Υπάρχουν παίκτες που πραγματικά κάνουν «θαύματα». Και φορώντας μάλιστα φανέλες μικρών ομάδων. Που αγωνίζονται σε συλλόγους που δε λες ότι είναι τα «μεγαθήρια» σε κάθε χώρα. Και όμως τα επιτεύγματα τους πολλές φορές έχουν παραπάνω αξία. Γιατί πετυχαίνουν και μένουν πιστοί εκεί που οι άλλοι δεν τολμούν. Και εκεί ξεχωρίζουν οι σπουδαίοι άντρες. Εκεί στις δύσκολες καταστάσεις, είναι που φαίνεται η ικανότητα που έχει κάποιος να τις ξεπεράσει. Και αυτό ισχύει όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά στην ίδια τη ζωή. Σήμερα το art of football σας παρουσιάζει έναν τέτοιο παίκτη. Έναν καταπληκτικό επιθετικό και σπουδαίο άνθρωπο που πέτυχε παντού. Και πέτυχε χωρίς ποτέ να φορέσει το σήμα μιας μεγάλης ομάδας. Όμως κατάφερε στις ομάδες που έπαιξε να δώσει τίτλους και στιγμές θριάμβου που θα μείνουν αξέχαστες για πάντα.
Φυσικά και μιλάμε για τον τεράστιο Κλάους Άλοφς. Γεννημένος στην «καρδιά» του χειμώνα. Συγκεκριμένα στις 5 Δεκεμβρίου 1956, στο υπέροχο και φανταστικό Ντύσσελντορφ. Ξεκίνησε την καριέρα του από την ΤοΣ Γκέρεσχαϊ. Μια μικρή ερασιτεχνική ομάδα. Στη συνέχεια, το 1975 πήγε στην αγαπημένη του Φορτούνα. Τον σύλλογο που λατρεύουν σαν «θρησκεία» στην πόλη. Και αυτό ισχύει στο ακέραιο, μιας και είχα την τύχη και την τιμή, να ζω για ένα μεγάλο διάστημα στο συγκεκριμένο μέρος. Παντού όπου και να πας θα δεις το σήμα του συλλόγου. Εκεί ο Κλάους «έγραψε» χρυσή ιστορία στο στάδιο «Rheinstadion». Μαζί με τον αδερφό του Τόμας που και αυτός έπαιζε εκεί, έδωσαν χαρά στους οπαδούς που έβλεπαν την ομάδα τους, να συγκρούεται και να νικάει αντιπάλους με μεγαλύτερο όνομα. Το 1981 και μετά από έξι ολόκληρα χρόνια, παίρνει μεταγραφή για τον αιώνιο «εχθρό», την Κολωνία. Να πούμε εδώ ότι Κολωνία, Φορτούνα, Σάλκε και Ντόρτμουντ ανήκουν όλες στο κρατίδιο Βεστφαλίας-Ρηνανίας. Έτσι υπάρχουν πολλά τοπικά ντέρμπι. Με κασκόλ, πειράγματα, γέλια και καζούρα. Χωρίς βρισιές, μαχαιρώματα και να κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου. Μια πραγματική γιορτή. Και αυτό το έζησα το 2018, όταν πήγα στο υπέροχο γήπεδο της, το «Merkur Spiel-Arena». Μια ατμόσφαιρα φανταστική. Που δυστυχώς δε θα ζήσουμε ποτέ στην Ελλάδα, αφού πάνω απ’ όλα επικρατεί το πολιτικό κόστος.
Στους «τράγους» της Κολωνίας κάθισε και εκεί για έξι χρόνια. Χωρίς όμως ποτέ να δεθεί όπως έκανε με τα «ερυθρόλευκα» της Φορτούνα. Και μετά, για πρώτη φορά έξοδος από τη χώρα σε νέο πρωτάθλημα. Εντάχθηκε στην Ολιμπίκ Μαρσέιγ το 1987. Ο μεγάλος Μπερνάρ Ταπί, τον έπεισε, και έτσι με τον Γάλλο Ζαν-Πιέρ Παπέν συνέθεσαν ένα εξαιρετικό επιθετικό δίδυμο που έβγαζε «φωτιές». Στη συνέχεια μετά από δύο γεμάτα χρόνια στη Μασσαλία, πήγε στη Μπορντό το 1989. Η μεταγραφή αυτή έγινε στα πλαίσια ανταλλαγής με τους Αλαίν Ροσέ και Ζαν Τιγκανά. Εκεί με τα χρώματα των «Γιρονδίνων» πραγματοποίησε άλλη μια εξαιρετική σεζόν. Η εκπληκτική συνεργασία που είχε με τον Πίτερ Ντεν Μπουρ ήταν το κλειδί. Όμως η πορεία του με τον σύλλογο διακόπηκε πρόωρα, λόγω των οικονομικών προβλημάτων της Μπορντό. Επέστρεψε στη γενέτειρά του το 1990, φορώντας τα «πράσινα» της Βέρντερ Βρέμης και ολοκλήρωσε την καριέρα του το 1993 με τον ίδιο σύλλογο.
Μεγάλο κομμάτι στην καριέρα του έπαιξε και η εθνική Γερμανίας. Πάντα να τιμάει το εθνόσημο και να τα δίνει όλα για τη χαρά και την υπερηφάνεια του γερμανικού λαού. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του, με τη φανέλα της «νασιοναλμάνσαφτ» στις 11 Οκτωβρίου 1978 στην Πράγα. Στη φιλική νίκη με 4-3 απέναντι στην Τσεχοσλοβακία. Αγωνίστηκε δέκα χρόνια με την τιμημένη «ασπρόμαυρη», και κάποιες φορές «πράσινη» φανέλα της Δυτικής Γερμανίας. Σε 56 αναμετρήσεις σκόραρε 17 φορές. Συμμετείχε στο Euro του 1980 και του 1984. Ενώ έπαιξε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Κατέκτησε με την εθνική το Ευρωπαϊκό το 1980 έχοντας καθοριστική σημασία. Στο παιχνίδι με την Ολλανδία στον όμιλο πέτυχε χατ- τρικ και έτσι η Δυτική Γερμανία επικράτησε με 3-2. Το 1986 έφτασε στον τελικό του Μουντιάλ αλλά εκεί ο μεγάλος, «αθάνατος» Ντιέγκο Μαραντόνα τους άφησε με την «πίκρα» στο στόμα. Το τελευταίο του παιχνίδι με τα «πάντσερ», το έδωσε στις 31 Μαρτίου του 1988, απέναντι στη Σουηδία, σκοράροντας μάλιστα με απευθείας εκτέλεση φάουλ στο τελικό 1-1.
Σήκωσε πολλούς τίτλους στην καριέρα του. Σχεδόν με όλες τις ομάδες που αγωνίστηκε! Με την αγαπημένη του Φορτούνα πήρε το Κύπελλο Γερμανίας δύο φορές και μάλιστα συνεχόμενες. Το 1979 και το 1980. Ενώ την οδήγησε και στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1979. Εκεί όμως κόντρα στην Μπαρτσελόνα, λύγισε με 4-3 στην παράταση. Το 1983 με την Κολωνία σήκωσε και πάλι το Κύπελλο Γερμανίας. Ενώ ξαναπήγε σε ευρωπαϊκό τελικό, το 1986 στο Κύπελλο UEFA αυτή τη φορά. Αλλά η Ρεάλ Μαδρίτης και οι ανατροπές που έκανε εκείνη την περίοδο δεν παίζονταν. Το 1989 στη Γαλλία έγινε νταμπλούχος. Αφού και το πρωτάθλημα και το κύπελλο πήγαν στη Μαρσέιγ. Με τα «πράσινα» της Βέρντερ Βρέμης το 1991 σηκώνει ξανά το Κύπελλο Γερμανίας. Την επόμενη χρονιά το 1992 κατακτάει επιτέλους ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο στη νίκη με 2-0 απέναντι στη Μονακό. Μάλιστα ήταν αυτός που άνοιξε το σκορ στο 40’ λεπτό. Και το 1993 η ποδοσφαιρική του καριέρα ολοκληρώνεται ως πρωταθλητής Γερμανίας!
Οι ατομικές διακρίσεις του είναι και αυτές πολύ σημαντικές. Ήταν πρώτος σκόρερ του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1980 με τρία τέρματα. Το χατ-τρικ του έδωσε την πρωτιά. Ενώ βγήκε και πρώτος σκόρερ της «Μπουντεσλίγκα». Η πρώτη ήταν το 1979 που πέτυχε 22 τέρματα. Και η δεύτερη το 1985 με 26 «πιστολιές» να «ματώνουν» τα αντίπαλα δίχτυα. Ακόμα ψηφίστηκε στην καλύτερη ενδεκάδα του πρωταθλήματος τρεις φορές. Το 1979, το 1985 και το 1981. Και τέλος ήταν πρώτος σκόρερ το 1986 στο Κύπελλο UEFA με 9 γκολ.
Στη συνολική του καριέρα είχε 648 συμμετοχές πετυχαίνοντας 288 γκολ. Στην «Μπουντεσλίγκα» έπαιξε σε 424 παιχνίδια και σκόραρε 177 τέρματα. Είναι στην ένατη θέση όλων των εποχών στο γερμανικό πρωτάθλημα μαζί με τον Ντίτερ Μίλερ. Φυσικά είναι πρώτος σκόρερ, όλων εποχών για τη Φορτούνα, αλλά στην πρώτη κατηγορία με τα 71 τέρματα που σημείωσε. Στην ιστορία είναι με 93 γκολ δεύτερος, αφού ο Πίτερ Μέγιερ είχε σημειώσει 98 με την «ερυθρόλευκη» φανέλα.
Παραμένει πάντα στο χώρο του ποδοσφαίρου και έχει τεράστια πορεία και από άλλα πόστα. Στις 1 Ιουλίου του 1998 ανέλαβε προπονητής της Φορτούνα και την καθοδήγησε για 9 μήνες μέχρι τις 19 Απριλίου του 1999. Στη συνέχεια μεγαλούργησε ως διευθυντής ποδοσφαίρου στη Βέντερ Βρέμης. Από εκείνον περνούσαν όλα. Στις 7 Οκτωβρίου του 1999 υπέγραψε συμβόλαιο με τους «πράσινους». Για 13 ολόκληρα χρόνια έως την 14η Νοεμβρίου που αποχώρησε η ομάδα από το γερμανικό Βορρά έζησε «χρυσά» χρόνια. Κατέκτησε το νταμπλ τη σεζόν 2004 με τον Τόμας Σάαφ στον πάγκο και τον Κλάους γενικό αρχηγό για τα πάντα. Έξι φορές έπαιξε στους ομίλους του «Champions League» ενώ το 2009 έπαιξε στον τελικό του Κυπέλλου UEFA. Δυστυχώς τον έχασε με 2-1 στην παράταση από την ουκρανική Σαχτάρ. Στις 15 Νοεμβρίου του 2012, πήγε στη Βόλφσμπουργκ με τον ίδιο ρόλο, και κάθισε για τέσσερα χρόνια ως τις 12 Δεκεμβρίου του 2016. Στη συνέχεια ξεκουράστηκε και από τις 28 Σεπτεμβρίου του 2020 είναι και πάλι στη λατρεμένη του Φορτούνα Ντύσσελντορφ.
Οι μεγάλες αγάπες πάνε στον παράδεισο λένε. Και η μεγάλη αγάπη του Κλάους είναι τα «κόκκινα» της Φορτούνα. Εκεί που όλοι τον έχουν «εικόνισμα». Στην προσωπική του ζωή o Άλοφς παντρεύτηκε το 1985, την Ούτε και έκαναν μαζί δύο παιδιά. Όμως χώρισαν μετά από κοντά 30 χρόνια γάμου, αφού γνώρισε την Κλαούντια Ρέμαν. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει το 2003, όταν ο αθλητικός διευθυντής της Βέρντερ Βρέμης, είχε γνωρίσει την εκπρόσωπο Τύπου της Μπόχουμ στην Τουρκία. Έζησαν μαζί για εφτά χρόνια και έκαναν μια κόρη. Όμως ο καρκίνος, αυτή η καταραμένη αρρώστια δε σέβεται τίποτα. Το 2007 διαγνώστηκε πως η Κλαούντια πάσχει από καρκίνο στο στήθος κι άρχισε χημειοθεραπεία. Μετά από τρία χρόνια μάχης η πανέμορφη κοπέλα σε ηλικία μόλις 41 χρονών υπέκυψε στην επάρατη νόσο αφήνοντας την τελευταία της πνοή. Είναι κάποιες στιγμές που όσα χρήματα, δόξα, εξουσία και να έχει κάποιος, στο τέλος παραμένει ένας απλός άνθρωπος, που δέχεται τα χτυπήματα της μοίρας.
Τελικά ο Κλάους Άλοφς με όλα αυτά που έζησε, πέρασε, νίκησε και ξεπέρασε στην προσωπική και αθλητική του ζωή είναι όχι καλός αλλά άριστος καπετάνιος. Και το «κόκκινο πλοίο» της Φορτούνα, όπως το οδήγησε ως παίκτης μέσα στον αγωνιστικό χώρο, έτσι και τώρα, από άλλο πόστο θα το οδηγήσει σε ασφαλή νερά, ξεπερνώντας φουρτούνες και θύελλες. Γιατί αυτό κάνουν οι αληθινοί θαλασσόλυκοι και ο Κλάους είναι ένας από αυτούς…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό