Ο Κόνδορας των Άνδεων. Αυτό το αρχοντικό αρπακτικό πτηνό των ουρανών της Νότιας Αμερικής, είναι ένας από τους επτά γύπες του Νέου Κόσμου. Αποτελεί εθνικό σύμβολο της μεγάλης κορδιλιέρας, ίνδαλμα για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη μυθολογία και τη λαογραφία των περιοχών των Άνδεων. Είναι μέρος της θρησκείας, σχετίζεται με τη θεότητα του Ήλιου, και λογίζεται από τους Ινδιάνους ως׃ «Ο άρχοντας του ανώτερου κόσμου». Διαθέτει το μεγαλύτερο άνοιγμα φτερών από οποιοδήποτε αρπακτικό και τη μεγαλύτερη επιφάνεια πτερύγων από οποιοδήποτε άλλο πτηνό στον κόσμο. Ίπταται με τα φτερά σε οριζόντια θέση και μοιάζει να μην φτερουγίζει σχεδόν ποτέ. Αποπνέει μια μυστικιστική ανωτερότητα, μια μεγαλοπρέπεια σχεδόν εκφοβιστική, απειλητική, αιμοβόρα.
Μονάχα ένας ποδοσφαιριστής θύμιζε κόνδορα, μόνο ένας, κάθε στιγμή που σκόραρε, πανηγύριζε με τα χέρια εκτεταμένα, και η μορφή του ήταν πτηνοειδής, σαν έτοιμος να πετάξει. Ο τεράστιος Ιβάν Ζαμοράνο. Γεννήθηκε στην «καρδιά» του Νοτιοαμερικανικού χειμώνα. Συγκεκριμένα στις 18 Ιανουαρίου 1967, στην πρωτεύουσα της χώρας, το Σαντιάγκο. Αρχοντικός και ταπεινός ταυτόχρονα, παγιδευμένος στη διάσταση, στην οποία τον ταξίδευε η αδρεναλίνη του. Κινήσεις ενστικτώδεις, διδακτικές, λιγοστές αλλά χειρουργικές, σαν κόνδορας που πετά κατά μήκος της οροσειράς των Άνδεων. Το εναέριο παιχνίδι του ήταν μια ακραία και φιλόδοξη απόπειρα να έρθει λίγο πιο κοντά στον ουρανό, να δει τη Χιλή του από ψηλά και να παρέμβει, όπου εκείνος κρίνει σκόπιμο. Η πτήση εν γένει είναι μια ανεπιτήδευτη δράση, σε κάνει διαφορετικό και ανεξάρτητο, σε μπερδεύει. Αλλάζει το βλέμμα και την προοπτική για τον κόσμο, μετατρέπει τα ελαττώματά του σε προφανή και, ως εκ τούτου, μεταδίδει σοφία.
Γι’ αυτό είναι γοητευτική η πτήση, γι’ αυτό την κυνήγησε ο άνθρωπος από την αρχαιότητα. Εμπεριέχει μια τρέλα, μια ποιητική λαχτάρα κατάλληλη μόνο για τους τολμηρούς κι εκείνους, οι οποίοι είναι γεμάτοι άγνοια κινδύνου. Ο Ζαμοράνο στον αέρα σφυρηλάτησε το όραμά του για τον κόσμο εν πτήσει αμφισβήτησε τα όρια του θάρρους. Σαν άλλος Πατρίκ ντε Γκαγιαρντόν, είχε αυτή την ατρόμητη, σχεδόν ποιητική, άγνοια να αντιμετωπίζει το κενό. Με τη διαφορά ότι οι πτήσεις του Ζαμοράνο δεν ήταν πινδαρικές, αλλά κοσμικές. Υπάρχει ένας μύθος στους Ινδιάνους της Χιλής, ο οποίος κάνει λόγο για έναν νυκτόβιο κόνδορα, μια μυθολογική οντότητα που διέσχιζε τις ακτές με κινηματογραφική ταχύτητα και τρεφόταν με χρυσό και ασήμι. Οι Ινδιάνοι Μαπούτσε τον είχαν ονομάσει «Αλικάντο». Σύμφωνα με το μύθο, γεννούσε τακτικά δύο αυγά, ένα από χρυσό και ένα από ασήμι. Εάν οι ιθαγενείς τον ακολουθούσαν δίχως να γίνουν αντιληπτοί, εκείνος τους οδηγούσε σε νέες, κρυμμένες φλέβες χρυσού και τους έκανε πλούσιους. Γενιές ολόκληρες στη Χιλή μεγάλωσαν με το μύθο του, να συντροφεύει τους προγόνους που δούλευαν στα ορυχεία και κάποτε θα ερχόταν η σειρά τους. Οι Χιλιανοί ήξεραν. Και περίμεναν καρτερικά, στωικά, αδιαμαρτύρητα. Γιατί ο «Αλικάντο» θα έρθει από εκεί που δεν τον περιμένεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, εκείνος που τον ακολούθησε, δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, η σωματική του διάπλαση κινείτο στο μέσο όρο. Διέθετε, όμως, μια αδιανόητη δύναμη στα πόδια, η οποία του επέτρεπε να σηκωθεί και να παραμείνει στον αέρα ένα έστω δευτερόλεπτο περισσότερο από τον αντίπαλό του. Ήταν εκείνο το κλάσμα του χρόνου που επιτρέπει στην ιστορία να εξελιχθεί σε μύθο. Αυτή η αιθέρια και υπερφυσική ικανότητα ήταν η φλέβα χρυσού, την οποία εμφάνισε ο «Αλικάντο» στον Ιβάν Ζαμοράνο. Η φυσική του κατάσταση για ποδοσφαιριστή εκείνων των δεκαετιών ήταν εξωπραγματική, σχεδόν μυθική. Κάποτε στη Σεβίλλη, ανάγκασε τους προπονητές να ελέγξουν τα μηχανήματα, διότι είχε σπάσει τα κοντέρ στα περίφημα τότε τεστ Κούπερ και αμέσως μετά είχε διανύσει τα εξήντα μέτρα σε 7,4 δευτερόλεπτα. Όταν μέτρησαν και το επιτόπιο άλμα του, φώναξαν ειδικούς και εργοφυσιολόγους για να διαπιστώσουν περί τίνος επρόκειτο. Είχε σηκωθεί από το έδαφος 61 εκατοστά και είχε μείνει στον αέρα εκείνο το κλάσμα περισσότερο, το οποίο σ’ έκανε να αναρωτιέσαι έως πού φτάνει η ανθρώπινη δύναμη. Προσοχή δεν ήταν ένα άκαμπτο, «νεκρό» άλμα, όπως εκείνα των αθλητών του στίβου. Εμπεριείχε ελαστικότητα, ευελιξία. Η έκτασή του υπολείπετο μόνο των δύο τερματοφυλάκων, οι οποίοι φύσει και θέσει έχουν τα μεγαλύτερα ανοίγματα. Σε εκείνη τη δοκιμή πια είχαν μαζευτεί δεκάδες άνθρωποι και χάζευαν αυτόν τον περίεργο Ινδιάνο που είχε έρθει από την Ελβετία. Ακόμα ήταν το 1990, ο κόσμος του ποδοσφαίρου δεν είχε βρεθεί ενώπιον των κατακόρυφων, «στεγνών» αλμάτων του Κριστιάνου Ρονάλντο ή του Σέρχιο Ράμος. Άλλωστε, ο Ζαμοράνο δεν ήταν ποτέ απλώς υπερφυσικός ή προβλέψιμος.
Ο Ζαμοράνο είχε έκρηξη, έμοιαζε σαν «καταπέλτης», όπως εκείνοι οι παλιοί ακροβάτες στο τσίρκο που εκτοξεύονταν από ένα κανόνι και κατέληγαν με απίστευτη ταχύτητα στον στόχο. Έτσι εισέβαλε στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι ο Ιβάν. Σαν καταπέλτης. Εν καιρώ έγινε γνωστό ότι όλες οι υπεράνθρωπες μετρήσεις ήταν προϊόν πολύ σκληρής δουλειάς, δεκάδων στερήσεων και βιωματικού χαρακτήρα. Προερχόμενος από την εργατική τάξη, δεν διέθετε τα μέσα για να προπονηθεί κατάλληλα. Ο πατέρας του, όμως, διέκρινε το ιδιαίτερο ταλέντο του και φρόντισε να το εξελίξει. Με αφοσίωση, με σιδηρά πειθαρχία, με διάφορα τρικ και προκλήσεις που γοητεύουν τα παιδιά. Από πολύ μικρός είχε μάθει να δουλεύει στα δυνατά του σημεία, είχε καταλάβει ότι είναι καλύτερο να τελειοποιήσει τα πλεονεκτήματά του, παρά να αμβλύνει τις αδυναμίες του. Στο σπίτι του υπήρχε ένας πολυέλαιος, τον οποίον ο πατέρας του τού είχε θέσει ως απόλυτο στόχο. Κάθε μέρα, όταν ο Ιβάν επέστρεφε στο σπίτι, προσπαθούσε να αγγίξει με το κεφάλι εκείνον τον πολυέλαιο. Όταν το κατάφερε, ήταν τρισευτυχισμένος, τόσο χαρούμενος, σα να είχε κατακτήσει το σπουδαιότερο τρόπαιο του κόσμου. Την επόμενη μέρα, όταν γύρισε από το σχολείο, ο πολυέλαιος ήταν κρεμασμένος ακόμα πιο κοντά στο ταβάνι. Έπρεπε να ξαναπροσπαθήσει, να πηδήξει ακόμα ψηλότερα.
Στο σχολείο τον φώναζαν «Μπαμ Μπαμ» (Bam Bam), επειδή θύμιζε στους φίλους του τον «Μπάρνεï Ραμπλ» (Barney Rumble) από τους κλασικούς «Φλίστοουνς» (Flintstones), Ήταν μικρός το δέμας και ολίγον τρομακτικός με το σχιστό βλέμμα, αλλά έκρυβε μια ανυποψίαστη δύναμη και θέληση. Σε εκείνο το προσωνύμιο κρυβόταν και η αλήθεια που ξεγυμνώνει η παιδικότητα, η πρωτόγονη αίσθηση αυτοπροστασίας και αυτοσυντήρησης. Γίνε πιο δυνατός, πιο γρήγορος, πιο αλτικός, πιο ξεχωριστός από τους άλλους και στόχευε στο ακατόρθωτο, ακόμα κι αν είναι ουτοπικό. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο με την Κομπρεσάλ, την ομάδα των ανθρακωρύχων του Ελ Σαλβαδόρ, η οποία έπαιζε σε ένα γήπεδο είκοσι χιλιάδων θέσεων, σε μια πόλη δέκα χιλιάδων κατοίκων. Εκεί, κέρδισε το πρώτο Κύπελλο στην καριέρα του που ήταν και το πρώτο στην ιστορία της ομάδας το 1987. Τον είχαν φέρει πίσω από έναν συμβολικό δανεισμό στην Τρανσαντίνο των Άνδεων, η οποία συμμετείχε στα τοπικά. Είχε σκοράρει 27 γκολ σε 29 εμφανίσεις. Είχε τρελάνει τον κόσμο και ήταν 18 χρονών. Αλλά βρισκόταν στο φυσικό περιβάλλον του, ψηλά στις Άνδεις.
Ο μύθος λέει ότι σε έναν αγώνα Κυπέλλου ενάντια στο θωρηκτό της Ουνιβερσιδάδ είχε σηκωθεί και είχε σκοράρει, πηδώντας τουλάχιστον μισό μέτρο πιο ψηλά από τον αμυντικό. Ο αντίπαλος έψαξε να τον βρει μετά το τέλος του αγώνα, του έσφιξε το χέρι και του εκμυστηρεύθηκε ότι είναι ο λόγος, για τον οποίο αντιλήφθηκε ότι πρέπει να σταματήσει το ποδόσφαιρο! Το όνομά του ήταν Μανουέλ Πελεγκρίνι και ο Ζαμοράνο είναι η αιτία, για την οποία ο Χιλιανός δάσκαλος εγκατέλειψε πρόωρα την ενεργό δράση και αποφάσισε να αφιερωθεί στις σπουδές του στο Πολυτεχνείο!!
Κάποτε θύμισαν στο «μηχανικό» (Mecanico) αυτή την ιστορία, χαμογέλασε και απάντησε ότι׃ «Αν ήξερα από τότε ποιο ήταν εκείνο το αγόρι και πού επρόκειτο να φτάσει, θα έπαιζα τουλάχιστον δυο χρόνια ακόμα, ίσα-ίσα για να έχω την τιμή να ξαναπαίξω μερικές φορές ακόμα εναντίον του». Ήταν άπιαστος, απέπνεε θάμβος και κρατούσε συμπαίκτες κι αντιπάλους σε διαρκή επαγρύπνηση. Λένε ότι ο «Αλικάντο», ακόμα και όταν κοιμάται, δεν κλείνει τα φτερά του και, για να τον κυνηγήσεις, πρέπει να πέσει σε λήθαργο, κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια. Ο Ζαμοράνο ειδικά στο ξεκίνημα της καριέρας του, δεν κοιμόταν ποτέ. Όλα τα στοιχεία της τεχνικής του, η αντοχή του, η δύναμή του εσωκλείονταν στο επάνω μέρος του σώματός του. Κάτι εντελώς ασυνήθιστο για ποδοσφαιριστή, μιας και είναι οξύμωρο να προτάσσεται οτιδήποτε άλλο εκτός από τα πόδια. Ίσως γι’ αυτό δίσταζαν όλες οι ευρωπαϊκές ομάδες, στις οποίες δοκιμάστηκε στην αρχή. Έφτασε κοντά στην Μπολόνια, αλλά οι ιθύνοντες δίστασαν. Δεν ήταν καλός με τα πόδια, δεν ήταν δυνατόν να εμπιστευθούν ένα παιδί μόνο και μόνο για το ταλέντο του στο ψηλό παιχνίδι, όσο ξεχωριστό κι αν ήταν.
Κατέληξε στην Ελβετία, στη Σεντ Γκάλεν. Ήταν 21 χρονών, αλλά η μορφή του παρέπεμπε στον σοφό Ινδιάνο της φυλής. Ταπεινό πρωτάθλημα θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ωστόσο τα 38 γκολ σε 63 παιχνίδια δεν περνούν πουθενά απαρατήρητα. Όπως και το βραβείο που πήρε το 1990 ως ο καλύτερος ξένος ποδοσφαιριστής. Τελικά τον πρόλαβε η Σεβίλλη, μια ομάδα γεμάτη τεχνίτες, η οποία τον βοήθησε να αποδείξει ότι μπορεί και στο ποδόσφαιρο που «μετράει». Εκεί σε όπου έπαιξε σε 63 αγώνες και σημείωσε 23 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις πριν πουληθεί στη Ρεάλ Μαδρίτης για 6 εκατομμύρια δολάρια. Η πραγματική «έκρηξη» ωστόσο, επήλθε στη «Βασίλισσα», μια ομάδα «καλλιτεχνών», όπως ο Λάουντρουπ και ο Μάρτιν Βάσκεθ. Αυτό το δίδυμο είναι και υπεύθυνο για την εξέλιξη και η κύρια αιτία, για την οποία το ταλέντο του Ζαμοράνο βρήκε πρόσφορο έδαφος για να «ανθίσει». Τέσσερα υπέροχα χρόνια, 173 αγώνες και 101 γκολ. Όπως θυμάται ο ίδιος υπερβάλλοντας׃ «Το ένα πιο όμορφο από το άλλο», Ήταν τα καλύτερά του χρόνια, η πιο ώριμη περίοδος της καριέρας του. Τότε έγινε και το σύμβολο της «Selección», όπου γνώρισε και τον προσωπικό του κινησιολόγο, τον Αλεχάντρο Κοχ. Στην εθνική τον έβαζαν να κάνει άλματα για να χαζεύουν οι πιτσιρικάδες και οι προπονητές. Κατά μέσο όρο έφτανε τα 75-76 εκατοστά. Κάποτε, θυμάται ο Κοχ, είχε ξεπεράσει τα 80. Βαθμηδόν είχε «σπουδάσει» τους μηχανισμούς της κεφαλιάς, προετοιμαζόταν αναλόγως για τον προσωπικό αντίπαλο, φρόντιζε να βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει αμυντικούς κατά πολύ ψηλότερους.
Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν η προτελευταία σεζόν με τους «μερένγκες» (merengues). Με προπονητή τον Χόρχε Βαλντάνο βγήκε πρώτος σκόρερ στην κατηγορία με 28 γκολ σε 38 αγώνες (πήρε το βραβείο «Pichichi» που λένε οι Ισπανοί), το ιστορικό χατ-τρικ στο εξευτελιστικό 5-0 κόντρα στην Μπαρτσελόνα, το γκολ-τίτλος με την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, όταν πήδηξε «στο Θεό», για να στοπάρει με το στήθος τη σέντρα του Αμαβίσκα. Ο πανηγυρισμός είναι εξαγνιστικός, στα «κόκκινα», εκτός παντός πλαισίου. Βγάζει τη φανέλα, όλοι οι μύες τεντωμένοι, η αδρεναλίνη ξεχειλίζει. Όλο το γήπεδο σε κατάσταση ροκ, οι οπαδοί (aficionados) να παραληρούν, ένα «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» να μεταφέρεται νοητά στη Λατινική Αμερική, με πάθος που όμοιό του έκανε πολλά χρόνια να ξαναζήσει, αν το ξαναέζησε ποτέ. Αυτό έκανε ο Ινδιάνος, όπως κραυγάζει κι ο σχολιαστής. Η πτήση του κόνδορα. Έφυγε από την Ισπανία κατακτώντας το πρωτάθλημα το 1995, το Κύπελλο το 1993 και το Σούπερ Καπ πάλι την ίδια χρονιά. Το 1993 και το 1995, κέρδισε το «EFE Trophy», το οποίο απονέμεται στον καλύτερο Ιβηροαμερικανό παίκτη στο πρωτάθλημα, κάθε χρόνο από το ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων «EFE». Ακόμα δύο βραβεία κατέκτησε το «μαγικό» για εκείνον 1995. Αυτό του καλύτερου ξένου παίκτη στην κατηγορία και το ότι ήταν στην καλύτερη ενδεκάδα που έβγαλε ο «Ευρωπαϊκός Αθλητικός Τύπος» (European Sports Media Team of the Year). Με επίσημο ύψος 1 μέτρο και 79 εκατοστά, όλοι οι αντίπαλοι έμοιαζαν, όπως εκείνος ο πολυέλαιος στο σπίτι. Συνεπώς, έπρεπε συνεχώς να δουλεύει και να παλεύει με τον εαυτό του. Και τα κατάφερνε.
Στην Ίντερ στα 29 του, κεφαλαιοποίησε την «ονειρώδη» παρουσία του στη Ρεάλ. Ουσιαστικά, στους «νερατζούρι» (nerazzurri) ανακάλυψε τον εαυτό του, σταμάτησε να επιζητά το γκολ με κάθε τρόπο, όπως έκανε στην Ισπανία, και αφιερώθηκε με πάθος στην τακτική ανάγνωση του παιχνιδιού. Στην Ιταλία ολοκληρώθηκε ως επιθετικός, στο Μιλάνο έθεσε για πρώτη φορά εαυτόν στην υπηρεσία της ομάδας και έμαθε τη σημασία του χώρου και της δημιουργίας διαδρόμων. Στην ομαδάρα αυτή με συμπαίκτες τους Γιούρι Τζοργκαέφ, Χαβιέ Ζανέτι, Ρομπέρτο Μπάτζιο, Ντιέγκο Σιμεόνε και το νέο τότε «αστέρι» Ρονάλντο. Αρχικά ήταν ο κορυφαίος επιθετικός του συλλόγου, κρατώντας την πολυπόθητη φανέλα με το νούμερο εννέα. Ωστόσο, με την άφιξη του Μπάτζιο στο «κλαμπ», ο Ρονάλντο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νούμερο δέκα και να φορέσει το νούμερο εννέα, επομένως ο Ζαμοράνο έπρεπε να εγκαταλείψει τον αριθμό του αλλά αρνήθηκε να φορέσει άλλο. Ήταν εκείνο το «1+8» στη φανέλα, αυτή η υπέροχη λεπτομέρεια που μένει στο διηνεκές. Ζούσε για το 9, ανέπνεε για το 9, ήταν τέτοιας κοψιάς, τέτοιας «φτιαξιάς» ποδοσφαιριστής. Ο φορ φοράει το 9. Κι όταν το 9 δεν είναι διαθέσιμο, παίρνει ειδική άδεια και το φτιάχνει μόνος του. Το Μάιο του 1998, η Ίντερ κέρδισε το Κύπελλο «UEFA», αφού κέρδισε τη Λάτσιο στον τελικό με σκορ 3–0, με τον Ζαμοράνο να σκοράρει το εναρκτήριο γκολ. Είχε επίσης σκοράρει στο δεύτερο παιχνίδι του τελικού της προηγούμενης χρονιάς, με τον αγώνα να πηγαίνει στα πέναλτι. Ωστόσο, εκεί ο Ζαμοράνο, έχασε το δικό του και η Ίντερ έχασε στη διαδικασία αυτή, από τη Σάλκε με 4–1. Χάρη σ’ εκείνον έβρισκαν τον απαραίτητο χώρο για τις «μαγείες» τους ο Μπάτζιο και ο Ρεκόμπα. Εξαιτίας του κατόρθωσε ο Ρονάλντο να προσαρμοστεί αμέσως και να ξεχύνεται στο χώρο στο πιο τακτικό και αμυντικογενές Πρωτάθλημα της Ευρώπης.
Όταν, όμως, οι συμπαίκτες αποφάσιζαν να σηκώσουν τη μπάλα στον αέρα, εκεί πια ήταν το «βασίλειό» του, τότε τα Απένινα μεταμορφώνονταν σε Άνδεις και ο κόνδορας ξαναγινόταν «Αλικάντο», εμφανιζόταν εκείνη η παγανιστική θεότητα που με μια κίνηση άλλαζε τις μοίρες των ανθρώπων. Στον αέρα ήταν τόσο άπιαστος, τόσο εξαιρετικός και άπαντες λησμονούσαν πόσο πολύτιμος ήταν και με τα πόδια κολλημένα στο έδαφος. Ήξερε να προστατεύει τη μπάλα άψογα με το σώμα, είχε μάθει να διαβάζει τον ρυθμό, αναγνώριζε τη σωστή στιγμή, για να βρεθεί στο σωστό σημείο και να «δολοφονήσει» την αντίπαλη άμυνα. Σαν αρπακτικό. Ο Ρονάλντο είπε׃ «Νομίζω ότι βελτιώθηκα πολύ ως ποδοσφαιριστής, παρατηρώντας τον Ζαμοράνο. Τον παρακολουθούσα σε προπονήσεις και αγώνες κάθε φορά μου προκαλούσε έκπληξη η ικανότητά του να δημιουργεί χώρους μόνος του και να πυροβολεί σε δέκατα του δευτερολέπτου. Ο Ζαμοράνο μού έμαθε τη σημασία τού γκολ με τη μία, την εκτέλεση σε πρώτο χρόνο. Κι έπειτα, ήταν η κεφαλιά του. Αχ και να είχα την κεφαλιά του…». Λόγια του κατόχου της φανέλας με το 9. Όχι οποιουδήποτε κατόχου. Του Ρονάλντο. Του «κανονικού» Ρονάλντο. Του «Φαινομένου». Τα είπε δημοσίως, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του «Ιβάν, του Τρομερού» (Iván el Terrible), όπως τον αποκαλούσαν στην Ιταλία, μην αποφεύγοντας το κλισέ. Με εκείνη την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, με μια παιδική, νοσταλγική κολακεία, την οποία μόνο ο Ρονάλντο ήξερε να εξωτερικεύει. Η φανέλα της Ίντερ του Ζαμοράνο (ένα συν οκτώ) δίπλα στον Ρονάλντο (δέκα) και τον Φίγκο (επτά) υπάρχει στο μουσείο του «Σαν Σίρο» για να θυμίζει τις στιγμές αυτές για πάντα.
Ο Ζαμοράνο ευχαρίστησε τη «μπλε πλευρά» της πόλης και «απογειώθηκε» για το Μεξικό, όπου «προσγειώθηκε» στην Κλαμπ Αμέρικα. Έπαιξε για δύο σεζόν, κερδίζοντας το πρωτάθλημα (Torneo de Verano) στην πρώτη σεζόν. Σε 67 ματς σκόραρε 37 γκολ. Στα 36 επέστρεψε σπίτι του. Ήταν αδύνατον να μη σταματήσει στη Χιλή, κάτω από τις Άνδεις. Ολοκλήρωσε την καριέρα του παίζοντας στην Κόλο Κόλο το 2003, απελευθερώνοντας ξανά, εκείνη τη σπίθα πυράκτωσης, όπως έκανε στα μικράτα του στην Κομπρεσάλ, κάνοντας πραγματικότητα ένα παιδικό όνειρο. Ανακοίνωσε την αποχώρησή του τον Ιούλιο του ίδιου έτους, μετά από μια επαγγελματική σταδιοδρομία που διήρκεσε περισσότερα από 16 χρόνια. Το 2004, ο Ιβάν επιλέχθηκε μεταξύ των «FIFA 100», μιας λίστας με τους καλύτερους εν ζωή ποδοσφαιριστές στον κόσμο που συνέταξε ο Πελέ. Ενώ και το «The Football History Boys» τον έβαλε στους 250 κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών!! Συνολικά σε 621 αγώνες τίναξε τα αντίπαλα δίχτυα 349 φορές. Δυο χρόνια νωρίτερα το 2001, είχε σταματήσει από την εθνική. Εκεί που ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών στις 19 Ιουνίου του 1987, σημειώνοντας ένα γκολ σε μια φιλική νίκη με 3-1 εναντίον του Περού. Με την τιμημένη μπλούζα της «κόκκινης» (La Roja) έκανε απίστευτα πράγματα. Στις 29 Απριλίου του 1997 σε έναν αγώνα, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998, εναντίον της Βενεζουέλας, πέτυχε τα πέντε από τα έξι γκολ στη νίκη με 6–0. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 αγωνίστηκε και τους τέσσερις αγώνες και ήταν καθοριστικό κομμάτι της ομάδας. Απορροφούσε όλη την προσοχή πάνω του και άνοιγε χώρο στους συμπαίκτες του. Στο κρίσιμο παιχνίδι του ομίλου με την Αυστρία έδωσε την καθοριστική πάσα για το γκολ του Μαρτσέλο Σάλας στο τελικό 1-1 που έδωσε στη Χιλή την πρόκριση στους 16. Εκεί η τρομερή Βραζιλία σταμάτησε το όνειρο με το βαρύ 4-1.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο, σημειώνοντας και τα δύο γκολ στο 2-0 εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Βγήκε πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση με έξι γκολ. Ο τελευταίος διεθνής αγώνας του, σε ηλικία 34 ετών, ήταν ένα αποχαιρετιστήριο φιλικό μεταξύ της Χιλής και της Γαλλίας την 1η Σεπτεμβρίου του 2001, το οποίο κέρδισε η Χιλή με 2–1. Ο Ζαμοράνο συμμετείχε 69 φορές, σημειώνοντας 34 γκολ. Έβγαλε με πόνο τα «κόκκινα» γιατί ήθελε να δώσει χώρο στα νέα παιδιά. Η χώρα έπρεπε να μάθει να ζει χωρίς αυτόν και χωρίς τον Σάλας στην επίθεση. Ήταν μια έμπνευση του σύμπαντος, μια συνομωσία ολκής το ότι συνυπήρξαν μαζί στην εθνική ομάδα. Από τα καλύτερα δίδυμα όλων των εποχών το Ζαμοράνο-Σάλας. Και αυτό το πλήρωσαν ουκ ολίγες αντίπαλες άμυνες.
Στην προσωπική του ζωή το 2005 παντρεύτηκε το μοντέλο Μαρία Άλμπερο και έκαναν δύο παιδιά. Τη Μία Πασκάλ Σαμόρα και τον Ιβάν Ζαμοράνο Τζούνιορ. Το ίδιο έτος είχε ένα φρικτό τροχαίο ατύχημα στην Αργεντινή. Τραυματίστηκε στο κεφάλι, ενώ η σύζυγός του τραυματίστηκε επίσης και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ελικόπτερο μετά από τραύματα στον αυχένα και στο χέρι στη συντριβή στο Μπουένος Άιρες. Το αυτοκίνητο του ζευγαριού υπέστη εκτεταμένες ζημιές αφού κατέληξε στη μία πλευρά σφηνωμένο στα κάγκελα στη γειτονιά του Παλέρμο. Το τροχαίο σημειώθηκε στην πολυσύχναστη «Avenida Libertador», έναν από τους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας της Αργεντινής. To 2007 ήταν ένα από τα κεντρικά πρόσωπα για τη μεγάλη μεταρρύθμιση της δημόσιας συγκοινωνίας στην πρωτεύουσα Σαντιάγκο. Το περίφημο «Red Metropolitana de Movilidad». Αλλά δεν πήγε και πολύ καλά το όλο εγχείρημα.
Αυτός ήταν ο Ιβάν Ζαμοράνο. Ο Χιλιανός κόνδορας που η λάμψη του ξαναχάθηκε στις κορυφές της κορδιλιέρας, εκεί όπου κανείς δεν κινδυνεύει να τυφλωθεί. Μετά αναλαμβάνει ο κόσμος, ο οποίος είτε τον είχε δει είτε όχι, κρατά το μύθο ζωντανό και τον διηγείται στα παιδιά του, στα εγγόνια του, σε όποιον αγαπάει τις ιστορίες και τις υπερβολές. Μερικές φορές, αρκεί να παρατηρούμε από μακριά, να ξεχνάμε για λίγο, ούτως ώστε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εκπλαγεί ξανά, όταν θυμηθεί. Το πέταγμα του κόνδορα είναι εκεί, ο «Αλικάντο» στέκει αγέρωχος και, όταν πετάξει, οδηγεί ξανά τον φτωχό ταξιδιώτη στη φλέβα χρυσού…