Τελικά σε αυτή τη ζωή όλα είναι πιθανά. Ο καθένας μπορεί, δουλεύοντας και προσπαθώντας  να κατακτήσει τα όνειρα του. Να μείνει στην «αιωνιότητα» και να αφήσει ένα όνομα που όσες δεκαετίες και αν περάσουν θα συζητείται. Που δε θα ξεχαστεί ποτέ. Το σημερινό αφιέρωμα είναι σε ένα παίκτη που θα είναι για πάντα στη «χρυσή» ενδεκάδα της Μίλαν. Ο πρώτος και μοναδικός «θρύλος» της. Ναι, πέρασαν μετά, απίστευτοι ποδοσφαιριστές που υπήρξαν και «σημαίες. Τα ονόματα ζαλίζουν. Ριβέρα, Μασάρο, Κακά, Ινζάγκι, Γουεά, Ζέερντοφ, Μπαρέζι, Μαλντίνι, Κοστακούρτα, Καφού, Σεφτσένκο, Ράικαρντ, Βαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Τραπατόνι, Αλταφίνι, Γκατούζο, Αντσελότι, Γκρεν, Λίντχολμ και τόσοι άλλοι. Η λίστα είναι ατέλειωτη. Αυτός ξεχώριζε όμως και άλλαξε όλη την ιστορία του συλλόγου. Σας παρουσιάζουμε τον ανυπέρβλητο Γκούναρ Νόρνταλ. Τον Σουηδό που γέμιζε μόνος του τα γήπεδα του «Καμπιονάτο».

   Γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1921. Στην περιοχή Χόνερφος, που βρίσκεται στη Σουηδία. Οι γονείς του δούλευαν σκληρά για να μεγαλώσουν τα δέκα παιδιά τους! Όλη η οικογένεια, μία ντουζίνα άνθρωποι, έμεναν σε μία μικρή μονοκατοικία, με τη μητέρα να ασχολείται με το νοικοκυριό και τον πατέρα να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο χαρτοπολτού. Ζούσαν στη φτώχεια, και πάλευε ο πατέρας να κρατήσει μια στέγη πάνω από τα κεφάλια των παιδιών του. Το να παίζουν ποδόσφαιρο τα πιτσιρίκια ήταν μια τεράστια πολυτέλεια. Σε μια εκπληκτική τροπή ειρωνείας, όμως, και τα πέντε αγόρια της οικογένειας θα συνέχιζαν και τελικά θα γίνονταν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές!

   Ο Γκούναρ ήταν οκτώ χρονών όταν έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο στο προαύλιο του σχολείου του. Παρόλο που μπορεί να άρχισε να παίζει πολύ αργότερα από τους συνομηλίκους του, το πάθος του για το άθλημα ήταν ακόρεστο και σύντομα έγινε φανερό ότι τίποτα δεν θα τον κρατούσε πίσω. Η ανάπτυξή του εκτινάχθηκε στα ύψη μόλις έφτασε στην εφηβεία. Ήταν μπροστά από τους συμμαθητές του τόσο σωματικά όσο και σε ποδοσφαιρικές δεξιότητες.

   Στα εφηβικά του χρόνια, στάλθηκε να δουλέψει σε μια ζυθοποιία, για να βοηθήσει και αυτός την οικογένειά του. Η πολύωρη χειρωνακτική εργασία δεν τον πτόησε, από το να επισκέπτεται τακτικά τον αγωνιστικό χώρο. Οι αναμφισβήτητες δυνατότητές του έγιναν γρήγορα αντιληπτές από την τοπική ομάδα. Το ντεμπούτο του το έκανε γρήγορα, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Κατά τη διάρκεια των τριών σεζόν που πέρασε με τη Χόρνερφος, ανέπτυξε τη φήμη ενός τοπικού «σταρ». Σε μόλις 41 εμφανίσεις, ο νεαρός είχε ήδη πετύχει εκπληκτικά 68 γκολ, με μέσο όρο πάνω από 1,6 γκολ ανά παιχνίδι!! Το φανταστικό του ρεκόρ στο σκοράρισμα, του χάρισε τη μεγάλη μεταγραφή στην Ντέγκερφορς και στο υψηλότερο επίπεδο του σουηδικού ποδοσφαίρου.

   Δεν έδειξε σημάδια επιβράδυνσης ακόμα και όταν αντιμετώπισε πιο σκληρούς αντιπάλους. Με τους «κόκκινους» σημείωνε το ένα γκολ μετά το άλλο στις τέσσερις σεζόν του εκεί. Πέτυχε μάλιστα, ένα «αξέχαστο» γκολ εναντίον της Μάλμε που ήταν πρώτη στο βαθμολογικό πίνακα. Ο Νόρνταλ εξαπέλυσε ένα δυνατό σουτ που ήταν τόσο δυνατό, που κυριολεκτικά έσκισε τα δίχτυα και η μπάλα συνέχισε πηγαίνοντας μέσα στο πλήθος!! Η Μάλμε μετά από αυτό εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την τεχνική του που του πρότεινε συμβόλαιο.

   Ο Γκούναρ ήταν απίστευτος και τρόμαζε στην εξωτερική του εμφάνιση. Το ύψος του ήταν 1,82 και ζύγιζε 95 κιλά! Ένα πραγματικό «βουνό». Είχε ήδη πετύχει πολλά και πολλές μεγάλες ομάδες της χώρας τον ήθελαν. Οι δυο που τον πολιορκούσαν περισσότερο ήταν η Νόρκεπινγκ και η Μάλμε. Τελικά ο επόμενος «σταθμός» της απίστευτης καριέρας του ήταν η Νόρκεπινγκ. Το 1944 κατέληξε να πάει στους «συντρόφους» (Snoka Kamraterna) επειδή εκτός από ένα ποδοσφαιρικό συμβόλαιο, ο σύλλογος του είχε προσφέρει και μια θέση πυροσβέστη στην πόλη! Μια σίγουρη δουλειά. Και το λέμε αυτό γιατί το ποδόσφαιρο στη χώρα ήταν ερασιτεχνικό!

   Ήταν τα «χρυσά» χρόνια του συλλόγου μέχρι και σήμερα. Κάθισε τέσσερα χρόνια εκεί και «έγραψε» ιστορία, οδηγώντας την ομάδα του στον τίτλο του πρωταθλητή τέσσερις συνεχόμενες φορές. Το 1945, το 1946, το 1947 και το 1948. Ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο Σουηδίας το 1945. Σε ατομικό επίπεδο πήρε στο σπίτι του, το «Χρυσό Παπούτσι» για το πρωτάθλημα και τις τέσσερις φορές. Έβγαινε συνέχεια πρώτος σκόρερ στη Σουηδία. Ολοκλήρωσε τη θητεία του στο σύλλογο με 87 γκολ σε 85 αγώνες! Μάλιστα επτά από αυτά ήρθαν στο θρίαμβο που έγινε στις 12 Νοεμβρίου του 1944. Η Νόρκεπινγκ διέλυσε τη Λαντσκρόνα με 9-1!! Πραγματικά ήταν ένας «τυφώνας» εκείνη τη μέρα. Μετά τη λήξη του αγώνα, ο οποίος έγινε σε καταρρακτώδεις συνθήκες, το κοινό πρόσφερε σε αυτόν τον παικταρά ένα μεγαλειώδης «standing ovation», που τόσο άξιζε. Το επίτευγμα του ήταν διπλό μάλιστα. Ισοφάρισε το ρεκόρ που κρατούσε από το 1943 ο Άρνε Γέρτσον στο παιχνίδι Μάλμε-Χάλμσταντ. Αυτή την επίδοση κανένας μέχρι σήμερα παίκτης δεν την ξεπέρασε ή την ισοφάρισε. Ούτε ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ούτε ο Λιονέλ Μέσι που έχουν «σπάσει» σχεδόν τα πάντα. Το 1947 ψηφίστηκε ο κορυφαίος παίκτης της χρονιάς στη Σουηδία.

   Ταυτόχρονα έπαιζε και στην εθνική ομάδα από το 1942. Εκεί, ήταν και ο Γκούναρ Γκρεν (Johan Gunnar Gren) που αγωνιζόταν στην Γκέτεμποργκ και δύο χρόνια αργότερα και ο Νιλς Λίντχολμ (Nils Erik Liedholm), που την επόμενη χρονιά θα έβρισκε και στη Νόρκεπινγκ. Μαζί του δημιούργησε ένα εκπληκτικό δίδυμο. Στη σουηδική Α’ κατηγορία, σκόραρε 149 γκολ σε 172 αγώνες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η Ευρώπη προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χώρες της «Γηραιάς Ηπείρου» άρχισαν να στέκονται δειλά-δειλά στα πόδια τους και να βάζουν ξανά στο προσκήνιο τον αθλητισμό, ο οποίος ύψωσε το ανάστημά του στους κομβικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948.

   Ήταν οι Αγώνες της «Ιπτάμενης Νοικοκυράς», της Φάνι Μπλάνκερς-Κοέν (Francina «Fanny» Elsje Blankers-Koen) και του Εμίλ Ζάτοπεκ (Emil Zátopek). Ωστόσο, μακριά από το πνεύμα των Αγώνων και πολύ πίσω από την Ολλανδή σπρίντερ και τον Τσεχοσλοβάκο δρομέα, μία ποδοσφαιρική ομάδα έθελξε με τις εμφανίσεις της ακόμα και το απαιτητικό, ιδιότροπο αγγλικό φίλαθλο κοινό. Ήταν η εθνική Σουηδίας, που έχοντας σε ηγετικό ρόλο μία εκπληκτική επιθετική τριπλέτα, τους Γκούναρ Γκρεν, Γκούναρ Νόρνταλ και Νιλς Λίντχολμ, τη περίφημη «Γκρε-Νο-Λι», από τα αρχικά των επιθέτων τους, «μάγεψε» την ποδοσφαιρική Ευρώπη και οδήγησε τη Σουηδία στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στο σουηδικό ποδόσφαιρο.

   Στον πρώτο γύρο στις 2 Αυγούστου του 1948 οι Σουηδοί νίκησαν με 3-0 την Αυστρία. Στον προημιτελικό στις 5 Αυγούστου διέλυσαν με 12-0 τη Νότια Κορέα. Στον ημιτελικό στις 10 Αυγούστου επικράτησαν με 4-2 των Δανών. Και στο μεγάλο τελικό στις 13 Αυγούστου «φώτισαν» μια ολόκληρη χώρα με το χρυσό μετάλλιο στη νίκη με 3-1 απέναντι στη φανταστική τότε Γιουγκοσλαβία. Ο Νόρνταλ θα τελείωνε τη διοργάνωση με το βραβείο του πρώτου σκόρερ που μοιράστηκε με τον Δανό Τζον Χάνσεν (John Hansen). Πέτυχαν και οι δύο από 7 τέρματα. Το έβδομο και τελευταίο του γκολ στο τουρνουά το πέτυχε στον τελικό.

   Μετά τους Αγώνες του Λονδίνου, το 1948, τα «μάτια» των ευρωπαϊκών ομάδων «πέφτουν» πάνω τους. Κυρίως, όμως, στην αιχμή της τριπλέτας, τον εντυπωσιακό και γεροδεμένο Γκούναρ που με τα χαρακτηριστικά που είχε «γέμιζε» τις αντίπαλες περιοχές! Στο Λονδίνο έγιναν γνωστοί κι ένα χρόνο αργότερα άρχισαν να «γράφουν» από την αρχή, την ιστορία μιας ομάδας που έψαχνε να βρει τα «πατήματά» της. Με εκείνον επικεφαλή η Μίλαν  θα ανακτούσε τα πρωτεία στην Ιταλία και θα καθιερωνόταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο! Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, οι Μιλανέζοι βρίσκονταν σε παρακμή και κατάφεραν να βγουν από την αφάνεια, βάζοντας μπόλικο κίτρινο και μπλε χρώμα στην «κοκκινόμαυρη» (rossoneri)  εμφάνισή τους!

   Η «μάχη» όμως για την απόκτηση του Νόρνταλ δεν ήταν εύκολη. Η Γιουβέντους και η Μίλαν θα τον πλησιάσουν πρώτες, στις αρχές του 1949 και θα τον πείσουν κατ’ αρχάς να μετακομίσει στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή, οι δύο ομάδες πολιορκούσαν και έναν άλλον επιθετικό, τον Δανό Γιόχανς Πλέγκερ (Johannes Pløger), ο οποίος φαινόταν να καταλήγει στη Μίλαν. Ωστόσο, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, η Γιουβέντους «έκλεψε» τον Δανό από τους Μιλανέζους, κίνηση που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Τελικά υπέγραψε στη Μίλαν στις 22 Ιανουαρίου του 1949. Ο «αστικός μύθος» της εποχής λέει πως το αφεντικό των «μπιανκονέρι» (bianconeri), o Τζιοβάνι Ανιέλι (Giovanni “Gianni” Agnelli), για να ρίξει τους τόνους άφησε τον Νόρνταλ να αγωνιστεί στη Μίλαν, με τη… δικαιολογία ότι δεν τον χρειάζεται η ομάδα του αφού είχε αποκτήσει τον Δανό. Η ιστορία έδειξε πως ο Ανιέλι είχε κάνει λάθος, αφού ο Νόρνταλ στο Μιλάνο έχτισε ένα μοναδικό «μύθο», έχοντας και τη βοήθεια των συμπατριωτών του, λίγους μήνες αργότερα. Αντίθετα, ο Δανός δεν στέριωσε στο Τορίνο.

   Ωστόσο, ο «πυροσβέστης» (il pompiere) έπρεπε να πληρώσει ένα ακριβό τίμημα. Θα έπρεπε να γίνει επαγγελματίας, κάτι που σήμαινε πως δεν θα είχε πια δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα της χώρας του, στην οποία το ποδόσφαιρο ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Ήξερε, όμως, πως αυτή ήταν η «χρυσή» ευκαιρία του να βγάλει από τη μιζέρια τον ίδιο και την οικογένειά του. Υπέγραψε συμβόλαιο 2,5 ετών έχοντας μηνιαίο μισθό 1.300 σουηδικές κορώνες, πήρε ως πριμ άλλες 25.000, αλλά και ένα μεγάλο διαμέρισμα. Ταυτόχρονα, έγινε ο πρώτος επαγγελματίας Σουηδός ποδοσφαιριστής, ανοίγοντας τον δρόμο και σε άλλους παίκτες της πατρίδας του, γεγονός που αργότερα άλλαξε το καθεστώς στο σουηδικό ποδόσφαιρο, το οποίο δεν μπορούσε πια να ακολουθεί τον δρόμο του ερασιτεχνισμού.

   Από την πρώτη του κιόλας χρονιά στη Μίλαν έδειξε τις εκτελεστικές του ικανότητες. Αγωνιζόμενος από τον Ιανουάριο και μετά, κατάφερε μέχρι το τέλος της σεζόν 1948-49 να σκοράρει 16 γκολ σε 15 ματς! Ο Νόρνταλ ήταν αποφασισμένος να βγάλει τη Μίλαν από τη μετριότητα στην οποία είχε περιέλθει. Ο Ούγγρος τότε τεχνικός του συλλόγου Λάγιος Τσέιζλερ (Lajos Czeizler), αντιλήφθηκε πως ο Σουηδός με την κατάλληλη βοήθεια θα μπορούσε να επαναφέρει την ομάδα στην κορυφή. Και ποια καλύτερη συνταγή από την ήδη επιτυχημένη της «Γκρε-Νο-Λι»? Οι Γκούναρ Γκρεν και Νιλς Λίντχολμ ακολούθησαν κι αυτοί τα χνάρια του συμπατριώτη τους και το καλοκαίρι του 1949 έσμιξαν ξανά όλοι μαζί. Ο ίδιος όταν είχε μιλήσει κάποτε για το τρομακτικό τρίδυμο είπε׃ «Είχαμε τηλεπαθητική κατανόηση, την οποία αναπτύξαμε μέσα από χρόνια προπόνησης μαζί».

   Την πρώτη χρονιά κόντραραν στα ίσα τη Γιουβέντους και η επόμενη τους ανήκε! Η ομάδα κατέκτησε τον τίτλο μετά από 44 ολόκληρα χρόνια, με εκείνον να σκοράρει 35 γκολ, τα περισσότερα από τα οποία προήλθαν από συνεργασία των τριών Σουηδών. Τα 35 γκολ του τη περίοδο 1949-50, ήταν τα περισσότερα στο ιταλικό πρωτάθλημα, μέσα σε μια περίοδο! Μετά από 66 χρόνια(!!!) το ρεκόρ αυτό έσπασε από τον Αργεντίνο Γκονζάλο Χιγκουαΐν (Gonzalo Higuain) τη σεζόν 2015-16, όταν σκόραρε 36. Έμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1956, κατακτώντας άλλο ένα πρωτάθλημα και συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναγέννηση της Μίλαν. Αναδείχθηκε 5 φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Το 1950, το 1951 και μετά 3 συνεχόμενες το 1953 το 1954 και τέλος το 1955. Το ρεκόρ των τριών συνεχόμενων, αργότερα ισοφαρίστηκε από τον Μισέλ Πλατινί (Michel Platini), ενώ παραμένει πρώτος σκόρερ της Μίλαν με 210 γκολ σε 257 εμφανίσεις στη Σέριε Α (Serie A)! Επίσης, κατέχει την 3η θέση των «κανονιέρηδων» στο ιταλικό πρωτάθλημα με 225 γκολ σε 291 αγώνες, αφού πέτυχε άλλα 15 με τη Ρόμα, από το 1956 έως το 1958, πίσω από τους Σίλβιο Πιόλα (Silvio Piola) με 275 και τον Φραντσέσκο Τότι (Francesco Totti) με 227! Είναι ο Κορυφαίος μη-Ιταλός και είναι επίσης ο πιο αποτελεσματικός σκόρερ στη Serie Α όλων των εποχών, με ένα μέσο όρο 0,77 γκολ / παιχνίδι!

   Κατείχε για πολύ καιρό το ρεκόρ για τα περισσότερα γκολ σε έναν σύλλογο στην ιστορία του ιταλικού πρωταθλήματος, πριν τον ξεπεράσει ο Φραντσέσκο Τότι με τη Ρόμα τον Ιανουάριο του 2012. Εξακολουθεί να παραμένει το ρεκόρ του για γκολ/αγώνα στην Ιταλία!! Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα το 1951 και το 1955. Και ακόμα δύο Κύπελλα «Λατίνων» το 1951 και το 1956! Ακόμα ήταν ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Κυπέλλου των Λατίνων. Το Λατινικό κύπελλο (Latin Cup) ήταν μια ποδοσφαιρική διοργάνωση που γινόταν από το 1949 ως το 1957 με τη συμμετοχή των πρωταθλητών από την Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Πορτογαλία. Ο θεσμός δεν αναγνωρίζεται επισήμως από τη FIFA ή την UEFA.

   Έχει και άλλα ρεκόρ με τους «κοκκινόμαυρους» (rossoneri). Τα περισσότερα γκολ που σημειώθηκαν στην κατηγορία με 49. Το ρεκόρ αυτό το μοιράζεται με τον Σίλβιο Πιόλα (Silvio Piola). Και έχει και τα περισσότερα χατ-τρικ που σημειώθηκαν στο πρωτάθλημα με 17 (όλα με την Μίλαν). Φυσικά και είναι μέσα στους κορυφαίους όλων των εποχών στη Μίλαν. Στο «Hall of Fame». Ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει τον χαρακτήρα που είχε ήταν το εξής γεγονός. Οι συμπαίκτες συμπατριώτες του, είχαν εγκαταστάθηκαν σε πολυτελείς βίλες στα περίχωρα του Μιλάνου, ενώ εκείνος ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα της πόλης με τη σύζυγό του, Ίρμα, και τα παιδιά του. Τις κόρες του  Άννα και Κάρλα και το γιο του Τόμας. Ο γιος του έγινε και αυτός επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 που διεξήχθη στο Μεξικό!!

   Στις 5 Φεβρουαρίου του 1950 στον πρώτο αγώνα που μετέδωσε η τηλεόραση στη γειτονική χώρα έγινε κάτι ανέλπιστο. Κάτι που κανείς δεν περίμενε. Η Γιουβέντους φιλοξενούσε τη Μίλαν. Τελικό σκορ 7-1 υπέρ των φιλοξενούμενων. Ο Γκούναρ πέτυχε χατ τρικ και κέρδισε την αποβολή του Κάρλο Παρόλα. Ο εξαντλημένος και πικραμένος αμυντικός των «μπιανκονέρι» (bianconeri), ανίκανος να σταθεί, στα εκκωφαντικά που έκανε ο αντίπαλος του τον κλώτσησε «εν ψυχρώ». Και μιλάμε για έναν παίκτη «κόσμημα» του πρωταθλήματος.  Όμως ούτε αυτός άντεξε στα απίστευτα του «πυροσβέστη» (il pompiere). Ο Γκούναρ δεχόταν γενικά πολλά χτυπήματα από τους αμυντικούς στους αγώνες. Όμως ποτέ δεν ανταπέδιδε. Είχε πει κάποτε׃ «Είμαι εδώ για να παίζω ποδόσφαιρο και όχι πυγμαχία». Τελικά ο τίτλος εκείνη τη χρονιά πήγε στο Τορίνο όχι όμως και την επόμενη.

   Υπάρχουν δύο καταπληκτικές ιστορίες που πρέπει να αναφέρουμε. Όταν ο επιθετικός της Μίλαν Αντρέι Σεφτσένκο (Andriy Shevchenko) σημείωσε το εκατοστό (100) του γκολ στο πρωτάθλημα, για λογαριασμό της Μίλαν, λέγεται ότι κάποιοι παλιοί οπαδοί του συλλόγου σχολίασαν: «Λοιπόν, μπορεί να διπλασιάσει αυτόν τον αριθμό και μετά να προσθέσει άλλα 26, τότε, και ακριβώς τότε, θα ξεπεράσει τον Il Cannoniere». Και η δεύτερη συνέβη στις 25 Νοεμβρίου του 1992. Τότε οι «κοκκινόμαυροι» (rossoneri) συναντήθηκαν στο «Τσάμπιονς Λιγκ» με την Γκέτεμποργκ. Ο πρόεδρος Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν στις σουίτες και στις θέσεις των VIP. Στο παιχνίδι ο Μάρκο Bαν Μπάστεν πέτυχε καρέ τερμάτων και οι γηπεδούχοι νίκησαν με 4-0. Τότε ο Σίλβιο γύρισε στον άντρα που καθόταν δίπλα του και του είπε׃ «Μην θυμώσεις, Γκούναρ, αλλά ο Μάρκο είναι καλύτερος από σένα»… Ένας σουηδικός αναστεναγμός βγήκε χωρίς καμία απάντηση. Η μοίρα όμως είναι απρόβλεπτη. Ποιος να φαντάζονταν ότι αυτά ήταν τα τελευταία γκολ του Ολλανδού στο Μιλάνο. Μετά από λίγες μέρες στα 29 του ο αστράγαλος του θα τον «προδώσει» για πάντα. Σαν τον Γκούναρ κανένας και για αυτό έγινε σύμβολο πίστης στην «κοκκινόμαυρη» πλευρά της πόλης.

   Το τελευταίο του παιχνίδι στην Ιταλία έγινε στις 23 Φεβρουαρίου του 1958. Η Ρόμα αντιμετώπισε εκτός έδρας την Τζένοα. Πέτυχε το αποχαιρετιστήριο του γκολ στο 90’ λεπτό στην ήττα με 4-2. Έτσι έκλεισε την καριέρα του στην Ιταλία. Συνολικά σε 528 παιχνίδια σκόραρε 453 γκολ!! Στη συνέχεια ακολούθησε γύρισε στην πατρίδα του και ακολούθησε προπονητική καριέρα. Πήρε μια δεύτερη θέση στο σουηδικό πρωτάθλημα με τη Ντέγκερφορς το 1962 και ένα Κύπελλο το 1969 με τη «παλιά αγάπη» του, τη Νόρκεπινγκ. Ένα διάστημα προπόνησε και την ομάδα νέων της Ρόμα. Όμως γενικά δεν είχε επιτυχία στον τομέα αυτό. Δεν είναι όλοι Μπεκενμπάουερ!!

   Μεγάλο κομμάτι έπαιξε και η εθνική φυσικά. Έπαιξε σε 33 παιχνίδια και σκόραρε 43 γκολ! Τρομερά στατιστικά. Ρεκόρ με ρεκόρ 1,3 γκολ/αγώνα. Αν η ομοσπονδία δεν έκανε το «έγκλημα» να είναι ερασιτεχνικό το ποδόσφαιρο, ίσως στη θέση της Ουρουγουάης το 1950 να ήταν οι Σουηδοί με το τρίδυμο «φωτιά». Αλλά αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ.

   Δυστυχώς, ο Σουηδός δε θα είχε τόση επιτυχία μετά την απόσυρσή του. Ενώ ήταν σπουδαίος και χαρισματικός ποδοσφαιριστής, δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη φήμη του. Έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Τα τελευταία του χρόνια συνεργάστηκε με ένα σουηδικό ταξιδιωτικό γραφείο, φέρνοντας Σουηδούς τουρίστες στην Ιταλία. Συχνά τον προσκαλούσαν να επισκέπτεται το «Τζουζέπε Μεάτσα» (Giuseppe Meazza) ως επίτιμος καλεσμένος και διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Νιλς Λίντχολμ (Nils Liedholm). Μάλιστα ο πρώην συμπαίκτης της τον βοηθούσε και οικονομικά αρκετές φορές. Ενώ σταδιακά εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο, η κληρονομιά και τα ρεκόρ του παραμένουν μέρος της ποδοσφαιρικής ιστορίας, τόσο στη Σουηδία όσο και στην Ιταλία.

   Από το 2007, η αγγλική σελίδα «Wikipedia» του Γκούναρ Νόρνταλ έχει λάβει περισσότερες από 467.460 προβολές σελίδων! Η βιογραφία του είναι διαθέσιμη σε 46 διαφορετικές γλώσσες στη «Wikipedia» (από 42 που ήταν το 2019). Είναι ο 30ος πιο δημοφιλής ποδοσφαιριστής (από την 28η θέση το 2019), η 53η πιο δημοφιλής βιογραφία από τη Σουηδία (από 54η το 2019) και ο πιο δημοφιλής Σουηδός ποδοσφαιριστής. Στη σημερινή εποχή όταν μιλάμε για Σουηδούς ποδοσφαιριστές, οι περισσότεροι αν όχι όλοι σκέφτονται τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, τον πιο γνωστό Σουηδό παίκτη στη σύγχρονη ιστορία. Ο Νόρνταλ, ωστόσο, που προηγήθηκε του Ζλάταν για περισσότερο από μισό αιώνα, είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος σκόρερ που έχει δει ποτέ η Σουηδία.

   Η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS)  τον έχει κατατάξει ως τον  46ο καλύτερο ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα και κορυφαίο στη χώρας του. Ενώ Το 2017, συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού «Four Four Two» με τους 100 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών, στην 54η θέση. Ενώ στη Σουηδία υπάρχουν πολλά αγάλματα του! Οι Σουηδοί ξέρουν να τιμούν τα σπουδαία πρόσωπα και τις μεγάλες προσωπικότητες. Ένα βρίσκεται έξω από το δημαρχείο στο Χόρνερφος. Και φυσικά στο Νόρκεπινγκ σε πλατείες και στο γήπεδο. Και εννοείται υπάρχει ως παίκτης στα βιντεοπαιχνίδια Fifa και Pro στην κατηγορία θρύλοι!

   Το 1980 επέστρεψε και έμενε μόνιμα στην Ιταλία. Ακόμα και η τελευταία του ανάσα ήταν συνδεδεμένη κυριολεκτικά με τη Μίλαν. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1995, βρισκόταν στη μικρή πόλη Αλγκέρο της Σαρδηνίας. Έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα που βρισκόταν στην πισίνα του ξενοδοχείου «Oasis». Φορούσε πάνω του το κόκκινο με μαύρες κάθετες ρίγες μαγιό. Με αυτό βρέθηκε νεκρός στην ηλικία των 73 ετών… Με τα χρώματα της ομάδας που δόξασε, ταξίδεψε και «έφυγε»… Πήγε στην «αιώνια» ζωή, έτοιμος για νέα δράση με αντιπάλους και συμπαίκτες… Το «Γκρε-Νο-Λι» ενώνεται και πάλι για τρίτη, τελευταία και οριστική φορά «σκορπώντας» τον άπειρο τρόμο…

 

 

Από τον Ευστράτιο Φωτεινό

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ