Υπάρχουν παίκτες που πραγματικά, θα μπορούσαν να κάνουν πολλά παραπάνω στην καριέρα τους, με το ταλέντο που τους έδωσε ο Θεός. Όμως οι κακές επιλογές και το λάθος τάιμινγκ επηρεάζουν τα πάντα. Και αυτό αφορά όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στην ίδια τη ζωή. Σήμερα το art of football θα σας παρουσιάσει έναν τεράστιο ποδοσφαιριστή. Έβαζε γκολ με κάθε τρόπο και είναι στη κορυφαία δεκάδα όλων των εποχών στο σκοράρισμα. Και όλα αυτά στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα ειδικά εκείνη την εποχή. Χωρίς ποτέ να φορέσει τη φανέλα μιας παραδοσιακής δύναμης όπως της Γιουβέντους, της Μίλαν και της Ίντερ. Στην Ιταλία με τους κορυφαίους αμυντικούς και την καλύτερη τακτική. Στο Καμπιονάτο. Φυσικά μιλάμε για τον Τζουζέπε Μπέπε Σινιόρι «Giuseppe (Beppe) Signori». Γεννήθηκε το χειμώνα και συγκεκριμένα στις 17 Φεβρουαρίου 1968. Στην τοποθεσία Aλτζάνο Λομπάρντο του Μπέργκαμο, είδε το πρώτο φως του ήλιου.

   Άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο στη ομάδα νέων της Ίντερ. Όμως από νωρίς πήρε την πρώτη μεγάλη στεναχώρια. Ο σύλλογος τον άφησε ελεύθερο, αφού πρώτα του είπαν ότι ήταν πολύ κοντός για να πετύχει ως επαγγελματίας. Παρότι απογοητεύθηκε δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και τελικά, κατάφερε να κάνει το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας για τη Λέφφε. Κάθισε για δύο χρόνια από το 1984 μέχρι το 1986. Επειδή οι περισσότεροι θα αναρωτιέστε, και δικαίως ποια ομάδα ήταν η Λέφφε θα σας λύσουμε το μυστήριο. Είναι μία από τις δύο ομάδες που συγχωνεύτηκαν για να δημιουργήσουν την γνωστή Αλμπινολέφε. Ο σύλλογος δημιουργήθηκε το 1998 ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης μεταξύ των πρώην ομάδων της «Serie C2» (τέταρτη κατηγορία). Αυτές ήταν η «Αλμπινέζε Κάλτσιο» (Albinese Calcio) και η «Σοσιετά Κάλτσιο Λέφφε»  (Società Calcio Leffe). Αντίστοιχα από το «Αλμπίνο» (Albino) και το «Λέφφε» (Leffe), δύο γειτονικές πόλεις.

   Αφού έκανε φοβερές εμφανίσεις, η Πιατσέντσα τον έκανε δικό της. Φόρεσε τα «ερυθρόλευκα» για μια χρονιά. Τη σεζόν 1986-1987. Ακολούθησε η Τρέντο τον επόμενο χρόνο 1987-1988. Και πάλι πίσω στον «κόκκινο» λύκο της Πιατσέντσα το 1988-1989. Ηρεμεί για τρία χρόνια στη Φότζια. Από το 1989-1992. Η ομάδα έπαιζε καταπληκτικό ποδόσφαιρο, και οι «μικροί σατανάδες» (Satanelli), ανέδειξαν πολλούς παίκτες, που όπως ο Σινιόρι έκαναν αργότερα μεγάλη καριέρα. Μερικοί από αυτούς οι Francesco Baiano, Brian Roy, Igor Kolyvanov, Igor Shalimov, Roberto Rambaudi και Dan Petrescu. Το μεγάλο άλμα έγινε το 1992 όταν και έβαλε στο σώμα του τη φανέλα της Λάτσιο. Στην «αιώνια» πόλη άφησε το «αποτύπωμα» του για πάντα.

   Εκεί ήταν και το αποκορύφωμα της καριέρας του. Στα πέντε χρόνια του εκεί, βγήκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ στη «Serie A». Η πρώτη το 1993, ξανά στο «καπάκι» την επομένη χρονιά το 1994 και το 1996 (το τελευταίο βραβείο το μοιράστηκε με τον Ιγκόρ Πρότι που έπαιζε στην Μπάρι!). Το 1998 η κόντρα του, με τον προπονητή Σβεν Γκόραν Έρικσον στους «λατσιάλι», δεν του βγήκε σε καλό. Έπαιζε ελάχιστα και έτσι η μεταγραφή ήταν μονόδρομος. Έτσι τον Ιανουάριο του ίδιου έτους πήγε στη Γένοβα, και για τους υπόλοιπους έξι μήνες αγωνίστηκε για τη Σαμπντόρια. Τα επόμενα έξι χρόνια τα έβγαλε στην Μπολόνια. Βοήθησε το σύλλογο να προκριθεί στο Κύπελλο UEFA για τη σεζόν 1998-1999. Μάλιστα με εκείνον ηγέτη η ομάδα, έφτασε στους ημιτελικούς τόσο του Κυπέλλου UEFA όσο και του Κυπέλλου Ιταλίας εκείνη την αξέχαστη χρονιά.

   Μετά από όλη αυτή την καριέρα στη χώρα του αποφάσισε να δοκιμάσει και την εμπειρία του εξωτερικού. Ο σύλλογος που έκανε τα πάντα για να τον αποκτήσει ήταν ο ιστορικός Ηρακλής Θεσσαλονίκης. Τα κατάφερε και μετά από μεγάλη προσπάθεια τον έντυσε στα «μπλε» το 2004. Η υποδοχή στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» έχει μείνει στην ιστορία. Χιλιάδες οπαδοί στα κυανόλευκα, να τον επευφημούν και να του περνάνε το γαλάζιο κασκόλ με τον «Ημίθεο». Δυστυχώς όμως όλα πήγαν στράφι. Αγωνίστηκε ελάχιστα στα ελληνικά γήπεδα και η κόντρα με τον προπονητή Σέρτζιο Μαρκαριάν ήταν απίστευτα έντονη. Εδώ θα σταθούμε λίγο. Ο Σινιόρι ήρθε όπως λέει με όνειρα και φιλοδοξίες αλλά δεν έγιναν όπως τα φανταζόταν.

   Ο ίδιος θυμάται και λέει για την περιπέτεια του στην πατρίδα μας׃ «Ένιωσα απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο τότε είχε ολοκληρωθεί η συνεργασία μου με τον Ηρακλή. O ερχομός μου είχε συνοδευτεί από ενθουσιασμό, όρεξη, πολλά σχέδια και φιλοδοξίες, αλλά δυστυχώς όλα αυτά ήταν ψέματα. Ήμουν τότε πολύ πικραμένος γιατί είχα γνωρίσει ανθρώπους που μου συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά απ’ ότι μου έδειξαν στην αρχή. Ένιωσα σαν να ήμουν πρωταγωνιστής σε εκπομπή που κάνουν πλάκα. Σε 20 χρόνια καριέρας, δεν είχα αισθανθεί ποτέ τέτοια κακομεταχείριση σε ανθρώπινο επίπεδο. Ξεκινώντας από τον προπονητή, τον κύριο Μαρκαριάν, με τον οποίο είχα συνέχεια πρόβλημα. Μου είχε επιτεθεί με τρόπο που με έφερνε καθημερινά σε δύσκολη θέση. Ποτέ δεν χρειάστηκε τότε να πάω σε δημοσιογράφο για να μεταφέρω ότι πρέπει να παίζω οπωσδήποτε. Είχε συμβεί και ένα ιδιαίτερο περιστατικό εκείνη την περίοδο. Είχα χαρεί και ήμουν ικανοποιημένος που μετά ένα κακό διάστημα με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε ζητήσει συγγνώμη μπροστά στον κ. Σπανουδάκη. Τουλάχιστον είχε δείξει ωριμότητα και είχε καταλάβει το λάθος του. Δεν έκρινα τον προπονητή για τις επιλογές του. Τον έκρινα σαν άνθρωπο. Στον Ηρακλή δεν υπήρχε οργάνωση. Έπρεπε να είχαν στήσει άγαλμα για τους ποδοσφαιριστές που έμεναν απλήρωτοι για 5-6 μήνες. Χρειάζονταν οι ποδοσφαιριστές να έβγαιναν και να μιλούσαν διότι επί της ουσίας κάνουν ένα επάγγελμα για το οποίο πρέπει να πληρώνονται».

   Και όμως δεν είχε σταματήσει εκεί. Το «δηλητήριο» συνεχιζόταν: «Είχα αυτή την περίοδο τηλεφωνική επικοινωνία με υπάλληλο του Ηρακλή με μάρτυρες παρόντες, στην οποία, είχα πει σε αυτό το άτομο να επικοινωνήσει με τον πρόεδρο και να του μεταφέρει ότι από τη στιγμή που δεν θα με πλήρωναν ένα ποσό μέχρι την τάδε ημερομηνία θα έκανα την προσφυγή στη ΦΙΦΑ, οπότε ο Ηρακλής θα αναγκαζόταν να πληρώσει επιπλέον χρήματα από αυτά που είχαμε συμφωνήσει να πληρώσει. Δεν ήταν απειλή η τοποθέτησή μου, αλλά συμβουλή για να πληρώσει ο Ηρακλής αυτά που έπρεπε και όχι περισσότερα. Δεν είχα λόγο να απειλήσω κανένα. Έφτασα σε ένα σημείο που μου είπαν δεν σε χρειαζόμαστε και δεν θα σε πληρώσουμε. Αυτή ήταν η μοναδική αιτία της όλης υπόθεσης. Και ίσως να μην υπήρχαν τα χρήματα. Υπήρχε και η συμφωνία με τους χορηγούς που έπρεπε να υπογράψω, αλλά φαίνεται ότι ο καθένας έκανε ότι ήθελε».

   Τα μόνα πρόσωπα που είχε ευχαριστήσει, από τη χειρότερη εμπειρία της ζωής του, όπως λέει πάντα ήταν οι τότε ποδοσφαιριστές και συμπαίκτες του που ήταν δίπλα του. Συγκεκριμένα οι  Πουρσανίδης, Κατσαμπής και Δηλμπέρης, αλλά και τον κ. Σαρικεχαγιά για τον οποίο είχε τονίσει: «Ήταν μοναδικός και δυσαρεστημένος γι’ αυτό το αντίο και ήταν ο μόνος που με βοήθησε αυτό το διάστημα».

   Δυστυχώς ήταν ένα λάθος που έκανε τότε ο Ηρακλής που του κόστισε πολύ ακριβά στη συνέχεια. Σαν όνομα ήταν από τα μεγαλύτερα αλλά η ομάδα δεν έπρεπε ποτέ να κάνει αυτή τη μεταγραφή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν 37 ετών όταν ήρθε. Με όλα αυτά που άφησε αλλά δεν ξέχασε ποτέ τον Οκτώβριο του 2005 υπέγραψε νέο μονοετές συμβόλαιο. Αυτή τη φορά πήγε στην Ουγγαρία. Η Σοπρόν ήταν ο τελευταίος σύλλογος που αγωνίστηκε και ολοκλήρωσε την σπουδαία επαγγελματική του καριέρα σε ηλικία 38 χρονών.

   Κατέχει μερικά ρεκόρ που μέχρι πριν λίγο καιρό κρατούσαν. Μεταξύ 17 Μαΐου του 1992 και 28 Φεβρουαρίου του 1993, ο Σινιόρι σκόραρε σε 10 συνεχόμενα εκτός έδρας παιχνίδια στη «Serie A» (1 το 1991-1992 με τη Φότζια και 9 το 1992-1993 με τη Λάτσιο). Παράλληλα με τον Κριστιάνο Ρονάλντο, κατέχει τα ρεκόρ για τα περισσότερα συνεχόμενα εκτός έδρας παιχνίδια με τουλάχιστον ένα γκολ σε μία σεζόν (9), το οποίο έκανε κατά τη σεζόν 1992-1993 με τη Λάτσιο. Σημείωσε 188 γκολ στην κορυφαία κατηγορία της Ιταλίας, και βρίσκεται στην ένατη θέση στους σκόρερ όλων των εποχών. Στην ίδια θέση είναι μαζί του και ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο με τον Αλμπέρτο ​​Τζιλαρντίνο. Στη συνολική του πορεία είχε 614 συμμετοχές και πέτυχε 265 γκολ. Δεν τα λες και λίγα!

   Δεν πήρε πολλά τρόπαια με τις ομάδες του. Αλλά αυτά που πήρε είχαν πολύ μεγάλη αξία. Και αυτό γιατί όπως είδαμε οι σύλλογοι που αγωνίστηκε δεν ήταν αυτό που λέμε «βαριές» φανέλες.  Κατέκτησε με την Μπολόνια το Κύπελλο Ιντερτότο το 1998. Και την ίδια χρονιά το Κύπελλο Ιταλίας με τη Λάτσιο. Αν και δεν ήταν εκεί ανήκε στην ομάδα. Στις ατομικές διακρίσεις τα πήγε σαφώς καλύτερα. Βγήκε τρεις φορές Κορυφαίος σκόρερ της «Serie A». Το 1993, το 1994 και το 1996 (το μοιράστηκε με τον Ιγκόρ Πρότι όπως αναφέραμε παραπάνω). Ακόμα δύο περίοδοι ήταν πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Ιταλίας το 1993 και το 1998. Κατέκτησε και το βραβείο «Guerin d’Oro» το 1993.

   Το συγκεκριμένο το έδινε κάθε χρόνο το ιταλικό περιοδικό «Guerin Sportivo» στον καλύτερο ποδοσφαιριστή της «Serie A». Πρώτη φορά δόθηκε το 1976, και απονέμονταν στον καλύτερο παίκτη του πρωταθλήματος με συμμετοχή τουλάχιστον σε 19 παιχνίδια. Από την απόδοση του κάθε παίκτη, με βάση τις εβδομαδιαίες αναφορές αξιολόγησης της «Guerin Sportivo» και των τριών κύριων ιταλικών αθλητικών εφημερίδων της « La Gazzetta dello Sport», της «Corriere dello Sport» και της «Tuttosport» έβγαινε και ο νικητής κάθε έτους. Το βραβείο ανεστάλη κατά τη διάρκεια των σεζόν 2009–2010 και 2010–2011 και διακόπηκε οριστικά μετά τη σεζόν 2014–2015. Πληροφοριακά πρώτος νικητής του βραβείου ήταν ο Κλαούντιο Σάλα το 1976, ενώ τελευταίος ο Κάρλος Τέβες το 2015. Ακόμα μια μεγάλη τιμή που του δόθηκε ήταν και το  «Premio Nazionale Carriera Esemplare» (Gaetano Scirea) που πήρε το 2004. Δύο λόγια για να σας ενημερώσουμε τι είναι αυτή η τιμή.

   Το «Premio Nazionale Carriera Esemplare» (Gaetano Scirea), σημαίνει׃ «Υποδειγματικό Εθνικό Βραβείο Καριέρας». Είναι μια αναγνώριση αφιερωμένη στους ποδοσφαιριστές, που παίζουν ποδόσφαιρο στην πρώτη κατηγορία, και η ηλικία τους είναι άνω των 30 ετών. Φυσικά ο νικητής συνεπάγεται να έχει ξεχωρίσει καθ ‘όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ιδρύθηκε το 1992, και το βραβείο απονέμεται κάθε χρόνο, για την αγωνιστική και αθλητική  τους ικανότητα, από την «Unione Stampa Sportiva Italiana» (Ιταλική Ένωση Αθλητικού Τύπου) ή απλά εν συντομία «USSI». Η αναγνώριση δημιουργήθηκε προς τιμήν του Ιταλού αμυντικού Gaetano Scirea, ο οποίος πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1989. Όλοι οι Ιταλοί δημοσιογράφοι καλούνται να ψηφίσουν έναν παραλήπτη από μια σύντομη λίστα επιλεγμένων υποψηφίων.

   Μεγάλο κομμάτι αν και σύντομο, με όχι τόσες πολλές συμμετοχές έπαιξε και η εθνική Ιταλίας για τον Τζουζέπε. Και αυτό συνέβη γιατί παρόλο την καλή φόρμα που είχε, δεν τα έβρισκε με τον προπονητή της «Σκουάντρα Ατζούρα» Αρίγκο Σάκι, ο οποίος προτιμούσε τον Σινιόρι να παίζει στη μεσαία γραμμή, ως αριστερό εξτρέμ. Μόνο όταν έπαιζε με δύο επιθετικούς τον έβαζε να παίζει στη φυσική του θέση. Όμως αυτό γινόταν αρκετά σπάνια. Συνολικά έπαιξε για την εθνική ομάδα 28 φορές μεταξύ 1992 και 1995, πετυχαίνοντας επτά γκολ. Το μόνο σημαντικό τουρνουά που έπαιξε ήταν φυσικά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου αγωνίστηκε έξι φορές, αλλά δεν έπαιξε λεπτό στο μεγάλο τελικό με τη Βραζιλία. Εκεί που η  κανονική διάρκεια του αγώνα τελείωσε με 0-0, και η «Σελεσάο» επικράτησε με 3-2 στα πέναλτι. Για να φτάσει ως εκεί  έβαλε ένα μικρό «λιθαράκι» και ο Σινιόρι. Αφού το φάουλ που χτύπησε «μαεστρικά», με το αριστερό του πόδι η μπάλα πήγε συστημένη στο κεφάλι του Ντίνο Μπάτζιο, που πέτυχε το νικητήριο γκολ στον αγώνα με τη Νορβηγία, στο δεύτερο ματς της Ιταλίας στους ομίλους. Και φυσικά η «μαγική» ασίστ που έβγαλε στο 87’ λεπτό  στον Ρομπέρτο ​​Μπάτζιο για το νικητήριο γκολ του προημιτελικού αγώνα με την Ισπανία.

   Ήταν γρήγορος με χαμηλό κέντρο βάρους. Ευέλικτος με φοβερό τελείωμα και ξεπέταγμα. Έκανε ώρες προπόνηση και βελτίωνε τις αδυναμίες του. Πολλές φορές δημοσιογράφοι τον σύγκριναν με τον Luigi Riva στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Η θέση του ήταν κεντρικός επιθετικός, αν και σε αρκετά παιχνίδια χρησιμοποιήθηκε ως αριστερός εξτρέμ ή ως δεύτερος επιθετικός. Είχε εξαιρετική τεχνική και ικανότητα. Επίσης ήταν εκπληκτικός στο να εκτελεί πέναλτι, φάουλ και κόρνερ. Όταν εκτελούσε πέναλτι, παρατηρούσε συχνά τις κινήσεις των τερματοφυλάκων και προσπαθούσε να τους κάνει πρώτα να πέσουν πριν χτυπήσει την μπάλα. Πέτυχε 44 γκολ από πέναλτι σε 52 προσπάθειες, καθιστώντας τον έναν από τους πιο ακριβείς «εκτελεστές» στην ιστορία της «Serie A» και τον πέμπτο πιο παραγωγικό εκτελεστή φάουλ όλων των εποχών στο ιταλικό πρωτάθλημα. Παράλληλα με τον Σίνισα Μιχαḯλοβιτς, είναι ένας από τους δύο παίκτες που έχουν πετύχει χατ-τρικ από φάουλ στο πρωτάθλημα. Αυτό το πέτυχε με τη Λάτσιο στην εντός έδρας νίκη με 3-1 επί της Αταλάντα, στις 10 Απριλίου του 1994.

   Στην προπόνηση, για να βελτιώσει την ακρίβειά του στα φάουλ, συνήθιζε να εξασκείται προσπαθώντας να περάσει την μπάλα, πάνω από τεχνητούς στόχους που είχαν ύψος έως δύο μέτρα, και που ήταν τοποθετημένοι πιο κοντά στη μπάλα από τη συνηθισμένη απόσταση. Εκτός από τα γκολ και την ικανότητά του ως ποδοσφαιριστής, ήταν επίσης γνωστός για την ηγεσία και τη νοοτροπία του. Ωστόσο, παρά το ταλέντο του, ήταν επίσης γνωστό ότι ήταν επιρρεπής σε τραυματισμούς. Έτσι για να προστατεύεται η «Diadora» που ήταν χορηγός του, του δημιούργησε ειδικά παπούτσια μόνο για αυτόν. Πάντα υποστήριζε ότι αυτό βελτίωσε την αφή και την ακρίβειά του στη μπάλα.

   Μετά το τέλος της καριέρας του, εργάστηκε ως αναλυτής ποδοσφαίρου για το «RAI Radio1», ενώ υπήρξε και διευθυντής ποδοσφαίρου της Τερνάνα το 2008 και το 2009. Την 1η Ιουνίου του 2011, συνελήφθη σε σχέση με ένα σκάνδαλο στοιχημάτων ποδοσφαίρου, μαζί με άλλους πρώην παίκτες όπως ο Stefano Bettarini και ο Mauro Bressan. Αρχικά τέθηκε σε κατ ‘οίκον περιορισμό, μέχρι που ανακλήθηκε δύο εβδομάδες αργότερα. Στις 9 Αυγούστου του 2011, ανακοινώθηκε ότι του απαγορεύτηκε οποιαδήποτε δραστηριότητα που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο για πέντε χρόνια. Ο πρώην επιθετικός είχε κατηγορηθεί ότι βοήθησε να «διορθωθεί» το παιχνίδι μεταξύ Πιατσέντσα και Πάντοβα τον Οκτώβριο του 2010, αλλά πάντα αρνιόταν τους ισχυρισμούς και δικαιώθηκε πλήρως όταν η δίκη κατέληξε τελικά στο τέλος. Καθώς είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από τον εν λόγω αγώνα, ο Τζουζέπε θα μπορούσε απλώς να είχε επιτρέψει τη λήξη της παραγραφής, αλλά ήταν τόσο αποφασισμένος να αποδείξει την αθωότητά του που παραιτήθηκε από αυτό το δικαίωμα και επέμεινε σε δίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου του 2021, η ετυμηγορία ήταν αθώος, λόγω «έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων». Την 1η Ιουνίου του 2021, ο πρόεδρος της Ιταλικής Ομοσπονδίας Gabriele Gravina του έδωσε την τελική άδεια για να μπορέσει να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο ξανά όποτε το επιθυμεί.

   Στην προσωπική του ζωή είναι παντρεμένος με την Τίνα Μιλάνο και έχουν τέσσερα φανταστικά παιδιά. Την Ντενίς, την Γκρέτα, την Ντιάνα και ο μοναδικός γιος είναι ο Νικολό. Για μας που είμαστε πάνω από 35 ετών, αυτοί οι παίκτες μας έχουν «σημαδέψει». Είναι μέσα στις αναμνήσεις μας, τότε που παίζαμε τα βιντεοπαιχνίδια με τους φίλους μας. Οι «μάχες» που δίναμε επί ώρες, και οι φανέλες που φορούσαμε με τα ονόματα παικτών πίσω κάνοντας πως είμαστε οι ίδιοι. Άλλος ήταν ο Ρονάλντο, άλλος ο Στόιτσκοφ, άλλος ο Ρομάριο και άλλος ο Σινιόρι. Αγαπητέ μας Ιταλέ Κύριε σε ευχαριστούμε…

 

 

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ