Η είδηση του θανάτου του Γιόχαν Κρόιφ (24 Μαρτίου 2016) όπως ήταν αναμενόμενο έγινε πρώτο θέμα στα περισσότερα ειδησεογραφικά μέσα του κόσμου. Έτσι και μία από τις κορυφαίες Βρετανικές εφημερίδες, η Γκάρντιαν είχε βάλει στο οπισθόφυλλο της μια ολοσέλιδη φωτογραφία του Ολλανδού σούπερ σταρ την ώρα που περνάει έναν τερματοφύλακα και ετοιμάζεται να σκοράρει με την φανέλα των «Οράνιε». Όλα καλά μέχρι εδώ, με μία όμως πιο προσεκτική ματιά στη φωτογραφία φαίνεται ότι στο σορτσάκι του ποδοσφαιριστή δεν είναι τυπωμένο το αγαπημένο “14” του Κρόιφ αλλά το “15″. Πράγματι στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο εικονιζόμενος δεν ήταν ο «συγχωρεμένος» Γιόχαν Κρόιφ αλλά ο Πίτερ Ρέζενμπρινκ.
Αυτή η «μνημειώδης» γκάφα της Βρετανικής εφημερίδας είναι ένα μόνο δείγμα της εντυπωσιακής ομοιότητας που είχαν οι δύο τους όχι μόνο εμφανισιακά αλλά και σαν παίχτες. Με τον Ρέζενμπρινκ να μην έχει να ζηλέψει τίποτα από το ταλέντο και την «ποδοσφαιρική ευστροφία» του συμπατριώτη του. Η έντονη όμως προσωπικότητα του Κρόιφ σκέπαζε τους πάντες και τα πάντα, από τα τέλη της δεκαετίας του 60′ (όταν καθιερώθηκε σαν ποδοσφαιριστής στον Άγιαξ) μέχρι και και τα μέσα της δεκαετίας του 90′ (όταν ολοκλήρωσε την προπονητική του καριέρα). Γιαυτό και τον Αύγουστο του ’73 όταν ο Κρόιφ έφυγε από τον Άγιαξ για την Μπαρτσελόνα ο πρώτος που σκέφτηκαν οι άνθρωποι του «Αίαντα» για αντικαταστάτη του ήταν ο «ακροβάτης» -όπως τον αποκαλούσαν- Ρέζενμπρινκ. Όμως οι μεγάλες απαιτήσεις της ομάδας του της Άντερλεχτ αλλά και η απροθυμία (ή καλύτερα η αντισυμβατικότητά) του ιδίου «χάλασαν» τη μεταγραφή του στον Άγιαξ.
Ο Πίτερ Ρόμπερτ Ρέζενμπρινκ γεννήθηκε τον Ιούλιο του ’47 στο Όοστζααν- μία περιοχή που βρίσκεται λίγο έξω από το Άμστερνταμ- και ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην DWS (120συμ/34γκολ) που τότε ήταν ένα υπολογίσιμο μέγεθος στην Ολλανδία. Ωστόσο ο συνωστισμός αριστεροπόδαρων μέσων και επιθετικών στη Φέγενορντ και στον Άγιαξ του στέρησαν την ευκαιρία να αγωνιστεί σε έναν από τους δύο μεγάλους της χώρας. Έτσι στα 23 του -προς γενική έκπληξη- κατέληξε στο γειτονικό Βέλγιο και την Κλαμπ Μπρυζ (55συμ/24γκολ) όπου και θα κατακτήσει ένα Κύπελλο Βελγίου το 1970. Δύο χρόνια αργότερα θα κάνει πάλι το απρόβλεπτο και θα μετακομίσει στην Άντερλεχτ, παρά τις προτάσεις που είχε στα χέρια του από μεγαλύτερους Ευρωπαϊκούς συλλόγους. Στην ομάδα των Βρυξελλών θα ζήσει μέρες δόξας σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Η ‘Αντερλεχτ με ηγέτη τον Ολλανδό τη «χρυσή» δεκαετία του ‘70 πέτυχε σπουδαία πράγματα. Με αποκορύφωμα τις σεζόν 1975-76 και 1977-78, που κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης όπως και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Εντός των συνόρων κέρδισε δύο πρωταθλήματα (1971-72, 1973-74), τέσσερα Κύπελλα (1971-72, 1972-73, 1974-75, 1975-76) και δύο Λιγκ Καπ (1973, 1974). Ενώ το 1977 θα φτάσει με τους «Μοβ» σε έναν ακόμη τελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων αλλά θα ηττηθεί από το Αμβούργο με 2-0. Το 1980 σε ηλικία 33 ετών θα αποχαιρετήσει μετά από εννιά σεζόν την Άντερλεχτ (262συμ/143γκολ), για να περάσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού -όπως έκαναν και πολλοί ακόμη μεγάλοι παίχτες της εποχής- όπου και θα αγωνιστεί για 18 παιχνίδια με τους «Υλοτόμους» του Πόρτλαντ (Πόρτλαντ Τίμπερς). Ενώ θα κλείσει την καριέρα του στη Γαλλία και την Τουλούζ το 1982.
Έχει ανακηρυχθεί σαν ο κορυφαίος ξένος που αγωνίστηκε ποτέ στο Βελγικό πρωτάθλημα όπως και ο καλύτερος παίχτης στην ιστορία της Άντερλεχτ. Το 1976 αναδείχθηκε κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής. Την ίδια χρονιά θα αγγίξει και τη χρυσή μπάλα αλλά θα πάρει τη δεύτερη θέση ενώ το 1978 θα ψηφιστεί για τον ίδιο θεσμό τρίτος. Η αγαπημένη του όμως διοργάνωση ήταν αναμφίβολα το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης όπου είναι και ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού με 25 γκολ (ο θεσμός έχει πάψει να υπάρχει από το 1999). Στον τελικό του 1976 κόντρα στη Γουέστ Χαμ έκανε το παιχνίδι της ζωής του πετυχαίνοντας δύο τέρματα και σερβίροντας ακόμη δύο για το τελικό 4-2. Μερικούς μήνες αργότερα θα σκοράρει δύο φορές κόντρα στη Μπάγερν Μονάχου στον έναν τελικό (από τους δύο) και με το 4-1 θα χαρίσει στους «Μοβ» το πρώτο τους Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Αλλά και στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1978 θα πετύχει ακόμη δύο τέρματα στην άνετη επικράτηση της ομάδας του με 4-0 απέναντι στην Αούστρια Βιέννης.
Ο Ρέζενμπρινκ ήταν από τα βασικά στελέχη της εθνικής Ολλανδίας της δεκαετίας του ’70, μίας ομάδας που θεωρείται μέσα στις δύο τρείς κορυφαίες όλων των εποχών στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Αν και τη περίοδο 1970-1974 οι συμμετοχές του με εθνόσημο ήταν ελάχιστες. Κάτι που οφείλεται στη δυσπιστία που έδειχναν οι προπονητές των «Οράνιε» στου παίχτες που δεν αγωνίζονταν στο Ολλανδικό πρωτάθλημα. Όλα όμως άλλαξαν λίγο πριν τη τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Δυτ. Γερμανίας το 1974. Τότε αποχώρησε από τη τεχνική ηγεσία της εθνικής ο Φράντισεκ Φάντρονκ (που στα επόμενα χρόνια θα οδηγούσε την ΑΕΚ σε μεγάλες επιτυχίες) και στη θέση του ανέλαβε ο Ρίνους Μίχελς. Σε εκείνο το Μουντιάλ ο Ρέζενμπρινκ όχι μόνο βρήκε θέση στην αποστολή αλλά ήταν και από τους πρωταγωνιστές -μέλος της καλύτερης 11άδας της διοργάνωσης- στην πορεία των Ολλανδών μέχρι τον τελικό όπου και ηττήθηκαν με 2-1 από τους διοργανωτές. Ο κυριότερος όμως λόγος που ο Ρέζενμπρινκ ξεκίνησε σαν βασικός με τους «Οράνιε» σε εκείνο στο Μουντιάλ ήταν οι φιλικές σχέσεις του προπονητή Ρίνους Μίχελς με τον αρχηγό της ομάδας Γιόχαν Κρόιφ και η κόντρα του δεύτερου με τον συμπαίχτη του Πιτ Κάιζερ. Η κόντρα αυτή είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα για το ποίος από τους δύο θα φοράει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στον Άγιαξ. Από αυτή τη διαμάχη ωφελημένος βγήκε τελικά ο Ρέζενμπρινκ. Ο Μίχελς για να έχει το κεφάλι του ήσυχο -και τον Κρόιφ ευχαριστημένο- προτίμησε στα αριστερά της μεσαίας γραμμής να τοποθετήσει στη θέση του Κάιζερ τον Ρέζενμπρινκ. Έτσι σε μία ομάδα γεμάτη σταρ, έντονα παρασκήνια, προσωπικές κόντρες (όπως του Κρόιφ με τον Κάιζερ), συλλογικές κόντρες (όπως αυτές των παιχτών του Άγιαξ και της Φέγενορντ) ακόμη και διαφορές μεταξύ των …χορηγών (Adidas–Puma) η ταπεινότητα και η ηρεμία που προσέφεραν παίχτες σαν τον Ρέζενμπρινκ ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμη.
Ο Πίτερ Ρέζενμπρινκ είναι γνωστός σαν ο πρωταγωνιστής στο μεγαλύτερο ίσως «What if?» στην ιστορία ποδοσφαίρου. Όταν απόντος των Γιόχαν Κρόιφ, Πιτ Κάιζερ, Φαν Χάνεγκεμ η κορυφαία ομάδα του κόσμου την εποχή εκείνη εθνική Ολλανδίας ταξιδεύει στην Αργεντινή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Μπορεί να έλλειπαν τα παραπάνω σπουδαία ονόματα σε σχέση με τη προηγούμενη διοργάνωση, όμως η Ολλανδία είχε τόσες εναλλακτικές σε κάθε θέση που αυτό δεν φάνηκε σε κανένα σημείο του τουρνουά. Το ρόλο του ηγέτη είχε επωμιστεί πλέον ο Ρέζενμπρινκ που σε αυτή τη διοργάνωση έπαιζε στην φυσική του θέση στο αριστερό άκρο της επίθεσης και όχι της μεσαίας γραμμής. Επίσης η απουσία των Κρόιφ, Κάιζερ αλλά και η αντικατάσταση του Ρίνους Μίχελς από τον Ερνστ Χάπελ θα έδινε στους Ολλανδούς περισσότερη ηρεμία και προσήλωση στο ποδόσφαιρο. Η ομάδα των «Οράνιε» δεν δυσκολεύτηκε πουθενά στις δύο φάσεις των ομίλων με τον Πιτέρ Ρέζενμπρινκ να πετυχαίνει σε αυτά τα παιχνίδια πέντε τέρματα (τα τέσσερα με πέναλντι).
Στον τελικό όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά αφού η Ολλανδία έπρεπε να πάει στο Μονουμεντάλ του Μπουένος Άιρες απλά για να συμμετέχει στη γιορτή των Αργεντινών οι οποίοι έπρεπε κυριολεκτικά ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ να κατακτήσουν αυτό το τρόπαιο. Την εποχή εκείνη με τον φόβο της εξάπλωσης του κομμουνισμού στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής κυβερνούσαν- με τις ευλογίες των ΗΠΑ- στρατιωτικές δικτατορίες. Έτσι και στην Αργεντινή ο στρατηγός Βιντέλα έβλεπε μία πιθανή νίκη της εθνικής ομάδας της χώρας του σε αυτή τη διοργάνωση σαν νίκη του καθεστώτος του και κάτι που θα τον ισχυροποιούσε πολιτικά. Γιαυτό και έγιναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να φτάσει η Αργεντινή μέχρι τον τελικό. Με αποκορύφωμα το παιχνίδι της δεύτερης φάσης των ομίλων κόντρα στο Περού, στο οποίο η Αργεντινή ήθελε νίκη με τουλάχιστον τέσσερα γκολ διαφορά και τελικά έληξε 6-0 στέλνοντας τους «Αλμπισελέστε» στον τελικό.
Πριν το μεγάλο παιχνίδι στα αποδυτήρια των γηπεδούχων ο Αντιστράτηγος Κάρλος Λακόστ -επικεφαλής του Μουντιάλ- έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα στους παίχτες του Λουίς Μενότι “Το έθνος χρειάζεται τη νίκη(…)ενδεχόμενη αποτυχία σας να ξέρετε θα έχει τις ανάλογες συνέπειες” όπως θα αποκαλύψει μετά από χρόνια ο τότε επιθετικός της ομάδας Λεοπόλντο Λούκε. Ο τελικός ξεκίνησε ιδανικά για τους διοργανωτές που προηγήθηκαν με το μεγάλο τους αστέρι Μάριο Κέμπες αλλά στο 81’ οι Ολλανδοί ισοφάρισαν με κεφαλιά του Ντικ Νανίγκα. Δέκα λεπτά αργότερα σε μία χαμένη μπαλιά από σέντρα του Χαάν ο δεξιός οπισθοφύλακας της Αργεντινής Χόρχε Όλγκουιν χάνει τον Ρέζενμπρινκ που προλαβαίνει τη μπάλα πριν τον τερματοφύλακα Φιγιόλ και κάπου εκεί…σταματάει ο χρόνος στο Μονουμεντάλ. Ο αμυντικός των Αργεντινών Αλμπέρτο Ταραντίνι θα δηλώσει πολύ εύστοχα μετά από χρόνια “όταν είδα τον Ρέζενμπρινκ να πλασάρει τον Φιγιόλ το μόνο που σκέφτηκα ήταν καλύτερα να πεθάνω εδώ παρά στη φυλακή’’. Ενώ ο Νέεσκενς από την άλλη θα παραδεχτεί “…δεν θα είχαμε καλό τέλος αν έμπαινε το γκολ και κερδίζαμε“. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της φάσης σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει από τότε θα πει σε όσους τον κατηγορούν για την ευκαιρία που έχασε “…δεν έχασα καμία ευκαιρία, ίσα ίσα που από χαμένη μπαλιά δημιούργησα μία τεράστια φάση δεν νομίζω ότι πρέπει να απολογηθώ κιόλας“. Έτσι αφού η μπάλα χτύπησε στο δοκάρι και μετά έδιωξαν οι Αργεντινοί αμυντικοί το τρόπαιο πήγε εκεί… που έπρεπε να πάει γιατί στην παράταση με γκολ των Μπερτόνι και Κέμπες (πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης) ο τελικός έληξε 3-1 για τους «Αλμπισελέστε». Μετά το τέλος του Παγκοσμίου Κυπέλλου η πορεία του Ρέζενμπρινκ- όπως και γενικότερα της εθνικής Ολλανδίας- άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Ένα χρόνο αργότερα θα αγωνιστεί για τελευταία φορά με το εθνόσημο στο στήθος καταγράφοντας συνολικά 46 συμμετοχές και πετυχαίνοντας 14 τέρματα.
Ο Ρέζενμπρινκ αγαπούσε να παίζει ελεύθερο ποδόσφαιρο χωρίς πολλούς περιορισμούς και υπακοή σε συστήματα. Αφού η Άντερλεχτ του προσέφερε αυτή τη δυνατότητα παρέμεινε εκεί για εννέα χρόνια. Τον συνόδευαν οι χαρακτηρισμοί «άνθρωπος λάστιχο», «ακροβάτης» και «φίδι» με το τελευταίο φυσικά να μην οφείλεται στον χαρακτήρα του αλλά στην ευλιγισία και στον τρόπο που μπορούσε να αλλάζει κατεύθυνση στο σώμα του όταν ντρίμπλαρε τους αντιπάλους. Παρά τις ικανότητες του δεν παρουσίαζε εικόνα βεντέτας και ήταν αρκετά ομαδικός παίχτης κάτι που το έδειξε και στα δύο Παγκόσμια Κύπελλα που αγωνίστηκε, όπου είχε συμπαίχτες πιο «βαριά» ονόματα από το δικό του. “Ήταν όσο καλός όσο ο και ο Κρόιφ απλά δεν το έχει συνειδητοποιήσει” έχει πει ο πρώην παίχτης του Άγιαξ και της Άντερλεχτ Γιάν Μούλντερ ο οποίος είχε την τύχη να τους έχει και τους δύο συμπαίχτες. Σημείο αναφοράς του ήταν οι εκτελέσεις πέναλτι όπου σε όλη την (σχεδόν 17ετή) επαγγελματική του καριέρα είχε μόνο δύο χαμένες εκτελέσεις!!! Πολλές φορές μάλιστα πριν από την εκτέλεση έδειχνε στον τερματοφύλακα σε πια πλευρά θα στείλει τη μπάλα και την έστελνε πράγματι σε αυτή τη πλευρά. Το μόνο για το οποίο είχε κατηγορηθεί όταν αγωνίζονταν στους «Μοβ» των Βρυξελλών ήταν ότι «διάλεγε» παιχνίδια και ότι σε αυτά με υποδεέστερους αντιπάλους δεν είχε την απόδοση που είχε στα ντέρμπι αλλά και στα «Ευρωπαϊκά» ματς. Κάτι που είχε στερήσει αρκετούς βαθμούς αλλά και εθνικά πρωταθλήματα από ομάδα του (δύο κατακτήσεις σε εννιά σεζόν). Από την άλλη είχε σκοράρει στους τέσσερις από τους πέντε Ευρωπαϊκούς τελικούς που είχε αγωνιστεί κάνοντας μάλιστα εντυπωσιακές εμφανίσεις. Επίσης ήταν μέλος της κορυφαίας 11άδας και στα δύο Μουντιάλ που έλαβε μέρος δείγμα της βαρύτητας που έδινε στα σπουδαία ματς.
Μετά το πέρας της ποδοσφαιρικής του καριέρας επέστρεψε στην γενέτηρά του στο Όοστζααν. Σχεδόν ξεχασμένος από όλους και όλα έζησε μία ήσυχη ζωή στο μικρό σπίτι που είχε αγοράσει το 1970 όταν είχε υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Έζησε για σχεδόν 40 χρόνια τελείως αποστασιοποιημένος από ότι έχει σχέση με το ποδόσφαιρο. Το μόνο πράγμα που του θύμιζε το άθλημα στο οποίο μεγαλούργησε ήταν οι εφιάλτες του παρελθόντος. Όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος “Πολλά βράδια στα όνειρα μου βλέπω ότι η μπάλα μπήκε μέσα (μιλώντας για τον τελικό του ’78 με την Αργεντινή), αλλά μετά πάντοτε ξυπνάω“. Στις 24 Ιανουαρίου του 2020 -μετά από χρόνια μυική ατροφία- έφυγε από τη ζωή ήσυχα και ταπεινά όπως ακριβώς έζησε το μεγαλύτερο μέρος της. Χωρίς να ακολουθήσουν τον θάνατό του εκτενή αφιερώματα από μεγάλα ΜΜΕ, εκδηλώσεις λατρείας και μακροσκελείς επικήδειοι λόγοι.
“Είναι κρίμα που χτύπησε στο δοκάρι και βγήκε έξω, αν έμπαινε θα ήμασταν παγκόσμιοι πρωταθλητές μέσα στην έδρα του αντιπάλου και εγώ θα έβγαινα πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης” είχε πει ο παρολίγον ήρωας του τελικού. Αντίθετα ο προπονητής των Ολλανδών δεν ήταν τόσο αφελής να πιστέψει ότι θα τους επέτρεπαν να πάρουν αυτό το τρόπαιο και θα γράψει στη βιογραφία του “αν έμπαινε το γκολ του Ρέζενμπρινκ ο διαιτητής θα κράταγε όσες καθυστερήσεις χρειάζονταν για να ισοφαρίσει η Αργεντινή και μετά να πάρει το τρόπαιο στην παράταση“. Και επειδή με τα ΑΝ δεν γράφεται ιστορία γιαυτό και η… θεία πρόνοια ίσως για το καλό συμπαικτών και αντιπάλων επέλεξε το όνομα του Πίτερ Ρόμπερτ Ρέζενμπρινκ να μην μπει αν όχι δίπλα, έστω λίγο πιο κάτω από αυτά των Πούσκας, Πελέ, Κρόιφ, Μαραντόνα…
Από τον Μιχάλη Μαντζουράνη.