Ξανθός με μπλε «αιμοβόρα» μάτια. Σε κοιτούσε και «πάγωνες», τρόμαζες, και εκείνη τη στιγμή ήθελες να γίνεις αόρατος. Ψηλός και ισχυρός. Μια προσωπικότητα μέσα στο γήπεδο, που σε πήγαινε σε άλλες εποχές, σε γύριζε σε άλλες δεκαετίες. Κύκλωνε το θύμα του αργά σαν άγριος τίγρης. Και την κατάλληλη στιγμή το «κατασπάραζε». Ένας ηγέτης. Ένας άντρας που αν ήταν στη δεκαετία του ’40 μάλλον θα ήταν αξιωματικός της Γερμανίας. Εκρηκτικός αλλά και παικταράς. Ήταν ο μοναδικός παίκτης που όταν βρέθηκε στο ασανσέρ, με δύο πασίγνωστους Έλληνες αθλητικούς δημοσιογράφους, τους έκανε να νιώσουν μια αδιαπέραστη ανατριχίλα. Είχε ένα μόνιμο βλέμμα οργής ακόμα και σε στιγμές χαράς. Έτοιμος να αρπαχτεί με την πρώτη ευκαιρία και να τα βάλει με όλους και με όλα. Παρόλα αυτά, αρχηγός μέσα στο γήπεδο, ποτέ δεν κρύφτηκε και τα προσόντα του δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν από κανέναν. Έδινε τα πάντα στο χορτάρι και δεν συμβιβαζόταν ποτέ. Έτσι ήταν ανέκαθεν. Τέτοια χαρακτηριστικά συνέθεταν το παζλ της φυσιογνωμίας του Γερμανού άσου, ο οποίος μεγαλούργησε στα γήπεδα της χώρας του με τη φανέλα της Γκλάντμπαχ και της Μπάγερν Μονάχου, ενώ αντίστοιχα με τα «πάντσερ», δεν αγωνίστηκε όσο ήθελε λόγω… χαρακτήρα. Είχε φανατικούς θαυμαστές και ανθρώπους που λάτρευαν να τον μισούν όπως συμβαίνει με κάθε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Το σημερινό μας αφιέρωμα είναι φυσικά για τον Στέφαν Έφενμπεργκ.
Τον συνόδεψαν πολλά προσωνύμια όλα τα χρόνια της σπουδαίας ποδοσφαιρικής του διαδρομής. Μερικά από αυτά ήταν׃ «Αχώνευτος», «Αριστοκράτη της Αλαζονείας», «Κοινό Κακοποιό». Αυτό όμως που του έμεινε ήταν ο «τίγρης». Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1968 στο Νίεντορφ του Αμβούργου. Η αρχή έγινε στην τοπική ομάδα της περιοχής του στη Βόρεια Γερμανία, την Μπράμφελντερ, για να πάει μόλις στα έξι του στην γειτονική Βικτόρια Αμβούργου και να μείνει εκεί από το 1974 έως το 1986. Τα προσόντα του φάνηκαν από νωρίς, (ήδη το κορμί του ήταν πολύ ανεπτυγμένο με ύψος 1.88), με την Γκλάντμπαχ να είναι αυτή που τον ενέταξε στο δυναμικό της. Δέσποζε στο γήπεδο ως κεντρικός χαφ, αυτή ήταν η θέση του και για ένα χρόνο έπαιξε στους νέους της Μπορούσια, προτού μετακομίσει στην πρώτη ομάδα, κάνοντας τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Ο 19χρονος, τότε, άσσος ξεκινούσε το «ταξίδι» του, το οποίο έμελλε να είναι μεγάλο και αντάξιο των προσόντων του. Με πυξίδα το θάρρος, την τόλμη του και τον ηγετικό του χαρακτήρα. Την πρώτη χρονιά έπαιξε σε 15 αγώνες και πέτυχε ένα γκολ, με τον προπονητή του, Βολφ Βέρνερ, να του δίνει ακόμα περισσότερο χρόνο συμμετοχής την επόμενη σεζόν, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο του στο χορτάρι. Συνολικά έπαιξε σε 29 παιχνίδια της «Μπουντεσλίγκα», βρίσκοντας τρεις φορές δίχτυα και βοηθώντας την Μπορούσια να τερματίσει, στην έκτη θέση του πρωταθλήματος. Την τρίτη του σεζόν εκεί, μπορεί η Γκλάντμπαχ να μην τα πήγε καλά και να έμεινε οριακά στην κατηγορία, για τον ίδιο όμως ήταν εξαιρετική, κάνοντας την Μπάγερν Μονάχου να δώσει 2 εκατομμύρια ευρώ για να τον κάνει δικό της. Όπερ και εγένετο το καλοκαίρι του 1990.
Στους Βαυαρούς δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνο προσαρμογής, αφού από την αρχή πήρε φανέλα βασικού και «οργίασε» στο χορτάρι. τη σεζόν 1990-91. Ο Έφενμπεργκ όμως δεν ήταν και το καλύτερο παιδί. Το αντίθετο ήταν μάλιστα. Είχε ιστορικό να προσελκύει την προσοχή και την οργή από τους οπαδούς και άλλους παίκτες με τη συμπεριφορά του. Το 1991, πριν από έναν αγώνα Κυπέλλου «ΟΥΕΦΑ» εναντίον της τότε ημι-επαγγελματικής Κορκ Σίτι, είπε στον «Τύπο» ότι׃ «Είμαι σίγουρος για τη νίκη. Σιγά μη φοβηθώ τον Ντέιβ Μπάρι. Αυτός είναι παππούς»! Ο Μπάρι που έπαιζε μέσος, πήρε την «εκδίκηση» του σκοράροντας στην τιμητική ισοπαλία με 1-1 στο «Μάσγκρειβ Παρκ». Στη ρεβάνς οι Βαυαροί επικράτησαν με 2-0. Ο Έφενμπεργκ ήταν πάντα στη βασική ενδεκάδα. Ο σύλλογος όμως έχασε το πρωτάθλημα από την Καϊζερσλάουτερν, ενώ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών η πορεία ανακόπηκε στα ημιτελικά, από τον Ερυθρό Αστέρα, όπου πήρε και το τρόπαιο. Την αμέσως επόμενη σεζόν, όλα συνέχισαν να πηγαίνουν στραβά και ανάποδα για την ομάδα του Μονάχου. Ο ίδιος όμως παρέμενε καταπληκτικός. Το 1992 ο «αιώνιος αντίπαλος» του Λόταρ Ματέους πήγε στην Μπάγερν. Και ο Στέφαν φυσικά έφυγε. Η Φιορεντίνα δαπάνησε 3,75 εκατομμύρια ευρώ και τον αγόρασε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Η μεταγραφή του στην Ιταλία και στους «Βιόλα», δεν κύλησε όπως θα περίμενε. Αφού η πρώτη του σεζόν εκεί στιγματίστηκε από τον υποβιβασμό της ομάδας στην Β’ κατηγορία, παρά το γεγονός ότι είχε συμπαίκτες τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα και τον Μπράιαν Λάουντρουπ. Η 16η θέση έστειλε την ομάδα της Φλωρεντίας στη «Σέριε Β», με τον ίδιο πάντως να τα δίνει όλα. Ο Βιτόριο Γκόρι ανέλαβε αντί του πατέρα του, Μάριο, ο οποίος πέθανε και έφερε στον πάγκο τον Κλάουντιο Ρανιέρι, προκειμένου να επαναφέρει άμεσα την ομάδα στα μεγάλα «σαλόνια». Πράγματι αυτό συνέβη, αφού ο τίτλος ήρθε εύκολα μαζί φυσικά με την άνοδο και ο Έφενμπεργκ «τάιζε» με τις ασίστ του τον «Μπάτι-γκολ», ο οποίος βγήκε πρώτος σκόρερ. Πραγματικά πόσο σπουδαίοι παίκτες με καρδιά και πίστη, που παρέμειναν, και ακολούθησαν την ομάδα στη χαμηλότερη κατηγορία. Αν και είχε συμβόλαιο μέχρι το 1997, δεν έμεινε στην Ιταλία λόγω της έλευσης του Ρουί Κόστα και του λιγότερου χρόνου συμμετοχής του.
Η επιστροφή στη Γερμανία αποτελούσε μονόδρομο που θα μπορούσε να επαναφέρει την καριέρα του εκεί που επιθυμούσε. Τι καλύτερο, λοιπόν, από το να παίξει στην ομάδα που ανδρώθηκε, την Γκλάντμπαχ. Το 1994 επέστρεψε ως δανεικός, αλλά παρέμεινε εκεί μέχρι το 1998, αφού η διοίκηση πείστηκε πως ήταν ο ηγέτης που έψαχνε και τον αγόρασε το καλοκαίρι του 1995. Μαζί της κατέκτησε το Κύπελλο του 1995 και οι εμφανίσεις του ήταν ασύλληπτες εκείνη την τετραετία. Με 23 γκολ σε 118 αγώνες, η Μπάγερν έκανε εκ νέου κίνηση για να τον αγοράσει με ποσό κοντά στα 4,25 εκατομμύρια ευρώ. Στους Βαυαρούς, η καριέρα του πήρε για τα καλά τα πάνω της και σήκωσε τους τίτλους που τόσο πολύ του έλειπαν. Για την επόμενη τετραετία, η Μπάγερν βρήκε τον ηγέτη που ήθελε και ο ίδιος την «Γη της επαγγελίας» του. Ο Οτμαρ Χίτζφελντ έλεγε׃ «Οταν είναι παρών, ο Στέφαν είναι το νούμερο ένα. Θα κυριαρχήσει, αυτή είναι η φύση του». Ο 30χρονος τότε, Έφενμπεργκ, έπαιξε την καλύτερη και ποιοτικότερη μπάλα της καριέρας του που συνδυάστηκε με τρόπαια. Πέρα από τις δικές του εκπληκτικές εμφανίσεις, σήκωσε το «Τσάμπιονς Λιγκ» του 2001 με αντίπαλο την Βαλένθια στο Μιλάνο. Σε αυτόν τον εκπληκτικό, δραματικό τελικό ισοφάρισε με πέναλτι στην κανονική διάρκεια, και στη διαδικασία των πέναλτι σήκωσαν τη μεγάλη κούπα. Ήταν η ρεβάνς που πήραν τότε όλοι οι παίκτες της Μπάγερν από τον σοκαριστικό χαμένο τελικό με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δυο χρόνια πριν. Το 2002 αποφάσισε να φύγει πια, αφού τα είχε πάρει όλα με τα «κόκκινα».
Αρκετές ομάδες προσπάθησαν να τον αποκτήσουν, όπως, Μάντσεστερ Σίτι, Γαλατάσαραι, Ατλέτικο Μαδρίτης, όμως η Βόλφσμπουργκ τελικά, κατάφερε να τον κάνει δικό της. Με τους «Λύκους» είχε 19 εμφανίσεις και τρία γκολ, όμως δεν έπαιξε και δεύτερη χρονιά, αναζητώντας νέα πρόκληση στην καριέρα του, μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής και περισσότερα χρήματα. Έτσι, λοιπόν, αφήνει την χώρα του και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, μετακομίζοντας στο Κατάρ και την Αλ Αραμπί. Με τον Μπατιστούτα, όπως παλιά ως συμπαίκτη του! Εκεί και σε ηλικία 36 ετών αποφάσισε να βάλει τους «τίτλους τέλους». Θα μπορούσε να το κάνει, αγωνιζόμενος σε υψηλότερο επίπεδο, (εντούτοις δεν ακυρώνεται η πορεία του και τα όσα κατάφερε όλα τα προηγούμενα χρόνια). Συνολικά είχε 550 συμμετοχές και πέτυχε 111 γκολ. Σε έξι σεζόν συνολικά στην Μπάγερν έχει το αρνητικό ρεκόρ, όλων των εποχών στην «Μπουντεσλίγκα» με 109 κίτρινες κάρτες!! Κατέκτησε τα πάντα στο πέρασμα του. Όπως μια τίγρη που μέσα στη ζούγκλα τα καταφέρνει όλα. Με την Γκλάντμπαχ πήρε το Κύπελλο Γερμανίας το 1995. Ενώ με την Μπάγερν το πρωτάθλημα το 1999, το 2000 και το 2001, το Κύπελλο το 2000, το σούπερ καπ το 1990, το Λιγκ Καπ το 1998, το 1999 και το 2000. Και φυσικά το «Τσάμπιονς Λιγκ» το 2001. Σε ατομικό επίπεδο από το περιοδικό «Kicker» ήταν στην καλύτερη ενδεκάδα τις ακόλουθες εξής χρονιές. Το 1991, το 1992, το 1995, το 1996, το 1997, το 1998 και το 2000. Φυσικά ήταν στην ομάδα «FIFA XI» (επίλεκτοι) το 1997, στην ομάδα της χρονιάς από τον «ESM» το 1999. Στον τελικό του «Τσάμπιονς Λιγκ» ήταν ο αρχηγός και πήρε και το βραβείο του καλύτερου παίκτη (MVP) στον αγώνα, ενώ ψηφίστηκε και ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της διοργάνωσης από την «UEFA» το 2001. Μετά την αποχώρηση του συν τις άλλοις, σε ψηφοφορία των φίλων της ομάδας, μπήκε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών της Μπάγερν Μονάχου!!
Η εθνική Γερμανίας ήταν μια ιδιαίτερη και καταστροφική για αυτόν σχέση. Ξεκίνησε από Εθνική Νέων της Δυτικής Γερμανίας (ακόμα δεν είχε γίνει η ένωση) το 1988. Για δύο χρόνια έπαιζε εκεί, είχε πέντε συμμετοχές και πέτυχε ένα γκολ. Το ντεμπούτο του έγινε στις 5 Ιουνίου του 1991, σε έναν αγώνα, για τα προκριματικά του «EURO» του 1992 εναντίον της Ουαλίας, καθώς έπαιξε τα τελευταία 18’ λεπτά στην εκτός έδρας ήττα με 1-0. Ήταν πάντα παρών κατά τη διάρκεια όλων των αγώνων. Ο χαρακτήρας του όμως αποτέλεσε «τροχοπέδη» στο να κάνει πολλά παραπάνω πράγματα με τα «πάντσερ». Αν και με την πρώτη του παρουσία σε μεγάλη διοργάνωση έφτασε ένα βήμα πριν την κορυφή της Ευρώπης. Έφτασε στον τελικό του «EURO» του 1992. Αλλά εκεί η μεγαλύτερη έκπληξη μαζί με την Ελλάδα, η τρομερή Δανία του στέρησε το τρόπαιο. Ο ίδιος με τις εμφανίσεις του ψηφίστηκε στην κορυφαία ομάδα του τουρνουά! Την επόμενη χρονιά η Γερμανία με τον Στέφαν βασικό κατέκτησε το «U.S. Cup» (Κύπελλο ΗΠΑ). Το Κύπελλο ΗΠΑ ξεκίνησε ως τουρνουά τεσσάρων ομάδων το 1992 και παιζόταν κάθε χρόνο μέχρι το 2000, εκτός από τα χρόνια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και του 1998. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη τη χρονιά, φιλοξένησαν τη Βραζιλία, την Αγγλία και τη Γερμανία.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 η «νατσιονάλμανσαφτ» πήγε με μεγάλες φιλοδοξίες, αφού ήταν η κάτοχος του τροπαίου, το οποίο είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια πριν. Όμως τότε έγινε η σκηνή που τον «σημάδεψε» για πάντα. Το συγκεκριμένο περιστατικό συνέβη, στον αγώνα με τη Νότια Κορέα, στον τελευταίο αγώνα του ομίλου και τελικά αποτέλεσε την «ταφόπλακα» για τον ίδιο. Ο Μπέρτι Φογκτς στο 75’ λεπτό τον έκανε αλλαγή, ο Στέφαν νευρίασε μαζί του, οι οπαδοί τον αποδοκίμαζαν επειδή δεν ήταν ευχαριστημένοι με την εμφάνισή του και τότε συμβαίνει… Σηκώνει το κεφάλι, τους κοιτάζει, και χαμογελαστός αντιδρά υψώνοντας το μεσαίο του δάχτυλο. Κάνει τη χαρακτηριστική χειρονομία και προκαλεί «πανδαιμόνιο» στην αποστολή και στη χώρα. Ο προπονητής κατευθείαν τον έδιωξε και τον έστειλε πίσω στην πατρίδα. Ήταν 26 ετών και στα καλύτερα του στην εθνική. Η Γερμανία τελικά στα προημιτελικά αποκλείεται από τη Βουλγαρία του Στόιτσκοφ. Δεν εμφανίστηκε ξανά σε άλλο διεθνή αγώνα μέχρι το 1998, όταν επανήλθε για λίγο στην εθνική ομάδα για δύο φιλικούς αγώνες στη Μάλτα τον Σεπτέμβριο, που έτυχε να ήταν οι δύο τελευταίοι αγώνες του Φογκτς, ως προπονητής της εθνικής ομάδας. Αποδείχτηκαν οι τελευταίες του συμμετοχές για τη Γερμανία. Συνολικά είχε 35 συμμετοχές και πέτυχε 5 γκολ. Αν μη τι άλλο, όχι κάτι το ιδιαίτερο αναλογικά με τα προσόντα του. Σαφώς και μπορούσε να αποτελέσει τον ηγέτη της «νατσιονάλμανσαφτ», όμως εκείνο το γεγονός τον διέλυσε.
Ένας απίστευτος και εκτός γηπέδου τύπος. Έγινε μέχρι και τραγούδι. Φυσικά υπάρχει στα βιντεοπαιχνίδια «Fifa» και «Pro» στους «θρύλους» του ποδοσφαίρου. Το 2001 κρίθηκε ένοχος για επίθεση σε μία γυναίκα σε ένα νυχτερινό κλαμπ. Το 2002 σε μία συνέντευξη στο «Playboy» δήλωσε ότι׃ «Οι άνεργοι της Γερμανίας, είναι απλά τεμπέληδες που δεν ψάχνουν για δουλειά, και απαιτώ να τους κόψουν τα επιδόματα». Άλλη κορυφαία δήλωση ήταν׃ «Μερικές φορές, οι παίκτες πρέπει να κάθονται μαζί, ακόμα και χωρίς τον προπονητή και να συζητάνε πώς πηγαίνουν τα πράγματα. Το σημαντικότερο πράγμα σε μια ομάδα, είναι η συνοχή και η ομοιογένεια». Και η καλύτερη ήταν׃ «Έχω ένα τεράστιο, αναθεματισμένο πρόβλημα. Λέω πάντα αυτό που πιστεύω». Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας εμφανίστηκε περιστασιακά ως σχολιαστής για τη γερμανική τηλεόραση. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική και συγκεκριμένα με τις ακαδημίες της Μπάγερν. Από τις 13 Οκτωβρίου του 2015 μέχρι τις 3 Μαρτίου του 2016, όταν και απολύθηκε ήταν προπονητής στη Πάντερμπορν. Στις 10 Οκτωβρίου του 2019, η ΚΦΚ Ύρντινγκεν 05 παρουσίασε τον Έφενμπεργκ ως νέο αθλητικό διευθυντή. Μετά από μερικούς προβληματικούς μήνες αποχώρησε από τη θέση πρόωρα τον Μάιο του 2020. Αυτή τη στιγμή σχολιάζει τους πάντες όπως έκανε πάντα. Στην προσωπική του ζωή… τρελές καταστάσεις!! Έχει κάνει δύο γάμους και έχει τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Η πρώτη του σύζυγος, Μαρτίνα ήταν και μάνατζερ του. Με την δεύτερη γυναίκα του, Κλαούντια σύναψε σχέση στα 23 του, όταν ήταν ακόμη παντρεμένος, ενώ η ίδια ήταν παντρεμένη με τον Τόμας Στρούντζ πρώην συμπαίκτη του στη Μπάγερν!! Για τέτοια σκάνδαλα η Μπάγερν πολλές φορές λέγεται και F.C Hollywood!! Το ζευγάρι τελικά παντρεύτηκε το 2004 και μετακόμισαν στη Φλόριντα. Στην αυτοβιογραφία του που προκάλεσε πανικό, και εκδόθηκε το 2003 το׃ «I Showed Them All», αποκάλυψε μια σειρά από καταστάσεις, που περιείχαν κάτι περισσότερο από ένα σωρό αλκοόλ, ναρκωτικά και σεξ. Έγινε διαβόητη για το κραυγαλέο περιεχόμενό της και περιλάμβανε επιθέσεις εναντίον άλλων επαγγελματιών του ποδοσφαίρου. Το βιβλίο κλιμάκωσε επίσης τη ρήξη που από πάντα υπήρχε μεταξύ του Έφενμπεργκ και του συμπαίκτη του Ματέους. Τον Λόταρ τον περιέγραφε στο βιβλίο του ως׃ «Μεγάλο στόμα που παραιτήθηκε». Σχετικά με την απόφασή του να αποσυρθεί δέκα λεπτά πριν από το τέλος του τελικού του «Τσάμπιονς Λιγκ» του 1999 λόγω κούρασης, ο Έφενμπεργκ δήλωσε ότι׃ «Αν ήμουν εγώ στη θέση του, θα είχα σπάσει το πόδι μου για να μείνω στο γήπεδο και να κερδίσω». Αφιερώνοντας ένα επόμενο κεφάλαιο στον εχθρό του με τίτλο׃ «Τι ξέρει ο Λόταρ Ματέους (Lothar Matthäus) για το ποδόσφαιρο», ακολουθήθηκε από μια κενή σελίδα.
Πολλές φορές και στα προηγούμενα άρθρα το έχουμε αναφέρει. Τέτοιοι παίκτες δεν υπάρχουν πια. Άντρες, μαχητές με ψυχή και καρδιά. Να τους «μισείς» είτε τους έβλεπες στο γήπεδο, είτε από την οθόνη της τηλεόρασης. Μάχες, ανταγωνισμός, ξύλο, πάθος. Αληθινό κλασσικό ποδόσφαιρο που τόσο λείπει πια. Ο συγκεκριμένος και η ομάδα που αγωνιζόταν με έκαναν να είμαι πάντα σε «αναμμένα κάρβουνα». Να βρίζω, να σηκώνομαι ανά λεπτό από τον καναπέ και να χτυπιέμαι. Ειδικά όταν έπαιζε με την αγαπημένη μου Ρεάλ Μαδρίτης. Ποτέ δε θα σβήσουν από τη μνήμη μου αυτά τα παιχνίδια. Η πίκρα που πήρα στους αγώνες του ομίλου το 2000 με τις δύο τεσσάρες. Η χαρά που γεύτηκα την ίδια χρονιά στους ημιτελικούς, όταν η «Βασίλισσα» πέρασε και εγώ με το κασκόλ και την φανέλα του Ραούλ πανηγύριζα. Ξανά πίκρα και κλάμα την επόμενη χρονιά με τις δύο ήττες στον ημιτελικό. Και επιστροφή στη χαρά ξανά την επόμενη σεζόν το 2002 στα προημιτελικά. Ακολούθησαν από τότε πολλοί αγώνες στο «ευρωπαϊκό κλάσικο» (El Clasico de Europa). Πάντα νιώθω κάτι παραπάνω όταν βλέπω αυτά τα παιχνίδια. Ποτέ όμως το συναίσθημα που μου έβγαζαν αυτά τα τρία συνεχόμενα χρόνια. Γιατί μου έχουν «καρφωθεί» στο μυαλό, αυτές οι αντιπαθητικές φάτσες του Καν, του Σαλιχάμιζιτς, του Έλμπερ, του Σολ, του Λιζαραζού, του Σανιόλ, του Κουφούρ, του Γιάνκερ, του Λίνκε, του Άντερσον, του Γέρεμις, αλλά πάνω απ’ όλα αυτή του Έφενμπεργκ. Όποτε τον έβλεπα το «αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου». Δεν άντεχα. Πραγματικά τον σιχαινόμουν. Και όμως… κατά βάθος δυστυχώς τον παραδεχόμουν. Είχε καταπληκτικά στοιχεία, αντίληψη, πάσα, φοβερό σουτ, φυσική δύναμη, ήταν ο άξιος αντίπαλος. Έτρεχε ακατάπαυστα, ήταν σκληρός, πολλές φορές «βάναυσος» στις μονομαχίες, με τάκλιν που έφταναν στο λαιμό. Δεν καταλάβαινε ούτε από οπαδούς να τον βρίζουν και να του πετάνε αντικείμενα, όπως έγινε στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου», ούτε με την κόντρα που είχε με τον Μπέκαμ (δεν έκανε καν χειραψία μαζί του). Και φυσικά όταν τα «έψελνε χοντρά» σε συμπαίκτες και αντιπάλους. Πόσες φορές ένιωσα, εκείνες τις στιγμές ότι ήμουν στο γήπεδο και τον αντιμετώπιζα. Και μόνο αυτό το συναίσθημα που μου έβγαζε, σε μένα ένα φίλαθλο που λάτρευε και λατρεύει τη Ρεάλ, τα λέει όλα για το ποιος ήταν… Ήταν ένας άγριος «τίγρης»… Ένας ηγέτης… Ένας αρχηγός… Ένας κυρίαρχος των πάντων… Ένας παντοτινός νικητής…