμπ” των Μπιγιονάριος. Έτσι δεν άργησαν να ηχήσουν οι σειρήνες του κορυφαίου ευρωπαϊκού πρωταθλήματος της εποχής. Επόμενος σταθμός του νεαρού στράϊκερ η Φλωρεντία. Το στολίδι της Τοσκάνης η πόλη-μουσείο που κατά τον 15ο αιώνα ήταν το λίκνο της αναγέννησης, όλοι οι ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές και αρχιτέκτονες της εποχής πέρασαν από εκεί. Η πόλη όπου φιλοξενήθηκαν και μεγαλούργησαν άντρες όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ραφαήλ, ο Μποτιτσέλι, ο Δάντης και ο Γαλιλαίος.
Στην ίδια πόλη αιώνες αργότερα φιλοξενήθηκε και μεγαλούργησε ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα σε μια διαφορετική “τέχνη” αυτή του ποδοσφαίρου. Ο κορυφαίος επιθετικός της εποχής του …..9 γεμάτες σεζόν …..203 γκολ και ….331 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις με τους Βιόλα. Ο ορισμός του παίχτη σημαίας που έμεινε στην ομάδα όταν αυτή υποβιβάστηκε, για μια σεζόν στην Σέριε Β’ και όπου κάθε καλοκαίρι στηνόταν ένα “παζάρι” γύρω από το όνομα του, από τους μεγάλους και πλούσιους του Καμπιονάτο, αλλά και ομάδων όπως η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κ.α.. Εκείνος όμως γύριζε επιδεικτικά την πλάτη στα λεφτά, τους τίτλους και την δόξα που του υπόσχονταν και το τέλος του καλοκαιριού τον έβρισκε με την μοβ φόρμα να κάνει προετοιμασία με τους Βιόλα. Για να τον τιμήσουν οι οπαδοί της ομάδας του έστησαν το πρώτο του άγαλμα μέσα στο Αρτέμιο Φράνκι, ενώ τα προσωνύμια “Μπατιγκόλ” και “Βασιλιάς των λιονταριών” μιλάνε από μόνα του. Η αγάπη και η πίστη του στους Βιόλα μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή για την σύζυγο του και την μητέρα των παιδιών του Ηρίννα, τον νεανικό του έρωτα που βρίσκεται δίπλα του από τότε που ο Αργεντινός ήταν μόλις 17 χρονών.
Οι πιθανότητες να κατακτήσει κάποιον μεγάλο τίτλο ήταν ελάχιστες, όπου σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα της ομάδας της Φλωρεντίας τον ανάγκασαν το 2000 να μεταγραφεί στη Ρόμα του Φάμπιο Καπέλο σε μια ομάδα που ήταν γεμάτη “αστέρια”. Παρόλα αυτά ο Μπατιγκόλ δεν δυσκολεύτηκε να γίνει το πιο λαμπερό από όλα. Σε ρόλο “Καίσαρα” με 20 γκολ σε 28 παιχνίδια οδήγησε την ομάδα της Ρώμης στην κατάκτηση του πολυπόθητου Σκουντέτο, το πρώτο μετά το 1983, παραμένοντας μέχρι πρόσφατα η ακριβότερη μεταγραφή παγκοσμίως για παίχτη άνω των 30 ετών. Παρέμεινε για άλλα δυο χρόνια στην αιώνια πόλη, μετά ακολούθησαν οι Ίντερ και Αλ Αραμπί. Η μεγάλη του συνέπεια στο σκοράρισμα με 5 σεζόν να πετυχαίνει πάνω από 20 γκολ στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου συνέβαλαν (ακόμη και το 2005 λίγους μήνες πριν το μεγάλο αντίο) ώστε το όνομα του να ακούγεται για μεταγραφή στην Τσέλσι του Ζοζέ Μουρίνιο αλλά και τη Μπαρτσελόνα.
Η συνέχεια για τον Μπατιγκόλ μετά το πέρας της καριέρας του δεν μοιάζει με αυτή των περισσοτέρων ποδοσφαιριστών του δικού του βεληνεκούς. Δεν περιείχε ούτε λαμπερά Γκαλά, ούτε σχολιασμούς αγώνων, ούτε κάποιο πόστο σε μία ομάδα, ούτε φιλανθρωπικούς αγώνες παλαίμαχων, ούτε καν μπόρεσε να χαρεί την οικογένεια του. Οι πόνοι στα πόδια του με το πέρασμα των χρόνων είχαν γίνει αφόρητοι. «Έδωσα στο ποδόσφαιρο περισσότερα από όσα μπορούσα» ανέφερε χαρακτηριστικά μετά από χρόνια ο Αργεντινός. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που κάνοντας ενέσεις για να μην πονάει, αγωνίστηκε βάζοντας την ομάδα πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό. Από τους έντονους πόνους δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει φτάνοντας στο σημείο να παρακαλάει τον γιατρό του να του ακρωτηριάσει τα πόδια για να απαλλαγεί από το μαρτύριο.
Ο παίχτης που έκανε τους οπαδούς των Βιόλα να ξεχάσουν σχεδόν αμέσως την φυγή του αγαπημένου τους παιδιού Ρομπέρτο Μπάτζιο, ήταν εκείνος που τον Νοέμβριο του 2000, όταν σκόραρε με την Ρόμα κατά της Φιορεντίνα, νιώθοντας ότι έκανε κάτι κακό, έβαλε αμέσως τα κλάματα στην αγκαλιά του Τότι.
Με την γαλανόλευκη ριγέ φανέλα της εθνικής του ομάδας έχει το απίστευτο ποσοστό των 56 γκολ σε 76 συμμετοχές. Με τρεις παρουσίες σε τελική φάση παγκοσμίων κυπέλων παραμένοντας ο μοναδικός παίχτης, μέχρι σήμερα, στην ιστορία του θεσμού που κατάφερε να πετύχει δύο Χατ Τρικ σε διαφορετικές διοργανώσεις το 1994 και το 1998. Εκείνος οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτηση των 3 τελευταίων τίτλων στην ιστορία της, δύο κόπα Αμέρικα το 1991 (1ος σκόρερ διοργ.) και το 1993 (πέτυχε τα γκολ της Αργεντινής στον τελικό) καθώς και ενός κυπέλου συνομοσπονδιών το 1992 (1ος σκόρερ διοργ.). Η μεγαλύτερη όμως ηθική επιβράβευση είναι ότι για τους Αργεντινούς φιλάθλους παραμένει ο αγαπημένος παίχτης πίσω “μόνο” από τον Ντιέγκο Μαραντόνα και πάνω από παίχτες όπως ο Μέσι, ο Ντι Στέφανο, ο Κέμπες, ο Πασαρέλα. Γιατί έβαζε πάνω από όλα την Εθνική του ομάδα κάτι που φαίνεται από τα λεγόμενα του «Βλέπω παίχτες να προσποιούνται τους τραυματίες και να μην ανταποκρίνονται στις Εθνικές τους ομάδες, έχω παίξει με μισό πόδι σε παγκόσμιο κύπελο για να βοηθήσω την χώρα μου».
Μετά από αρκετές χειρουργικές επεμβάσεις και με την αγωγή που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια έχουν ελαφρύνει οι πόνοι στα πόδια του. Άλλωστε ο Αργεντινός Γκολεαδόρ δεν γινόταν να μην “σκοράρει” και σε αυτόν τον αγώνα. Μια φιγούρα που θα μπορούσε να είναι ακόμη ένας σούπερ ήρωας (κάτι σαν τον σούπερ-Μάριο) βιντεοπαιχνιδιού της NINTENDO, που ήταν χορηγός στη φανέλα της Φιορεντίνα την εποχή εκείνη. Ο ήρωας με τη μοβ εμφάνιση και το νούμερο 9 στην πλάτη στο γνωστό του πανηγυρισμό που κάνει ότι πυροβολεί με τα χεριά. Ο ποδοσφαιρικός ήρωας εκατομμυρίων μικρών και μεγάλων παιδιών από όλη τη γη τη δεκαετία του ‘90 και όπως όλοι ξέρουμε οι ήρωες των παιδιών δεν πεθαίνουν ποτέ.
Από τον Μιχάλη Μαντζουράνη.