Μεσημέρι της 4ης Ιουνίου 2002, σε ένα από τα πιο αντιεμπορικά παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου η Κίνα ηττάται σχετικά εύκολα με 2-0 από τη Κόστα Ρίκα. Παρόλα αυτά ο προπονητής της Κινέζικης ομάδας Μπόρα Μιλουτίνοβιτς έχει ήδη γράψει το όνομα του με «χρυσά» γράμματα στην ιστορία του θεσμού, καθώς την ίδια στιγμή, γίνεται ο πρώτος τεχνικός που συμμετέχει σε πέντε συνεχόμενα παγκόσμια κύπελλα και μάλιστα με διαφορετικές ομάδες: 1986 Μεξικό, 1990 Κόστα Ρίκα, 1994 ΗΠΑ, 1998 Νιγηρία, 2002 Κίνα. Διαφορετικά έθνη, γλώσσες, κουλτούρες, ομάδες, νοοτροπίες, συστήματα και παίχτες. Τα όπλα του Γιουγκοσλάβου ήταν η ξεχωριστή προσέγγιση των παιχτών της κάθε ομάδας που αναλάμβανε, η σκληρή δουλειά και η έντονη του προσωπικότητα που δεν την επηρέαζε τίποτα εξωαγωνιστικό. Ευπροσάρμοστος, άριστος γνώστης του ποδοσφαίρου και της ψυχολογίας των παιχτών του, μπορούσε να βγάλει στο χόρτο το 100% των δυνατοτήτων τους. Δεδομένης της ευκολίας του να προσαρμόζεται σε διαφορετικά ποδοσφαιρικά περιβάλλοντα, εύστοχα του αποδόθηκε εκτός των άλλων, και το προσωνύμιο «χαμαιλέοντας».
Σαν ποδοσφαιριστής έπαιξε ποδόσφαιρο κορυφαίου επίπεδου σε Παρτιζάν (μαζί με τα αδέρφια του Μίλος και Μίλοραντ) και ΟΦΚ Βελιγραδίου, επίσης στο Γαλλικό, στο Ελβετικό αλλά και στο Μεξικάνικο πρωτάθλημα.
Το ταξίδι του στο κόσμο των Παγκόσμιων Κυπέλλων ξεκινά το 1986 στο Μουντιάλ του Μεξικό. Όντας προπονητής των διοργανωτών, με πολλούς νέους παίχτες που οι περισσότεροι ήταν δικές του «ανακαλύψεις», μεταξύ αυτών και ο μεγάλος Ούγκο Σάντσες. Μετά την πρωτιά στον όμιλο και την πρόκριση από τη φάση των “16” κόντρα στη Βουλγαρία οδηγεί την οικοδέσποινα ομάδα του Μεξικό, μια ανάσα από τους “4” της διοργάνωσης, η οποία όμως αποκλείστηκε στα πέναλτι από τη μετέπειτα φιναλίστ Δυτική Γερμανία.
Μία τετραετία αργότερα αναλαμβάνει μία μεγάλη πρόκληση και κάθεται στον πάγκο της «Σταχτοπούτας» της διοργάνωσης Κόστα Ρίκα. Εκεί το μονοπάτι δεν ήταν τόσο βατό δεν είχε ούτε την ασφάλεια της οικοδέσποινας χώρας ούτε την πολυτέλεια χρόνου όπως το ‘86. Παρόλα αυτά ο γεννημένος για τα δύσκολα- όπως έχει δείξει και η ιστορία- Σέρβος μαχητής αναλαμβάνει τη δουλειά μόλις δυο μήνες πριν την έναρξη του Μουντιάλ της Ιταλίας. Στηρίχτηκε πάνω σε νεαρούς παίχτες, δείχνοντας την πόρτα της εξόδου σε έμπειρα στελέχη τα οποία λόγο νοοτροπίας δεν μπορούσαν να εφαρμόσουν ακριβώς τα πλάνα του. Εκεί έκανε τη μεγάλη έκπληξη και οδήγησε τη μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής στην επόμενη φάση της διοργάνωσης τερματίζοντας στον όμιλο πάνω από υπολογίσιμες δυνάμεις του παγκοσμίου ποδοσφαίρου όπως η Σκωτία και η Σουηδία. Το παρθενικό ταξίδι της ομάδας του σε Παγκόσμιο Κύπελλο θα τελειώσει, με ήττα των «Τίκος» από την τότε ενωμένη Τσεχοσλοβακία με 4-1. Αν και η αποστολή του είχε μόλις επιτευχθεί και με το παραπάνω, κάνοντας το όνομα του Σέρβου από τα πλέον αναγνωρισμένα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, εκείνος αρχίζει να αναζητά την επόμενη περιπέτεια του.
Ένα χρόνο αργότερα το «όχι» του παγκοσμίου πρωταθλητή με τη Δυτική Γερμάνια Φραντς Μπεκενμπάουερ οδηγεί τον ποδοσφαιρόφιλο πρώην υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ- του οποίου η γνώμη είναι ακόμη και σήμερα υπολογίσιμη, για πάσης φύσεως θέματα της χώρας- να προτείνει τον Μπόρα Μιλουτίνοβιτς, ως καταλληλότερο, στον πρόεδρο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας, Άλαν Ρόθενμπεργκ. Έτσι ο Βαλκάνιος τεχνικός γίνεται ο «εκλεκτός» για τον πάγκο της διοργανώτριας του Μουντιάλ του ‘94. Ο άνθρωπος που θα έχει το βάρος όχι μόνο να κοουτσάρει τις ΗΠΑ αλλά και να συστήσει στους Αμερικάνους τον βασιλιά των σπορ. Το έργο του μόνο εύκολο δεν ήταν έχοντας απέναντι του ένα έθνος που αποκαλεί το ποδόσφαιρο «Σόκκερ» και ποδόσφαιρο το ράγκμπι.
Ο Σέρβος ξεκινάει πάλι από το απόλυτο μηδέν και χωρίς να έχει κάποιον κορμό παιχτών, ταξιδεύει από άκρη σε άκρη τις ΗΠΑ και διανύει εκατοντάδες χιλιάδες μίλια για να δει νέους παίχτες που αγωνίζονται σε διάφορα κολέγια της χώρας ώστε με αυτούς να χτίσει μια νέα ομάδα. Από το 1991 μέχρι και τα μέσα του 1994 ολοκληρώνει την προετοιμασία πραγματοποιώντας τον εντυπωσιακό αριθμό των 91 φιλικών παιχνιδιών. Άλλαξε στην ομάδα οτιδήποτε δεν του άρεσε «κόβοντας» σημαντικούς παίχτες και διώχνοντας ακόμα και τα μέλη της ομοσπονδίας που θεωρούσε ότι κάνουν κακό στο αγωνιστικό τμήμα δείχνοντας έτσι ποιο είναι το αφεντικό στα αποδυτήρια αλλά και στον αγωνιστικό χώρο. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να παρουσιάσει ένα καλοδουλεμένο σύνολο που ναι μεν είχε σημαντική έλλειψη τεχνικής κατάρτισης, από την άλλη όμως παρουσίαζε περίσσιο πάθος, τρεξίματα και ομαδικότητα. Η πρόκριση στην επόμενη φάση της διοργάνωσης ήταν άλλη μια μεγάλη επιτυχία του Σέρβου θαυματοποιού. Η ήττα με 1-0, με τέρμα του Μπεμπέτο και μάλιστα προς στο τέλος του παιχνιδιού, από τη Βραζιλία λίγες ημέρες πριν αυτή στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια ήταν ακόμη ένα παράσημο ως προς τη δουλειά που είχε γίνει στην Αμερικανική ομάδα.
Η παρακαταθήκη του Βέλιμπορ (όπως είναι το πραγματικό του όνομα) Μιλουτίνοβιτς στο Αμερικάνικο ποδόσφαιρο συνολικά είναι τεράστια. Ένα χρόνο μετά το παγκόσμιο κύπελλο, το 1995 ιδρύεται στα πρότυπα του NBA, το MLS το επαγγελματικό Παναμερικανικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου που τα τελευταία χρονιά έχει φτάσει να θεωρείται ένα από τα κορυφαία παγκοσμίως. Από τότε και στο εξής η εθνική ποδοσφαίρου των ΗΠΑ έχει σταθερή συμμετοχή και ανοδική πορεία στα Παγκόσμια Κύπελλα. Το μεγάλο όμως κεφάλαιο στο Αμερικανικό ποδόσφαιρο είναι η εθνική γυναικών της χωράς, μια πραγματική «dream team». Τέσσερις πρωτιές σε μόλις οχτώ διοργανώσεις Παγκοσμίων Κυπέλλων τα λένε όλα. Έτσι ο Σέρβος καταφέρνει να δημιουργήσει στη χώρα του Μπέισμπολ, του Ράγκμπι και του Μπάσκετμπολ φιλάθλους και στο ποδόσφαιρο. Κάτι που δεν κατάφερε ούτε ο μάγος Πελέ, ούτε ο ιπτάμενος Ολλανδός Κρόϊφ σαν παίχτες όταν αγωνίστηκαν στο Αμερικάνικο πρωτάθλημα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Ένα χρόνο αργότερα ζητήθηκε από τον Σέρβο να αναλάβει και άλλες αρμοδιότητες στην ομοσπονδία προσφέροντας του ένα ηγεμονικό συμβόλαιο. Εκείνος όμως αρνήθηκε και επέστρεψε στο αγαπημένο του Μεξικό το οποίο οδήγησε στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’98, από όπου και θα απολυθεί λίγους μήνες πριν την έναρξη της τελικής φάσης της διοργάνωσης.
Επόμενος προορισμός του Σέρβου «ταξιδιώτη» η Νιγηρία. Οι «Σούπερ Αετοί» όπως ονομάζεται η εθνική ομάδα της χώρας ήταν η πιο ταλαντούχα από όλες όσες είχε κοουτσάρει. Μια ομάδα με πολλούς σταρ των Ευρωπαϊκών γηπέδων όπως οι Κανού, Μπαμπαγιάρο, Ουέστ, Ικπέμπα, Ολίσε και άλλοι. Στην τελική φάση του Μουντιάλ της Γαλλίας κερδίζει με 3-2 και αφήνει εκτός το μεγάλο φαβορί Ισπανία. Έτσι η Νιγηρία προκρίνεται σαν πρώτη του ομίλου πάνω από Παραγουάη και Βουλγαρία. Ο Μιλουτίνοβιτς για τέταρτο συνεχόμενο Μουντιάλ και όλα με διαφορετικές ομάδες καταφέρνει να προκριθεί από τη φάση των ομίλων. Στους “16” η Αφρικανική ομάδα αντιμετωπίζει από τη θέση του φαβορί τη Δανία αλλά εκεί γνωρίζει τον διασυρμό με 4-1. Χρόνια αργότερα θα έρθουν στο φως αποκαλύψεις για νυχτοπερπατήματα και έντονη «εξωγηπεδική δραστηριότητα» κάποιων Νιγηριανών διεθνών την παραμονή του μεγάλου παιχνιδιού. Που ήταν και η βασική αιτία των…χαμηλών πτήσεων των ««Σούπερ Αετών» στο παιχνίδι με τους Δανούς.
Η διοργάνωση του 2002 θα γίνονταν για πρώτη φορά σε δυο χώρες και μάλιστα σε μια ήπειρο που δεν είχε αναλάβει ξανά τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, την Ασία. Με μακροπρόθεσμο στόχο από τη ΦΙΦΑ, μετά την αγορά της Αμερικής να ανοίξει και εκείνη της Ασίας για το ποδόσφαιρο. Η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία ανέλαβαν τη τελική φάση της διοργάνωσης και η Κίνα δεν θα ήθελε να λείπει, ειδικά από αυτή τη γιορτή που θα διοργάνωναν οι δύο άσπονδοι γείτονες της. Έτσι το 2000 η ομοσπονδία της χώρας προσλαμβάνει τον καταλληλότερο άνθρωπο για να οδηγήσει την χώρα σε αυτή τη γιορτή. Εκείνος θα κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Δύο χρονιά αργότερα, πιστός στο ραντεβού του, θα οδηγήσει την πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου για πρώτη φορά σε τελική φάση Μουντιάλ «αναγκάζοντας» περισσότερα από 300 εκατομμύρια Κινέζους να παρακολουθήσουν από τους δέκτες τους το Παγκόσμιο Κύπελλο ενώ την ίδια περίοδο πωλήθηκαν σε ολόκληρη τη Κίνα περίπου 170 εκατομμύρια τηλεοράσεις. Έτσι ο Σέρβος θαυματοποιός, όπως τον αποκαλούν πλέον και οι Κινέζοι, βάζει για τα καλά το ποδόσφαιρο στη χώρα του Μάο και του Κομφούκιου.
“Μου άρεσε να ταξιδεύω να γνωρίζω τον κόσμο και να αφήνω το σημάδι μου μέσω του ποδοσφαίρου. Έζησα μια ζωή γεμάτη περιπέτειες που ευτυχώς στη δική μου περίπτωση είχαν όλες αίσιο τέλος” είχε πει κάποτε ο άνθρωπος που αντιμετώπιζε την κάθε μέρα σαν μια καινούργια περιπέτεια και που ακολουθούσε πάντα το δύσκολο μονοπάτι, την ατραπό, για να φτάσει στον προορισμό του. Έχει χαρακτηριστεί ως αντικοινωνικός, ιδιόρρυθμος και φιλάργυρος. Γεννημένος το 1944 στο χάος της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Γερμανούς ενώ η μητέρα του λίγο αργότερα πέθανε από φυματίωση. Χωρίς να θυμάται καν την εικόνα των γονιών του, ο Μπόρα και τα 4 αδέρφια του μεγάλωσαν με μια θεία τους στη Σέρβικη πόλη Μπορ στην καρδιά των Βαλκανίων, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, σε μια περιοχή με έντονο το τσιγγάνικο στοιχείο.
Πάντα απαλλαγμένος από συναισθηματικούς δεσμούς και ξεριζωμένος ήδη από πολύ μικρή ηλικία από το σπίτι που γεννήθηκε μπορούσε να ζήσει και να προσαρμοστεί οπουδήποτε. Κατά καιρούς σε διάφορες συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» που έχει πάντα τη βαλίτσα έτοιμη για το επόμενο ταξίδι που μπορεί να προκύψει. Έχοντας περάσει και από τους πάγκους της Τζαμάικα, του Ιράκ και της Ονδούρας ο σύγχρονος Μάρκο Πόλο ακόμη και σήμερα που διανύει την 8η δεκαετία της ζωής του διψάει για νέες ποδοσφαιρικές εξερευνήσεις. Τα τελευταία χρόνια διαμένει στο Κατάρ, σαν σύμβουλος της ομοσπονδίας σε θέματα οργάνωσης, διοίκησης και σκάουτινγκ ώστε η χώρα να παρουσιάσει ένα ανταγωνιστικό σύνολο στο Παγκόσμιο Κύπελλο που θα διοργανώσει το 2022. Θεωρείται ένας τσιγγάνος του ποδοσφαίρου που ταξιδεύει ακολουθώντας μόνο την διαίσθηση του. Ένας άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει και να αγαπηθεί από οποιοδήποτε χώρα και λαό της γης.
Από τον Μιχάλη Μαντζουράνη.