Ελλάδα και Τουρκία. Μια έχθρα από τα βάθη του χρόνου, που δυστυχώς όσο και να περνάνε τα χρόνια και οι αιώνες, παραμένει αναλλοίωτη στην σκέψη μας. Ποτάμια αίμα, εκατομμύρια χυμένα δάκρυα, δυστυχία και από τις δυο πλευρές. Χιλιάδες μανάδες ντυμένες στα μαύρα. Με μόνη τους συντροφιά τον ανείπωτο πόνο, τη θλίψη και την οργή. Όμως πάντα υπάρχει ελπίδα. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πολεμοχαρείς, ούτε θέλουν όλοι να συνεχίζεται αυτό. Κάποια στιγμή το «τσεκούρι του πολέμου» πρέπει να θαφτεί για πάντα. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ενώνουν τους δύο αυτούς λαούς αιώνια. Που αγκαλιάζονται με αγάπη και σεβασμό. Κάποια στιγμή το μπλε και το κόκκινο, πρέπει να είναι απλά δυο όμορφα χρώματα και όχι σύμβολα για πόλεμο. Για έναν τέτοιον άνθρωπο και τεράστια προσωπικότητα είναι το σημερινό μας αφιέρωμα. Για τον ποδοσφαιριστή σύμβολο της Τουρκίας, ο οποίος ήταν Έλληνας και «έγραψε χρυσή ιστορία» στη γειτονική μας χώρα. Φυσικά μιλάμε για τον Λευτέρη Αντωνιάδη ή Κιουτσουκαντωνιάδης (Τουρκικά: Lefter Küçükandonyadis).
Θα μπορούσα να αφήσω το άρθρο έτσι και να προσθέσω μόνο τα στατιστικά να πούνε την ιστορία του. Όμως αυτό δε θα ήταν αρκετό. Γιατί πραγματικά, πρέπει να ακουστεί η πορεία και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε. Για έναν Έλληνα στα μέσα του εικοστού αιώνα η Τουρκία ίσως και να ήταν το χειρότερο μέρος για να βρεθεί. Χάρη στις πολιτικές όπως ο Φόρος Περιουσίας του 1942-44 (Varlık Vergis), ο οποίος έσπασε τεχνικά το κοσμικό τουρκικό σύνταγμα, ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ειδικά μετά το πογκρόμ του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, που χωρίστηκαν οικογένειες και διαλύθηκαν φιλίες. Ο Λευτέρης ζούσε με το φόβο, μήπως η οικογένειά του είχε την ίδια τύχη. Δηλαδή, να φύγουν για την Ελλάδα. Όμως ο πατέρας του, ένας απλός ψαράς, αρνήθηκε να φύγει. Τι φόρο άλλωστε, μπορεί να επιβάλει ένας κρατικός υπάλληλος σε λίγα ψάρια? Ένας Τούρκος ερευνητής τόνισε ότι λόγω του Φόρου Περιουσίας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και οι Έλληνες επρόκειτο να πληρώσουν έως και πολλαπλάσιο του κέρδους τους σε φόρο! Ωστόσο, ο Λεφτέρ είχε ένα πλεονέκτημα, ήταν καλός άνθρωπος, πρωταθλητής, πλούσιος με κάθε δυνατό τρόπο ως άνθρωπος. Το πνεύμα και οι ικανότητές του ήταν ανεκτίμητες, πέρα από κάθε ειδεχθή φόρο.
Ο Λευτέρης Αντωνιάδης ή Λεφτέρ, όπως ήταν γνωστός στην Τουρκία, γεννήθηκε στην Πρίγκηπο της Προποντίδας (Μπουγιουκαντά «Buyukada» στα τουρκικά) στις 22 Δεκεμβρίου 1925, στο μεγαλύτερο νησί των Πριγκιποννήσων, ένα από τα εννέα που βρίσκονται στη θάλασσα του Μαρμαρά, την οποία κατέλαβαν οι Οθωμανοί τον Απρίλιο του 1453. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χριστοφής Αντωνιάδης και η μητέρα του Αργυρώ, και είχαν άλλα δέκα παιδιά. Όταν γεννήθηκε ο Λευτέρης, μόλις δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και 12 μήνες μετά τη θλιβερή ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, η κύρια τουρκική πόλη στην Ευρώπη εξακολουθούσε να είναι πολιτιστικά ποικιλόμορφη. Ένα μέρος όπου ο νεαρός Λευτέρης μπορούσε να προσκυνήσει σε μια ελληνορθόδοξη εκκλησία και να μιλήσει τη μητρική του ελληνική γλώσσα. Παράλληλα, μάθαινε και τα τούρκικα. Ναι, είχε διπλή ταυτότητα, όπως πολλοί μετανάστες παγκοσμίως, μόνο που αυτός δεν ήταν. Μεγάλωσε ανακατεμένος με Τούρκους και Έλληνες. Καταλάβαινε ότι ήταν δύσκολο να είσαι Έλληνας εκεί, είχε όμως ως αξία την αντιμετώπιση όλων με σεβασμό, ανεξάρτητα από την προφανή προέλευσή τους. Μπορεί η καταγωγή του να ήταν ελληνική, αλλά για τους Τούρκους ήταν ένας από αυτούς.
Ποδοσφαιριστής υπήρξε και ο αδελφός του, Παναγής Αντωνιάδης στην ομάδα του Πέρα Κλουμπ. Στον Λευτέρη, επειδή ήταν μικρόσωμος, κόλλησαν το παρατσούκλι «Κιουτσούκ» (στα τουρκικά ο μικρός) και το τουρκικό επώνυμό του καταγράφηκε ως Κιουτσουκαντωνιάδης. Από μικρός είχε κλίση στην «στρογγυλή θεά». Σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε την καριέρα του στη συνοικιακή ομάδα της Κωνσταντινούπολης Ταξίμ Σπορ (Taksim Spor), που αγωνιζόταν στο τοπικό πρωτάθλημα. Μετά την τετραετή (1943-47) στρατιωτική του θητεία πήρε μεταγραφή για τη Φενερμπαχτσέ, με την οποία γνώρισε δόξες και τιμές. Το 1947 ήταν το έτος που τον σημάδεψε για πάντα. Ο Λεφτέρ ενθουσίασε τους φιλάθλους με το ταλέντο του, καθώς έπαιζε σταθερά σαν μελλοντικός σταρ της εθνικής. Τον κοιτούσαν με δέος. Ένα άλλο παρατσούκλι του ήταν το: «Ordinaryüs» (διακεκριμένος καθηγητής), καθώς πάντα είχε τον τρόπο να ξεκλειδώνει τις αντίπαλες άμυνες και να σκοράρει. Λέγεται ότι δεν είχε χάσει ποτέ πέναλτι!! Είχε ύψος μόλις 1,67 και ήταν 72 κιλά! Αγωνιζόταν στη θέση του αριστερού μέσου. Οι συμπαίκτες του τον φώναζαν «κιουτσούκ» (μικρός στα τουρκικά), παρατσούκλι που αποτέλεσε συνθετικό του επίθετου του (Küçükandonyadis). Οι φίλαθλοι αγαπούσαν τον ταλαντούχο σκόρερ. Όποτε ξεκινούσε ένας αγώνας ζητωκραύγαζαν και τραγουδούσαν προς τιμήν του, καθώς το όνομα του περιλαμβάνεται στον ύμνο του συλλόγου!!! Είχαν πολλά άσματα που κατέληγαν σε λατρεία ηρώων. Είναι «θρύλος» μεταξύ των οπαδών της Φενερμπαχτσέ, οι οποίοι ακόμα και σήμερα τραγουδούν το σύνθημα: «Ver Lefter’e Yazsin Defter» (Δώσε στον Λευτέρη, να γράψει στο τεφτέρι)!!
Μετά από τέσσερα χρόνια στα «κίτρινα καναρίνια» έφυγε στην Ιταλία. Το 1951 έγινε ο πρώτος Τούρκος ποδοσφαιριστής επ’ αμοιβή που αγωνίστηκε εκτός συνόρων, καθώς πήρε μεταγραφή στην ιταλική Φιορεντίνα. Με τα χρώματα των «βιόλα» αγωνίστηκε 29 φορές πετυχαίνοντας 4 γκολ. Την επόμενη σεζόν αγωνίστηκε στη γαλλική Νις (1952-1953). Έπαιξε μόλις 12 ματς, πέτυχε 2 γκολ προτού επιστρέψει στην Τουρκία και την ομάδα της καρδιάς του. Κάθισε για άλλα 11 ολόκληρα χρόνια. Το 1964 σε ηλικία 39 ετών, μετά από ένα συναισθηματικό αντίο στην ομάδα του, πήρε το δρόμο του για την ΑΕΚ, η οποία έχει την καταγωγή της από την Κωνσταντινούπολη. Όμως πρόλαβε να αγωνιστεί μόνο σε πέντε παιχνίδια σκοράροντας δύο γκολ. Τραυματίστηκε σε έναν αγώνα με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης και αναγκάστηκε να τερματίσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Η πορεία του συνεχίστηκε στην Αθήνα όπου ασχολήθηκε με την προπονητική. Το Αιγάλεω το 1965 ήταν ο πρώτος σύλλογος στο νέο του εγχείρημα. Για τα επόμενα επτά χρόνια διεύθυνε πολλές ομάδες στην Τουρκία όπως την Ορντουσπόρ, τη Μερσίν Ιντμάν Γιουρντού, την Μπόλουσπορ, τη Σίβασπορ και τη Σούπερσπορ Γιουνάιτεντ από τη Νότια Αφρική! Τελευταία ομάδα που προπόνησε ήταν η Σαμσουνσπόρ το 1972. Δυστυχώς οι προπονητικές του ικανότητες δεν απέδωσαν.
Μέχρι σήμερα είναι ο δεύτερος σε συμμετοχές ποδοσφαιριστής της ομάδας. Συνολικά με τη «Φενέρ» από το 1947-1951 και από το 1953-1964 αγωνίστηκε σε 615 ματς σκοράροντας 423 γκολ. Παραμένει μέχρι τώρα ο δεύτερος σκόρερ της ομάδας, πίσω από τον Ζεκί Ριζά Σπορέλ που πέτυχε 470. Μάλιστα το 1953-54 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Συνολικά από όσο γνωρίζουμε έπαιξε σε 752 παιχνίδια και πέτυχε 506 γκολ. Να σημειώσουμε όμως εδώ, ότι είναι πιθανό να έπαιξε σε περισσότερους αγώνες και να σκόραρε περισσότερα γκολ. Δεν έχουν μετρηθεί όλα τα στατιστικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ευρωπαϊκών διοργανώσεων και εγχώριων αγώνων. Άλλες εποχές τότε. Κατέκτησε αρκετούς τίτλους και μεγάλες ατομικές διακρίσεις. Με τη λατρεμένη του Φενερμπαχτσέ πήρε τέσσερα πρωταθλήματα Τουρκίας. Το 1950, το 1959, το 1961 και το 1964. Ένα πρωτάθλημα Εθνικής Κατηγορίας Τουρκίας το 1950. Σήκωσε τρία Σούπερ Λιγκ. Το 1959, το 1961 και το 1964. Ακόμα τρία Πρωταθλήματα Κωνσταντινούπολης. Το 1948, το 1957 και το 1959. Ένα Κύπελλο Ατατούρκ το 1964. Με την εθνική Τουρκίας άφησε εποχή και πήρε τη δεύτερη θέση το 1949 στο Μεσογειακό Κύπελλο. Στις ατομικές διακρίσεις ήταν πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Τουρκίας το 1950, το 1957 και το 1958. Πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα Κωνσταντινούπολης το 1948 και το 1954. Υπήρξε επίσης μέλος της Μικτής Κόσμου το 1954.
Η ιστορία του γράφτηκε στα «κόκκινα» της εθνικής με «ολόχρυσα γράμματα». Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στη γειτονική χώρα που τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Τουρκικής Ομοσπονδίας. Παρόλα αυτά, όπως συμβαίνει με όσους έχουν… δύο πατρίδες, βρέθηκε στο στόχαστρο κάποιων, που είναι λίγο παραπάνω θερμόαιμοι από την πλειοψηφία του εκάστοτε λαού. Το ντεμπούτο του έγινε στις 23 Απριλίου του 1948 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ναι σωστά μαντέψατε. Απέναντι στην Ελλάδα! Η Τουρκία στο φιλικό παιχνίδι νίκησε με 3-1. Μάλιστα σκόραρε στο 20’ λεπτό το δεύτερο γκολ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια μερίδα Ελλήνων να του επιτεθούν φραστικά και τον χαρακτήρισαν «προδότη του έθνους». Αγωνίστηκε 50 φορές στην τουρκική εθνική ομάδα, αν και επισήμως αναφέρονται 46 συμμετοχές, στις 9 ως αρχηγός. Οι άλλες τέσσερις ήταν με την ολυμπιακή ομάδα. Μετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948, και έπαιξε και στα δύο παιχνίδια που έδωσε η Τουρκία. Το πρώτο στη φάση των 16 με την Κίνα που επικράτησαν με 4-0 και πέτυχε το τελευταίο γκολ στο 87’ λεπτό. Και στα προημιτελικά με τη Γιουγκοσλαβία που έχασαν με 3-1. Έπαιξε στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, όπου έφερε το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ενώ πέτυχε δύο γκολ, ένα κατά της Δυτικής Γερμανίας και ένα κατά της Νότιας Κορέας. Την ίδια χρονιά επιλέχτηκε στη Μικτή Κόσμου. Υπήρξε επί τέσσερις δεκαετίες κορυφαίος σκόρερ του τουρκικού εθνικού συγκροτήματος με τα 21 τέρματα που σημείωσε, μέχρι το 1997 που τον ξεπέρασε ο Χακάν Σουκούρ, ενώ ακόμα και σήμερα παραμένει στην τέταρτη θέση των σκόρερ της Εθνικής Τουρκίας!!
Ο ειδησεογραφικός ιστότοπος «Bleacher Report» αναφέρει ότι μπορεί να έχει παίξει 55 φορές για την Τουρκία, η οποία περιλαμβάνει και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το ακόμη πιο εξαιρετικό είναι ότι υπήρχαν πολύ λιγότεροι διεθνείς εκείνη την περίοδο. Ήταν επίσης ο «υπερήρωας» ενός διεθνούς αγώνα, την ημέρα που οδήγησε τους συμπαίκτες του σε μια απίθανη νίκη επί της καλύτερης ομάδας στον κόσμο, της Ουγγαρίας. Αρχηγός των μεγάλων Ούγγρων της εποχής ήταν ο Φέρεντς Πούσκας. Ο Λεφτέρ έβαλε δύο γκολ και η Τουρκία νίκησε με 3-1. Μετά το ματς οι Ούγγροι παραδέχτηκαν την ανωτερότητα των αντιπάλων τους, λέγοντας πως αν η Τουρκία είχε παίξει έτσι και το 1954 στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα είχε σίγουρα τερματίσει στην τετράδα. Ο Έλληνας παίκτης αποθεώθηκε για άλλη μια φορά στην Τουρκία. Η τουρκική εθνική ομοσπονδία τον αναγνώρισε απονέμοντας του το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής για τους 50 αγώνες που εκπροσώπησε τη χώρα. Ήταν ο πρώτος παίκτης που πέτυχε αυτό το κατόρθωμα.
Όμως πάλι δεν ήταν όλα ρόδινα. Κατά τη διάρκεια των «Σεπτεμβριανών», στο οργανωμένο πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, όπου προκλήθηκαν βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων, το ποδόσφαιρο έσωσε τη ζωή του. Κάποιοι Τούρκοι εξτρεμιστές έβαλαν στο στόχαστρό τους ακόμη και τον Λεφτέρ. Το εξαγριωμένο πλήθος είχε φτάσει έξω από το σπίτι του και απειλήθηκε η σωματική του ακεραιότητα, αν όχι η ίδια του η ζωή. Παρόλα αυτά, οι οπαδοί της Φενερμπαχτσέ κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα και υπερασπίστηκαν τον άνθρωπο που λάτρευαν όσο κανέναν. Ήταν μία μαύρη σελίδα για τον θρυλικό γκολτζή που διατήρησε χαμηλούς τόνους καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Τότε πολλοί θεώρησαν δεδομένο πως θα επέστρεφε στην Ελλάδα, όμως εκείνος δεν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε, για την πλειοψηφία των Τούρκων αποτελούσε ένα πραγματικό σύμβολο ήθους και ένας δυνατός συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο χωρών. Είναι χαρακτηριστικό πως όποιο κατάστημα κι αν επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν να πληρώνει. Ενώ άπαντες υποκλίνονταν μπροστά του. Για τους Τούρκους αποτελεί το πραγματικό σύμβολο ήθους ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Προς τιμήν του, οι Τούρκοι ονόμασαν δύο δρόμους που φέρουν το όνομα του. Ο ένας στην Κωνσταντινούπολη και ο άλλος μπροστά από την πατρική του οικία στην Πρίγκηπο, ενώ φιλοτέχνησαν και την προτομή του! Στις 3 Μαΐου του 2009 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του σε πλατεία της συνοικίας Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα) της Κωνσταντινούπολης. Το άγαλμα του «Lefter Küçükandonyadis» υπάρχει έξω από το στάδιο «Σουκρού Σαράτσογλου» (Şükrü Saracoğlu) στην Πόλη. Μάλιστα το προπονητικό κέντρο της Φενέρμπαχτσέ φέρει το όνομά του׃ «Fenerbahçe Dereağzı Lefter Küçükandonyadis Tesisler». Η ποδοσφαιρική σεζόν 2018-19 ονομάστηκε׃ «Süper Lig Lefter Küçükandonyadis» (Λεφτέρ Κιουτσουκαντωνιάδης). Τιμώντας έτσι τον ποδοσφαιριστή θρύλο ελληνικής καταγωγής, που μεγαλούργησε τόσο με τα χρώματα της Φενερμπαχτσέ όσο και της Εθνικής Τουρκίας.
Ο Λευτέρης Αντωνιάδης είχε προβλέψει και είπε κάποτε׃ «Ξέρω πως όταν πεθάνω, θα τυλίξουν το φέρετρο μου με την ερυθρά ημισέληνο, αλλά η καρδιά μου θα είναι γαλάζια με σταυρό». Πράγματι, έτσι κι έγινε. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του ένιωσε στο πετσί του την καχυποψία και τον ρατσισμό, σχεδόν ένας ολόκληρος λαός αποδέχθηκε την… ιδιαιτερότητά του να είναι ένας χριστιανός ορθόδοξος που τιμούσε τα ελληνικά ήθη και έθιμα, αλλά διέπρεπε με τα ερυθρόλευκα του και μάλιστα ως αρχηγός της εθνικής Τουρκίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Τουρκίας, πάντα έβγαζε τον σταυρό του έξω από τη φανέλα, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που προκαλούσε μία τέτοια κίνηση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τον είχε αποκαλέσει׃ «Μπουγιούκ Αντωνιάδη» (Μεγάλο Αντωνιάδη). Εκείνος ένιωσε άβολα από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, καθώς η ταπεινότητα ήταν κάτι που τον διέκρινε σε όλη του τη ζωή. Ο Χακάν Σουκούρ, ένας επίσης μεγάλος γκολτζής της γειτονικής χώρας και πλέον «εχθρός της κυβέρνησης», τον επισκεπτόταν συχνά για να τον συμβουλευτεί, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε παίκτης της «μισητής» για τη «Φενέρ», Γαλατασαράι. Το 2004 ο Ντέμης Νικολαΐδης ήρθε σε επαφή μαζί του όταν η ΑΕΚ ταξίδεψε στην Πόλη για το φιλικό με τη «Γαλατά».
Η επιτυχία του Λευτέρη και το «σαγηνευτικό» στυλ παιχνιδιού του τον έκαναν αγαπητό στους Τούρκους ποδοσφαιρόφιλους. Ήταν πραγματικά σπουδαίος και υπήρξε ένας από τους καλύτερους παίκτες παγκοσμίως τη δεκαετία του ’50. Ο Λευτέρης Αντωνιάδης δημιούργησε οικογένεια με τη σύζυγό του Σταυριανή Μπεκιάρη (του Ιωάννη και της Μαρίας), αποκτώντας τρία παιδιά. Μέχρι την ημέρα του θανάτου του, ζούσε στο νησί της γέννησής του και στην Αθήνα. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιανουαρίου του 2012 σε ηλικία 87 ετών, σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, όπου νοσηλευόταν με προβλήματα υγείας. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν χιλιάδες Τούρκοι μεταξύ των οποίων και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ενώ ακόμη και συντηρητικοί μουσουλμάνοι άναψαν ένα κεράκι στη μνήμη του, αποδίδοντας του «φόρο τιμής», στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Πρίγκηπο! Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο «Σουκρού Σαράτσογλου», όπου παραπάνω από 20.000 κόσμου συγκεντρώθηκε για να του πουν το τελευταίο «αντίο». Το ποδοσφαιρικό γήπεδο της Φενερμπαχτσέ ζωντάνεψε με χιλιάδες οπαδούς, από διαφορετικούς συλλόγους να παρευρίσκονται για να τιμήσουν με την παρουσία τους τον Ordinaryüs (διακεκριμένο καθηγητή). Αποδεικνύοντας έτσι, ότι ένας από τους εθνικούς τους ήρωες ήταν Έλληνας!! Ο Λεφτέρ υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση. Φτάνει πια το μίσος και η κακία ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες. Η ζωή είναι πολύ μικρή για πολέμους και δυστυχία. Ναι κανείς δεν είπε να ξεχάσουμε την ιστορία μας, όμως οφείλουμε να ζούμε, με σεβασμό και κατανόηση ο ένας απέναντι στον άλλον. Ας απολαύσουμε αυτό το δώρο που μας χάρισε ο Θεός με λαχτάρα, χαρά, ελπίδα και έρωτα. Τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Λευτέρη Αντωνιάδη μας έδειξαν το δρόμο του φωτός και νίκησαν το σκοτάδι…