Όχι δεν είναι παραγγελία για φαγητό. Και δεν νομίζουμε κανείς να παράγγελνε και… αγγλικό φαγητό. Είναι το ποιος πραγματικά εφηύρε το ποδόσφαιρο! Ναι σας φαίνεται απίστευτο και ίσως τραβηγμένο. Όμως το art of football οφ «ταράζει τα νερά» για άλλη μια φορά και κάνει έρευνα για ποιος τελικά ανακάλυψε το δημοφιλέστερο παιχνίδι του κόσμου. Είμαστε το μοναδικό site που καταπιανόμαστε, με θέματα που κανένας, όχι μόνο δεν αναδεικνύει, αλλά ούτε καν σκέφτεται. Γιατί εμείς σκεφτόμαστε έξω από το «κουτί». Το άρθρο είναι λίγο μεγάλο αλλά αξίζει να το διαβάσετε ως το τέλος. Θα σας πάμε όχι απλά δεκαετίες, αλλά χιλιετίες πίσω. Με «πυξίδα» μας την αλήθεια θα ταξιδέψουμε στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, στη Κίνα, ενώ ενδιάμεσα θα κάνουμε στάσεις στους Αβοριγίνες της Αυστραλίας, στη Νότια Αμερική ακόμα και στην Αλάσκα!!! Βλέπετε το ποδόσφαιρο κάποιες φορές, ως παγκόσμια γλώσσα της ανθρωπότητας, καταλύει τους φυσικούς νόμους έλκοντας τα ετερώνυμα. Κάποιες άλλες, ως Πύργος της Βαβέλ, προκαλεί διχασμό, βία και εμφύλιες συρράξεις. Από απλό άθλημα μετατράπηκε σε ακαταμάχητο «ναρκωτικό», σε ισχυρό όπλο, σε κοινωνικό φαινόμενο. Κι όπως κάθε τέτοιο αναζητεί στους αιώνες την αφετηρία και τους δημιουργούς του. Όμως…
Προσωπική μου άποψη είναι ότι το ποδόσφαιρο δεν το εφηύρε κανείς. Ούτε οι Κινέζοι ούτε οι Αρχαίοι Έλληνες ούτε και οι Ρωμαίοι. Ούτε βέβαια οι Βρετανοί, όσο πεισματικά κι αν προσπάθησαν να διεκδικήσουν την «πατρότητα» του λαοφιλέστερου αθλήματος στον πλανήτη. O μυστηριώδης κόσμος της «Στρογγυλής θεάς» ζούσε, ζει και θα ζει στα ανθρώπινα γονίδια. Το σφαιρικό αντικείμενο, τότε με ασκούς και μαλλιά, σήμερα με δέρμα, αέρα και πεντάγωνα, κατάφερε να επιβιώσει επί τρεις χιλιάδες χρόνια «μεταναστεύοντας» συχνά και συναντώντας, ακόμη πιο συχνά διαφορετικά χέρια, πόδια και τρόπους ζωής. Αγνοώντας γλώσσες, ράτσες, τάξεις, προκαλώντας απερίγραπτες συγκινήσεις, εναλλαγές συναισθημάτων, μεγάλες χαρές, μεγάλες λύπες, σφοδρά πάθη και μίση, το ποδόσφαιρο δεν ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων αθλημάτων. Προϊόν μιας κρυστάλλινης μείξης Ιστορίας, πολιτισμών, αναγκών και προδιαθέσεων, η πιο όμορφη σφαίρα του κόσμου αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και πολλές αντιξοότητες, πριν τελικά «υποχρεώσει» τις πέντε ηπείρους να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Έχοντας γνωρίσει πρώτα την Κίνα και την Ιαπωνία, ύστερα την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, η ξέφρενη πορεία του συναρπαστικότερου παιχνιδιού της εποχής μας είχε διακοπεί απότομα στην κεντρική πλατεία της μεσαιωνικής Φλωρεντίας. Η περίφημη «Santa Croce», από σκηνικό δεκάδων ντέρμπι μεταξύ των «Λευκών» και των «Πράσινων» της αντίπαλης όχθης του Άρνου, γινόταν ξαφνικά αυτόπτης μάρτυρας του παρ’ ολίγον αφανισμού του ποδοσφαίρου. Όμηρος και αιχμάλωτος των πιο μαύρων χρόνων της ιστορίας μας, ο «πρόγονος» του σημερινού football, από υποχρεωτική αλλά απολαυστική διασκέδαση των Μεδίκων, θα σώπαινε ξανά για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Η επιστροφή του όμως, ήταν στον αέρα. Ωθούμενη ίσως και από την εσωτερική και υποσυνείδητη ανάγκη του καθενός από εμάς να κλοτσά αφηρημένα οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο του, η «ιερή» αποστολή της μπάλας, όχι μόνο θα έβρισκε τη δύναμη να συνεχίσει, αλλά και θα καθιερωνόταν ως τρόπος ζωής για δεκάδες εκατομμύρια συνανθρώπους μας. Και αφήνοντας πίσω της το κινέζικο «Tsϋ-Κϋ», τον ελληνικό «Επίσκυρο» και το λατινικό «Harpastum», θα προσγειωνόταν στη Μεγάλη Βρετανία. Θα προσγειωνόταν σε μια κοινωνία αρχικά διχασμένη αυτή της Αγγλίας του 1800 σε μια κοινωνία που μπορεί να έπαιξε ακόμη και «κορόνα-γράμματα» το ράγκμπι με το ποδόσφαιρο, σε μια κοινωνία όμως όπου, αργά ή γρήγορα, το ένστικτο θα επισκίαζε τον συντηρητισμό. Αρχίζουμε τώρα το ταξίδι…
Οι Βρετανοί μέχρι σήμερα, ακόμη αλληλοσυγχαίρονται για την «ευρηματικότητά» τους, όμως οι Κινέζοι, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, «προτιμούν, να παίζουν μπάλα! Επί λέξει «δερμάτινη μπάλα που σπρώχνεται με το πόδι», το περίφημο «κουτζού» (Cuju) ή «τσου κου» (Tsϋ-Κϋ) που ήδη από τον 11ο αιώνα π.Χ. αποτελούσε βασικό μέρος της στρατιωτικής εκγύμνασης. Η δυναστεία των Τσόου θέλησε τόσο πολύ να διαδώσει το παιχνίδι σε ολόκληρη την Κίνα, που το «κουτζού» γινόταν σύντομα το «εθνικό σπορ» της χώρας των Μανδαρίνων. Φορώντας βαριά, μακριά και άβολα ρούχα οι Κινέζοι στρατιώτες, στις τοιχογραφίες της εποχής, απεικονίζονται να κλωτσούν ένα δερμάτινο ασκό προς ένα ιδιόμορφο τέρμα από μπαμπού. Ιστορικοί ερευνητές βεβαιώνουν ότι ο ασκός αυτός ήταν γεμισμένος με γυναικεία μαλλιά και ότι στο πίσω μέρος του τέρματος, ύψους τριών ή τεσσάρων μέτρων, ήταν στερεωμένο ένα δίχτυ από μετάξι. Μάλιστα στο Εθνολογικό Μουσείο του Μονάχου διατηρείται ένα χειρόγραφο του Λι-Γου, χρονολογημένο στον 5ο αιώνα π.Χ. που μιλάει για την εισαγωγή του «κουτζού» στην Ιαπωνία. Επίσης αναφέρει και τη διοργάνωση αγώνων μεταξύ των ομάδων Κίνας και Ιαπωνίας. Στις 15 Ιουλίου του 2004, ο Σεπ Μπλάτερ (Sepp Blatter), πρόεδρος της ΦΙΦΑ, ανακοίνωσε επίσημα στον κόσμο ότι το ποδόσφαιρο προέρχεται από την πόλη Ζίμπο (Zibo) στην επαρχία Σαντόγκ (Shandong). Το παιχνίδι στη συνέχεια πέρασε στην Ιαπωνία το 600 π.Χ. με λίγο διαφορετικό τρόπο. Οι Ιάπωνες το ονόμασαν «Κεμάρι »(kemari). Παιζόταν κατά κόρον στην αυλή του Αυτοκράτορα και ενσωμάτωνε όλες τις αρχές της παράδοσης των σαμουράι. Ενώ στη Νότια Κορέα ονομάστηκε «τσουκ γκουκ» (chuk guk).
Από την Άπω Ανατολή και το «τσου κου» (Tsϋ-Κϋ), το πρωτόγονο είδος ποδοσφαίρου πάμε στην Αυστραλία. Ναι καλά διαβάσατε. Στη χώρα των καγκουρό με το περίφημο «μαρν γκρουκ» (marngrook). Ο Ρίτσαρντ Τόμας (Richard Thomas), προστάτης των Αβοριγίνων στη Βικτώρια (1841) για ένα το συγκεκριμένο παιχνίδι στο οποίο ήταν αυτόπτης μάρτυρας είπε׃ «Οι άντρες και τα αγόρια συγκεντρώνονται χαρούμενα όταν πρόκειται να παιχτεί αυτό το παιχνίδι. Κάποιος φτιάχνει μια μπάλα από δέρμα «possum», κάπως ελαστική, αλλά σταθερή και δυνατή. Οι παίκτες αυτού του παιχνιδιού δεν πετούν την μπάλα όπως θα μπορούσε να κάνει ένας λευκός, αλλά πέφτουν το και ταυτόχρονα το κλωτσάει με το πόδι του. Οι ψηλότεροι άνδρες έχουν τις καλύτερες πιθανότητες σε αυτό το παιχνίδι. Μερικοί από αυτούς θα πηδήξουν έως και πέντε πόδια από το έδαφος για να πιάσουν την μπάλα. Αυτός που ασφαλίζει την μπάλα την κλωτσάει. Αυτό συνεχίζεται για ώρες και οι ντόπιοι δεν φαίνεται να κουράζονται ποτέ από την άσκηση». Πιστεύεται ότι αυτό το παιχνίδι, είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι με μπάλα των Αβοριγίνων, που παίζεται για χιλιετίες στη σημερινή δυτική Βικτώρια και παρείχε στους πρώτους νομοθέτες του ποδοσφαίρου, μερικά από τα θεμελιώδη στοιχεία του παιχνιδιού, που εκατομμύρια άνθρωποι γνωρίζουν και αγαπούν, όπως οι κανόνες του ποδοσφαίρου της Αυστραλίας. Οι Αυστραλοί διεκδικούν από τους Κινέζους ότι αυτοί ανακάλυψαν το ποδόσφαιρο και ότι ήταν παλιότερο από το «τσου κου» !!
Και από την Άπω Ανατολή και την Ωκεανία, μετακομίζουμε στην Αρχαία Ελλάδα, επισκεπτόμαστε τον Όμηρο και καταλήγουμε στα γήπεδα του «Επίσκυρου». Στους δαιδάλους της φαντασίας του μεγάλου ραψωδού, η Ναυσικά και οι φίλες της και λίγο αργότερα μια χαρούμενη συντροφιά νεαρών Φαιάκων, ψυχαγωγούνται παίζοντας… «τόπι». Στους στίχους 100 της ραψωδίας Ζ και 372 της ραψωδίας Θ, ο Όμηρος περιγράφει γλαφυρά το λύγισμα της μέσης και την απόκρουση της μπάλας πριν αυτή πέσει στο έδαφος, αφηγούμενος ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό, το πρώτο «μπλονζόν» στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Από το νησί των Φαιάκων «…η κόκκινη σφαίρα που ‘χε φκιασμένη ο Πόλυβος» ταξιδεύει μέχρι την Αρχαία Αθήνα και τα πόδια των παικτών «Επίσκυρου». Κάτι μεταξύ σύγχρονου ποδοσφαίρου και ράγκμπι ο «Επίσκυρος», που παιζόταν σε γήπεδο χωρισμένο με σκύρα (χαλίκια), είχε γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα αθλήματα όλων εκείνων που πρώτοι είχαν μιλήσει για τις αρετές όχι μόνο ενός καλοακονισμένου πνεύματος, αλλά και ενός καλογυμνασμένου σώματος. Το παιχνίδι ήταν σκληρό και επίπονο και στη Σπάρτη αρκετό βίαιο. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από 12-14 παίκτες. Η βιαιότητα διατηρήθηκε και στη Ρωμαϊκή περίοδο. Η Σύγκλητος της Ρώμης απαγόρευσε το 2ο αιώνα τα παιχνίδια με την μπάλα. Αυτό έγινε γιατί ο γιος ενός Συγκλητικού έσπασε το πόδι του στον αγώνα!! Υπερβολική το λιγότερο αντίδραση, αφού ο Ιούλιος Καίσαρας δύο αιώνες πριν είχε χαρακτηρίσει το παιχνίδι «γυναικείο», όταν έμαθε ότι μόνο 25 παίκτες είχαν χάσει τη ζωή τους στη διάρκεια των αγώνων!!!
Η βιαιότητα συνεχίστηκε και στην αρχή της Βυζαντινής περιόδου. Όταν το 336 ο ρήτορας Λιβάνιος ήρθε για σπουδές στην Αθήνα, κάθε σχολή είχε τη δική της ομάδα και οπαδούς τόσο παθιασμένους, που δε δίσταζαν να πλακωθούν μεταξύ τους με ρόπαλα, μαχαίρια και πέτρες. Οι πρώτοι χούλιγκαν!!! Ο Γαληνός που υπήρξε προσωπικός γιατρός του Αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (βασίλευσε 161-180) εξηγεί γιατί η σφαιρομαχία ήταν τόσο δημοφιλής׃ «Ακόμη και ο φτωχότερος μπορεί να παίξει μπάλα, γιατί αυτή δεν θέλει ούτε δίχτυα, ούτε όπλα, ούτε άλογα, ούτε κυνηγόσκυλα. Και τι είναι πιο βολικό από ένα παιγνίδι, στο οποίο μπορεί να πάρει μέρος ο καθένας ανεξάρτητα από την περιουσία του και τη δουλειά του? Το παιγνίδι με την μπάλα δεν είναι μόνο καλή άσκηση για τα πόδια, αλλά πολύ καλή και για τα χέρια. Θα καταλάβεις επίσης ότι το παιγνίδι με την μπάλα γυμνάζει το μάτι, αν σκεφτείς ότι όποιος δεν μπορεί να υπολογίσει την τροχιά της, δεν μπορεί και να την πιάσει. Επίσης, ο παίκτης θα οξύνει και την κριτική του ικανότητα». Και συνέχισε με την εμπόλεμη προοπτική: «Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι το παιγνίδι με την μπάλα σε ασκεί στις σπουδαιότερες κινήσεις τις οποίες εμπιστεύονται οι νόμοι της πόλης στους στρατηγούς της: να επιτίθεται την κατάλληλη στιγμή και να μην γίνεσαι αντιληπτός, να οικειοποιείσαι αυτά που ανήκουν στους εχθρούς, είτε πέφτοντας πάνω τους με ορμή, είτε απροσδόκητα και να κρατάς τα λάφυρα που έχεις πάρει». Υπάρχουν και αποδείξεις για τον «Επίσκυρο». Ανάγλυφο του 4ου π.Χ. αιώνα που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών απεικονίζει έναν έφηβο να παίζει τη σφαίρα με το πόδι χωρίς όμως ωστόσο να σχετίζεται με ποδόσφαιρο όμοιο με το σύγχρονο. Από ανασκαφές που έκαναν στη Σαμοθράκη οι Αμερικανοί με επικεφαλής την Ελίζαμπεθ Ντούζμπερι και τον Έλληνα αρχαιολόγο Ανδρέα Βαβρίτσα, προήλθε ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, μια μπάλα ποδοσφαίρου. Σ’ έναν τάφο του 3ου π.Χ. αιώνα, βρέθηκε μεταξύ άλλων κι ένα πήλινο συμπαγές ομοίωμα μπάλας, που μοιάζει με τις μπάλες που χρησιμοποιούνται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Όπως έλεγε κάποτε, και ο μεγάλος Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός Φρίντριχ Σίλερ (Friedrich Schiller, Μάρμπαχ, 10 Νοεμβρίου του 1759-Βαϊμάρη, 9 Μαΐου του 1805) με το ποίημα του «Καταραμένε Έλληνα».
Καταραμένε Έλληνα…
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…
Γιατί να σ’ αγγίξω?
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός?
Γιατί δεν μ’ αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου?
Και μία στα γερμανικά για του λόγου το αληθές.
Verdammter Grieche
Wohin ich mein Denken drehe, wohin ich meine Seele wende sehe ich dich, finde ich dich,
sehne ich mich nach Kunst, Poesie, Theater, Architektur, bist du davor,erster, unübertroffen.
Suche ich nach Wissenschaft, Mathematik, Philosophie, Medizin, bist du fuehrend und unüberwindbar.
Durste ich nach Demokratie Fairness und Gleichheit, bist du vor mir, unnachahmbar konkurrenzlos.
Verfluchter Grieche… Verfluchtes Wissen
Warum soll ich dich Berühren?
Um zu spüren, wie klein ich bin, unwichtig, unbedeutend?
Warum lassen Sie mich nicht in mein Elend und in meine Sorglosigkeit?
Το καταπληκτικό είναι ότι η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (ΦΙΦΑ) αναγνωρίζει τον «Επίσκυρο» ως μία από τις πρώτες μορφές ποδοσφαίρου! Οπότε θα μπορούσε να προσθέσει ο τεράστιος αυτός και το ποδόσφαιρο ανακάλυψες καταραμένε Έλληνα! Πριν πάμε στη Ρώμη ας ταξιδέψουμε λίγο στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Το 1528, χρόνια μετά την κατάκτηση του Μεξικού, ο Ερνάν Κορτές επέστρεψε στην αυλή του βασιλιά Καρόλου του Ε’, φέρνοντας πίσω πλούτη και ένα εξωτικό ποτό που παρασκευαζόταν από κόκκους κακάο. Ήταν όμως ένα άλλο αντικείμενο του Νέου Κόσμου που πραγματικά σαγήνεψε τους συμπατριώτες του στην Ισπανία: μια μπάλα από καουτσούκ που αναπηδούσε. Τα μέλη της βασιλικής αυλής παρακολουθούσαν μαγεμένα τη μπάλα που αψηφούσε τους νόμους της βαρύτητας να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δύο ομάδες Αζτέκων, οι οποίοι έπαιζαν το αρχαίο παιχνίδι της Μεσοαμερικής, που λεγόταν «ουλάμα» (ulama) ενώ αντίστοιχα οι Μάγιας το ονόμαζαν «ποκ τα ποκ ή πιτζ» (pok-ta-pok ή pitz). Χωρίς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους ή τα πόδια τους, οι ιθαγενείς πετούσαν τη μπάλα στους αντιπάλους τους με τους γοφούς, τα γόνατα και τα οπίσθιά τους. Η «ζωντανή» σφαίρα που πηγαινοερχόταν δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Ευρωπαίοι για να παίζουν τις παλιότερες εκδοχές του τένις και του ποδοσφαίρου. Το «ουλάμα», πάντως, ήταν ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο σπορ για τους παίκτες, αφού όσοι βρίσκονταν στην ομάδα των ηττημένων κινδύνευαν να χάσουν όχι μόνο τον αγώνα αλλά και το κεφάλι τους. Η 3.500 ετών μπάλα από καουτσούκ, με την οποία παιζόταν το αρχαίο αυτό παιχνίδι, άνοιξε ωστόσο τον δρόμο για τις μπάλες που αναπηδούν, οι οποίες χρησιμοποιούνται σήμερα σε δημοφιλή αθλήματα και παιχνίδια σε όλο τον κόσμο.
Το έτος 1493, ο ιστορικός του βασιλιά Καρόλου του Ε’, Πέντρο Μαρτίρ Ντε Ανγκιέρα (Pedro Mártir de Anghiera), είχε επίσης ενθουσιαστεί στη θέα μιας μπάλας που είχε φέρει ο Χριστόφορος Κολόμβος μετά το δεύτερο ταξίδι του στον Νέο Κόσμο. Έγραφε׃ «Δεν καταλαβαίνω πώς όταν η μπάλα ακουμπά το έδαφος, επανέρχεται στον αέρα με ένα τόσο εντυπωσιακό πήδημα». Σύντομα οι αποσβολωμένοι από τους παίκτες Ισπανοί θα συνειδητοποιούσαν ότι παρακολουθούσαν ένα από τα αρχαιότερα παιχνίδια του κόσμου, που μετρούσε ήδη περίπου 3.000 χρόνια ζωής και ξεκίνησε από τους Ολμέκους του Μεξικού, το όνομα των οποίων, μάλιστα, σημαίνει «άνθρωποι από καουτσούκ». Οι Ολμέκοι θεωρούνται από τους αρχαιολόγους ως ο πρώτος πολιτισμός της Μεσοαμερικής, της περιοχής δηλαδή που περιλαμβάνει το σημερινό Μεξικό και την Κεντρική Αμερική. Αρχαιολόγοι στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική έφεραν στο φως μπάλες που χρονολογούνται από το 1.600 π.Χ., καθώς και φιγούρες παικτών του «ουλάμα» από το 1.200 π.Χ. περίπου. Στην ίδια περιοχή, οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει περισσότερα από 1.500 αρχαία γήπεδα, όπου παιζόταν το παιχνίδι, τα οποία χρησιμοποιούνταν από τους Ολμέκους και αργότερα από τους Μάγιας και τους Αζτέκους. Όπως γράφει ο συγγραφέας Τζον Φοξ στο βιβλίο του με τίτλο «Η μπάλα: Ανακαλύπτοντας τον σκοπό του παιχνιδιού», σε διάφορες περιοχές εφαρμόζονταν κι άλλοι κανόνες του παιχνιδιού, σε γενικές γραμμές όμως παιζόταν ανάμεσα σε ομάδες μέχρι επτά ατόμων, που συγκέντρωναν πόντους όταν ο αντίπαλος αποτύγχανε να στείλει τη μπάλα πίσω. Όπως στο τένις ή αν η μπάλα έβγαινε πέρα από τα όρια του γηπέδου του αντιπάλου, όπως στο αμερικανικό φούτμπολ. Κάποια γήπεδα περιλάμβαναν και κατακόρυφους πέτρινους κύκλους και οι ομάδες κέρδιζαν πόντους αν η μπάλα έμπαινε μέσα σε αυτούς. Οι παίκτες φορούσαν δέρματα από ελάφια για προστασία από τα χτυπήματα της σφαίρας, που είχε περίπου το μέγεθος που έχει σήμερα η μπάλα του βόλεϊ. Η μπάλα του παιχνιδιού ήταν κατασκευασμένη από latex (ελαστικό γαλάκτωμα), το οποίο μάζευαν από τις ζούγκλες της Μεσοαμερικής. Ακόμη όμως και με την επιπρόσθετη προστασία, η δύναμη από τα χτυπήματα της βαριάς μπάλας μπορούσε να προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς. Ο Ισπανός μοναχός Ντιέγκο Ντουράν (Diego Duran) ανέφερε׃ «Όταν η μπάλα επέστρεφε από την αντίπαλη ομάδα, μπορούσε να χτυπήσει τους παίκτες στο στόμα ή στο στομάχι, με αποτέλεσμα να πέφτουν στο έδαφος άμεσα. Ορισμένοι μάλιστα πέθαιναν από τη δύναμη του χτυπήματος». Σύμφωνα με τον Φοξ, οι θεατές παρακολουθούσαν τους αγώνες καθισμένοι στα τείχη γύρω από το γήπεδο, τρώγοντας κρέας ελαφιού και πίνοντας ένα αλκοολούχο ποτό από καλαμπόκι (το αντίστοιχο του σημερινού συνδυασμού χοτ ντογκ και μπίρας). Υπήρχαν επίσης «χορηγοί», οι οποίοι «πρόσφεραν διαμονή και τροφή για τους καλύτερους παίκτες, αναλάμβαναν την εκπαίδευσή τους και στη συνέχεια προκαλούσαν άλλες ομάδες σε αγώνες. Και βέβαια τα στοιχήματα είχαν τη δική τους θέση στα παιχνίδια. Όπως αναφέρει ο Ντουράν׃ «Οι Αζτέκοι στοιχημάτιζαν τα σπίτια τους, χωράφια, τις αποθήκες καλαμποκιού τους και άλλα. Πουλούσαν ακόμη και τα παιδιά τους για να στοιχηματίσουν, αλλά και τους εαυτούς τους και γίνονταν σκλάβοι, προκειμένου να θυσιαστούν αργότερα σε περίπτωση που δεν καταβάλλονταν λύτρα». Σε ορισμένα παιχνίδια, το «στοίχημα» ήταν πραγματικά ακριβό. Χώροι όπου παίζονταν τα παιχνίδια ήταν αφιερωμένοι στους θεούς και, ορισμένες φορές, οι ηττημένοι αποκεφαλίζονταν σε τελετές, σύμφωνα με ανάγλυφα που ήρθαν το φως. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό το παιχνίδι. Οι Αζτέκοι, οι Μάγια, οι Τεοτιουακάνος και οι Ζαποτέκι έπαιζαν το «τλάτστλι» (tlatstly). Ήταν ένα ομαδικό παιχνίδι με λαστιχένια μπάλα, στο οποίο τη χτυπούσαν με το γοφό, με στόχο να περάσει μέσα από ένα πέτρινο κάθετο στεφάνι. Βορειότερα οι αυτόχθονες κάτοικοι της φυλής των Ινουίτ στην Αλάσκα, εξασκούνταν στο «ακστακτούκ» (akstaktuk). Ένα παιχνίδι που έμοιαζε στο ποδόσφαιρο, αλλά παιζόταν στον πάγο. Σε τεράστιες εκτάσεις (συνήθως σε παγωμένες λίμνες) και έπαιρναν μέρος εκατοντάδες παίκτες. Τώρα οι αυτόχθονες κάτοικοι της Ανατολικής Ακτής έπαιζαν το «πασουκουακοχόγογκ» (pasuquacohogog από παλιά το… ΠΑΣΟΚ και εκεί) και το έπαιζαν με τέτοιο όνομα που αλλού? Σε αμμώδεις παραλίες!!!
Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα και λίγους αιώνες πιο πίσω από τη Νότια Αμερική, ο «Επίσκυρος» θα ζούσε ξανά, αλλά με άλλο όνομα, σε άλλα πόδια και με άλλο σκοπό. Εκεί, στην Αρχαία Ρώμη, το παιχνίδι με την μπάλα θα ονομαζόταν «Χάρπαστουμ» (Harpastum) και θα απευθυνόταν αποκλειστικά στους πατρικίους που βαριόντουσαν και έπλητταν από την ανία. Σύμμαχος τους στην επινόηση για την καταπολέμηση της πλήξης, η «παγανιστική μπάλα» (pila paganica) και οι «ανόητοι» (follis). Η πρώτη, μπάλα φτιαγμένη από δέρμα και γεμισμένη με πούπουλα. Η δεύτερη, πιο «εξελιγμένη», επίσης από δέρμα, αλλά φουσκωμένη με αέρα, ήταν αυτή που θα άρεσε ακόμη και αρκετούς αιώνες μετά στη Φλωρεντία του Δάντη και αργότερα των Μεδίκων. Πριν όμως φτάσουμε εκεί για να πάμε στο ποδόσφαιρο στα χρόνια του Μεσαίωνα! Κατά την σκοτεινή εκείνη περίοδο, το παιχνίδι της μπάλας εξέφραζε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε γειτονικά χωριά ή μεταξύ φατριών του ιδίου χωριού. Παιζόταν με διαφορετικούς κανονισμούς από τόπο σε τόπο και ήταν εντελώς διαφορετικοί από εκείνους της αρχαιότητας. Η επιδίωξη της νίκης γινόταν με ιδιαίτερο φανατισμό και αυτό άρχισε να προβληματίζει τους φορείς της εξουσίας. Μάλιστα ο Ερρίκος ο Β’ της Αγγλίας έφθασε στο σημείο να απαγορεύσει το παιχνίδι, γιατί ο μεγάλος ενθουσιασμός που έδειχναν οι υπήκοοι του, οδηγούσε πολλές φορές σε υπερβολές και ακρότητες. Όπως προκύπτει από ένα χρονικό του Λονδίνου του 1175, οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για τον επικίνδυνο και βίαιο τρόπο με τον οποίο παιζόταν το ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού.
Το παιχνίδι με τη μπάλα ξεκίνησε στους αγρούς και τους δρόμους ανάμεσα σε αγροτόπαιδα και μαθητευόμενους. Ήταν ένα λαϊκό παιχνίδι με ραγδαία ανάπτυξη που άνηκε στο λαό. Στα μάτια των αρχών και της υψηλής κοινωνίας όμως, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα χυδαίο, θορυβώδες χόμπι, που από το 14ο αιώνα και μετά, ο αξιοσέβαστος και ο ευσεβής κύκλος το παρατηρούσε με αποστροφή και κατέβαλλε συνεχείς προσπάθειες για να εμποδιστεί η ανάπτυξη του. Κρατούσε τους ανθρώπους μακριά από την άσκηση των χριστιανικών καθηκόντων τους και από τα επαγγέλματα τους, και επομένως από τα συμφέροντα των εργοδοτών τους. Σπαταλούσε χρόνο που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί επικερδώς στην πρακτική της τοξοβολίας και άλλων στρατιωτικών δεξιοτήτων. Αλλά παρόλο που οι νομοταγείς δήμαρχοι, σερίφηδες και οι κληρικοί προσπάθησαν να το πατάξουν, η επίδραση τους ήταν ελάχιστη έως μηδαμινή και ο κόσμος απλά συνέχιζε να παίζει. Όμως αυτό που παιζόταν, δεν ήταν ακόμα ποδόσφαιρο, αλλά πράγματι είναι αλήθεια ότι ήταν θορυβώδες και επικίνδυνο. Τα παιχνίδια στους δρόμους κατέληξαν να ονομάζονται «ποδόσφαιρο όχλου», που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μικρές και βίαιες οδομαχίες. Ο τομέας ποδοσφαίρου, είχε το μήκος μιας πόλης, οι δε παίκτες έφταναν μέχρι και τους πεντακόσιους, ενώ η σύγκρουση συνεχιζόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας. Μεγάλος αριθμός ποδιών έσπαζαν, ενώ καταγράφηκαν και μερικοί θάνατοι. Με το όνομα «σαβάτε» (Savate) έπαιζαν και στη Γαλλία κατά το Μεσαίωνα ένα αντίστοιχο παιχνίδι με μπάλα, στο οποίο χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά τα πόδια με τρόπο βίαιο. Στις διάφορες μορφές του, το ποδόσφαιρο, καθ΄ όλη την πορεία της εξέλιξής του, οδήγησε σε απίθανες εκρήξεις πάθους μεταξύ των θεατών και σκληρότητας μεταξύ των παικτών. Μάλιστα ο Άγγλος Τζον Λαντζένιους (John Langenus), το 1200, περιγράφει με μελανά γράμματα την βιαιότητα που χαρακτήριζε τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις. Το 1300 το συμβούλιο των Γερόντων της Πίζας, απείλησε με αυστηρές ποινές όσους συνέχιζαν να παίζουν ποδόσφαιρο στη πλατεία της Μητρόπολης και του νεκροταφείου.
Η Φλωρεντία είναι η πόλη στην οποία το ποδόσφαιρο βρήκε τη μεγαλύτερη διάδοση κατά την εποχή των Μεδίκων. Τον 17ο αιώνα εκδόθηκε στη Βενετία το λεξικό της Ακαδημίας της Κρούσκα. Σ’ αυτό συναντούμε τα παρακάτω στοιχεία: «Ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται στη Φλωρεντία, με δύο ομάδες, όπως σε παράταξη μάχης, με μια μπάλα φουσκωμένη με αέρα. Μοιάζει με τη σφαιρομαχία που πέρασε από τους Έλληνες στους Λατίνους και από τους Λατίνους σ’ εμάς». Το ποδόσφαιρο εκεί παιζόταν τις ημέρες των μεγάλων γιορτών και ήταν τόσο διαδεδομένο, ώστε συχνά και οι πιο λαμπροί άρχοντες και οι πιο διάσημοι καλλιτέχνες δεν δίσταζαν να συμμετάσχουν στον αγώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις προσωπικότητες που ασχολήθηκαν με φανατισμό με το άθλημα, την εποχή αυτή, είναι τρεις άνθρωποι που μετέπειτα κατέλαβαν τον Παπικό θρόνο, ο Κλήμεντας ο Γ’, ο Λέοντας ο Ι’ και ο Ουρβανός ο Ζ’. Οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις γίνονταν στην Πλατεία της Σάντα Κρότσε. Οι ομάδες ονομάζονταν «Partiti» και ήταν δύο: οι «Πράσινοι» της αριστερής όχθης του Άρνου και οι «Λευκοί» της δεξιάς όχθης. Πράσινοι και Λευκοί παρατάσσονταν σε θέση μάχης, διεκδικώντας τη δερμάτινη σφαίρα, τη νίκη, αλλά και το λάβαρο της αντίπαλης ομάδας. «Λάφυρο» το τελευταίο, το οποίο ο αρχηγός των θριαμβευτών απέθετε στα πόδια της αγαπημένης του. Όταν μια ομάδα κέρδιζε τον αγώνα έπαιρνε ως έπαθλο τα λάβαρα της αντίπαλης ομάδας. Σύμφωνα με το έθιμο που επικρατούσε, μετά από μια επίσημη δοξολογία που γινόταν στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού, τα λάβαρα παραδίδονταν στον αρχηγό της ομάδας που νικούσε. Αυτός, σύμφωνα με τα ιπποτικά έθιμα μπορούσε να τα προσφέρει σε μια όμορφη γυναίκα της γειτονιάς του. Αν και «σκηνοθετημένο» από ευγενείς, ακόμα και εκείνο το είδος ποδοσφαίρου, δεν συνοδευόταν πάντοτε από… ιπποτικά αισθήματα αβροφροσύνης. Ήδη, πολύ πριν από την εποχή των Μεδίκων, το άθλημα είχε εξοργίσει τους άρχοντες της Πίζα που είχαν κουραστεί να βλέπουν εξαγριωμένους «οπαδούς» και παίκτες να κυνηγούν την μπάλα και στη συνέχεια ο ένας τον άλλον μέχρι και στα νεκροταφεία της πόλης!!
Ο Ιάκωβος Α’ της Αγγλίας ή Ιάκωβος ΣΤ’ της Σκωτίας (James VI and Ι) εξέδωσε στην Αγγλία το 1617 την «Decleration of Sports». Η απόφαση αυτή δημιούργησε καινούργια δεδομένα και νέα προοπτικές για το ποδόσφαιρο. Κατάργησε όλες τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που υπήρχαν σχετικά με το ποδόσφαιρο και ευνόησε τη γρήγορη διάδοση του ποδοσφαίρου στα κολλέγια. Υπάρχει μια παράδοση ότι ο αριθμός των παικτών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας καθιερώθηκε από τον αριθμό των σπουδαστών κάθε θαλάμου κολλεγίου που ήταν δέκα συν ένα παιδαγωγό, οι οποίοι αποτελούσαν και την ομάδα. Μέχρι και το 1820 παρότι το ποδόσφαιρο δεν είχε πάρει ακόμα το όνομα football, χρησιμοποιείτο ο όρος οφσάιντ και είχε κανονισμούς παραπλήσιους με τους σημερινούς. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν ακόμη «ποδόσφαιρο» αυτό το είδος διασκέδασης. Αν και πρωτότυπο για την εποχή του, χαρακτηριζόταν μάλλον από την έντονη, συχνά και εύλογη ανάγκη του λαού να ξεσπά την οργή του στο δερμάτινο είδωλο. Για «αληθινό ποδόσφαιρο» η Γη άρχισε να μιλάει μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν με τη γέννηση των πρώτων κολεγίων οι νέοι της αστικής τάξης, κουρασμένοι ίσως από τις λογοτεχνικές βραδιές και τις φιλοσοφικές αναλύσεις, αποφάσιζαν επιτέλους να στρέψουν το βλέμμα τους από τις βιβλιοθήκες στους καταπράσινους χλοοτάπητες. Το 1849 έγιναν στο Κέμπριτζ αγώνες ποδοσφαίρου σύμφωνα με κανονισμούς που πήραν το όνομα της πόλης. Οι κανονισμοί αυτοί διατηρήθηκαν πολύ λίγο, συνέβαλαν όμως σημαντικά στην ενοποίηση και κωδικοποίηση του πρώτου τεχνικού κανονισμού. Νεολογισμός του «playing with the ball», αλλά με τα πόδια, το «football» θα αποτελούσε τον καινούργιο όρο των λεξικών του Κέμπριτζ. Η αναγνώρισή του πάντως θα ερχόταν ένα μόλις χρόνο πριν το 1848. Γιατί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 25 χρόνων ένα και μοναδικό ήταν το άθλημα που διασκέδαζε τους Βρετανούς του 19ου αιώνα. Γεννημένο σχεδόν κατά λάθος, το ράγκμπι κατακτούσε σύντομα παίκτες και φιλάθλους του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Γιος» μιας «επανάστασης», το άθλημα με την οβάλ μπάλα ήρθε στη ζωή το 1823 εντελώς τυχαία, αντικαθιστώντας τα μέχρι τότε πρόχειρα «ποδοσφαιρικά» παιχνίδια. Σκηνικό σταθμός, το περιστατικό του κολεγίου του «Ράγκμπι» (Rugby), του μικρού χωριού της Κομητείας του Γουόργουϊκ, απ’ όπου θα έπαιρνε το όνομά του και το ομώνυμο άθλημα. Αφορμή, ο καθιερωμένος αγώνας μεταξύ των φοιτητών του κολεγίου, «δράστης», κάποιος ποδοσφαιριστής τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή ο περίφημος Γουίλιαμ Γούεμπ Έλις (William Webb Ellis). Έχοντας κουραστεί και βαρεθεί από το ανιαρό θέαμα που πρόσφεραν οι δύο ομάδες, αλλά και από τα λιγοστά γκολ του αγώνα, ο Έλις αποφάσισε ξαφνικά να τα απλοποιήσει όλα, αρπάζοντας την μπάλα με τα χέρια, τρέχοντας προς το αντίπαλο τέρμα, σημειώνοντας το «χρυσό» γκολ και χαρίζοντας στην ομάδα του μια πολύ μεγάλη νίκη. Και όλα αυτά βέβαια τα είχε πετύχει με την άνεσή του και ανενόχλητος, αφού πρώτα είχε καταφέρει να αφήσει «στήλη άλατος» συμπαίκτες και αντιπάλους. Το ράγκμπι μπορεί να είχε γεννηθεί, αυτό δεν σήμαινε όμως ότι το ποδόσφαιρο είχε πεθάνει. Και η τρανή απόδειξη ερχόταν την άνοιξη του 1848. Όταν δεκαπέντε εκπρόσωποι από τα Πανεπιστήμια του ‘Ιτov, του Χάροου, του Γουϊντσέστερ και του Ράγκμπι έδιναν ραντεβού στην καταπράσινη αυλή του κολεγίου του Κέμπριτζ. Ο λόγος, ένας και μοναδικός: Η ανάγκη να τερματιστεί η διαμάχη 25 χρόνων «ράγκμπι ή ποδόσφαιρο» μια για πάντα. Ύστερα από επτά ώρες σκληρών διαπραγματεύσεων, όλοι ήταν ευχαριστημένοι! Η πλειοψηφία είχε παραμείνει πιστή στην οβάλ μπάλα, η μειοψηφία όμως θα παντρευόταν οριστικά τα πιστεύω του football. Το «Cambridge Rules», το πρώτο έγγραφο κανονισμών του ποδοσφαίρου, γινόταν πραγματικότητα. Έστω και με ατελείς κανονισμούς, όπως τις διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου και των τερμάτων ή τους κανόνες τιμιότητας στο μαρκάρισμα ενός αντιπάλου. Το ποδοσφαιρικό «δίκαιο» των Άγγλων φοιτητών ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη αξιόλογη απόπειρα καταγραφής των «άγραφων» έως τότε νόμων του αθλήματος. Με γνώμονα την κοινή λογική, οι νεαροί είχαν αποφασίσει επίσης πως ο ιδανικός αριθμός των παικτών κάθε ομάδας έπρεπε να είναι 11. Έντεκα, όσοι δηλαδή ήταν και οι άνθρωποι που μπορούσε να φιλοξενήσει ο κάθε ξενώνας κολεγίου!
Από εκείνη την ιστορική άνοιξη χρειάστηκε ωστόσο πολύς χρόνος μέχρι οι παίκτες να σεβαστούν τους νέους κανονισμούς. Κι αυτό γιατί συνήθως το χάος ήταν μάλλον αναπόφευκτο όταν δύο κολέγια συναντιόντουσαν μεταξύ τους κανονίζοντας τη διενέργεια ενός φιλικού αγώνα. Μερικοί απαιτούσαν να παίξουν με 15 ποδοσφαιριστές, άλλοι ήθελαν τα τέρματα να είναι πιο στενά ή πιο φαρδιά, άλλοι έπεφταν πάνω στον αντίπαλο παίκτη όπως δεν θα το είχαν κάνει ούτε σε περίπτωση πολέμου, άλλοι επίσης προτιμούσαν οι μπάλες να είναι πιο μικρές και ελαφριές ή πιο μεγάλες και βαριές! Παρ’ όλα τα μικροεπεισόδια, όμως, ήδη από το 1855 διοργανώνονταν κανονικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια μεταξύ των διαφόρων σχολείων, κυρίως όμως μεταξύ των πανεπιστημίων, όπου η προσέλευση των φιλάθλων ήταν και η μεγαλύτερη. Το 1857, αμέσως μετά τα εγκαίνια του νέου γηπέδου κρίκετ του Μπράμολ Λέιν, ο Γουίλιαμ Πρεστ (William Prest) μαζί με τον Ναθάνιελ Κρέσγουϊκ (Nathaniel Creswick), οι δύο συνέταιροι του Σέφιλντ Κρίκετ Κλαμπ, μαζί με μερικούς συμφοιτητές τους ανακοίνωναν την επίσημη ίδρυση τού «Σέφιλντ Φούτμπολ Κλαμπ». Της πρώτης αυθεντικής ποδοσφαιρικής ομάδας στον κόσμο. Το παράδειγμά του θα ακολουθούσαν πολλοί άλλοι. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια οι ομάδες που υπήρχαν στην πόλη, αλλά και γύρω απ’ αυτήν, ήταν ήδη 15, ενώ το 1861 οι φίλαθλοι που παρακολούθησαν το πρώτο «ντέρμπι», Σέφιλντ-Χάλαμ ξεπερνούσαν τους 600. Όσον αφορά την τήρηση των σωστών κανονισμών ένα σημαντικό βήμα θα γινόταν τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς. Πριν από τον αγώνα Old Etonians-Old Harrovians (ομάδες που αποτελούνταν από απόφοιτους των κολεγίων του Eton και του Harrow), οι δύο αρχηγοί αποφάσιζαν να υιοθετήσουν τους επίσημους κανονισμούς: 11 παίκτες από κάθε πλευρά, ένας ουδέτερος διαιτητής, δύο κριτές, 12 επί 20 πόδια οι διαστάσεις των τερμάτων, 75 λεπτά η διάρκεια του αγώνα και οφσάιντ με τρεις παίκτες.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου του 1863, σε μία αίθουσα της «Freemasons’ Tavern», στην Γκρέιτ Κουίνς Στριτ στη συνοικία Χόλμπορν του Λονδίνου, δεκατρείς εκπρόσωποι κολεγίων και πανεπιστημίων συναντιόντουσαν με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία ενός οργανισμού. Το πρώτο στην ιστορία, εμπεριστατωμένο και επίσημο αυτή τη φορά, καταστατικό των «Κανονισμών του Ποδοσφαίρου», το περίφημο «Football Association» (F.A.), γεννιόταν. Και μαζί του και ο όρος «soccer». Με τον τρόπο αυτό, εκτός από τον όρο football που είχε καθιερωθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, το ποδόσφαιρο αποκτούσε και μια δεύτερη ονομασία, προϊόν εκείνης της «Κοινωνικού Χαρακτήρα» τελετής (SOCial CERemony)! Ο όρος soccer, γοητεύοντας ολόκληρη τη Βρετανία, θα καθιερωνόταν. Όχι όμως για πολύ, αφού η λέξη θα υιοθετούνταν αργότερα, αποκλειστικά και μόνον από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί όπου χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Στα πρώτα της βήματα η F.A. δεν είχε βέβαια συναντήσει την ανταπόκριση που θα ήθελε. Τουλάχιστον μέχρι το 1867, όταν ο Τοαρλς Γουίλιαμ Άλκοκ (Charles William Alcock) αναλάμβανε το τιμόνι της. Ο άνθρωπος από το Γιορκσάιρ, που είχε ερωτευτεί το ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στο Χάροου (1855-1859), κατάφερε να δώσει ένα σημαντικό, αλλά και διαφορετικό πνεύμα στο ποδοσφαιρικό κίνημα του Ηνωμένου Βασιλείου, με αποτέλεσμα το football να γίνει σχεδόν αμέσως το εθνικό άθλημα των Βρετανών. Με δική του πρωτοβουλία διοργανώθηκαν και τα πρώτα διεθνή παιχνίδια, ανεπίσημα ωστόσο, ανάμεσα σε Άγγλους και Σκωτσέζους (ή καλύτερα, με αντίπαλη των Άγγλων μια επίλεκτη ομάδα αποτελούμενη από «Scotsmen» που ζούσαν στο Λονδίνο). Με δική του πρωτοβουλία άλλωστε έγιναν και τα πρώτα παιχνίδια ανάμεσα στους επίλεκτους της London και της Sheffield. Τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους. Ύστερα από την πολύ μεγάλη ζήτηση, το 1872 ο Άλκοκ αναγκάστηκε να εφεύρει το «Challenge Cup», μια διοργάνωση όπου θα λάμβαναν μέρος όλοι οι σύλλογοι μέλη της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Θέλοντας ή μη, κατά λάθος ή όχι, το περίφημο Κύπελλο Αγγλίας είχε επιτέλους γεννηθεί.
Οι ομάδες που δήλωσαν αμέσως συμμετοχή στον νέο θεσμό ήταν αρχικά 15, τρεις αποσύρθηκαν πριν από την έναρξή του, ενώ νικήτρια αναδείχθηκε η «The Wanderers» (η πρώην Forest School) με αρχηγό τον ίδιο τον Άλκοκ. Η εξαιρετική ομάδα με γκολ του Μπετς, ενώπιον 2.000 θεατών, νικούσε 1-0 τους «Royal Engineers». Λίγους μήνες αργότερα, πάντα χάρη στον Άλκοκ, Σκωτία και Αγγλία θα έπαιζαν στο πρώτο παιχνίδι της πλούσιας και μακρόχρονης ιστορίας τους. Η ημερομηνία-σταθμός ήταν η 30η Νοεμβρίου, ο τόπος συνάντησης τους η Γλασκώβη και το αποτέλεσμα 0-0. Το γκολ μπορεί να έλειψε και από τις δύο ομάδες, όμως η Σκωτία κατάφερε να πετύχει ένα πολύ σημαντικό ρεκόρ, αφού και οι 11 διεθνείς της αποτελούσαν εξ ολοκλήρου τον κορμό της «Queen’s Park» της Γλασκώβης. Εκείνης της θρυλικής ομάδας που κατάφερε να μείνει αήττητη από την ημέρα της ίδρυσής της (9 Ιουλίου του 1867) έως τον Φεβρουάριο του 1876. Μιας ομάδας που είχε δεχτεί το πρώτο της γκολ μόλις το 1872!!! Το ποδόσφαιρο από περιθωριακό άθλημα είχε μετατραπεί σε κοινωνικό φαινόμενο και από απλή διασκέδαση σε «νότα ζωής» για πρωταγωνιστές και θεατές. Το 1885 η Αγγλία ήταν ήδη ώριμη να αφομοιώσει την ιδέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αν και στην αρχή όλα θα γίνονταν υπό τη στενή εποπτεία της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Παρόμοιο βήμα θα επιχειρούσαν και οι Σκωτσέζοι, αλλά μόνον οκτώ χρόνια αργότερα. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1892, τα παραδοσιακά «ντέρμπι» μεταξύ των τεσσάρων ομοσπονδιών τού «United Kingdom» θα οδηγούσαν στη διοργάνωση ενός τουρνουά, του «Home Championship». Ποδοσφαιρικά, για πολλές δεκαετίες, η Ευρώπη δεν θα ήταν τίποτε άλλο από «μία Ήπειρος που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της Μάγχης…». «Παιδί» της βιομηχανικής ανάπτυξης στη Βρετανική Αυτοκρατορία και χάρη κυρίως στην επεκτατική πολιτική των Αγγέλων, το football απλώθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και στις απέναντι όχθες του Ατλαντικού, με μεγάλη ταχύτητα και ορμή.
Σχεδόν όλοι οι «φορείς του ποδοσφαιρικού ιού» ήταν ναυτικοί της Αυτού Μεγαλειότητας της Βασίλισσας ή εκπρόσωποι αγγλικών βιομηχανιών με έδρα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης και της Λατινικής Αμερικής. Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή των βασιλικών πλοίων στην «Κόκκινη Ήπειρο» ήταν η εξαιρετική ποιότητα του βοδινού κρέατος. Χωρίς αυτό κανείς δεν γνωρίζει αν και πότε θα κατάφερνε το ποδόσφαιρο να φτάσει στο Ρίο ντε Λα Πλάτα, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβιδέο. Αλλά και στη χώρα του καφέ, στην περίφημη Βραζιλία, η οποία πάντως δεν εκτίμησε αμέσως το «δώρο» των Βορειοευρωπαίων, αφού η σκληρή δουλειά δεν άφηνε περιθώριο ελεύθερου χρόνου στους ιθαγενείς. Στην υπόλοιπη Ευρώπη αντίθετα, το ποδόσφαιρο κατέκτησε σχετικά γρήγορα τις καρδιές των περισσοτέρων, χάρη πάντα στην παρουσία του αγγλικού επιχειρηματικού στοιχείου. Η Γένοβα, λόγω του λιμανιού της, ήταν μία από τις πρώτες πολικές πόλεις που γνώρισαν και λάτρεψαν το ποδόσφαιρο, ενώ λίγο αργότερα ένα άλλο λιμάνι, αυτό της Νάπολι, «κατακτιούνταν» από τον Σερ Τόμας Λίπτον (Sir Thomas Johnstone Lipton). Η αλλαγή του αιώνα θα έβρισκε σχεδόν όλες τις χώρες να διαθέτουν μια δική τους ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Από την Πορτογαλία στην Ισπανία και από τη Γαλλία στην Αυστρία το άθλημα είχε αγαπηθεί τόσο πολύ, που διοργανώνονταν ήδη και εθνικά πρωταθλήματα. Ακόμη και οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν ανοίξει τις πύλες τους στη «Στρογγυλή Θεά». Έστω και με τρεις μόνον ομάδες, η πρώτη επίσημη εμφάνισή της γινόταν στην Αθήνα το 1896. Στο Παρίσι, στην πρώτη Ολυμπιάδα του αιώνα, ο ενθουσιασμός και η απήχηση του αθλήματος στα πλήθη ήταν τέτοια, ώστε ο Γάλλος δημοσιογράφος, Ρομπέρ Γκερέν (Robert Guérin), μέσω της στήλης του στην εφημερίδα «Ματάν» (Le Matin), να εισαγάγει πρώτος απ’ όλους την ιδέα για τη δημιουργία ενός Παγκοσμίου Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο.
Χωρίς βέβαια την υποστήριξη των παντοδύναμων τότε Άγγλων η ιδέα αυτή δεν συνάντησε την προσδοκώμενη επιτυχία. Ο Γκερέν όμως δεν τα παράτησε και αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς τους Βρετανούς: Στις 21 Μαΐου του 1904, ο ίδιος συγκαλούσε στα γραφεία της Γαλλικής Ομοσπονδίας, στην οδό rue Saint-Honore 229, τους εκπροσώπους του Βελγίου, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας και φυσικά της Γαλλίας. Οι οκτώ χώρες θα ίδρυαν εκείνο το απόγευμα την περίφημη ΦΙΦΑ, το όργανο που έμελλε να γίνει και το ισχυρότερο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στην πρώτη επίσημη συνάντηση της ΦΙΦΑ οι παριστάμενοι συμφώνησαν να γίνει το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Όμως και στην περίπτωση αυτή όλα μετατέθηκαν για αρκετά χρόνια αργότερα. Ο κόσμος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα αισθανόταν επιτέλους ενωμένος μόνο το 1924, όταν η ζήλεια θα τον ανάγκαζαν να συσπειρωθεί. Το εκπληκτικό ποδόσφαιρο που είχαν επιδείξει 22 διεθνείς Ουρουγουανοί σε όλες τις συναντήσεις του τότε ήδη υπάρχοντος θεσμού του Κόπα Αμέρικα έκανε πολλούς Ευρωπαίους να αναρωτιούνται για την ποιότητα, αλλά και την οργάνωση του δικού τους football. Οι Γάλλοι έσπευδαν, καλούσαν στο Παρίσι για «επίδειξη» τα 22 «μαύρα διαμάντια», παρατηρούσαν με περιέργεια τις τεχνικές και τις τακτικές των Νοτιαμερικανών κι αποφάσιζαν επιτέλους ότι η ιδέα της ΦΙΦΑ, έστω και με καθυστέρηση 20 χρόνων, έπρεπε να υλοποιηθεί. Γιατί η Ευρώπη έπρεπε να αποκτήσει σύντομα μια δική της διοργάνωση σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, οι Βρετανοί αναμασούν τη γνωστή αρνητική τους θέση, η Ευρώπη εκνευρίζεται και ο Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet) αποφασίζει να τους αγνοήσει αρχίζοντας μια ποδοσφαιρική επανάσταση χωρίς εκείνους. Έξι χρόνια μετά το πρώτο Μουντιάλ της Ιστορίας θα άνοιγε τις πύλες του στην Ευρώπη, αλλά όχι στους Βρετανούς. Υπερόπτες οι «Δάσκαλοι», θα δήλωναν επιτέλους συμμετοχή στο Μουντιάλ του 1950, απ’ όπου όμως θα αποκλείονταν από τους «ερασιτέχνες» Αμερικανούς…
Και εδώ τελειώνει η έρευνα του υπογράφων και το αφιέρωμα που κάναμε για τον «βασιλιά των σπορ». Συγνώμη ξανά αν σας κουράσαμε αλλά ξέρετε πια ότι κάνουμε αναλυτική δουλειά. Όπως διαβάσατε τελικά, το ποδόσφαιρο δεν το ανακάλυψε στην ουσία κανείς. Πέρασε από όλα αυτά τα στάδια για να φτάσει στη σημερινή του μορφή και να το χαιρόμαστε. Να ξέρετε ότι γουστάρουμε πολύ και οι τρεις μας αυτό που κάνουμε. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση, ικανοποίηση και απόλαυση για μας όταν με τα άρθρα μας σας χαλαρώνουμε, σας μαθαίνουμε πράγματα που δεν ξέρατε και σας ηρεμούμε. Θα συνεχίσουμε εδώ και τη νέα χρονιά μαζί και το 2023 θα είμαστε ακόμα καλύτεροι… Ακόμα πιο δυνατοί και με περισσότερα διδακτικά και φοβερά άρθρα… Να μένετε εδώ… Μόνο στο art of football… Το δικό σας site… Καλή χρονιά σε όλους σας με υγεία, ευτυχία και αγάπη για εσάς και τα αγαπημένα σας πρόσωπα…
Από τον Ευστράτιο Φωτεινό