Στις αρχές του 20ου αιώνα θεωρήθηκε ως η 8η τέχνη. Ήταν τόσο τεράστιο επίτευγμα που όλοι έτρεχαν σωρηδόν για να το δουν. Άλλοι από περιέργεια και άλλοι από ανυπομονησία. Το ανθρώπινο χέρι είχε δημιουργήσει ένα «θαύμα». Έναν εκπληκτικό θρίαμβο για όλη την ανθρωπότητα. Σήμερα το art of football συνδέει το ποδόσφαιρο με τον κινηματογράφο! Το άρθρο είναι λίγο μεγάλο αλλά αξίζει να κολυμπήσετε μέσα στον ωκεανό των ταινιών. Γιατί όπως έλεγε ο Χριστόφορος Κολόμβος׃ «Και η θάλασσα θα φέρει νέα ελπίδα, σε όλους τους ανθρώπους, όπως ο ύπνος φέρνει τα όνειρα». Και πραγματικά ο κινηματογράφος έφερε ελπίδα και συναισθήματα στους πάντες. Πάμε να τα πιάσουμε τώρα, όλα ένα ένα από την αρχή. Ας ανακαλύψουμε πρώτα τη «μαγεία» του σινεμά. Το site μας είναι και στον καλλιτεχνικό κόσμο και σας τα μαθαίνει όλα!
Το ερώτημα σχετικά με το ποιος εφηύρε τον κινηματογράφο, έχει απασχολήσει πολλές γενιές όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν πραγματικά οι Γάλλοι αδελφοί Ογκύστ και Λουί Λυμιέρ, οι οποίοι στις 13 Φεβρουαρίου του 1895 κατοχύρωσαν, με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τον κινηματογράφο για την προβολή κινούμενων εικόνων? Ή μήπως πρέπει να πάρει τα εύσημα ο λαμπρός Αμερικανός εφευρέτης Τόμας Έντισον με το κινητοσκόπιο του? Και τι γίνεται με τα αδέρφια Μαξ και Εμίλ Σκλαντανόφσκι, που πρόβαλλαν ταινίες στο Βερολίνο με δικό τους κινηματογραφικό προβολέα την ίδια εποχή με τους Λυμιέρ? Πιθανότατα θα μπορούσαν όλα να είχαν ξεκινήσει από τα βιβλία «flip», τα οποία στα μέσα του 19ου αιώνα χρησιμοποίησαν διαδοχικές εικόνες για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της κίνησης όταν ο αναγνώστης γύριζε γρήγορα τις σελίδες. Τα επόμενα χρόνια συναντάμε πλήθος εφευρετών και τεχνικών που ασχολήθηκαν με την κινούμενη εικόνα, αλλά και εργαστηρίων στα οποία έγιναν δοκιμές και λάθη. Ένα πράγμα παραμένει βέβαιο. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η φωτογραφία ξεκινούσε, και από αυτήν γεννήθηκε και ο κινηματογράφος. Οι αδελφοί Λυμιέρ κατέχουν εξέχουσα θέση στους περισσότερους για την ιστορία του κινηματογράφου. Συνήθως αναφέρονται ως εφευρέτες ταινιών, παρά την εκτεταμένη προπαρασκευαστική εργασία του Τόμας Έντισον και παρά τις προβολές ταινιών που συμβαίνουν σε άλλες πόλεις σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο.
Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895 πραγματοποιήθηκε στο «Grand Cafe» η πρώτη δημόσια προβολή, στο Παρίσι. Εκείνο το απόγευμα θεωρείται ευρέως η αρχή του κινηματογράφου, όπως αναφέρει η γερμανική εφημερίδα «Deutsche welle». Οι Λυμιέρ μάλιστα χρέωναν είσοδο και οι λιγοστοί επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν δέκα ταινίες μικρού μήκους στη λεγόμενη μηχανή κινηματογράφου. Η συσκευή, η οποία ήταν και φωτογραφική μηχανή αλλά και προβολέας, είχε κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας λίγους μήνες νωρίτερα. Οι επισκέπτες κοίταζαν τις κινούμενες εικόνες μπροστά τους, έκπληκτοι. Ποτέ πιο πριν δεν είχαν δει κάτι τέτοιο. Ο «θρύλος» λέει ότι το επόμενο έτος, το κοινό πανικοβλήθηκε κατά την προβολή του «Arrival of a Train at La Ciotat», μιας μικρού μήκους ταινίας των Λυμιέρ. Η ταινία δείχνει ένα τρένο που εισέρχεται στο σταθμό της «La Ciotat», το οποίο γίνεται όλο και μεγαλύτερο και φαίνεται να «κατευθύνεται» προς τους θεατές. Είναι φυσικά η προοπτική της κάμερας που το κάνει να φαίνεται έτσι. Η ιστορία λέει ότι πολλοί από το κοινό, πιστεύοντας ότι το τρένο εισέρχεται στην καφετέρια, πήδηξαν από τα καθίσματα και έφυγαν σε κατάσταση πανικού. Είτε πρόκειται για πραγματικό γεγονός είτε για μύθο, είναι μια όμορφη ιστορία για τους ανθρώπους που βιώνουν μια σημαντική καινοτομία για πρώτη φορά.
Σήμερα, όπως θυμόμαστε τους αδελφούς Λυμιέρ και την πρωτοποριακή τους εφεύρεση, το μέλλον των ταινιών, προκαλεί πολλή συζήτηση και αβεβαιότητα. Σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί ο κινηματογράφος? Θα καταφέρει να επιβιώσει? Και τι θα συμβεί με την «τυποποιημένη» μορφή ταινίας μεγάλου μήκους που προβάλλεται σε πλατφόρμες όπως το «Netflix»? Μόνο ο χρόνος θα δείξει και αυτό οδηγεί πίσω στην αρχή της ιστορίας του σινεμά. Ήταν πάντα ένα συντριπτικό μέσο, κάτι θεαματικό και απίστευτο που άφησε τους ανθρώπους άφωνους. Ο επιφανής Γάλλος κριτικός του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζίν το 1967 στο θρυλικό του βιβλίο׃ «Τι είναι ο κινηματογράφος»? είχε γράψει τα εξής׃ «Ο κινηματογράφος δεν οφείλει ουσιαστικά τίποτα στο επιστημονικό πνεύμα. Οι πατέρες της ταινίας δεν είναι λόγιοι, αλλά μάλλον μανιακοί άντρες που οδηγήθηκαν από την επιθυμία να γίνουν έξυπνοι βιομήχανοι». Οι άνθρωποι ακόμα διψούν για θεάματα, εκπλήξεις και μικρά «θαύματα», που σημαίνει ότι η κινηματογραφική βιομηχανία θα συνεχίσει να ευδοκιμεί. Ποτέ δε θα σταματήσει αυτό. Γιατί είναι τόσο πλούσιο το φάσμα, έχει τόση ποικιλία που ο κόσμος το έχει βάλει πια μέσα του. Φυσικά το Χόλιγουντ εξακολουθεί να ικανοποιεί τις ανθρώπινες απαιτήσεις, κι ενώ οι επιτυχίες του μπορεί να μην αποτελούν υψηλή τέχνη και να μην προσελκύσουν τους σινεφίλ, η βιομηχανία λειτουργεί καλά κι έχει ικανοποιητικά κέρδη. Μπορείτε, φυσικά, να παρακολουθήσετε όλες σχεδόν τις ταινίες αργότερα στο λάπτοπ ή το κινητό σας, αν θέλετε. Άλλωστε στη σημερινή κινηματογραφική βιομηχανία, οτιδήποτε είναι δυνατό. Και μπορεί πια να βλέπουμε σειρές ή ταινίες από το κρεβάτι ή το σαλόνι μας, όμως δεν συγκρίνεται με τη μαγεία που προσφέρει η αίθουσα. Οι στιγμές, η κοινωνικότητα, το φιλί με την κοπέλα σου, ο χαβαλές με τους φίλους σου, η συγκίνηση με τα δάκρυα δεν θα μπουν ποτέ στην ίδια θέση με το να είσαι όπως είπαμε μόνος στο σαλόνι.
Και αφού είδαμε αναλυτικά πως ξεκίνησε η ιστορία του κινηματογράφου πάμε να το συνδυάσουμε με το ποδόσφαιρο. Πολλοί σκηνοθέτες έχουν επιχειρήσει να περάσουν στα φιλμ, την ένταση και τα συναισθήματα που προκαλεί το ποδόσφαιρο στα εκατομμύρια των φίλων του, αλλά και σε όσους ασχολούνται λίγο πιο… πρακτικά μαζί του. Το αποτέλεσμα κάθε φορά αυτής της υπέροχης προσπάθειας είναι όπως καταλαβαίνετε και διαφορετικό. Για κάθε αριστούργημα που έχει ως θέμα αυτό το υπέροχο άθλημα, υπάρχουν και πολλές περισσότερες ταινίες που καταντούν υπερβολικά συναισθηματικές, στα όρια του κλισέ, ή με απλά λόγια δεν μπορούν να εξηγήσουν, γιατί το ποδόσφαιρο σημαίνει τόσα πολλά σε τόσους πολλούς. Εδώ στο χώρο μας είμαστε έτοιμοι να σας παρουσιάσουμε ένα μεγάλο δείγμα της σύνδεσης του κινηματογράφου με την «στρογγυλή θεά». Πετυχημένες ταινίες (μερικές πραγματικά διαμάντια), συμπεριλαμβάνονται εξυπακούεται και ορισμένα ντοκιμαντέρ, ενώ το δράμα, η κωμωδία αλλά και το ρομαντικό στοιχείο έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση στη λίστα μας. Θα ξεκινήσουμε από τις ελληνικές και στη συνέχεια θα πάμε στις ξένες. Ναι σας φαίνεται λίγο ως αρκετά περίεργο όμως πιστέψτε με δεν είναι. Υπάρχουν ταινίες που γυρίστηκαν στη χώρα μας και έχουν γέλιο αλλά και συγκίνηση.
Κλακέτα και πάμε׃ Ξεκινάμε φυσικά με την απίστευτη κωμωδία «Η κληρονόμος». Πάμε να δούμε την υπόθεση. Η ιστορία θέλει μια νέα, όμορφη και δυναμική γυναίκα να κατακτά το τελευταίο ανδρικό οχυρό: το ποδόσφαιρο. Η Σμαράγδα Καρύδη πρωταγωνιστεί στο ρόλο μιας ανυποψίαστης χήρας που θ’ αναγκαστεί, προκειμένου να κρατήσει την καθόλου ευκαταφρόνητη κληρονομιά της, να γίνει Πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας της Μεγάλης Κατηγορίας. Η Βέρα (Σμαράγδα Καρύδη), πρώην αεροσυνοδός, είναι η όμορφη σύζυγος του Στέλιου Σκαρίμπα, προέδρου της μικρομεσαίας ποδοσφαιρικής ομάδας της Μεγάλης Κατηγορίας, «Πάνθηρες». Ζει μια ήσυχη ζωή, μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά της. Όλα κυλούν ομαλά, μέχρι που μια εξωσυζυγική περιπέτεια του Στέλιου έχει μοιραία κατάληξη. Η Βέρα βρίσκεται ξαφνικά χωρίς σύζυγο και προστάτη κι όταν ανοίγει η διαθήκη του δέχεται ένα δεύτερο πλήγμα. Ένας παρανοϊκός όρος θα την κάνει να χάσει την μπάλα: για να κρατήσει την κληρονομιά, η Βέρα πρέπει, από τη θέση του Προέδρου, να διατηρήσει τους «Πάνθηρες» στη Μεγάλη Κατηγορία. Αν η ομάδα υποβιβαστεί, η κληρονομιά θα καταλήξει σε κοινωφελές ίδρυμα. Μπορεί η Βέρα να είναι άσχετη με το ποδόσφαιρο, αλλά το γυναικείο μυαλό της ξέρει να βρίσκει λύσεις. Η αφέλειά της, αναπληρώνεται από το δυναμισμό και το κέφι της. Σ’ αυτή της την προσπάθεια δεν είναι μόνη! Ο αδελφός της (Κωστής Κορωναίος) και ο γιος της, με τις πολύτιμες αθλητικές τους γνώσεις, αλλά και η χυμώδης, εκρηκτική οικονόμος, Ελενίζα (Zenilda), με τον παρορμητισμό της, αποτελούν το «δωδέκατο παίχτη» γι’ αυτήν. Για την κάθε τρικλοποδιά που της βάζει ο ανταγωνιστικός αντιπρόεδρος, ο «Καπετάνιος» (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης), έχει σύμμαχο τον αρχηγό της ομάδας, τον μαχητικό Καλπάκη (Πέτρος Λαγούτης), που κάνει την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα! Η συγκεκριμένη ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία ενώ και το τραγούδι «Μια Γυναίκα (όλα τα μπορεί)» ακουγόταν παντού. Μάλιστα η πρωταγωνίστρια τραγουδάει, παρέα με τους Stavento, το κομμάτι. Το video clip περιλάμβανε ειδικά γυρίσματα αλλά και σκηνές από την ταινία, γυναικείο δυναμισμό, αθλητικό προφίλ, αλλά και πολλά κωμικά στοιχεία που είχαν διασκεδάσει το κοινό τόσο μουσικά όσο και οπτικά! Τους στίχους και τη μουσική του τραγουδιού τους είχε γράψει ο Μέθυσος, ενώ το clip είχε σκηνοθετήσει ο Χρήστος Νικολέρης (N-Orasis).
Η επόμενη ελληνική (ταινία) είναι όλο συγκίνηση και νοσταλγία. Την σκηνοθέτησε ο «αθάνατος» Βασίλης Γεωργιάδης και το σενάριο ήταν του Ιάκωβου Καμπανέλλη (τεράστιος επίσης). Είναι «Οι άσσοι του γηπέδου». Η υπόθεση βασίστηκε σε ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη το 1953, όταν έπειτα από έναν αγώνα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, η ομοσπονδία απέβαλε έναν ποδοσφαιριστή και οι συμπαίκτες του αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον επόμενο αγώνα, ενώ παράλληλα εκτυλίσσονται καθημερινές ιστορίες της ζωής των ποδοσφαιριστών. Χαρακτηριστικό της ταινίας υπήρξε το γεγονός ότι για την ενσάρκωση των ρόλων προτιμήθηκαν διεθνείς ποδοσφαιριστές της εποχής και όχι ηθοποιοί, υποδυόμενοι τους εαυτούς τους και χρησιμοποιώντας τα αληθινά τους ονόματα. Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους στις 13 Μαρτίου 1956 (την ίδια ακριβώς ημέρα με την ταινία «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη), κόβοντας 19.276 εισιτήρια. Τα ονόματα που παίζουν είναι συγκλονιστικά. Ανδρέας Μουράτης, Κώστας Λινοξυλάκης, Στάθης Μανταλόζης, Λάκης Πετρόπουλος, Κώστας Πούλης, Θόδωρος Μορίδης (πρόεδρος ομοσπονδίας), Γιώργος Καμπανέλλης (δημοσιογράφος), Αντώνης Μηγιάκης (προπονητής), Θόδωρος Κεφαλόπουλος (γιατρός), Μιχάλης Γιαννακάκος (εκφωνητής). Εμφανίζονται επίσης (ως φίλαθλοι) οι ηθοποιοί Θανάσης Βέγγος, Γιώργος Φούντας, Νίκος Βασταρδής και η Ιταλίδα σταρ της εποχής Σιλβάνα Παμπανίνι, καθώς και οι ποδοσφαιριστές Ηλίας Ρωσίδης, Γιώργος Δαρίβας, Βαγγέλης Πανάκης, Γιώργος Καμάρας, Μπάμπης Κοτρίδης και Μπάμπης Δρόσος. Μια ταινία «σταθμός» πραγματικά.
Και ήρθε η ώρα να περάσουμε στον ξένο κινηματογράφο. Η κωμωδία «Ladybugs» του 1992 με πρωταγωνιστή τον Ρόντνεï Ντάντζερφιλντ και σκηνοθεσία του Σίντεï Φιούρι. Έχει αυτό το χαζό αμερικάνικο που λέμε αλλά έχει γέλιο. Η υπόθεση είναι ότι ένας υπάλληλος ο Τσέστερ (Ρόντνεï Ντάντζερφιλντ) είναι απελπισμένος και αυτό γιατί δεν παίρνει την προαγωγή που δικαιούται. Έτσι για να εντυπωσιάσει το αφεντικό του, ισχυρίζεται ότι ήταν καλός ποδοσφαιριστής (ενώ δεν έχει ιδέα και δεν έχει ακουμπήσει μπάλα στη ζωή του, άμπαλος που λέμε εντελώς) στα νεανικά του χρόνια. Και αυτό το λέει επειδή ο διευθυντής και πρόεδρος της εταιρίας έχει μια ποδοσφαιρική ομάδα κοριτσιών που ονομάζεται «Ladybugs» (Πασχαλίτσες). Θεωρώντας τη δουλειά εύκολη, καθώς οι Πασχαλίτσες είναι μια δυναστεία και παίρνουν κάθε χρόνο το πρωτάθλημα αναλαμβάνει προπονητής. Αν μπορέσει να πάρει με την ομάδα τον τίτλο θα πάρει την περιβόητη προαγωγή. Το κακό για αυτόν είναι ότι όλες οι παίκτριες έχουν φύγει. Και μόνο μία υπάρχει από τις παλιές! Η νέα ομάδα, η οποία περιλαμβάνει και την κόρη του αφεντικού, την Κίμπερλι (Βινέσα Σόου), δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο και το ξεκίνημα είναι καταστροφικό με ήττες και συντριβές. Στην προσωπική του ζωή τώρα, ο Τσέστερ είναι αρραβωνιασμένος με την Μπες (Ιλένε Γκραφ), η οποία έχει έναν γιο, τον Μάθιου (Τζόναθαν Μπράντις), από τον προηγούμενο της γάμο. Ο Μάθιου τυχαίνει να είναι ένας σπουδαίος αθλητής, αλλά οι κακοί βαθμοί τον αποβάλλουν από την ομάδα ποδοσφαίρου. Ο Τσέστερ προσκαλεί τον Μάθιου να παρακολουθήσει την προπόνηση και να πάρει μερικές συμβουλές από εκείνον. Και τότε αρχίζουν όλα. Ο Μάθιου αγαπά την Κίμπερλι από το σχολείο, κάτι που εν μέρει εμπνέει τον Τσέστερ να τον πείσει να ντυθεί σαν κορίτσι και να παίξει για την ομάδα ως «Μάρθα». Με μόνο τον Τσέστερ, τον Μάθιου και την Τζούλι (τη βοηθό προπονητή) να γνωρίζουν τη μυστική ταυτότητα της Μάρθας. Η ομάδα με αυτόν μέσα κάνει συνεχόμενες νίκες και φτάνει στον τελικό του πρωταθλήματος. Ε δεν θα σας αποκαλύψουμε και το τέλος! Και πάμε τώρα στον «Βασιλιά» Πελέ. Το «Pelé: Birth of a Legend» είναι μια αμερικανική βιογραφική ταινία του 2016. Σε σκηνοθεσία των Τζεφ και Μίκαελ Ζιμπαλίστ. Το έργο ασχολείται με την πρώιμη ζωή του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή, το ταξίδι του με τη Βραζιλία για να κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 και στη σχέση μεταξύ του χαρακτήρα Πελέ και του πατέρα του. Οι πρωταγωνιστές ήταν οι׃ Κέβιν Ντε Πάουλα, Βίνσεντ Ντονόφριο, Ροντρίγκο Σαντόρο, Ντιέγκο Μπονέτα με τον Κολμ Μένεï, και σε κάποια κομμάτια έπαιζε και ο ίδιος ο Πελέ. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στο Ρίο ντε Τζανέιρο μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2013 και τέλη του 2014. Όμως αυτή δεν είναι η μόνη ταινία του. Υπάρχει μία που δεν την ξέρουν πολλοί. Είναι το «Hotshot». Μια αμερικανική αθλητική (ταινία) του 1986 σε σκηνοθεσία Ρικ Κίνγκ, ο οποίος έγραψε το σενάριο μαζί με τον Τζο Σάουτερ. Πρωταγωνιστούν οι׃ Τζιμ Γιανγκς, Πελέ και Μπίλι Γουόρλοκ. Πρόσθετο υλικό γράφτηκε από τους Ρέι Έρολ και Μπιλ Γκούτενταγκ. Είναι επίσης το κινηματογραφικό ντεμπούτο της ηθοποιού Πενέλοπε Αν Μίλερ. Η υπόθεση είναι ότι ένας Αμερικανός ποδοσφαιριστής προσπαθεί συνεχώς να τα καταφέρει αλλά δεν μπορεί. Τότε αφήνει την πλούσια οικογένειά του και πηγαίνει στη Βραζιλία για να μάθει από τον καλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Τη συγκεκριμένη ταινία την είχα δει πολύ μικρός και είναι αρκετά καλή. Είναι σαν να βλέπεις τον Κύριο Μιγιάγκι με το πρόσωπο του Πελέ, που αντί για καράτε να μαθαίνει ποδόσφαιρο με απίστευτες ευφάνταστες τακτικές!!
Και πάμε στο πρώτο ντοκιμαντέρ στην ουσία το «Cristiano Ronaldo: The One and Only». Όπως όλοι καταλάβατε είναι για τη ζωή του Κριστιάνο Ρονάλντο. Με περισσότερα από 61 μεμονωμένα βραβεία, συμπεριλαμβανομένου και οι πέντε Χρυσές Μπάλες, ο Πορτογάλος έγινε ο δεύτερος πιο βραβευμένος παίκτης στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Παίζοντας από νεαρή ηλικία στη Μαδέρα της Πορτογαλίας, ο ίδιος συνέχισε να ανέρχεται για να γίνει τελικά σύμβολο στην Σπόρτινγκ Λισαβώνας, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Γιουβέντους. Είναι επίσης εθνικός θησαυρός λόγω της δουλειάς του για την εθνική ομάδα της Πορτογαλίας. Δείτε το ταξίδι από το νεαρό Πορτογάλο θαύμα σε έναν από τους καλύτερους παίκτες όλων των εποχών. Οι ταινίες που αφορούν το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ευχάριστες και κωμωδίες με γέλιο και ρομαντισμό. Είναι και σκληρή απεικόνιση της πραγματικότητας. Όπως το «Green street hooligans». Είναι μια αστυνομική δραματική ταινία του 2005 για τον ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σκηνοθετήθηκε από τον Λέξι Αλεξάντερ και πρωταγωνιστούν οι Ελιζάια Γουντ (τον Φρόντο από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών) και τον Τσάρλι Χάναμ (τον Τζαξ Τέλλερ από το Sons of Anarchy). Ακολούθησαν άλλες δύο συνέχειες με το ίδιο πάντα περιεχόμενο. Το «Green Street 2: Stand Your Ground» κυκλοφόρησε σε διάφορες ημερομηνίες σε όλο τον κόσμο μεταξύ Μαρτίου 2009 και Ιουλίου 2010. Και το τρίτο «Green Street 3: Never Back Down», κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 21 Οκτωβρίου του 2013. Πραγματικά εκπληκτική ταινίες. Ειδικά η πρώτη. Για το πως ένας Αμερικανός «φλώρος» σπουδαστής μπορεί να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο δύναμης. Ένας εκπληκτικός Γουντ σε έναν απίστευτο ρόλο. Οι σκηνές με το ξύλο μεταξύ των χούλιγκανς είναι τόσο ρεαλιστικές. Οπαδοί της Γουέστ Χαμ απέναντι σε αυτούς της Μίλγουολ. Η τελευταία σκηνή με έναν πρωταγωνιστή νικητή, να περπατά στο δρόμο έξω από το εστιατόριο, τραγουδώντας περήφανα το «I’m Forever Blowing Bubbles», τον ύμνο του της Γουέστ Χαμ απλά συγκλονιστική. Συνεχίζουμε στο ίδιο στυλ με το «Football Factory». Μια ταινία που οι πρωταγωνιστές επιδίδονται σε μικροκλοπές, χρήση κοκαΐνης και περιστασιακά σε ρατσιστικές επιθέσεις. Πράγμα που δείχνει ότι ο Νικ Λοβ, ο σκηνοθέτης της εν λόγω ταινίας, δεν φοβάται να δείξει τις πραγματικές διαστάσεις του χουλιγκανισμού. Η ζωή του Τόμμυ Τζόνσον (που τον υποδύεται ο Ντάνι Ντάιερ) μπαίνει σε ένα περίεργο σταυροδρόμι, μετά από ένα καυγά που είχε με την οικογένεια του επικεφαλής των χούλιγκαν της Μίλγουολ Φρεντ (που τον υποδύεται ο Φρανκ Χάρπερ). Το ξύλο μεταξύ των χούλιγκανς της Τσέλσι με τη Μίλγουολ είναι απίστευτο. Ενώ η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι πραγματικά όλα τα λεφτά.
Η επόμενη αθλητική ταινία είναι μία από τις πιο γνωστές με εκατομμύρια εισπράξεις. Το «Bend It Like Beckham» (Κάντο όπως ο Μπέκαμ). Όλοι το ξέρετε. Βγήκε το 2002 και σκηνοθέτης ήταν ο Γκούριντερ Κάντχα. Το σενάριο το έγραψαν οι׃ Κάντχα, Πολ Μαγιέντα Μπέργκες και Γκούλιτ Μπίντρα. Πρωταγωνιστές οι׃ Πάρμιντερ Νάγκρα, Κίρα Νάιτλι, Τζόναθαν Ρις Μέγιερς, Ανούπαμ Κερ, Τζούλιετ Στίβενσον, Σαζνάι Λιούις, Άρτσι Πανχάμπι και άλλοι. Η ανάπτυξη της ταινίας ξεκίνησε αφού οι σεναριογράφοι ολοκλήρωσαν το σενάριο στις αρχές του 2001. Τα γυρίσματα έγιναν όπως στο Λονδίνο, στα «Shepperton Studios» και στο Αμβούργο. Η παραγωγή συνεργάστηκε με την Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ενώ ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στην τεχνική του Ντέιβιντ Μπέκαμ. Ο οποίος τότε ήταν στα ύψη και μεσουρανούσε. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 12 Απριλίου του 2002 από την «Redbus Film Distribution». Έλαβε γενικά θετικές κριτικές από τους κριτικούς, με επαίνους για το σενάριο, τον ανάλαφρο τόνο και τον σχολιασμό των κοινωνικών κανόνων και της κουλτούρας της Νότιας Ασίας. Κέρδισε 76,6 εκατομμύρια δολάρια στο «box office», καθιστώντας την πιο επιτυχημένη ποδοσφαιρική αθλητική ταινία. Το 2015, διασκευάστηκε σε θεατρικό μιούζικαλ που άνοιξε στο θέατρο «Phoenix». Η υπόθεση είναι γνωστή σε όλους. Ας πούμε όμως δυο λόγια. Μια Ινδή κοπέλα η Τζες ζει στο Λονδίνο με την οικογένεια της. Έχει μεγάλη τρέλα με το ποδόσφαιρο αλλά οι γονείς της δεν την αφήνουν. Τότε εκείνη παίζει κρυφά και τη συνέχεια θα τη δείτε στις οθόνες σας.
Επιμένουμε στην Αγγλία και πάμε σε δύο ταινίες που αφορούν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η πρώτη λέγεται «United» και αφορά στο αεροπορικό ατύχημα του 1958, που ξεκληρίστηκε σχεδόν όλη η ομάδα των «κόκκινων διαβόλων». Σκηνοθέτης είναι ο Τζέιμς Στρονγκ και σεναριογράφος ο Κρις Τσίνμπαλ. Βασίζεται στην αληθινή ιστορία του «Busby Babes» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και στον απόηχο της αεροπορικής καταστροφής του Μονάχου το 1958, με τα γεγονότα της ταινίας να λαμβάνουν χώρα μεταξύ Αυγούστου του 1956 και Μαΐου του 1958. Ειδικότερα, επικεντρώνεται στις εμπειρίες του βοηθού προπονητή Τζίμι Μέρφι, τον οποίο υποδύεται ο Ντέιβιντ Τέναντ και του Σερ Μπόμπι Τσάρλτον, τον οποίο υποδύεται ο Τζακ Ο’Κόνελ. Γυρισμένη σε μεγάλο βαθμό στη βορειοανατολική Αγγλία, μεταδόθηκε για πρώτη φορά στις 24 Απριλίου του 2011. Το δράμα επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση μεταξύ του βοηθού μάνατζερ Τζίμι Μέρφι και του νεαρού παίκτη Μπόμπι Τσάρλτον. Η ταινία ξεκινά το φθινόπωρο του 1956, καθώς ο προπονητής Ματ Μπάσμπι δίνει στον Τσάρλτον την πρώτη του ευκαιρία να παίξει έναν αγώνα με την πρώτη ομάδα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Με το παρατσούκλι «Τα μωρά του Μπάσμπι» (Busby Babes) να ακούγετε παντού, λόγω της μοναδικής γενεαλογίας τους ως μια ομάδα παικτών, σχεδόν εξ ολοκλήρου τροφοδοτημένη από τις ακαδημίες, με εξαίρεση μερικούς λίγο μεγαλύτερους παίκτες που έχουν αγοραστεί από άλλες ομάδες. Οι άλλοι παίκτες που θα περάσουν από τις τάξεις και οι οποίοι συμμετέχουν πολύ στην ταινία είναι ο κεντρικός χαφ Μαρκ Τζόουνς, ο αριστερός χαφ Ντάνκαν Έντουαρντς, ο δεξιός Έντι Κόλμαν και ο έξω αριστερός Ντέιβιντ Πεγκ. Μια σπάνια υπογραφή γίνεται τότε όταν ο Μπάσμπι υπογράφει τον τερματοφύλακα της Βόρειας Ιρλανδίας Χάρι Γκρεγκ στα τέλη του 1957.
Η ομάδα έχει επιτυχίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, στην πτήση της επιστροφής από έναν αγώνα Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο Βελιγράδι, το αεροπλάνο τους συντρίβεται, προσπαθώντας να απογειωθεί μετά τον ανεφοδιασμό με καύσιμα στο Μόναχο, και επτά από τους παίκτες του συλλόγου (συμπεριλαμβανομένων των Τζόουνς, Κόλμαν και Πεγκ) σκοτώνονται. Ο Γκρεγκ παίζει καθοριστικό ρόλο στη διάσωση επιζώντων από τα συντρίμμια του αεροπλάνου, ενώ ο Τσάρλτον υφίσταται ελαφρά τραύματα. Ο Έντουαρντς και ο Μπάσμπι τραυματίζονται σοβαρά. Μέσα σε μια εβδομάδα, επιτρέπεται στον Τσάρλτον να φύγει από το νοσοκομείο και να επιστρέψει στην Αγγλία, αλλά ο Έντουαρντς και ο Μπάσμπι παραμένουν σε κρίσιμη κατάσταση σε αυτό το στάδιο. Ο Μέρφι δεν ήταν στο αεροπλάνο όταν συνετρίβη λόγω των καθηκόντων του με την εθνική ομάδα της Ουαλίας, αλλά πέταξε έξω το συντομότερο δυνατό για να επισκεφτεί τους τραυματίες συναδέλφους του στο νοσοκομείο και να ταξιδέψει στο σπίτι με τον Τσάρλτον. Δύο εβδομάδες μετά το δυστύχημα, ο Έντουαρντς πεθαίνει στο νοσοκομείο, γεμίζοντας νέα καταστροφή στον Τσάρλτον, ο οποίος είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο μέχρι να επισκεφθεί τον Μέρφι και σύντομα θα παίξει ξανά για τη Γιουνάιτεντ. Ενάντια στις πιθανότητες, ο Μέρφι ορκίζεται να παρουσιάσει μια ομάδα για να παίξει τον επόμενο εντός έδρας αγώνα της και, τελικά, τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας του 1958, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της πρώτης ομάδας μέχρι την επόμενη σεζόν, καθώς ο Μπάσμπι αναρρώνει από τους τραυματισμούς του. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο «γεννήθηκε» ο «μύθος» της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ! Η άλλη ταινία είναι το «The Class of ’92». Ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ στην ουσία που κυκλοφόρησε την 1η Δεκεμβρίου του 2013. Επικεντρώνεται στην άνοδο έξι νεαρών ποδοσφαιριστών της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ντέιβιντ Μπέκαμ, Νίκι Μπατ, Ράιαν Γκιγκς, Γκάρι Νέβιλ, Φιλ Νέβιλ και Πολ Σκόουλς. Δείχνει αναλυτικά την καριέρα τους στο σύλλογο από το 1992. Το ντοκιμαντέρ καλύπτει την περίοδο από την κατάκτηση του Κυπέλλου Νέων της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1992 έως τον θρίαμβο του Τσάμπιονς Λιγκ το 1999, που ολοκλήρωσε τη σεζόν 1998-99 που κέρδισε το τρεμπλ. Η ταινία κόβει την αφήγηση με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που συντελούνται στη Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Εξασφάλισε πλήρη πρόσβαση και με τους έξι παίκτες και περιλαμβάνει επίσης συνεντεύξεις με τους πρώην ποδοσφαιριστές Ζινεντίν Ζιντάν και Έρικ Καντονά, τον πρώην προπονητή νέων της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Έρικ Χάρισον, τον σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ, τον πρώην πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ και τον μπασίστα των «Stone Roses», Μάνι. Το ντοκιμαντέρ είχε γενικά θετικές κριτικές. Οι κριτικοί επαίνεσαν την ταινία για την εστίασή της στη φιλία των παικτών όλα αυτά τα χρόνια εκτός ποδοσφαίρου.
Την σκυτάλη παίρνει τώρα μία θρυλική ταινία του είδους το «Das Wunder von Bern / The Miracle of Bern» (Το Θαύμα της Βέρνης) του σκηνοθέτη Σένκε Βόρτμαν. Βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2003 και πολλοί άνθρωποι δάκρυσαν όταν την είδαν. Ας δούμε λίγο την υπόθεση. Το καλοκαίρι του 1954, η Σοβιετική Ένωση στέλνει τους Γερμανούς αιχμάλωτους πολέμου πίσω στην πατρίδα τους. Ανάμεσά τους είναι ο πατέρας ενός ήσυχου, 11χρονου αγοριού του Ματίας, που αγαπάει με πάθος το ποδόσφαιρο. Ο μικρός μένει με τη μητέρα του, τον αδελφό και την αδελφή του, σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Γερμανίας. Το αγόρι έχει βρει το υποκατάστατο της πατρικής απουσίας στο πρόσωπο του Γερμανού ποδοσφαιριστή Χέλμουτ Ραν, ο οποίος έχει «υιοθετήσει» τον πιτσιρικά ως μασκότ. Η επιστροφή του Ρίτσαρντ, του πραγματικού πατέρα του Ματίας, σκιάζει την κάποτε ευτυχισμένη οικογένεια. Για τον Ρίτσαρντ, το ποδόσφαιρο είναι κάτι το άχρηστο, όπως και οι αγώνες για το Παγκόσμιο Κύπελλο που πρόκειται να διεξαχθούν στη Βέρνη, στην Ελβετία. Ο Ματίας, από την άλλη, ονειρεύεται να βρεθεί εκεί μαζί με το είδωλό του, που επιλέχθη στην εθνική ομάδα της Γερμανίας. Με το πάθος του και το αγωνιστικό του πνεύμα, ο μικρός Ματίας καταφέρνει να αναθερμάνει την αγάπη για ζωή στην καρδιά του πατέρα του. Έτσι, όταν αρχίζει ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ένα μικρό θαύμα αγάπης και γενναιοδωρίας ξεπερνά τα σύνορα και βοηθάει ένα άλλο θαύμα να συμβεί… Τη νίκη του Χέλμουτ Ραν και της γερμανικής ομάδας, που θα μείνει στην ιστορία ως «Το Θαύμα της Βέρνης». Μία εξαιρετική αναπαράσταση του θρυλικού τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, ανάμεσα στη Γερμανία και την Ουγγαρία, ο οποίος διεξήχθη στη Βέρνη την 4η Ιουλίου του 1954. Ο χαρακτηρισμός «θαύμα» που αποδίδει και ο τίτλος της ταινίας στη νίκη της πρώην Δυτικής Γερμανίας με 3-2 επί της Ουγγαρίας δεν μπορεί να κριθεί διόλου υπερβολικός από την καθαρά ποδοσφαιρική σκοπιά του. Εκείνη η φουρνιά της εθνικής Ουγγαρίας είχε παραμείνει αήττητη μέχρι τον χαμένο αυτό τελικό για σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια και 33 επίσημους αγώνες, έχοντας λάβει τον χαρακτηρισμό της «Aranycsapat», δηλαδή της «Χρυσής Ομάδας»! Η Ουγγαρία του Πούσκας, του Κότσις, του Χιντεγκούτι, του Τσίμπορ και του Λόραντ, η ομάδα που είχε ταπεινώσει δύο φορές τους υπερόπτες Άγγλους πριν το Μουντιάλ, αλλά και τους ίδιους τους Δυτικογερμανούς κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης, ήταν το απόλυτο φαβορί της αναμέτρησης. Η κατάκτηση όμως του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου από την πρώην Δυτική Γερμανία, είχε διττή σημασία καθώς πέρα από την ποδοσφαιρική επικράτηση, συμβόλιζε παράλληλα και το τέλος μίας μακράς περιόδου εσωστρέφειας για τους ηττημένους του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου, έστω και μέσα από μία τόσο απρόσμενη ποδοσφαιρική επιτυχία…
Από την Ευρώπη ταξιδεύουμε στη «Μαύρη Ήπειρο» και στο υπέροχο «Africa United». Η ταινία του 2010 από τη Βρετανίδα σκηνοθέτη Ντέμπορα «Ντεμπς» Γκάρντνερ- Πάτερσον. Και μια πλειάδα πολύ αξιόλογων ηθοποιών. Εμμανουέλ Τζαλ, Ερίγια Ντζαμπάγιε, Ρότζερ Νσενγκιούμα, Σανού Χοανίτα Κίντου, Σέρις Σίλβερ και Υβ Ντουσένγκε. Η πλοκή αφορά μια ομάδα παιδιών από τη Ρουάντα που ταξιδεύουν 3.000 μίλια σε όλη την Αφρική για να φτάσουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής. Οι «Times» περιέγραψαν την ταινία ως μια׃ «Μικρή ταινία προϋπολογισμού με μεγάλη καρδιά». Η Κέιτ Μούερ είπε χαρακτηριστικά׃ «Πότε παρακολουθήσατε τελευταία φορά μια παιδική ταινία για την Αφρική που σας άφησε να γελάτε, να χτυπάτε τον αέρα και να κλαίτε διακριτικά στο ποπ κορν σας»? Έδωσε στην ταινία 4 αστέρια. Οι «Financial Times» και το «Metro» του έδωσαν 4 αστέρια, με τους πρώτους να το περιγράφουν ως «υπέροχο road movie» και το δεύτερο «την feelgood ταινία της χρονιάς». Η «Daily Express» την περιέγραψε επίσης ως «την feelgood ταινία της χρονιάς» σημειώνοντας ότι «υπάρχει κάτι μεταδοτικό στην αισιοδοξία».
Επιστροφή στη «Γηραιά Ήπειρο» και συγκεκριμένα στη Γαλλία σε μια ξεκαρδιστική κωμωδία. Είναι το «Les Seigneurs» (Οι Μάγοι της Μπάλας) σε σκηνοθεσία του Ολιβιέ Νταάν, η οποία κυκλοφόρησε στη Γαλλία στις 26 Σεπτεμβρίου του 2012. Ας δούμε λίγο την υπόθεση. Μια δεκαετία μετά τον θρίαμβο που έζησε στο Μουντιάλ με τα χρώματα της Εθνικής ομάδας, ως αρχηγός της μάλιστα, τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο για τον πάλαι ποτέ θρύλο Πατρίκ Ορμπερά. Αλκοολικός πια και με αδέξιους τρόπους που δεν συνάδουν με έναν πρωταθλητή της αξίας του, ο πρώην αστέρας των «τρικολόρ», έχει πέσει στην αφάνεια, στη λοιδορία των μέσων ενημέρωσης και στην απαξίωση ακόμη και των δικών του προσώπων, της φαμίλιας και της αγαπημένης κόρης του, που κινδυνεύει να χάσει την επιμέλεια της. Μοναδική τους λύση να βρει επειγόντως εργασία, αλλά με την συμπεριφορά του, δύσκολα θα προσελκύσει το ενδιαφέρον κάποιας ομάδας, για να τον εντάξει στο δυναμικό της ως προπονητή. Εκτός ίσως από την άσημη Αθλητική Ένωση Μολέν, που έχει σαν έδρα ένα απομονωμένο νησάκι στις ακτές της Βρετάνης και τον Κοινοτάρχη-Πρόεδρο της, που θα στηρίξει πάνω στην γνώση και την εμπειρία του, την πιθανότητα να προχωρήσει ο σύλλογος κάποιους γύρους στο Κύπελλο Γαλλίας και από τα έσοδα, εξοφληθούν τα χρέη του τοπικού εργοστασίου σαρδέλας. Ευρισκόμενος σε αδιέξοδο ο Ορμπερά όχι μόνο θα δεχτεί το πόστο, αλλά θα επιχειρήσει μέσα από τις γνωριμίες του να μεταγράψει στα «Ψαράκια», κάποιους παροπλισμένους ποδοσφαιρικούς αστέρες του παρελθόντος, που πλέον έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Δηλαδή έναν άσωτο κοκαϊνομανή προλετάριο, έναν ψυχοπαθή εθισμένο στο Playstation, έναν φαντασμένο «βεντέτα» που τώρα το παίζει ηθοποιός, έναν δυναμικό σέντερ μπακ που έχει προδοθεί από την καρδιά του κι έναν κοιλαρά μπεκρή, που διαρκώς αναζητούν οι αστυνομικές αρχές. Όλοι τους παικταράδες! Κάποτε… Τι ομάδα πες να κτίσεις με όλους αυτούς τους ασύνταχτους και προβληματικούς τύπους είναι το ζήτημα, πόσω μάλλον όταν έχουν να ακουμπήσουν το τόπι, για πέντε έξι χρονάκια ο καθένας? Σε έναν «Κρανίου Τόπο» μάλιστα, που στα μάτια του καθενός καλομαθημένου αστέρα, μοιάζει με την εξορία του Αδάμ. Τόσο η θέρμη των ντόπιων, που θα τους αγκαλιάσουν σαν αιώνια είδωλα, όσο και οι ευθύνες που θα τους αποδοθούν, στην αποστολή σωτηρίας της μοναδικής πλουτοπαραγωγικής πηγής του νησιού, θα κάνουν τους βετεράνους να δώσουν τα πάντα για την ομάδα. Είναι όμως αυτό αρκετό για να μην μπει λουκέτο στην φάμπρικα? Το «όπιο των λαών» συνυπάρχει με την παγκόσμια οικονομική ύφεση, στην διασκεδαστική ιστορία που αξίζει να τη δείτε! Η ταινία «Will» μπορεί να μην βρίσκεται στην πλατφόρμα του «Netflix» ή του «Amazon Prime», αλλά αποτελεί την καλύτερη πρόταση για τους φίλους της Λίβερπουλ. Βγήκε το 2011 και τη σκηνοθέτησε η Έλεν Πέρι. Ο μικρός οπαδός των «κόκκινων», Γουίλ Μπρέναν, ξεκινά το ταξίδι του μέσω πολλών δυσκολιών από την Αγγλία, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, για να δει από κοντά την αγαπημένη του ομάδα στον τελικό του «Τσάμπιονς Λιγκ» κόντρα στη Μίλαν. Θα καταφέρει να φτάσει? Η απάντηση στις οθόνες σας.
Δεν υπήρχε περίπτωση σε ποδοσφαιρικές ταινίες να λείπει ο «Θεός» Ντιέγκο Μαραντόνα. Σκηνοθέτης ο πασίγνωστος Εμίρ Κουστουρίτσα. Οι γνώμες περί του αποτελέσματος ήταν διχασμένες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Κουστουρίτσα προσπάθησε να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται στον Ντιεγκίτο και να παρουσιάσει τον άνθρωπο πίσω από το μύθο. Άλλοι θεώρησαν ότι ο Σέρβος κινηματογραφιστής με αυτόν τον τρόπο επισκίασε τα μελανά σημεία της ζωής του Αργεντινού σούπερ σταρ, ενώ άλλοι κράτησαν ορισμένες εκπληκτικές σκηνές ώστε να αποθεώσουν το ντοκιμαντέρ. Η συνέντευξη που δίνει ο Μαραντόνα σε ένα κακόφημο καμπαρέ του Μπουένος Άιρες, περιτριγυρισμένος από μισόγυμνες χορεύτριες, καθώς και ο γάμος ανάμεσα σε ένα ανδρόγυνο που ανήκει στην «Εκκλησία του Μαραντόνα» και τελείται στο χορτάρι του γηπέδου της Αρχεντίνος Τζούνιορς, είναι δύο από τις σκηνές που έκαναν ορισμένους να αγαπήσουν αυτό το ντοκιμαντέρ. Το 2019 έγινε ακόμα ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του από τον Ασίφ Καπάντια. Και αυτή η δουλειά ήταν εξαιρετική!
Και πάμε στην ίσως πιο διάσημη ποδοσφαιρική ταινία όλων των εποχών. Το «Escape to Victory» (Η μεγάλη απόδραση των 11 από τον Τζον Χιούστον). Όταν μια ταινία διαδραματίζεται σε ναζιστικό στρατόπεδο, όπου κρατούνται έγκλειστοι αιχμάλωτοι πολέμου, και παίζουν οι Σιλβέστερ Σταλόνε, Μάικλ Κέιν και Πελέ οι προσδοκίες σίγουρα είναι πολύ μεγάλες. Και σίγουρα τις δικαίωσε αφού είναι απόλαυση. Ο Σερ Μάικλ Κέιν υποδύεται ένα Βρετανό αιχμάλωτο πολέμου και πρώην επαγγελματία ποδοσφαιριστή, ο οποίος αναλαμβάνει να διοργανώσει έναν αγώνα ποδοσφαίρου ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής, που γρήγορα λαμβάνει το χαρακτήρα επίδειξης ισχύος για τις γερμανικές αρχές. Στο παιχνίδι τελικά συμμετέχει τόσο ο Πελέ όσο και πολλοί επαγγελματίες ποδοσφαιριστές που το 1981, όταν και γυρίστηκε η ταινία, αγωνίζονταν με την Ίπσουιτς στην πρώτη κατηγορία της Αγγλίας. Ας πούμε μερικά ενδιαφέροντα για αυτό το αριστούργημα. Οι ποδοσφαιριστές της Ίπσουιτς δεν είχαν καταλάβει πόσο πολύ θα εμπλακούν στο φιλμ. Στη διάρκεια της σεζόν 81-82, ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον είπε στους παίκτες του πως γυρίζεται μια ταινία Ιούνιο και Ιούλιο και πως αν κανείς ενδιαφερόταν να συμμετάσχει, να του το πει. Από όσα τους περιέγραψε για την ταινία, οι παίκτες είχαν καταλάβει πως απλώς θα βοηθούσαν σε κάποιες σκηνές ποδοσφαιρικής δράσης. Δεν ήξεραν καν ποιοι θα ήταν εμπλεκόμενοι στο φιλμ. O Ράσελ Όσμαν θυμάται πως παρόλο που η παραγωγή θα διαρκούσε όσο και το καλοκαιρινό του μπρέικ από τις αγωνιστικές υποχρεώσεις, συμφώνησε γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει: «Ήμουν χωρισμένος τότε», θυμάται. Το άλλο που θυμάται είναι πως, φτάνοντας στην Ουγγαρία για τα γυρίσματα, είδε τους Μπόμπι Μουρ, Μάικ Σούμερμι και Οσβάλντο Αρντίλες ήδη εκεί οπότε κατάλαβε πως θα εμπλακούν. Η έκπληξη όμως ήρθε μετά. Την πρώτη κιόλας μέρα τους είπαν «βολευτείτε απόψε, αύριο έχετε διάλογο με τον Σερ Μάικλ Κέιν». Τους είπε πως׃ «Μισό λεπτό, είμαστε εδώ απλά για τις ποδοσφαιρικές σκηνές». Του απάντησαν׃ «Όχι, όχι, είναι περισσότερο από αυτό. Υπάρχει χαρακτήρας που πρέπει να παιχτεί». Ο Τζον Γουόρκ μέσος της Ίπσουιτς, θυμάται πως׃ «δεν ήταν μέχρι που φτάσαμε εκεί κι είδαμε τον Πελέ, τον Μπόμπι Μουρ, τον Σερ Μάικλ Κέιν, τον Συλβέστερ Σταλόνε που σκεφτήκαμε׃ «Θεέ μου, αυτό θα είναι όντως μια κανονική ταινία»! Ο υποψήφιος για Όσκαρ σεναριογράφος Τζεφ Μαγκουάιρ είχε γράψει μια πολύ διαφορετική εκδοχή της ταινίας׃ «Αν είχαν κάνει την εκδοχή της Απόδρασης που έγραψα, πιθανότατα δε θα το έβλεπαν μέχρι και σήμερα τα παιδιά που τους αρέσει το ποδόσφαιρο». Ο Μαγκουάιρ είχε κάνει μεγάλη έρευνα πάνω στον Β’ Παγκόσμιο και τα εγκλήματα των Ναζί και ήθελε να γράψει μια πολύ σοβαρή ταινία. Σε συνέντευξη του είπε׃ «Ότι φρικτό πράγμα κι αν έβαζα στο σενάριο, οι Ναζί είχαν κάτι πολύ χειρότερα. Οπότε η πρώτη μου εκδοχή κατέληξε κτηνώδης, με πολλούς τρόπους. Είχα χιούμορ μέσα, αλλά είχα επίσης και σκηνές που κόσμος πεθαίνει αλύπητα από τα πολυβόλα. Πάντα την έβλεπα ως R-rated ταινία». Τελικά, λέει, θυμάται μια κριτική όταν η ταινία κυκλοφόρησε׃ «Έλεγε πως ήταν σαν Β’ Παγκόσμιος σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου οι Ναζί ήταν σχεδόν ΟΚ τύποι, και κάπως έτσι το βλέπω κι εγώ». O τερματοφύλακας της Νιου Γιορκ Κόσμος έμαθε στον Σταλόνε πως να παίξει πειστικά το τέρμα. Ο Σεπ Μέσινγκ θυμάται πως ο Πελέ του είχε προτείνει να παίξει τον Γερμανό τερματοφύλακα στην ταινία, όμως η γυναίκα του ήταν 4 μηνών έγκυος οπότε δε μπορούσε να φύγει για ενάμιση μήνα στην Ουγγαρία. Όμως έκανε κάτι άλλο για την ταινία. Σε ένα δείπνο, ο Πελέ του γνώρισε ανθρώπους της ταινίας για να προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν. Στο δείπνο ήταν και ο Σταλόνε. Μετά το φαγητό, βγήκαν στο γρασίδι παραδίπλα, κι o Μέσινγκ προσπαθούσε να δείξει στον Συλβέστερ πώς να παίζει σαν τερματοφύλακας. Είπε χαρακτηριστικά׃ «Ήταν πολύ χτισμένος, σαν μποντιμπίλντερ, αλλά προφανώς καθόλου καλό τέρμα μιας και δεν το είχε ξανακάνει. Οπότε προσπάθησα να του πω μερικά κόλπα». Μοιράστηκα μαζί του τον χρυσό κανόνα των τερματοφυλάκων: «Του είπα: Όταν αμφιβάλλεις, απομάκρυνε τη με γροθιές». Οπότε μετά σούταραν όλοι προς εκείνον και εκείνος έδιωχνε με γροθιές κάθε σουτ που πλησίαζε στην εστία του. «Αριστερά χουκ, δεξιά κροσέ!», θυμάται. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι ο Μαγκουάιρ δεν ήθελε, για λόγους ρεαλισμού, να είναι ο Πελέ στην ταινία. Εξηγεί׃ «Δεν υπήρχε περίπτωση οι Ναζί να αφήσουν έναν μαύρο ποδοσφαιριστή να παίξει. Θα ήταν νεκρός με το που είχε πιαστεί αιχμάλωτος». Όμως ο αυστηρός ρεαλισμός δεν ήταν έτσι κι αλλιώς η οδός που επελέγη׃ «Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα», παραδέχεται χρόνια μετά. Και συνεχίζει׃ «Γιατί αυτή η ταινία είναι πλέον σήμερα ένα από τα καλύτερα φωτογραφικά αρχεία του Πελέ που έχουν απομείνει και είναι σπουδαίο που το έχουμε σε φιλμ 35 χιλιοστών. Είναι πιθανότατα ο λόγος που το φιλμ είναι αγαπητό μέχρι και σήμερα». Η ιστορία της ταινίας είναι εμπνευσμένη από τον ιστορικό παιχνίδι ο «Αγώνας του Θανάτου» που είχαμε κάνει αφιέρωμα μερικές μέρες πριν.
Συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο με το «Mean Machine» (Βρώμικο Είδωλο). Κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους του Ηνωμένου Βασιλείου στις 28 Δεκεμβρίου του 2001 και σκηνοθέτης είναι ο Μπάρι Σκόλνικ. Μοιάζει αρκετά με αυτή του «Escape to Victory», μόνο που στη θέση του στρατοπέδου κράτησης αιχμαλώτων πολέμου εδώ έχουμε μια σύγχρονη σκοτεινή φυλακή της Βρετανίας. Το «Mean Machine» είναι «remake» της ταινίας «The Longest Yard» του 1974, με τη διαφορά ότι στην πρώτη έχουμε ποδόσφαιρο ενώ στη δεύτερη αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Ο Βίνι Τζόουνς, πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, υποδύεται τον αρχηγό της Αγγλίας, που κατηγορείται για στήσιμο ενός παιχνιδιού τη στιγμή μάλιστα που η καριέρα του έχει πάρει την κατιούσα. Η επίθεσή του σε δύο αστυνομικούς μετά από μια ξέφρενη νύχτα, τον στέλνει κατευθείαν στη φυλακή, όπου διοργανώνει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ φυλακισμένων και φυλάκων, αναλαμβάνοντας το ρόλο του προπονητή των πρώτων. Από αυτό το σημείο και έπειτα η ταινία γίνεται αρκετά προβλέψιμη, με τους αδύναμους, όπως πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να παίρνουν τη νίκη. Οι χαρακτήρες των φυλακισμένων ωστόσο είναι αυτοί που κρατάνε το ενδιαφέρον μας, με αποκορύφωμα έναν ανισόρροπο, επιθετικό και μνησίκακο τερματοφύλακα που μιλά με πολύ βαριά σκωτσέζικη προφορά, τον οποίο υποδύεται ο Τζέισον Στέιθαμ. Το ωραίο είναι ότι το έργο περιελάβανε ηθοποιούς που είχαν παίξει στο παρελθόν επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Συμπεριλαμβανομένων τριών παικτών που ήταν συμπαίκτες με τον σταρ της ταινίας, Βίνι Τζόουνς, σε διαφορετικές περιόδους της καριέρας τους. Ο Τσάρλι Χάρτφιλντ (ομάδα φυλακισμένων στην ταινία) έπαιξε με τον Τζόουνς για τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ενώ ο Πωλ Φίσεντεν και ο Μπράιαν Γκέιλ (ομάδα των φρουρών στην ταινία) έπαιξαν μαζί του στη Γουίμπλεντον. Ο Νέβιν Σαρόγια (ομάδα κρατουμένων) ήταν κάποτε παίκτης της ομάδας νέων της Μπρέντφορντ και ο Πέρι Ντίγκγιντ έπαιζε ως τερματοφύλακας κυρίως για την Μπράιτον, αν και στην ταινία, είναι αμυντικός. Μέχρι και ο Ράιαν Γκιγκς, που τότε έπαιζε για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ουαλίας, εμφανίζεται για λίγο (στο λεπτό 77:00) ως φύλακας. Πολύ γέλιο, φοβερές σκηνές και «μυθικές» μορφές!!
Ερίκ καντονά σε φιλμογραφία για το ποδόσφαιρο δε γίνεται να μην υπάρχει. Το «Looking for Eric» βγήκε το 2009. Ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς δεν ασχολείται τόσο με ότι συμβαίνει εντός αγωνιστικού χώρου, αλλά πρωτίστως με την ταύτιση που νιώθουν οι οπαδοί με τους παίκτες και πώς το ποδόσφαιρο προσφέρει μια διέξοδο από τη δύσκολη και σκληρή καθημερινή ζωή. Ο πολύ μεγάλος θαυμαστής του Καντονά, Ερίκ Μπίσοπ βλέπει τη ζωή του να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, καθώς έχει μια απαίσια και καταπιεστική δουλειά, πολύ κακή σχέση με την πρώην του σύζυγο και ο γιος του έχει «παρτίδες» με το μεγαλύτερο έμπορο ναρκωτικών της περιοχής. Τα πράγματα αλλάζουν όταν κάνει ένα τσιγάρο μαριχουάνας, που έχει πάρει από το γιο του, και βλέπει το μεγάλο του είδωλο να εμφανίζεται μπροστά του και να του δίνει συμβουλές. Από κείνη τη στιγμή όλα αλλάζουν προς το καλύτερο για τον Έρικ Μπίσοπ, με τον Καντονά να μένει μαζί του και να τον βοηθά να αλλάξει την κοινότοπη ζωή του. Το «Looking for Eric» κερδίζει πολλούς πόντους πρώτα από την εκπληκτική σκηνοθεσία του Κεν Λόουτς, αλλά και από την απροσδόκητα καλή παρουσία του εκκεντρικού Γάλλου πρώην ποδοσφαιριστή. Αξίζει! Μπράιαν Κλαφ στη συνέχεια και «The Damned United» που ανέβηκε στις αίθουσες στις 27 Μαρτίου του 2009. Μόνο το γεγονός πως τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Τομ Χούπερ είναι επαρκής λόγος για να τη δει κανείς. Από τη στιγμή μάλιστα που ο Άγγλος κινηματογραφιστής καταπιάνεται με την πιο διαβόητη ιστορία του Μπράιαν Κλαφ, τον οποίο υποδύεται ο (για μια ακόμα φορά) συγκλονιστικός Μάικλ Σιν, τοποθετεί την ταινία στην κατηγορία «must-seen». Το «The Damned United» αφηγείται τις 44 μέρες που πέρασε ο ευέξαπτος και εκκεντρικός Μπράιαν Κλαφ ως προπονητής της Λιντς Γιουνάιτεντ το 1974. Η θητεία του μετέπειτα προπονητή της Νότιγχαμ Φόρεστ στον πάγκο της Λιντς έχει γραφτεί στην ιστορία του ποδοσφαίρου με μαύρα γράμματα. Ο Κλαφ ήταν εξαρχής ανεπιθύμητος από οπαδούς και παίκτες της Λιντς, οι προπονητικές του μέθοδοι ωστόσο, σε συνδυασμό με την εκρηκτική του προσωπικότητα, γρήγορα έβαλαν μπουρλότο στα αποδυτήρια της ομάδας. Δεν υπήρχε καλύτερος από τον Τομ Χούπερ να μας διηγηθεί αυτή την ιστορία.
Παραμένουμε στην Αγγλία και πάμε στο «Mike Bassett: England Manager» του 2001. Όποιος αγαπάει το βρετανικό χιούμορ, σίγουρα θα απολαύσει με την ψυχή του αυτή την ταινία. Το Mike Basset: England Manager αντιστρέφει τους όρους της κλασικής αθλητικής ταινίας όπου το απόλυτο αουτσάιντερ βγαίνει στο προσκήνιο και κερδίζει στο τέλος τους πάντες, με το αποτέλεσμα να είναι πραγματικά ξεκαρδιστικό. Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 (ως το 17ο αναφέρεται στην ταινία) ο προπονητής της Αγγλίας παθαίνει καρδιακό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη θέση του. Η αγγλική ομοσπονδία συνεδριάζει ώστε να αποφασίσει ποιος θα είναι ο νέος προπονητής της Εθνικής ομάδας και καταλήγουν, λόγω απροθυμίας των μεγάλων ονομάτων να αναλάβουν το τιμόνι των «τριών λιονταριών», στον σχετικά άσημο προπονητή Μάικ Μπάσσετ. Η ομάδα θα καταφέρει να περάσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο και μάλιστα θα φύγει με το κεφάλι ψηλά. Ο Στιβ Μπάρον, σκηνοθέτης της ταινίας, παίζει συνέχεια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Έτσι, κάτω από τα δοκάρια κάθεται ένας τύπος με κοτσίδα (παραπέμποντας στο Ντέιβιντ Σίμαν), ένας μέσος έχει προβλήματα με το αλκοόλ (θυμίζοντας μας τον Πολ Γκασκόιν) ενώ δε θα μπορούσε να λείπει και η απομίμηση του Ντέιβιντ Μπέκαμ. Η ταινία συνιστάται γενικά ανεπιφύλακτα και ειδικά στους οπαδούς της Εθνικής ομάδας της Αγγλίας. Καθώς θα τους γυρίσει πίσω στα χρόνια που η αγαπημένη τους ομάδα έκανε κάτι παραπάνω από αξιοπρεπείς πορείες στις μεγάλες διοργανώσεις. Σταθερά στο «Νησί» και πάμε Λονδίνο. Με το «Fever Pitch» του Ντέιβιντ Έβανς. Είναι ταινία του 1997 και τα συνδυάζει όλα. Καταπιάνεται με το ζήτημα του φανατισμού, της ταύτισης των οπαδών με τις ομάδες τους και με τους αγαπημένους τους παίκτες. Μεταφερόμαστε στην αγγλική πρωτεύουσα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, για να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Πολ Άσγουορθ, τον οποίο υποδύεται ο μετέπειτα βραβευμένος με Όσκαρ Κόλιν Φερθ. Ο Πολ δυσκολεύεται να συνδυάσει τη δουλεία του ως δάσκαλος αλλά και την καινούργια του ερωτική σχέση, με την αγάπη του για την Άρσεναλ, με αποτέλεσμα πολλές φορές να παραμελεί επάγγελμα και σχέση για χάρη των «κανονιέρηδων». Πρόκειται για μια ρομαντική κομεντί που ωστόσο καταφέρνει να κρατήσει τις αποστάσεις της από τα κλασικά κλισέ του είδους. Κορυφώνεται με τα γεγονότα της πραγματικής ζωής του παιχνιδιού της Άρσεναλ εναντίον της Λίβερπουλ στον τελευταίο αγώνα της σεζόν στις 26 Μαΐου του 1989. Με γκολ της τελευταίας στιγμής από τον Μάικλ Τόμας να δίνει στην Άρσεναλ τη νίκη με 2-0 που χρειαζόταν για να εξασφαλίσει τον τίτλο. Το 2005, η ταινία επαναδημιουργήθηκε σε μια αμερικανική έκδοση με τίτλο «Fever Pitch» με πρωταγωνιστές τους Τζίμι Φάλον και Ντρου Μπάριμορ με τους Μπόστον Ρεντ Σοξ του 2004 να αντικαθιστούν την Άρσεναλ. Για να αποφευχθεί η σύγχυση, αυτό το ριμέικ του 2005 είναι γνωστό ως «The Perfect Catch» στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ζιζού φυσικά! Με το «Zidane: A 21st Century Portrait». Σκηνοθέτες οι Ντάγκλας Γκόρντον και Φιλίπ Παρένο. Είναι ένα ντοκιμαντέρ που επικεντρώνεται αποκλειστικά στον Ζιντάν κατά τη διάρκεια ενός αγώνα του ισπανικού πρωταθλήματος. Μεταξύ της Ρεάλ Μαδρίτης και της Βιγιαρεάλ στις 23 Απριλίου του 2005 στο στάδιο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Γυρίστηκε σε πραγματικό χρόνο χρησιμοποιώντας 17 συγχρονισμένες κάμερες. Τραβούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του ματς μόνο το Γαλλοαλγερινό σούπερ σταρ. Τους δύο σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ περίμενε και μια έκπληξη προς το τέλος του παιχνιδιού, όταν ο Ζινεντίν έχασε την ψυχραιμία του και αποβλήθηκε με απευθείας κόκκινη κάρτα. Το απαραίτητο μοντάζ ολοκληρώθηκε την επόμενη χρονιά και οι απανταχού φίλοι του είχαν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Η μουσική του σκωτσέζικου συγκροτήματος «Mogwai» συμπληρώνει άψογα τη λιτή αλλά και αγχωτική πολλές φορές εικόνα. Για όποιον αγαπήσει αυτό το οπωσδήποτε ιδιόμορφο, αλλά φοβερά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, υπάρχει και ένα αντίστοιχο με τον Τζορτζ Μπεστ το μακρινό 1971.
Τελειώνουμε το αφιέρωμα μας με το κλασικό «Goal! TRILOGY». Έχει χαρακτηριστεί ως «o Άρχοντας των Δαχτυλιδιών του ποδοσφαίρου». Η διαπίστωση θα ήταν ακριβής αν η τριλογία είχε την κορύφωση των ταινιών του Πίτερ Τζάκσον. Δυστυχώς όμως ο Ντάνι Κάνον ο σκηνοθέτης της δεν είναι Πίτερ Τζάκσον. Η ταινία ξεκινά τρομερά ελπιδοφόρα, συνεχίζει με ένα καλό δεύτερο μέρος, θα ευχόμασταν ωστόσο να μην είχε γυριστεί ποτέ το τελευταίο μέρος της τριλογίας. Πρωταγωνιστής είναι ένας Μεξικάνος που ζει από παιδί στο Λος Άντζελες. Το ταλέντο του Σαντιάγκο Μουνιέζ ανακαλύπτει ένας πρώην επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στους δρόμους της πόλης. Τον πείθει να ταξιδέψουν μαζί στην Αγγλία, ώστε να δοκιμαστεί από τη Νιούκαστλ Γιουνάιτεντ. Εκεί, μετά από πολλές δοκιμασίες, ο Μουνιέζ καταφέρνει να κερδίσει τη θέση του στη βασική ενδεκάδα των «καρακάξων» και βοηθάει την ομάδα του να εξασφαλίσει το εισιτήριο για το επόμενο «Τσάμπιονς Λιγκ». Στο δεύτερο μέρος ο πρωταγωνιστής έχει πάρει μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ στο τρίτο και τελευταίο συμμετέχει με την Εθνική ομάδα της χώρας του στο Μουντιάλ του 2006. Το «Γκολ» και στις τρεις ταινίες συνδυάζει τα τηλεοπτικά πλάνα από τα πραγματικά παιχνίδια με πλάνα που έχουν τραβηχτεί με τους πρωταγωνιστές της τριλογίας. Στη συνολικής διάρκειας 300 λεπτών τριλογία παρελαύνουν πολλοί ποδοσφαιρικοί αστέρες της περασμένης δεκαετίας. Σε ένα σημείο έχει και ελληνικό ενδιαφέρον καθώς ο Σαντιάγκο Μουνιέζ αντιμετωπίζει με τη φανέλα της Ρεάλ τον Ολυμπιακό, στο πλαίσιο των ομίλων του «Τσάμπιονς Λιγκ». Και εδώ τελειώνει η περιήγηση μας στο θαυμαστό κόσμο του κινηματογράφου. Της μοναδικής σύνδεσης της «στρογγυλής θεάς» με το φακό της κάμερας. Ξέρουμε ότι μπορεί λίγο να σας κουράσαμε αλλά πιστεύουμε ότι άξιζε. Το art of football μαθαίνει, ψυχαγωγεί, χαλαρώνει και διδάσκει. Δε σταματάμε ποτέ. Συνεχίζουμε πιο δυνατά…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό