Ακούγοντας τις λέξεις Ιταλός αμυντικός της δεκαετίας του 90’ ένα από τα πρώτα ονόματα που έρχεται στο μυαλό είναι αυτό του Τσίρο Φεράρα. Με χαραγμένη στο πρόσωπό του τη σκληράδα του Ιταλικού Νότου θα μπορούσε εύκολα να υποδυθεί το ρόλο του Λούκα Μπράσι, του Αλ Νέρι ή του Γουίλι Σίτσι από το “Νονό”. Το χαμόγελο του αλλά και ο «καθαρός» τρόπος παιχνιδιού του …έσβηναν αυτή τη σκληράδα κάνοντας τον ιδιαίτερα αγαπητό σε συμπαίχτες και αντιπάλους.
Ο Τσίρο Φεράρα ήταν ο συνδετικός κρίκος δύο κυρίαρχων δυνάμεων του Ιταλικού ποδοσφαίρου σε μία περίοδο που το Καμπιονάτο ήταν μακράν το δυσκολότερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80′ μέχρι το πρώτο μισό της επόμενης δεκαετίας αγωνίστηκε στη Νάπολι (322συμ./ 15τερμ.) που ήταν και η πιο πετυχημένη περίοδος στην ιστορία της ομάδας. Με τους «Παρτενοπέι» κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1986-87, 1989-1990), ένα Κύπελλο (1986-87), ένα Ιταλικό Σούπερ Καπ (1990) και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ του 1989. Ενώ από το 1994 μέχρι και το 2005 υπήρξε ηγέτης της πολυδιαφημισμένης άμυνας της Γιουβέντους (358συμ./ 20τερμ.). Σε μία εποχή που η «Μεγάλη Κυρία» ήταν από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης με συμμετοχή σε τέσσερις τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ (1996, 1997, 1998, 2003) αλλά μόνο ο πρώτος από αυτούς ήταν νικηφόρος. Επίσης κατέκτησε έξι φορές το Ιταλικό πρωτάθλημα (1994-95, 1996-97, 1997-98, 2001-02, 2002-03, 2004-05) με το τελευταίο να αφαιρείται από τη Γιουβέντους λόγω της ανάμειξης της στο σκάνδαλο «Καλτσιόπολις». Με τους «Μπιανκονέρι» κέρδισε ακόμη ένα Κύπελλο (1994-95), τέσσερα Ιταλικά Σούπερ Καπ (1995, 1997, 2002, 2003), ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (1996), ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο (1996) και το …ταπεινό Κύπελλο Ιντερτότο το 1999.
Σε ηλικία 15 ετών ο Τσίρο Φεράρα έπασχε από αποφυσίτιδα του κνημιαίου μία νόσο που προκαλεί έντονους πόνος στο σημείο κάτω από το γόνατο. Καθηλώνοντας τον για μεγάλο διάστημα σε αναπηρικό αμαξίδιο. Μία πάθηση που παρατηρείται κυρίως νεαρούς αθλητές λόγω της απότομης ανάπτυξης του σκελετού σε συνδυασμό με την έντονη γυμναστική.
Παρόλα αυτά δύο χρόνια αργότερα (1984) εντάσσεται στη μικρομεσαία -μέχρι τότε- ομάδα της γενέτειρας του τη Νάπολι. Που τη προηγούμενη σεζόν είχε τερματίσει στην 11η θέση του Καμπιονάτο και μόλις ένα βαθμό πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Σίγουρα ούτε ο ίδιος ο Φεράρα φανταζόταν τι θα επακολουθούσε στα επόμενα χρόνια στην ομάδα του φτωχού Ιταλικού Νότου αλλά και στη δική του καριέρα. Εκείνη η μεταγραφική περίοδος ήταν ιστορική για τους «Παρτενοπέι» λόγω του ερχομού του Ντιέγκο Μαραντόνα από τη Μπαρτσελόνα. Ωστόσο το τέλος της επόμενης σεζόν δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο παρά τα 17 γκολ σε 36 εμφανίσεις του Αργεντινού σούπερ σταρ. Ο νεαρός τότε Φεράρα κατέγραψε μόλις δύο συμμετοχές στις τελευταίες και αδιάφορες αγωνιστικές, ντεμπουτάροντας μάλιστα κόντρα στη Γιουβέντους. Ο ερχομός του Οτάβιο Μπιάνκι στον πάγκο τον Ναπολιτάνων το 1985 όχι μόνο θα βάλει τον Φεράρα για τα καλά στο ροτέισον, αλλά θα ανεβάσει και επίπεδό ολόκληρη την ομάδα. Η ποδοσφαιρική περίοδος 1986-87 όμως θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία αφού το τέλος της θα βρει τη Νάπολι πρωταθλήτρια -για πρώτη φορά στην ιστορία της- και Κυπελλούχο Ιταλίας. Με τον 20χρονο Τσίρο Φεράρα θα έχει γίνει πλέον βασικό και αναντικατάστατο στέλεχός της, με 38 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις.
Η Νάπολι από φτωχός συγγενής των «Μεγάλων» βρίσκεται είναι πλέον στην ελίτ του δυσκολότερου πρωταθλήματος της Ευρώπης. Το οποίο κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό αφού κυρίως η Μίλαν αλλά και η Ίντερ φέρνουν στο Μιλάνο ότι καλύτερο υπάρχει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Όμως η Νάπολι τις δύό επόμενες σεζόν καταφέρνει και τερματίζει στη δεύτερη θέση με τον Τσίρο Φεράρα να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του Ιταλικού ποδοσφαίρου. Κερδίζοντας έτσι μία θέση στο «Ιταλικό» ρόστερ του Εuro της Γερμανίας αλλά και των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ που διεξήχθησαν -και οι δύο διοργανώσεις- το καλοκαίρι του 1988. Την επόμενη χρονιά η Νάπολι με ηγέτες και σκόρερ τους Μαραντόνα και Καρέκα κατακτά το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ αποκλείοντας στη διαδρομή ομάδες όπως η Μπάγερν Μονάχου και η Γιουβέντους. Στους διπλούς τελικούς αντιμετώπισε τη Στουτγκάρδη με τον Φεράρα να σκοράρει στο 3-3 του δεύτερου τελικού (ο πρώτος είχε τελειώσει με 2-1 υπέρ της Ιταλικής ομάδας).
Η αγωνιστική περίοδος 1989-90 αποτέλεσε και το «κύκνειο άσμα» του Μαραντόνα όχι μόνο με τη φανέλα της Νάπολι αλλά γενικότερα ολόκληρης της καριέρας του. Εκείνη τη περίοδο η Πρωταθλήτρια Ευρώπης Μίλαν βρισκόταν στη κορυφή της βαθμολογίας του Καμπιονάτο και όλα έδειχναν ότι στο τέλος θα έραβε εκείνη το «Σκουντέτο» με την Ιταλική σημαία στη φανέλα της. Κάποιες όμως ανεπάντεχες γκέλες από Μπολόνια και Βερόνα έδωσαν την ευκαιρία στη Νάπολι να προσπεράσει μόλις μία αγωνιστική πριν το φινάλε. Έτσι η αυλαία του Καμπιονάτο στο Σαν Πάολο κόντρα στη Λάτσιο είχε χαρακτήρα φιέστας για τους Ναπολιτάνους. Η νίκη με 1-0 χάρισε τον τίτλο στους «Παρτενοπέι» σφραγίζοντας έτσι τη πιο ένδοξη εποχή στην ιστορία τους. Ο Φεράρα στα 23 του ήταν ένας από τους πιο ολοκληρωμένους αμυντικούς του Ιταλικού πρωταθλήματος και από τα ηγετικά στελέχη των Ναπολιτάνων. Τη χρονιά εκείνη έλειψε από ένα μόλις παιχνίδι λόγω τιμωρίας και από τις τρείς διοργανώσεις που συμμετείχε η ομάδα του. Το ίδιο καλοκαίρι θα είναι στο ρόστερ -αλλά όχι στις βασικές επιλογές- της «Σκουάτρα Ατζούρα» στο Μουντιάλ της Ιταλίας.
Η μετά-Μαραντόνα εποχή θα βρει τη Νάπολι πάλι πίσω στη μετριότητα των προηγούμενων ετών. Ο Φεράρα ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει μία σταθερά για την ομάδα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1994 όπου ο προπονητής Μαρτσέλο Λίπι άφησε τα «Μικρά Γαϊδούρια» (όπως χαϊδευτικά αποκαλείται η ομάδα της Νάπολι) για τη Γιουβέντους παίρνοντας μαζί του και το αγαπημένο του παιδί τον Τσίρο Φεράρα, που το συμβόλαιο του έληγε εκείνο το καλοκαίρι. Κλείνοντας έτσι το πρώτο από τα δύο κεφάλαια της ποδοσφαιρικής του καριέρας.
Το καλοκαίρι του 1994 ήταν από τα πιο κομβικά στην ιστορία του Ιταλικού ποδοσφαίρου. Η εθνική Ιταλίας με ηγέτη τον Ρομπέρτο Μπάτζιο έφτασε μία ανάσα -και τρία χαμένα πέναλντι- από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου των ΗΠΑ. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς στο ΟΑΚΑ η Μίλαν του Φάμπιο Καπέλλο συνέτριψε με 4-0 την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ κατακτώντας το τρίτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης μέσα σε μία εξαετία. Εκείνη τη περίοδο η οικογένεια Ανιέλι φέρνει στο Τορίνο τον Μαρτσέλο Λίπι που τότε ήταν ένας από τους ανερχόμενους προπονητές στην Ιταλία. Έχοντας τη δυνατότητα μεταγραφών από το «πρώτο ράφι» ο Λίπι θα ντύσει στα ασπρόμαυρα παίχτες όπως οι Τσίρο Φεράρα, Ντιντιέ Ντεσάν, Πάουλο Σόουζα, Ρόμπερτ Γιάρνι οι οποίοι μαζί με τους «παλιούς» Ρομπέρτο Μπάτζιο, Ραβανέλι, Βιάλι, Κόντε, Ντι Λίβιο, Καρέρα, Περούτζι, Τοριτσέλι, Ντελ Πιέρο θα φέρουν το πρώτο Σκουντέτο στο Ντέλε Άλπι μετά το 1986. Με τον Φεράρα να γίνεται αμέσως ηγέτης στην άμυνα της Γιουβέντους. Την ίδια χρονιά εκτός από το πρωτάθλημα κατέκτησε το Kύπελλο Ιταλίας ενώ έφτασε και μέχρι το τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ όπου και ηττήθηκε -με συνολικό σκορ 2-1 στο διπλό τελικό- από τη Πάρμα. Σηματοδοτώντας έτσι μία περίοδο γεμάτη επιτυχίες για την ομάδα του Τορίνο. Την επόμενη χρόνια η Γιουβέντους -11 χρόνια μετά τη «μαύρη ημέρα» του Χέιζελ- θα φτάσει στη κατάκτηση του δευτέρου Κυπέλλου Πρωταθλητριών της ιστορίας της. Στις 22 Μαΐου του 1996 στη Ρώμη, θα κερδίσει τον κάτοχο του τίτλου Άγιαξ με σκορ 4-2 στα πέναλντι (1-1 η κανονική διάρκεια) με τον Τσίρο Φεράρα να ανοίγει το δρόμο για το τρόπαιο ευστοχώντας στο πρώτο πέναλντι για τους «Μπιανκονέρι». Μερικούς μήνες αργότερα η Γιουβέντους θα προσθέσει στη τροπαιοθήκη της το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (9-2 τη Παρί Σεν Ζερμέν σε διπλό τελικό) και το Διηπειρωτικό Κύπελλο (1-0 τη Ρίβερ Πλέιτ)
Οι δύο επόμενες χρονιές θα είναι εξίσου πετυχημένες για τη «Μεγάλη Κυρία» αφού θα φτάσει εκτός από τη κατάκτηση του Καμπιονάτο και στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Θα φύγει όμως και στις δύο περιπτώσεις με άδεια χέρια. Το 1997 θα ηττηθεί από την έκπληξη της διοργάνωσης Μπορούσια Ντόρτμουντ με 3-1 στο Μόναχο ενώ το 1998 θα έρθει η σειρά της Ρεάλ Μαδρίτης να κερδίσει τη Γιουβέντους με 1-0 στον τελικό του Άμστερνταμ Αρένα. Το 1998 θα είναι η χειρότερη ποδοσφαιρική χρονιά για τον Φεράρα αφού στις 2 Φεβρουαρίου θα υποστεί διπλό κάταγμα στο πόδι μετά από «δολοφονικό» μαρκάρισμα του μέσου της Λέτσε Αλεσάντρο Κοντίτσιο. Χάνοντας όχι μόνο το υπόλοιπο της σεζόν αλλά και το Μουντιάλ της Γαλλίας όπου υπολογίζονταν για βασικός στη «Σκουάτρα Ατζούρα».
Η κάκιστη πορεία της σεζόν 1998-99 θα βρει τη Γιουβέντους στην 7η θέση του Καμπιονάτο και τον αναμορφωτή της Μαρτσέλο Λίπι στη πόρτα της εξόδου. Ενώ τις επόμενες δύο σεζόν θα χάσει στο νήμα τον τίτλο από Λάτσιο και Ρόμα. Αλλά το 2002 ήταν η σειρά της Γιουβέντους να χαμογελάσει αφού μετά από ένα συγκλονιστικό φινάλε η Λάτσιο της κάνει ένα ανέλπιστο δώρο κερδίζοντας τη τελευταία αγωνιστική τη πρωτοπόρο Ίντερ χαρίζοντας έτσι τον τίτλο στην ομάδα του Τορίνο. Παρόλο που πλέον βάδιζε στα 36 του ο Φεράρα συνεχίζει να είναι βασικός και αναντικατάστατος στους «Μπιανκονέρι». Το 2003 (ξανά) υπό τις οδηγίες Μαρτσέλο Λίπι φτάνει στην άνετη κατάκτηση ενός ακόμη πρωταθλήματος αλλά και στο τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Ξεπερνώντας τα εμπόδια της Μπαρτσελόνα στους «8» και της Ρεάλ Μαδρίτης στους «4» πηγαίνει σαν φαβορί απέναντι στη Μίλαν στον τελικό του Ολντ Τράφορντ αλλά θα λυγίσει αυτή τη φορά στα πέναλντι. Το 2005 έχοντας χάσει τη θέση του στη βασική 11αδά αλλά και του ροτέισον της Γιουβέντους θα κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε ηλικία 38 ετών.
Με την εθνική Ιταλίας κατέγραψε μόλις 49 συμμετοχές, από το 1987 μέχρι το 2000. Αριθμός πολύ μικρός για έναν παίχτη του επιπέδου αλλά και της διάρκειας του Τσίρο Φεράρα. Ο μοναδικός λόγος ήταν ότι γεννήθηκε στη …λάθος χώρα τη λάθος εποχή. Όταν δηλαδή αγωνίζονταν στη ίδια θέση με παίχτες παγκοσμίου επιπέδου όπως οι Μπαρέζι, Μπεργκόμι, Καναβάρο, Νέστα, Βιερκοβούντ, Μαλντίνι κ.α. Στο Εuro του 2000 ο Φεράρα έκανε και τις τελευταίες του συμμετοχές με τη «Σκουάτρα Ατζούρα», όπου έφτασε μερικά δευτερόλεπτα από το να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης αλλά ένα γκολ στη τελευταία φάση του 90λεπτου και ένα στη παράταση έδωσε το τρόπαιο στους Γάλλους.
Ότι δεν κατάφερε σαν παίχτης με το εθνόσημο το κατάφερε σαν μέλος του προπονητικού σταφ. To 2006 ο «ερωτευμένος» μαζί του Μαρτσέλο Λίπι θα τον προσλάβει σαν έναν από τους βοηθούς του στην Εθνικής Ιταλίας. Φτάνοντας έτσι στην κορυφή του κόσμου με την κατάκτηση του Μουντιάλ της Γερμανίας. Στα επόμενα χρόνια θα εργαστεί σαν πρώτος προπονητής -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- σε Γιουβέντους, Σαμπτόρια, Εθνική Ιταλίας Κ21, και τη Κινεζική Γιουχάν Ζαλ. Μαζί με τον πρώην συμπαίχτη του Φάμπιο Καναβάρο έχουν ιδρύσει το φιλανθρωπικό ίδρυμα “Fondazione Cannavaro Ferrara” που ασχολείται με την έρευνα και την αντιμετώπιση του καρκίνου και που συμβάλει στην οικονομική ενίσχυση ασθενών στη γενέτηρα τους τη Νάπολι.
Μπορούσε να αγωνιστεί σαν δεξιός στόπερ, σαν λίμπερο σε τριάδα και σαν δεξιός οπισθοφύλακας, παρά το δυναμισμό του ήταν αρκετά εγκεφαλικός παίχτης με έξυπνες τοποθετήσεις, γρήγορος, με ηγετικά χαρακτηριστικά εντός γηπέδου αλλά και στα αποδυτήρια. Επίσης η καλή εξωγηπεδική ζωή του και ο επαγγελματισμός του ήταν αυτά που του επέτρεψαν να παραμένει μέχρι τα 36 του βασικός σε μία ομάδα όπως η Γιουβέντους. Ποτέ του δεν ήταν σταρ ούτε αντιμετωπίζονταν έτσι από τα ΜΜΕ της χώρας του. Σε αντίθεση με πολλούς παίχτες του Καμπιονάτο (κυρίως Ιταλούς) που στην ανάπαυλα του ημιχρόνου το πρώτο πράγμα που έκαναν όταν πήγαιναν στα αποδυτήρια ήταν βάλουν ζελέ στα μαλλιά τους που είχαν χαλάσει εκείνος έμενε συγκεντρωμένος στο αγωνιστικό πλάνο της ομάδας και το πως θα μπορέσει να σταματήσει τους αντίπαλους επιθετικούς. Γιαυτό και η εμμονή του Κορυφαίου Ιταλού τεχνικού Μαρτσέλο Λίπι προς το πρόσωπο του τα λέει όλα.
Την περίοδο που ο Φεράρα αγωνίζονταν σαν βασικός στη Γιουβέντους (1994-2003) τις εφτά από τις εννιά αυτές σεζόν η άμυνα της δέχονταν κατά μέσο όρο λιγότερο από ένα τέρμα ανά παιχνίδι. Μιλάμε για ένα πρωτάθλημα που σχεδόν κάθε αγωνιστική είχε να αντιμετωπίσει επιθετικούς όπως οι Ρονάλντο (το «φαινόμενο»), Μπατιστούτα, Σεφτσένκο, Βιέρι, Ρομπέρτο Μπάτζιο, Κρέσπο, Ζαμοράνο, Κ. Λόπεζ, Σάλας, Σινιόρι, Γουεά, Τόττι, Μοντέλα και παλαιότερα -όταν αγωνίζονταν στη Νάπολι- φαν Μπάστεν, Βιάλι, Αλτομπέλι, Κανίγια, Φέλερ, Κλίνσμαν, Μπάλμπο και δεκάδες άλλους ικανότατους φορ.
Ο όρος «Κατενάτσιο» σημαίνει για προφανείς λόγους κλειδαμπαρωμένη πόρτα (ή Λουκέτο). Επινοήθηκε και εφαρμόστηκε τη δεκαετία του 60’ (κυρίως) από τους Νερέο Ρόκο και Χελένιο Ερέρα. Μπορεί στις μέρες να έχει αρνητική έννοια όμως αυτός ο τρόπος παιχνιδιού με έμφαση στην άμυνα και χρήση ενός ακόμη κεντρικού αμυντικού (λίμπερο) έδωσε τους πρώτους Ευρωπαϊκούς τίτλους στους Ιταλικούς συλλόγους και ξαναέφερε στο προσκήνιο την Εθνική ομάδα της χώρας. Από τότε έχουν αλλάξει παρά πολλά στο ποδόσφαιρο ωστόσο η φήμη της Ιταλικής αμυντικής λειτουργίας παραμένει συνώνυμο της σταθερότητας όπως και οι Ιταλοί αμυντικοί -αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία έλλειψη- θεωρούνται οι κορυφαίοι στον κόσμο. Ο Τσίρο Φεράρα για σχεδόν είκοσι χρόνια και με περισσότερα από 700 παιχνίδια υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους αυτής της περίφημης ανασταλτικής λειτουργίας, επιβεβαιώνοντας τη φήμη των Ιταλών αμυντικών κρατώντας καλά «κλειδαμπαρωμένη» την άμυνα της εκάστοτε ομάδας του.
Από τον Μιχάλη Μαντζουράνη
https://www.youtube.com/watch?v=u18IvwS-AoQ&t=964s